ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΙΣ 5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1944
Ομιλία που εκφωνήθηκε στην Κλεισούρα την 6η Απριλίου 2014 στο μνημόσυνο που τελέστηκε για την 70ή Επέτειο του Ολοκαυτώματος της Κλεισούρας από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής
Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῶο χόρτο πίνει αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.
Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί.
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα, καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
(Διονύσιος Σολωμὸς, Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν)
Οι στροφές αυτές από τον Ύμνο στην Ελευθερία του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού αδυνατούν να αποδώσουν το αιματοκύλισμα, που συντελέστηκε την μοιραία εκείνη Τετάρτη της 5ης Απριλίου 1944 στον χώρο αυτό, και τη θυσία διακοσίων ογδόντα (280) αθώων ψυχών ως αντίποινα μιας επίθεσης των ανταρτών. Ήταν μια προμελετημένη τελετή απόλυτου τρόμου, που είχε ως σκοπό να γίνει το απόλυτο παράδειγμα εξουσιαστικής επιβολής της ναζιστικής βαρβαρότητας.
Το πρωινό εκείνο κανείς δε μπορούσε να φανταστεί το κακό που επρόκειτο να συμβεί. Αντιστασιακές ομάδες του ΕΛΑΣ, που δρούσαν στην περιοχή με επικεφαλής τον καθηγητή φιλολογίας Αλέξη Ρόσιο από τη Σιάτιστα, τον γνωστό καπετάν Υψηλάντη, είχαν πληροφορηθεί ότι μια γερμανική αυτοκινητοπομπή επρόκειτο να περάσει την ημέρα εκείνη κατευθυνόμενη από την Καστοριά στο Αμύνταιο για να παραλάβει προμήθειες˙ έτσι επέλεξαν τη στενωπό διάβαση στην περιοχή Νταούλι, θέση στρατηγική με πολλά φυσικά πλεονεκτήματα, και έστησαν ενέδρα. Όταν η εμπροσθοφυλακή της φάλαγγας έφτασε στην τοξωτή γέφυρα του Νταουλιού, δέχθηκε έναν καταιγισμό πυρών, που είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο (2) προπομποί Γερμανοί μοτοσικλετιστές.
Σε λίγη ώρα κινήθηκε προς το σημείο αυτό ισχυρή κατοχική δύναμη κι έτσι η αντιστασιακή ομάδα αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αφού πρώτα οι αντάρτες ακρωτηρίασαν οικτρά τους μοτοσικλετιστές και τους εγκατέλειψαν αιμόφυρτους παραταγμένους σε στάση προσοχής στη γέφυρα, μεταφέροντας παράλληλα τις μηχανές τους μέσα στην Κλεισούρα. Οι επικεφαλής αξιωματικοί των Ναζί αντικρίζοντας το αποκρουστικό θέαμα των κατακρεουργημένων βέβηλα συντρόφων τους, οργίστηκαν αφάνταστα επιζητώντας άμεση εκδίκηση και σκληρά αντίποινα. Η στρατηγική του «προληπτικού» πυρός και σιδήρου, δηλαδή η εξόντωση κάθε εν δυνάμει εχθρού, για να μη διακυβευθεί «πολύτιμο γερμανικό αίμα», ακολουθείται και πάλι. Ενοχοποιούν φυσικά το πιο κοντινό χωριό, την Κλεισούρα. Ενημερώνουν τα φρουραρχεία της Καστοριάς και του Αμυνταίου, καθώς και το τάγμα των Ες-Ες της Πτολεμαΐδας και δίνουν εντολή να προβούν σε πράξεις αντιποίνων κατά του ανυποψίαστου άμαχου πληθυσμού, που εκείνη τη μέρα αποτελούνταν μόνο από γυναικόπαιδα και γέροντες, μια και οι άνδρες είχαν αποφασίσει να απομακρυνθούν για ασφάλεια στα γύρω βουνά και στο Μοναστήρι της Παναγίας με την ελπίδα ότι η γερμανική δολοφονική μανία θα άφηνε άθικτους τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα. Έτσι τους είχε καθησυχάσει ο αρχηγός των ανταρτών, ο οποίος ωστόσο προτίμησε να απομακρυνθεί στο γειτονικό δάσος και να παρακολουθήσει από εκεί ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Όλα αυτά επιτρέπουν να εξάγουμε επιχειρήματα υπέρ ή κατά της αποτελεσματικότητας, της σκοπιμότητας και κατά συνέπεια του θεμιτού της Αντίστασης.
Ο σφαγέας της Κλεισούρας, αντισυνταγματάρχης Καρλ Σύμερς, διοικητής του 7ου Τεθωρακισμένου Συντάγματος Αστυνομίας Γρεναδιέρων Ες-Ες, θεωρούσε ότι ο ελληνικός πληθυσμός περιέθαλπε και υποστήριζε τους αντάρτες και ως εκ τούτου όλοι ήταν συνένοχοι στην αντίστασή τους κατά του Άξονα. Οι αντιανταρτικές επιχειρήσεις έπρεπε να προσφέρουν «τρόμον αντί τρόμου», έτσι ώστε ο άμαχος πληθυσμός να φοβηθεί τελικά περισσότερο τις γερμανικές δυνάμεις παρά τις συμμορίες.
Οι αρχιτέκτονες του εγκλήματος έστειλαν αρχικά μέσα στην κωμόπολη ανιχνευτές, για να τους καθησυχάσουν ότι δεν θα τους πειράξουν, ώστε να μην τραπούν σε φυγή. Πίσω τους ακολουθούσαν πάνοπλοι οι παρανοϊκοί μακελάρηδες, οι εκτελεστές και οι εμπρηστές των Ναζί. Τα απάνθρωπα κτήνη των Ες-Ες και οι γερμανοφορεμένοι Βούλγαροι κομιτατζήδες υπό την αρχηγία των Γερμανών διοικητών της Καστοριάς Ράισλ και Χίλντενμπραντ και την καθοδήγηση του βουλγαρίζοντα αρχικομιτατζή Κάλτσεφ, αφού πήραν το σύνθημα με φωτοβολίδα από το Νταούλι, ξεχύθηκαν στις βουβές γειτονιές της πολίχνης και άρχισαν να φονεύουν τους κατοίκους και να πυρπολούν τα αρχοντικά, σπέρνοντας αδιάκριτα την καταστροφή, τον όλεθρο και το θάνατο.
Ξεκοίλιαζαν έγκυες, λόγχιζαν βρέφη αβάπτιστα και νήπια, κοπέλες έπεφταν νεκρές στο νωπό χορτάρι από το καυτό μολύβι των πολυβόλων˙ μαζί με τις Κλεισουριώτισσες, έπεφταν νεκροί και οι σεβάσμιοι γέροντες κι οι γερόντισσες μέσα στα περίφημα αρχοντικά τους. Το αίμα των αθώων τρέχει στα σπίτια και τους δρόμους της πονεμένης Κλεισούρας, μέσα σε μια ασύλληπτη εικόνα φρίκης.
Οικογένειες ολόκληρες ξεκληρίστηκαν, έγκυες γυναίκες ξεκοιλιάστηκαν, μητέρες έπεσαν νεκρές με τα τέκνα τους στην αγκαλιά, αφρόπλαστες παρθένες σφαγιάστηκαν πάνω στο άνθος της ηλικίας τους, σεβάσμιοι γέροντες που σ’ όλη τους τη ζωή υπερασπίστηκαν τα ιδανικά της πατρίδας έγιναν παρανάλωμα του πυρός μέσα στις οικίες τους.
Κανείς δεν μπόρεσε να σταματήσει τους αιμοδιψείς επιδρομείς από το φρικιαστικό έργο της ομαδικής σφαγής και πυρπολήσεως, ούτε και ο παπα-Γιώργης Μήτρας που με το σταυρό στο χέρι εκτελείται ως νεομάρτυρας και κατακρεουργείται στην προσπάθεια να καταπραΰνει το μένος των αιμοσταγών οργάνων του Χίτλερ, επικαλούμενος την ευσπλαχνία τους.
Μέσα στο δίωρο διάστημα που όριζε η διαταγή μετατρέπουν τα πάντα σε κόλαση σπέρνοντας το αίμα, τη φρίκη και το θάνατο και αφήνοντας πίσω τους διακόσια ογδόντα (280) αθώα θύματα, που κλείνουν τον ευρύ κατάλογο των νεκρών της Επιχείρησης «Μαγιάτικη Καταιγίδα» τον Απρίλη του 1944.
Ο πολιτικός εντεταλμένος του Γ΄ Ράιχ στα Βαλκάνια Χέρμαν Νώυμπαχερ χαρακτήρισε την επιχείρηση στην Κλεισούρα «παράλογο λουτρό αίματος» και επεσήμανε με οργή πως οι φρικαλεότητες που διεπράχθησαν παρέβαιναν τις πάγιες διαταγές περί αντιποίνων του Ανώτερου Στρατιωτικού Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης Στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάικς.
Στο μεταίχμιο της δίωρης προθεσμίας τα αιμοσταγή ανθρωπόμορφα τέρατα των Ναζί είχαν στήσει στον τοίχο κάποιες γυναίκες και τη στιγμή που το αυτόματο ετοιμαζόταν να κροταλίσει, εκείνη ακριβώς τη στιγμή είχε ανάψει πάνω από την άμοιρη Κλεισούρα η φωτοβολίδα που σήμανε τη λήξη της ανείπωτης ανθρωποθυσίας και στάθηκε η σωτηρία τους. Από τη μνήμη και την ψυχή τους, όμως, δεν θα σβήσει ποτέ η εικόνα του Γερμανού των Ες-Ες με το κόκκινο απ’ το αίμα αδιάβροχο, αλλά και της νεκρής μάνας με το παιδί της στην αγκαλιά.
Τις επόμενες μέρες οι κάτοικοι των γύρω περιοχών με τρόμο θα βλέπουν την πανέμορφη Κλεισούρα να καίγεται και τη φωτιά να συμπληρώνει το έργο της καταστροφής, φωτίζοντας τις νύχτες της σκλαβιάς. Όσοι είχαν καταφύγει στα δάση, επιστρέφοντας το επόμενο πρωί, δεν βρίσκουν τίποτε άλλο παρά μόνο ερείπια και νεκρούς. Άλλοι αγκάλιαζαν τα πτώματα των οικείων τους και άλλοι μάταια αναζητούσαν τους καμένους.
Η Κλεισούρα είχε μετατραπεί σε ένα τεράστιο νεκροταφείο και το κοιμητήριο του χωριού δεν επαρκούσε για να ταφούν τα διακόσια ογδόντα (280) θύματα, που θάβονταν στις αυλές των εκκλησιών και των σπιτιών και στις πλαγιές του βουνού. Ο φοβερός ναζιστικός Ηρώδης είχε χορτάσει εκείνη τη μέρα από ελληνικό αίμα και ερείπια, μεταξύ των οποίων και το ημιγυμνάσιο, η αστική σχολή, το νέο δημοτικό σχολείο (που είχε ιδρυθεί το 1919) και η μεγάλη βιβλιοθήκη τους.
Ήταν παραμονές Μεγάλης Εβδομάδας και η πολύπαθη Κλεισούρα ανήλθε στον Εθνικό Γολγοθά του μαρτυρίου της για να διδάξει και να δείξει στους ελεύθερους λαούς τον δρόμο της αυτοθυσίας, της αρετής και της ελευθερίας. Τις επόμενες ημέρες οι θρήνοι και οι κοπετοί της Θεοτόκου για τον Μονογενή της συνοδεύονται από το κλάμα και τις κραυγές απόγνωσης των κατοίκων, που αντηχούν στα γύρω φαράγγια και στα δάση επαναλαμβάνοντας το μακρόσυρτο μοιρολόγι για τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Ο λαός θέλοντας να χαρακτηρίσει το ολοκαύτωμα αυτό δίκαια το ονόμασε σφαγή, γιατί έτσι μόνο μπορεί να χαρακτηριστεί ο τρόπος με τον οποίο διαπράχθηκε. Το γεγονός αυτό δεν πέρασε στην ιστορία, είναι ακόμη ζωντανό στη μνήμη των πιο ηλικιωμένων, στη μνήμη των ανθρώπων που έχασαν τόσο άδικα τις οικογένειές τους και τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Το πένθος εκείνο κυριαρχεί ακόμα και σήμερα στις ψυχές τους και το δάκρυ δεν στέρεψε ποτέ στον ακριτικό μας τόπο.
Η ελληνική πολιτεία, αναγνωρίζοντας το μέγεθος της εθνικής προσφοράς της Κλεισούρας, της απένειμε τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ τάξης και το μνημείο αυτό θα παραμένει αιώνιο σύμβολο του μαρτυρίου. Eβδομήντα χρόνια μετά εμείς, οι απόγονοι εκείνων των θυμάτων, ζητούμε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατίας της Γερμανίας την έμπρακτη αναγνώριση και δικαίωση της θυσίας της Κλεισούρας, αφήνοντας πίσω οριστικά τη Μαύρη Βίβλο του ναζισμού και τείνοντας χείρα φιλίας και συνεργασίας στη βάση πάντα της ισοτιμίας, της ειλικρίνειας και της αμοιβαίας κατανόησης. Καλούμε, όμως, με βαθιά αίσθηση χρέους και ευθύνης όλους εσάς, τους αιρετούς άρχοντες, που αγαπάτε αυτόν τον τόπο, να συμβάλλετε στην ανάπτυξή του, υποστηρίζοντας κάθε υγιή προσπάθεια ανάδειξης και προκοπής της περιοχής μας.
Η σημερινή επέτειος του Ολοκαυτώματος είναι εκδήλωση μνήμης και τιμής στους ήρωες που θυσιάστηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, γιατί η μνήμη συνιστά στοιχείο ταυτότητας και ετεροπροσδιορισμού. Οι κοινές μνήμες που μοιραζόμαστε σήμερα, σφυρηλατούν στενούς δεσμούς μεταξύ μας και ορίζουν εν τέλει την αίσθηση της κοινής μας μοίρας. Η θυσία των ηρώων της Κλεισούρας δεν αποτελεί ένα απλό ιστορικό γεγονός, αλλά καθιστά το μαρτυρικό τόπο μας παγκόσμιο σύμβολο και πρότυπο αυτοθυσίας και ηρωισμού. Η τιμή ανήκει σε εκείνους και εμείς μόνο με θαυμασμό και κατάνυξη υποκλινόμαστε στο μεγαλείο τους. Το δικαίωμα που μας έδωσαν να είμαστε σήμερα παρόντες μέσα στην Ιστορία είναι ένα βαρύ χρέος απέναντι στο παράδειγμα ζωής που εκείνοι χάραξαν.
Η μνήμη τους ας είναι αιωνία!
Δρ Νικόλαος Σιώκης
Πηγή: Nikolaos Siokis