Δὲν ἔχω πόδια νὰ σταθῶ, τὰ ἔδωσα στὴν Πατρίδα…
Μία συγκλονιστικὴ ἱστορία
(Ὁ Δημήτρης Ντούλιας, πλωτάρχης. ἐ. ἀ. στὸ Πολεμικὸ ναυτικὸ, περιγράφει μοναδικὰ στὴν παρακάτω ἐπιστολὴ του μία σκηνὴ ποὺ καταγράφηκε στὴ μνήμη του καὶ στὴν καρδιά του καὶ ἀπὸ ὅτι φαίνεται δὲν θὰ σβήσει ποτὲ ὅσα χρόνια καὶ νὰ περάσουν.)
«Ἤμουν στὸ Ναυτικὸ τὸ 1952 καὶ βρισκόμουνα στὴ Πλατεία Κλαυθμῶνος, ὄχι ὅπως εἶναι σήμερα. Οἱ νεότεροι δὲν γνωρίζουν πάρα πολλὰ ἀπὸ τὰ παλιὰ καὶ ἀποροῦν ὁπόταν ἀκοῦν ὁρισμένα γεγονότα τοῦ τότε.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔπεφτε ὁ ἥλιος καὶ θα γνωρίζετε ὅτι μὲ τὴ δύση του, γίνεται ὑποστολὴ τῆς σημαίας. Τότε τὸ Ὑπουργεῖο Ναυτικοῦ ἦταν ἐκεῖ καὶ ἡ σημαία κυμάτιζε ἀκόμα στὸ κτήριο. Σήμερα εἶναι ἄλλες ὑπηρεσίες τοῦ Ναυτικοῦ. Τότε πάντα κάθε πρωί, θὰ θυμοῦνται οἱ παλιοί, γινόταν ἔπαρση σημαίας καὶ σταματοῦσαν τά πάντα, ὅπως καὶ στὴ δύση τοῦ ἡλίου γινόταν ὑποστολή. Ἦταν στιγμὲς ὡραῖες, ἀπίθανες ποὺ ζοῦσαν τότε οἱ ἄνθρωποι. Τὸ ἄγημα ἀποδόσεως τιμῶν στὸ χῶρο του, καὶ ἀκοῦμε τὸ σαλπιγκτὴ νὰ δίνει τὸ σύνθημα γιὰ τὴν ὑποστολὴ τῆς σημαίας. Τὸ ἄγημα παρουσιάζει ὅπλα. Ὁ ἀξιωματικὸς χαιρετᾶ καὶ παίζεται ὁ Θούριος. Ὅλοι οἱ παριστάμενοι ἐκεῖ καὶ οἱ περαστικοί, ὅπως καὶ ἐγὼ σταθήκαμε σὲ στάση προσοχῆς.
Ἀποδίδεις μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν τιμὴ στὸ ἱερό μας σύμβολο, στὴ γαλανόλευκη σημαία. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἁρμόδιος ἀξιωματικὸς χαιρετᾶ, ἡ ματιά του πέφτει λοξὰ καὶ βλέπει κάτι παράξενο, καὶ ἡ ψυχὴ του ταράζεται, γιὰ αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ παρακάτω.
Τελειώνοντας ἡ διαδικασία τῆς ὑποστολῆς τῆς σημαίας, οἱ διαβάτες συνεχίζουν τὸ δρόμο τους, ἐνῶ ἐγὼ παρέμεινα ἀπὸ συνήθεια λίγο ἀκόμα. Τότε βλέπω τὸ νεαρὸ ἀξιωματικὸ νὰ κατευθύνεται θυμωμένος πρὸς ἕνα γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Βλέπετε τότε ἡ πλατεία ἦταν κενὴ καὶ στὶς γωνίες ἦταν πάντα στιλβωτὲς ( λοῦστροι ) καὶ καστανάδες ποὺ μᾶς λείπουν τώρα.
Τοῦ εἶπε : “γιατί δὲν σηκώθηκες ὄρθιος γιὰ νὰ τιμήσεις τὴ σημαία μας. Δὲν ἔχεις φιλότιμο κ.λ.π. “.
Ὁ ἄνθρωπος ἔμεινε βουβός, ἐγὼ παρακολούθησα ἔντρομος καὶ φοβερὰ συγκλονισμένος τὸ τί ἔγινε. Μετὰ βλέπω τὸν καστανὰ ὅτι ἔγινε κατακόκκινος καὶ ἄρχισε νὰ τρέμει.
Ἤθελε νὰ φωνάξει, ἀλλὰ βλέπω μὲ ἔκπληξη ὅτι συγκρατεῖται, σκύβοντας τὸ κεφάλι του ἄρχισε νὰ κλαίει μὲ λυγμούς.
Ὅμως συνέρχεται γρήγορα σκουπίζει τὰ δάκρυά του καὶ μὲ πολλὴ δύναμη τῶν χεριῶν του ( αὐτὰ ἦταν γερὰ ) στυλώνει τὸ σῶμα του δυνατά, σπρώχνει τὸν πάγκο του μὲ τὰ κάστανα μπροστὰ καὶ φωνάζει μὲ ὅλη τὴ ψυχή του, στὸ νεαρὸ ἀξιωματικὸ δυνατὰ “πῶς νὰ σηκωθῶ κύριε· τῆς τὰ ἔδωσα τῆς Πατρίδας καὶ τὰ δύο” καὶ σηκώνει τὰ μπατζάκια τοῦ παντελονιοῦ ὅπου φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω ἀπὸ τὸ γόνατα. Καὶ ξαναρχίζει νὰ κλαίει.
Ὁ κόσμος ὅπως καὶ ἐγὼ γύρω του κλαίει καὶ χειροκροτεῖ, ὅμως περισσότερο ἀπὸ ὅλους κλαίει ὁ νεαρὸς ἀξιωματικός.
Ἔχουν περάσει περίπου 60 χρόνια. Ποιὸς ξέρει τί γίνεται. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔγινε κάτι τὸ ἀλησμόνητο, φοβερὴ σκηνὴ γιὰ Ὄσκαρ. Ὁ ἀξιωματικὸς σκύβει καὶ ἀγκαλιάζει καὶ φιλᾶ τὸν καστανά, καὶ στὴ συνέχεια στέκεται εὐθυτενὴς μπροστὰ στὸν ἥρωα καὶ φέρνει τὸ δεξί του χέρι στὴν ἄκρη τοῦ γείσου τοῦ πηλικίου του καὶ τὸν χαιρετᾶ στρατιωτικὰ.
Τοῦ ἀπονέμει “τὰς κεκανονισμένας τιμάς” ποὺ δὲν μπόρεσε ἐκεῖνος τυπικὰ νὰ ἀποδώσει στὴ σημαία μας, γιατί τῆς χάρισε καὶ τὰ δύο πόδια στὰ βορειοηπειρώτικα βουνά μας γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ κυματίζει σήμερα ψηλὰ ἡ κυανόλευκη σημαία σὲ λεύτερη πατρίδα. Καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοὶ νὰ μποροῦν νὰ πηγαίνουν μὲ γρήγορο βῆμα στὶς εἰρηνικὲς ἀπασχολήσεις τους, χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι περνοῦν μπροστὰ ἀπὸ ἕναν ἥρωα τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου, τὸν Ἕλληνα ἥρωα πολεμιστή, ὅποιο ἐπάγγελμα καὶ νὰ ’χει.
Ἄλλοι δὲν μιλοῦν, ἄλλοι ὅμως εἰρωνεύονται. Γι’ αὐτὸ οἱ νέες γενιὲς πρέπει νὰ μάθουν, νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια καὶ τὸ σχολεῖο γιὰ τὸ Ἔπος τοῦ 1940. Γιὰ τὸ καλό τῆς Πατρίδας μας.
Το είδαμε: Αγία Ζώνη