Διδάσκοντας ἀρχαῖα ἑλληνικὰ στὸ δημοτικὸ σχολεῖο
Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς
«Ἡ θητεία μου στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ὑπῆρξε ἡ σπουδαιότερη πνευματική μου ἄσκηση. Στὴ γλῶσσα αὐτὴ ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία, μεταξὺ λέξεων καὶ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου» [Βέρνερ Χάισεμπεργκ, Γερμανὸς φιλόσοφος, γιὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα]
Δὲν τὸ κρύβω καὶ δὲν τὸ γράφω πρὸς καύχηση -ἓν οἶδα ὅτι οὐδέν εἰμι- ὅτι ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, διδάσκω ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ὅταν παίρνω Ε´ καὶ ϛ´ δημοτικοῦ, ἀφιερώνω μία ὥρα τοῦ ἑβδομαδιαίου προγράμματος στὴν διδασκαλία της, κατὰ τὸν Κικέρωνα, «γλώσσας τῶν θεῶν».
Ἡ ὥρα, τὴν ὁποία «κλέβω» ἀπὸ τὸ πρόγραμμα εἶναι τῆς «Εὐέλικτης Ζώνης». Ἂς μὴν ρωτήσει κάποιος τί εἶναι αὐτὴ ἡ «Εὐέλικτη Ζώνη», γιατί καὶ ὁ ἴδιος ἀκόμη δὲν κατάλαβα. Αὐτὸ ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι στὸ πρόγραμμα, ποὺ δίνω στοὺς μαθητές μου, σβήνω τὴν «Εὐέλικτη Ζώνη» καὶ γράφω ἀρχαῖα ἑλληνικά. Τὰ ἀποτελέσματα εἶναι ἐξαιρετικά, οἱ μικροὶ μαθητὲς μὲ κατάνυξη, θὰ ἔλεγα, καὶ μὲ καμάρι «τριγυρίζουν ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο λουλούδι» (Βρεττάκος), τὴν πάντερπνη γλῶσσα μας καὶ χαίρονται τοὺς χυμοὺς καὶ τὰ ἀρώματά της.
Τοὺς ἐξηγεῖς ὅτι ἐργάστηκαν «μακριὲς σειρὲς προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴν φωνή, τὴν τεμάχισαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν νοήματα, τὴν σφυρηλάτησαν ὅπως τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κι ἔγινε Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια κι ἄλλα κοσμήματα», κατὰ τὸν θαυμάσιο Νικ. Βρεττάκο, καὶ ὅτι αὐτοὶ ἔχουν τὸ μοναδικὸ παγκοσμίως προνόμιο νὰ μποροῦν νὰ τὴν διαβάζουν στὸ πρωτότυπο καὶ νὰ τὴν –κατὰ τὸ δυνατόν– κατανοοῦν. Καὶ καμαρώνουν καὶ αἰσθάνονται «ἐθνικὰ ὑπερήφανοι», γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία φράση ποὺ ἀπεχθάνεται ὁ νεοταξικὸς συφερτός.
Μὲ ρώτησαν κάποιοι φίλοι καὶ συνάδελφοι πῶς τὴν διδάσκω; (Ἄς μου συγχωρεθεῖ τὸ πρῶτο πρόσωπο).
Παραθέτω ἕνα σχεδιάγραμμα διδασκαλίας, μὲ τὴν ἐπισήμανση πὼς δὲν εἶμαι φιλόλογος, οἱ σπουδές μου περιορίζονται στὴν Θεολογία καὶ τὴν Παιδαγωγική. Μελετῶ ὅμως τὰ ἀρχαῖα «διὰ βίου» καὶ παλεύω νὰ μεταγγίσω αὐτήν μου τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ στοὺς μαθητές μου. Νομίζω ὅτι εἶναι μία πράξη ἀντίστασης, ἐν μέσῳ τῆς περιρρέουσας ἀποκολοκύνθωσης καὶ ἡμιμάθειας.
Κατ’ ἀρχὰς τὰ κείμενα, ποὺ χρησιμοποιῶ, εἶναι κυρίως μύθοι τοῦ Αἰσώπου καὶ Εὐαγγελικὲς Περικοπές.
Τί κάνω λοιπόν; (Ἔχω ἕτοιμα περίπου 30 μαθήματα). Φωτοτυπῶ καὶ μοιράζω τὸ κείμενο. Γιὰ παράδειγμα: «Κοχλίαι: Γεωργοῦ παῖς κοχλίας ὤπτει. Ἀκούσας δὲ αὐτῶν τριζόντων ἔφη: ὦ, κάκιστα ζῶα, τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ἄδετε; Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον».
Ἀφοῦ γίνει, μία καλά, ὀρθὴ καὶ ἀργὴ ἀνάγνωση ἀπὸ τὸν δάσκαλο, ζητῶ ἀπὸ κάποιους μαθητὲς νὰ προσπαθήσουν νὰ τὸ διαβάσουν μεγαλοφώνως. (Τοὺς προτρέπω νὰ πράξουν τὸ ἴδιο στὸ σπίτι τους ὡς ἄσκηση ὀρθοφωνίας, εὐκρινοῦς προφορᾶς καὶ ἄρθρωσης).
Στὴν συνέχεια τοὺς ζητῶ νὰ ὑπογραμμίσουν ποιὲς λέξεις ἀναγνωρίζουν. Σὲ κάθε κείμενο ἀγγίζουμε σχεδὸν τὸ 90% τῶν λέξεων.
Στὸ παραπάνω κείμενο ὑπογράμμισαν, κατὰ μέσο ὅρο, τὶς λέξεις: γεωργοῦ, παῖς, ἀκούσας, αὐτῶν, κάκιστα, τριζόντων, ζῶα, οἰκιῶν, λόγος, παρά, καιρόν. (Ἂν ἤμασταν στὴν Κρήτη θὰ ἀναγνώριζαν καὶ τοὺς κοχλιούς, τὰ σαλιγκάρια).
Στὴν συνέχεια βοηθώντας διακριτικὰ τὰ παιδιά, τοὺς παρωθῶ νὰ μεταφράσουμε, ὅλοι μαζί, τὸ κείμενο γιὰ νὰ καρπωθοῦν αὐτὰ τὴν χαρὰ τῆς ἀποκάλυψης τοῦ κειμένου.
«Σαλιγκάρια: Τὸ παιδὶ ἑνὸς γεωργοῦ ἔψηνε σαλιγκάρια κι ἀκούγοντάς τα νὰ τρίζουν, εἶπε: Ἔ, κάκιστα ζῶα, τὰ σπίτια σας καίγονται καὶ ἐσεῖς τραγουδᾶτε. Ὁ μύθος σημαίνει ὅτι εἶναι ἀξιοκατάκριτο καθετὶ ποὺ γίνεται παράκαιρα». (Νιώθω χαρὰ βλέποντας τὴν ἱκανοποίηση καὶ τὴν ἔκπληξη τῶν παιδιῶν κατὰ τὴν μετάφραση. Ἀνοίγεται ἕνα παράθυρο καὶ ἀτενίζουν τὸ ἔνδοξο παρελθόν, «τὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου»).
Στὴν συνέχεια ἕπεται τὸ ὡραιότερο: ἡ ἐτυμολογία. Σκαλίζουμε τὶς γενέθλιες λέξεις τῆς ἑλληνίδας γλώσσας, τὸ φῶς τοῦ πολιτισμοῦ μας φεγγοβολᾶ στὴν αἴθουσα. (Καὶ ἡ αἴθουσα, ἀπὸ τὸ ρῆμα «αἴθω» παράγεται, ποὺ σημαίνει καίω, φωτίζω. Ἐξ οὗ καὶ αἴθριος καὶ αἰθίοψ, ἀπὸ τὰ αἴθω+ὄψη).
Τὸ γεωργὸς ἀπὸ γῆ+ἔργον καὶ καταλήγουμε στὴν γεωργία, στὸν Γεώργιο, στὴν γεωγραφία, στὴν γεωμετρία, στὸ γεωτρύπανο (λέξεις ποὺ βρῆκαν τὰ παιδιά). Παραγωγὴ λόγου καὶ ἐκμάθηση τοῦ πρώτου συνθετικοῦ «γέω», τὸ ὁποῖο σημαίνει γῆ, πράγμα ποὺ πρὶν ἀγνοοῦσαν.
Τὸ ἴδιο μὲ τὴν λέξη «παῖς», ἀπ’ ὅπου τὸ παιδί, τὸ παιχνίδι, παιδεία, παιδίατρος, παιδαγωγός.
Τοὺς λὲς ὅτι κανεὶς σήμερα δὲν λέει «πάω στὴν οἰκία μου», ὅμως λέμε οἰκογένεια, οἰκοδέσποινα, οἰκοδομά, οἰκονομία. (Δράτεσσαι τῆς εὐκαιρίας καὶ ἐξηγεῖς ὅτι ἡ οἰκονομία παράγεται ἀπὸ τὸ οἶκος+νέμω, ποὺ σημαίνει μοιράζω, ἀλλὰ καὶ διοικῶ καὶ καταλήγουμε στὸν νόμο καὶ ὅτι σήμερα καταστράφηκε ἡ οἰκο-νομία μας, γιατί δὲν διοικεῖ ὁ νόμος, ἀλλὰ οἱ ἄνομοι καὶ παράνομοι, ποὺ νέμονται τὸ δημόσιο ταμεῖο).
Τοὺς ἐξηγεῖς ὅτι τὸ «ἐμπιπραμένων» παράγεται ἀπὸ τὸ «πίμπρημι» καὶ φτάνουμε στὸν ἐμπρησμό.
Τοὺς λὲς ὅτι «ἄδω» σημαίνει ψάλλω καὶ τραγουδῶ καὶ ἀνοίγεται μπροστὰ μας ἕνα ἀπέραντο φύλλωμα λέξεων: κωμωδία, ὠδεῖο, μελωδία, τραγωδία (βάζεις καὶ τὴν λέξη «τράγος» καί… ἀμηχανοῦν) καὶ ἀηδόνι καὶ αὐδή, ποὺ σημαίνει φωνή, ἡ ὁποία διασώζεται στὸ ἐπίθετο ἄναυδος καὶ στὸ ἀπηύδησα.
Ἡ ὥρα δὲν φτάνει. Κρατᾶμε 5-10 λεπτὰ γιὰ τὴν κυρὰ-Γραμματική. (Πολλὲς φορές, γιὰ νὰ ἐξοικειωθοῦν μὲ τὰ στολίδια τοῦ λόγου, τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, τοὺς δίνω ἕνα κείμενο «γυμνὸ» ἀπὸ αὐτὰ καὶ τοὺς λέω τί βάζουμε. Δυσκολεύονται στὴν ἀρχὴ νὰ θέσουν, γιὰ παράδειγμα, τὴν δασεία καὶ τὴν ὀξεία στὴν λέξη «Ἕλληνας», ὅμως, μαθαίνουν καὶ πολὺ γρήγορα). Τὸ κουδούνι χτυπᾶ, τὰ παιδιὰ βγαίνουν «ἄδοντας» στὴν αὐλὴ καὶ ὁ δάσκαλος σκέφτεται μὲ θλίψη γιατί νὰ μὴν ὑπάρχει αὐτὸ τὸ «πανηγύρι» στὸ Ἀναλυτικὸ Πρόγραμμα. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Παιδεία φτιάχνεις μὲ ὁράματα καὶ ὄχι μὲ προγράμματα. Ἡ πατρίδα θέλει ἀναλυτικό… ὅραμα καὶ ἐμεῖς «μουρμουρίζουμε σπασμένες λέξεις ἀπὸ ξένες γλῶσσες» (Σεφέρης). Στὴν αἴθουσα ὅμως δὲν μπαίνει τὸ ὑπουργεῖο νὰ διδάξει, μπαίνει ὁ δάσκαλος. Κλείνει τὴν πόρτα καί… «γεωργοῦ παῖς κοχλίας ὤπτει». Μὲ τὸ ὑπουργεῖο, θὰ ἀσχολούμαστε τώρα, μὲ τοὺς γκρεμιστὲς τῆς Παιδείας…
Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία