Δὲν βαριέσαι
Γιὰ νὰ ξημερώσει σ' ἕνα δάσος
πρέπει πρῶτα νὰ βγεῖ στὸν ἄμβωνα τοῦ κόσμου
ἕνα πουλὶ
καὶ νὰ ζητήσει τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον,
δῆθεν πὼς κελαϊδάει.
Νὰ τρέξει ἕνα ἀμὴν ἀπὸ δέντρο σὲ δέντρο,
ψίθυρος ἀνιδιοτελείας δῆθεν.
Ἀπ' τὶς μεγάλες πέτρες
θ' ἀνέβει ἕνα λιβάνι ἥμαρτον.
Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ξεμυτίζει ἡ λεπτομέρεια
κι ἡ βεβαιότης πὼς ἀφήσαμε πίσω τὴ νύχτα.
Λίγο σὰν περισκόπια ὑψώνονται
οἱ ἄκρες τῶν τηλεγραφόξυλων
μήπως πλέει μακριὰ καμιὰ εἴδηση,
βγάζει ἀπ' τὴ θήκη του τὸ ἀγκάθι ὁ πυράκανθος,
κι ἕνα καμπουριασμένο μονοπάτι
παραπατάει καὶ γράφεται.
Ἀπὸ τοὺς γύρω ὄγκους πέφτει ἡ μάσκα
καὶ ἡσυχάζεις: ξεκαθαρίζει
τί εἶναι Πεντέλη, τί Ὑμηττὸς
καὶ τί ἀπομένει μύτη φόβου.
Τὸ χρῶμα τῆς ἐλιᾶς,
μουντὸ κι ὀλιγόλογο,
βλεφαρίζει στὰ φύλλα
κι εἶναι εὐκαιρία μ' αὐτὸ νὰ προσδιορίσεις
μάτια ἀκαθορίστου χρώματος ποὺ λέμε.
Ἐπουσιώδης βέβαια ἐκκρεμότης
μά, ποὺ ὅσο νὰ 'ναι, βασανίζει.
Ἔτσι καὶ τὰ προσδιορίσεις,
μᾶς ἔρχεται ὁλόκληρο τὸ φῶς
κι ἀστενοχώρητο
σὰν ἕνα δὲν βαριέσαι.
Δημουλᾶ Κική
Πηγή: Ἁγία Ζώνη