Δημήτριος Καπετανάκης (1912-1944)
ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ
Δὲν εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ τὰ παιδιὰ τὰ δικά μας, τὰ πνευματικά, ποὺ μᾶς ἔλαχε ὁ πικρὸς κλῆρος νὰ τὰ μνημονέψομε. Δὲν εἶναι ὁ πρῶτος, μὰ εἶναι ἀσφαλῶς ὁ ἀριστοκρατικότερος, ὁ λεπτότερος, ὁ πιὸ ξεχωριστὸς καὶ μαζὶ ἐκεῖνος ἴσως ὁ μόνος, ποὺ εἶχε πιὰ πάρει ἀρραβῶνα του τὴν τύχη γιὰ τὴν προκοπή του. Πρόωρα ὥριμος καὶ πρόωρα νεκρός.
Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ θλιβερὸ καὶ πιὸ ἀπαράδεκτο, ἀπὸ τοῦ νὰ βγαίνομε ἔτσι μὲ μιὰν ἀνάποδη σειρὰ ἀπὸ τὶς τάξεις. Καὶ ἡ λύπη εἶναι διπλὴ ὅταν μὲ βεβαιότητα πιὰ ἐκτιμοῦμε τὴ ζημιὰ ποὺ μὲ αὐτὴ τὴν ἀδικία γίνεται καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς καὶ στὸν ἄμοιρο τόπο μας. Τώρα, δὲν μένει παρὰ νὰ συνάξομε τὰ ἀπομεινάρια καὶ νὰ τὰ διαφυλάξομε.
Ἕνας ὑπερευαίσθητος ὀργανισμὸς θεληματικὰ τοποθετημένος ἔξω ἀπὸ κάθε «πεπατημένη»· ἱκανὸς νὰ ὑλοποιεῖ καὶ νὰ χρωματίζει τὰ ἀόρατα νήματα τῆς ψυχικῆς ζωῆς· ἱεροφάντης τῆς ἀποχρώσεως, ζωγράφος τῶν πνευματικότερων διαστολῶν· μεταφυσικός, θὰ ἔλεγα, στὴν ψυχολογία του, ὄχι στὴ διανοητική του δόμηση· δέκτης κάθε πλούτου καὶ ἀναχωνευτὴς μέσα στὴν κριτική του συνείδηση: ἄπιστος καὶ ρευστὸς μὲ σταθερὸ σημεῖο μόνο τὴν ὡραιοπάθεια περισσότερο γιὰ τὴ χειρονομία, παρὰ γιὰ τὴν σταθερὴ γραμμή. Εἶχε ὅλη τὴ γοητεία τοῦ «δύοντος» καὶ τὴν ὑπερηφάνεια μπρὸς στὸ θάνατο καὶ τὴ δυστυχία. Ἀνῆκε στὴν Ἑλλάδα, χωρὶς νὰ τὸ θέλει, καὶ μ' ἕνα δικό του τρόπο, ἀπὸ τὴν αἴσθηση, ἐνῶ μὲ τὴ σκέψη φτερούγιζε ἐλεύθερα καὶ ἀδέσμευτα μέσα στὴ διαλυτικὴ αὐτοανάλυση τῆς πιὸ ἀκραίας δυτικῆς σκέψης. Εἶταν ἀδιάλλακτα θεωρητικὸς στὴ στάση του· καὶ ἡ στάση του αὐτὴ εἶταν ὅλο δύναμη, μιὰ δύναμη πλασμένη ἀπὸ ἕνα ἑτερόκλιτο σύμπλεγμα ἀδυναμιῶν.
Ὑπερτροφικὰ καὶ μέχρις ἀρρώστειας πολιτισμένος· δὲν γνώρισα πολλοὺς συνομιλητὰς σὰν καὶ αὐτὸν καὶ γιὰ τὴν εὐγένεια μὲ τὴν ὁποία πρόβαλλε τὴν ἀντίρρησή του καὶ γιὰ τὴν τιμιότητα μὲ τὴν ὁποίαν ἄκουγε τὴ δική του.
Χάθηκε ἕνας «τύπος» ἀνθρώπινος, γεμάτος πολύτιμη οὐσία, ἴσως μοναδικὸς γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ὅσο γιὰ μᾶς, ποὺ τὸν εἴδαμε ἀπὸ παιδὶ σχεδὸν καὶ ἴσως κάποτε νὰ τὸν βοηθήσαμε στὸ πρῶτο του μπουμπούκιασμα, στὰ πρῶτα του τολμήματα, γιὰ μᾶς διατηρεῖται σὰ μιὰ ἔμμονη παρουσία, καὶ ὅταν τὸν διαβάζομε εἶναι σὰν νὰ τὸν ἀκοῦμε, καὶ ὅταν τὸν ἀναπολοῦμε εἶναι γιὰ μᾶς σὰν ἕνα παράδειγμα, σὰν ἕνα δεῖγμα ζωῆς, σὰ μιὰ διδαχή. Μᾶς ἀποδίδει πολλαπλάσια ὅ,τι κάποτε τοῦ δώσαμε.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ
Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ*
Μιλῶ γιὰ κάποιον ποὺ ἦταν φίλος μου. Δὲν εἶναι διόλου εὔκολο, οὔτε καὶ πέρα γιὰ πέρα φυσικό, νὰ εἶσαι ὁ φίλος κάποιου. Ἐκεῖνος τὄξερε αὐτὸ καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλον. Γύρω ἀπὸ τὴ φιλία εἶχε συγκεντρώσει, χρόνια πολλά, ἔντονη τὴ σκέψη του. Τὸν γνώρισα, ὅταν ἦταν κυριευμένος ἀπόλυτα ἀπὸ σκέψη. Τότε, ἦταν δεκαεφτὰ χρονῶν. Ἤμουνα ὁ καθηγητής του στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Καὶ διδάχθηκα πολλὰ ἀπὸ τὸ μαθητή μου.
Πέθανε στὸ Λονδῖνο, στὸ νοσοκομεῖο τοῦ Οὐέστμίνστερ, σὲ ἡλικία τριανταδυὸ χρονῶν. Τὸ νοσοκομεῖο τὸ γνώριζε καλά. Ἕνα χρόνο πρὶν πεθάνει, βρέθηκε κι' ἄλλη φορὰ κεῖ μέσα, χωρὶς κἄν νὰ ξέρει πῶς καὶ γιατί. Δὲν ἤθελε νὰ ζήσει. Τοῦ πέρσευε ἡ ζωή, ἤ μᾶλλον τοῦ ἦταν λιγώτερη ἀπ' ὅτι την χρειαζόταν. Κι' ἀκριβῶς ἀπὸ καθαρὴ γνώση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἐπιθυμοῦσε νὰ μὴ ζήσει. Αὐτὸ ἦταν τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1943. Εἶχα ἐπισκεφθεῖ, τότε, γιὰ λίγο τὸ Λονδῖνον. Κι' ὅταν ἀνάκτησε τὴ συνείδησή του -τὴν εἶχε χάσει γιὰ κάμποσες ὧρες- ζήτησε νὰ δεῖ ἐμένα καὶ τὸν Τζὼν Λέμαν. Κάθισα πλάϊ στὸ κρεββάτι του, κ' ἐκεῖνος χαμογέλασε. Ἀποφάσισε νὰ ξαναζήσει, γιὰ ἕνα μονάχα χρόνο. Ἦταν μιὰ παραχώρηση πρὸς τὸ θάνατο. Γιατί, στὴ συνείδησή του, ἡ ζωὴ ἦταν ἐκείνη ποὺ δήλωνε τὸ θάνατο. Ἡ αἰσιοδοξία του ἦταν πολὺ μεγάλη, μεγαλύτερη ἀπ' ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ ν' ἀρκεσθεῖ σὲ ὅ,τι ὀνομάζουν οἱ ἄλλοι ζωή.
Ἦταν ὁ πιὸ διακριτικὸς ἄνθρωπος, κ' ἤξερε νὰ σβύνει ὅσο κανένας τὸν ἑαυτό του. Ὅταν ἦταν παρών, ἦταν σὰ νὰ ἔλειπε. Καὶ ὅταν ἔλειπε, τὸν ἔνιωθες ἀπόλυτα κοντά σου. Ἔμοιαζε κάτι περισσότερο ἀπὸ ζωντανὸς μὲ τὸ εὔθραστο κορμί του, κάτι περισσότερο ἀπὸ ρωμαλέος μὲ τὴ λεπτὴ σωματική του σύσταση, κάτι περισσότερο ἀπὸ νεκρὸς στὴν ἔννοια ὅτι ἂν καὶ ζωντανὸς, ἦταν σὰ νὰ εἶχε ξεπεράσει καὶ τὴ ζωή του καὶ τὸ θάνατό του.
Ἀθήνα, Χαϊδελβέργη, Καίμπριτζ: αὐτὰ ἦταν τὰ τρία στάδια τῆς παιδείας του, ἀφοῦ εἶχε κιόλας ζήσει ὡς παιδὶ μέσ' στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Παρισιοῦ τοῦ ἸΖ΄ αἰώνα. Ἤξερε, σχεδὸν ἀπόξω, ὅλες τὶς ἐπιστολὲς τῆς Μαντὰμ ντὲ Σεβινιέ. Ἀργότερα, ἀνακάλυψε ξανὰ τὴν Μαρκησία διαβάζοντας Μαρσὲλ Προύστ, καὶ τὴν εἶδε ἔτσι κάτω ἀπὸ ἕνα ὁλοκαίνουργιο φῶς. Ὁ Προύστ παραβάλλει κάπου τὴν Μαντὰμ ντὲ Σεβινιὲ μὲ τὸν Ντοστογιέβσκυ. Πρόκειται, τάχα, γιὰ μιὰν ἐκκεντρικὴ παραβολή; Δὲν τὸ νομίζω. Ὁ φίλος μου συνδύαζε στὸ πρόσωπό του μ' ἕνα θαυμάσιο τρόπο καὶ τοὺς τρεῖς: τὴ Μαρκησία, τὸν Ντοστογιέβσκυ καὶ τὸν Προύστ.
Ἡ πιὸ μεγάλη περιπέτειά του ἦταν ὁ Στέφαν Γκεόργκε. Ἦμουν ἐκτοπισμένος σ' ἕνα νησάκι τοῦ Αἰγαίου, ὅταν γύρισε ἀπὸ τὴ Χαϊδελβέργη. Ἦρθε νὰ μὲ ἰδεῖ (ἦταν γενναῖος καὶ περιφρονοῦσε ἀπόλυτα τὰ ὄργανα τῆς ἀσφαλείας τοῦ δικτατορικοῦ καθεστῶτος). Ἦταν ἡ μοναδικὴ φορὰ ποὺ εἴχαμε μιὰν ἔριδα μεταξύ μας -,μιὰν ἔριδα χωρὶς λέξεις. Ἤμουν αὐστηρὸς ἀπέναντί του, κ' ἐκεῖνος εἶχε γίνει σκληρός-, σκληρός ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ του. Πάλευε νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἀνάγκη ν' ἀφήσει τὸν ἑαυτό του νὰ κριθεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ συνείδηση. Ὁ Στέφαν Γκεόργκε εἶχε ἐπιβάλει ἐπάνω του γιὰ κάμποσα χρόνια τοὺς νόμους τοῦ δικοῦ του κόσμου. Κ' ἦταν νόμοι χωρίς κανένα νόημα. Ὁ φίλος μου κατάλαβε ἀργότερα ὅτι τὸ νέο κράτος, ποὺ ἵδρυσε ὁ Στέφαν Γκεόργκε, δὲν εἶχε τόπο γιὰ πολῖτες, κι' ὅσο γιὰ τοὺς νόμους, κι' αὐτοὶ ἦταν ἀνύπαρκτοι· ὑπαρκτὴ ἦταν μόνον ἡ παγερὴ μορφὴ τοῦ νομοθέτη, καὶ τίποτε ἄλλο. Ἡ ἐμπειρία αὐτὴ ἦταν τόσο συγκλονιστικὴ γιὰ τὸ φίλο μου ποὺ λίγο ἔλειψε νὰ μὴ μπορέσει νὰ συνέλθει. Καὶ δὲν τὸν ἔσωσε κανένας μεγάλος προφήτης. Ὁ Στέφαν Γκεόργκε νικήθηκε ἀπὸ τὸν «Ρόμπινσον Κροῦσο» καὶ ἀπὸ τὴν ποίηση ἤ μᾶλλον τὴν τόσο θαυμαστὰ ἀσήμαντη ζωὴ τοῦ Τόμας Γκραίϋ. Λίγο ὕστερ' ἀπὸ τὴν ἄφιξή του στὸ Καίμπριτζ μοῦ ἔστειλε δυὸ γράμματα καὶ μοῦ μιλοῦσε γι' αὐτὲς τὶς «ἀνακαλύψεις» του. Σ' ἕνα ἄλλο γράμμα του μοῦ μίλησε γιὰ τὸν Τζὼν Ντὰν καὶ τὸν Οὐΐλλιαμ Μπλέικ. Εἶχε πιὰ θεραπευτεῖ. Κι' ἀργότερα, ἔγραψε τὸ ἀγγλικὸ δοκίμιο του γιὰ τὸν Στέφαν Γκεόργκε, ποὺ εἶν' ἕνας ὀδυνηρὸς καὶ εἰρωνικὸς ἐπίλογος στὴν ὅλη ὑπόθεση.
Ὅταν, στὰ 1939, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ πῆγε στὸ Καίμπριτζ, δὲν εἶχε ἀσχοληθεῖ μὲ τ' ἀγγλικὰ παρὰ μόνο μερικοὺς μῆνες. Ὅταν, στὰ 1942, ξέφυγα ἀπὸ τὴν κατεχόμενη Ἑλλάδα, τὸν βρῆκα μεταμορφωμένο σὲ Ἄγγλο ποιητή. Τ' ἀγγλικὰ εἶχαν γίνει ἡ γλῶσσα του. Ἦταν σὰ νὰ τὸν εἶχε ἡ ἀγγλικὴ γλῶσσα διαλέξει, σὰ νὰ εἶχε ἐκείνη τὴν ἀνάγκη του.
Ἔτσι τοῦ συνέβαινε πάντα: τὴν ἐμπειρία του γιὰ κάτι τὴν συμπλήρωνε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ τὸ γνώριζε τὸ κάτι αὐτό. Κ' ἔτσι τὸ ὁποιοδήποτε πράμα -ἡ χαρά, ἡ εὐτυχία, ὁ πόνος- τοῦ γινόταν ἀμέσως ἀνιαρό. Δὲ ζοῦσε μόνο τὴν ἐσοδεία μέσα στὴ στιγμὴ τῆς σπορᾶς, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς τῆς σπορᾶς ἀκόμα τὸ ζοῦσε μέσα στὴ χειρονομία τοῦ σπορέα.
Ἐδημοσίευσε δυὸ δοκίμια γιὰ τὸν Ρεμπώ, ἕνα στὰ ἑλληνικὰ κ' ἕνα στ' ἀγγλικά· τὸ πρῶτο πρὶν ἀπὸ τὴν περιπέτειά του μὲ τὸν Στέφαν Γκεόργκε, τὸ δεύτερο ὕστερ' ἀπ' αὐτήν. Ἔζησε ὁ ἴδιος μέσα στὸ «μεθυσμένο καράβι»· καὶ τὸ καράβι γι' αὐτὸν ἦταν, πολὺ περισσότερο παρὰ γιὰ τὸν Ρεμπώ, ἡ Κιβωτὸς τοῦ Κατακλυσμοῦ μεταμορφωμένη σ' ἕνα φελλὸ στὰ κύματα: μιὰ «κοσμικὴ» ἀπογοήτευση. Ἀργότερα, σ' ἕνα ἀπὸ τ' ἀγγλικὰ ποιήματά του, φαντάζεται τὸν ἑαυτό του ὡς τὸν Ἄβελ, καθισμένο πλάϊ στὸν ἀδελφό του Κάϊν «μέσα σὲ σινεμᾶ μισοφωτισμένο ἀπὸ σκηνὲς εἰρηνικὲς ποὺ ὅλο καὶ καταλήγανε σὲ σφαγές». Τὴν κοσμική του, ὅμως ἀπογοήτευση τὴν ξεπέρασε κ' ἔζησε καὶ πέρ' ἀπ' αὐτήν, καὶ μάλιστα ὄχι ὅπως ὁ Ρεμπώ, ποὺ ἀφοῦ εἶδε «τὴν Λευκὴ Ὀφηλία νὰ ἐπιπλέει ὡσὰν πελώριος κρῖνος», ἔγινε ἕνας ἔμπορος ἐξωτικῶν ἐμπορευμάτων, ἀλλὰ τὴν ξεπέρασε ἐπιμένοντας, παρ' ὅλα ὅσα γνώριζε καὶ ὑπόφερε, νὰ χρειάζεται ἀγάπη. Ναί, νὰ χρειάζεται νὰ τὸν ἀγαποῦν. Δὲ μποροῦσε νὰ ὑποφέρει τὸν Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε, γιατὶ ὁ ποιητὴς αὐτὸς τοῦ Θεοῦ, τῶν γυναικῶν καὶ τῆς μουσικῆς τῶν ἀσύλληπτων ὄντων, εἶχε διδάξει ὅτι, στὴν ἀγάπη, τὸ πᾶν ἔγκειται στὴν πράξη τοῦ ἀγαπᾶν. Στὴν ἀντιγνωμία αὐτὴ ὑπάρχει κάτι τὸ μεγαλειῶδες. Τὸ πρόβλημα ἀνάγεται στὴν ἴδια τὴ σύλληψη τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, δηλαδὴ στὴ στιγμὴ ἐκείνη ποὺ σημειώθηκε ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ τὸ λόγο «γενηθήτω φῶς».
Ὁ φίλος μου ἤξερε ἄλλωστε πολὺ καλὰ ὅτι ἡ φωτεινὴ ὅραση ἔχει πολὺ λίγη σχέση μὲ τὸ φῶς. Ὄχι στὸ φῶς, ἀλλὰ ἀκριβῶς στὸ σκοτάδι, γεννήθηκε τὸ φῶς. Αὐτὴ ἦταν ἡ πίστη τοῦ φίλου μου· καὶ ὅταν ἤμουν στὸ Λονδῖνο, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1943, ἔγραψα, γιὰ νὰ ἐπικυρώσω τὴν ἄποψη ποὺ ἦταν δική του, ἕνα σονέττο ὅπου ὑπάρχει ὁ στίχος: «Σκοτάδι εἶναι κ' ἡ ἀγάπη καὶ τὸ μῖσος». Ἐκεῖνος ἐθριάμβευσε, μὰ ἐγὼ δὲν μπόρεσα ν' ἀποφύγω νὰ αἰσθανθῶ θλίψη μέσα μου.
Ὅσες φορὲς ἐθριάμβευε ὁ φίλος μου -κι' αὐτὸ ἦταν ἀκριβῶς ποὺ μοῦ ἔδινε τὸ δικαίωμα νὰ θλίβομαι γι' αὐτόν-, ὁ θρίαμβός του ἦταν πάντα μιὰ ἀντίσταση· ποτὲ δὲν ἦταν ἐπίθεση, ποτὲ μιὰ ἔφοδος μὲ κίνητρο τὴν κατάκτηση. Νὰ κατακτήσουμε τι; -θὰ ρωτοῦσε, ἄν μ' ἄκουγε, ὁ φίλος μου... Μήπως τὴν ἀλήθεια τοῦ πόνου; Ὁ πόνος εἶναι μιὰ πραγματικότητα· δὲν ἔχει καμμιὰ ἀνάγκη νὰ γίνει ἀλήθεια. Ἀληθινὸ ζητάει νὰ γίνει ὅ,τι εἶναι ἀνύπαρκτο. Ὁ φίλος μου δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ μπεῖ στὴ σφαῖρα τῶν ἀνύπαρκτων πραγμάτων -: τῆς χαρᾶς, τῆς εὐτυχίας. Ὡστόσο, συχνὰ ἐχάραζε στὸ πρόσωπό του ἕνα χαμόγελο χαρᾶς. Αὐτό, ὅμως, ἦταν κάτι ἀλλιώτικο· ἦταν τὸ χαμόγελο τοῦ εὐχαριστημένου παιδιοῦ. Ἄν καὶ εἶχε προκαταβολικὰ ζήσει μέσα του κάθε εἶδος ἐμπειρίας, εἶχε ταυτόχρονα κατὰ κάποιον τρόπο μείνει στὸν κόσμο τῆς παιδικῆς ἡλικίας.
Τὸ χαμόγελο τοῦ φίλου μου! Ναί, τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι ἦταν ἕνα ἀρχαϊκὸ χαμόγελο. Οἱ Φαραὼ τῆς Αἰγύπτου, τὰ ἀρχαϊκὰ ἑλληνικὰ ἀγάλματα, οἱ Τυρρηνικὲς Θεότητες, -δὲ μοιάζουν, τάχα, ὅλες αὐτὲς οἱ μορφὲς σὰ ν' ἀνήκουν ταὐτόχρονα στὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ σ' ἕνα ἀδύνατο εἶδος ὡριμότητας; Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐντύπωση γενοῦσε μέσα μου ἡ ὄψη τοῦ φίλου μου. Συχνά, κοιτάζοντάς τον, ἔνιωθα πὼς ἤμουν κάποιος ποὺ εἶχε ταχθεῖ νὰ λύσει ἕνα πρόβλημα ἀδύνατο. Καὶ τὸ ἀδύνατο εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Κοιτάζοντας τὸ πρόσωπο τοῦ φίλου μου, μιὰ πολὺ βαρύτερη πεποίθηση γεννιόταν μέσα μου: ἡ πεποίθηση ὅτι ἀκριβῶς ὁ θάνατος ὁ ἴδιος εἶναι κάτι τὸ ἀδύνατο.
*Δημοσιεύθηκε ἀγγλικὰ στὸ «New Writing and Daylight», τεῦχος τοῦ φθινοπώρου 1944. Μεταφράστηκε στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν συγγραφέα.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΗΘΟΣ
Ὅλη του ἡ ποιητικὴ εἴταν μιὰ παθητική ἀναζήτηση τοῦ μέτρου: τοῦ ἀνθρώπινου μέτρου ποὺ χάθηκε μέσα στὸν κατακλυσμὸ τῶν προγραμμάτων καὶ τῶν ἰδεολογιῶν. Τὸ μέτρο αὐτὸ ζητοῦσε ὅταν, νεώτατος ἀκόμα, θαμβώθηκε ἀπὸ τὴν ἐπιδεικτικὴ αὐτοκυριαρχία τοῦ George. Τὸ μέτρο αὐτὸ δοκίμασε νὰ ὁρίσει ὑπερνικῶντας ἀργότερα τὸ θανάσιμον ἴλιγγο τοῦ Rimbaud. Κάτω ἀπ' τὸ μέτρο κεῖνο πάσχισε νὰ στεγάσει τὸ πάθος καὶ τὴν ἀγωνία ποὺ τὸν κατεῖχαν. Ἐκεῖνο θέλησε νὰ ὀρθώσει ὁρόσημο καὶ ξόρκι, «φράχτη γύρω ἀπὸ τὴν ὕπαρξη ποὺ νὰ τὴν προφυλάσσει ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ μηδενός».
Κι' εἴταν, σ' αὐτὴν τὴν περιπετειώδη ἀναζήτηση, τόσο σταθερά, τόσο μόνιμα, τόσο παθητικά Ἑλληνικός.
Εἰρωνικὸς ἀπέναντι στὰ δόγματα ποὺ πᾶν νὰ καταντήσουν μονολιθικὸ τὸν πολιτισμό μας, ἐπιεικὴς ὅμως καὶ ἀνθρώπινος ἀπέναντι στοὺς πιστοὺς τῶν δογμάτων, μετουσίωσε τὴν καταπληκτικὴ του εὐχέρεια τῆς προσαρμογῆς -ποὺ δὲν εἶναι καθ' ἑαυτὴν ἀρετή- στὸ πιὸ ἤπιο καὶ στὸ πιὸ δραστικὸ ὅπλο τοῦ πνεύματος: στὴν ἱκανότητα τοῦ νὰ καταλαβαίνει καὶ νὰ μὴν παραβιάζει τῶν ἄλλων τὸ πνεῦμα. Ἔτσι ἔγραψε μὲ τὴν ἴδια ἄνεση γιὰ τὸν Platen καὶ τὸν Proust, γιὰ τὸν Πλωτῖνο καὶ τὸ Balzac, γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι καὶ τὴ Jane Austen.
Κι' εἲταν ἡ ἀδιάλλακτη ἀγωνία του γιὰ τὸ μέτρο, τόσο ἤρεμα, τόσο αὐτονόητα, τόσο ἑλληνικὰ συνδυασμένη μὲ μιὰν ἀπέραντη διάθεση φιλίας καὶ ἀνθρώπινης συνδιαλλαγῆς.
Ἡ ποίησή του συναιρεῖ τὴν παραδομένη οὐσιαστική -μὰ καὶ τυπικὴ ἀκόμα- αὐστηρότητα μὲ τὴν προβληματικότητα τῆς συνείδησης, ποὺ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς καθολικῆς ἀπωλείας. Μιὰ γνώριμη, ἀρχαία, μιὰ ἰωνικὴ συγκίνηση διατρέχει τοὺς ἀγγλικοὺς στίχους καὶ ἡ μνήμη τοῦ φωτὸς φωτίζει τὸ ἀπατηλὸ σκοτάδι μιᾶς τραγικώτατης ποιητικῆς ὥρας.
Π. Α. ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ὁ Δημήτριος Καπετανάκης γεννήθηκε στὴν Σμύρνη, στὶς 20 Ἰανουαρίου 1912. Ὁ πατέρας του, Ἀπόστολος, ἀπὸ τὴ Ζαγορὰ τοῦ Βόλου, ἦταν γιατρὸς στὴν Σμύρνη καὶ πέθανε ἀπὸ ἕλκος τὸν Μάϊο τοῦ 1922. Ἡ μητέρα του Ἀριάδνη ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ ἄντρα της στάθηκε ἄγρυπνη καὶ ἀφοσιωμένη στὴν ἀνατροφὴ τῶν τριῶν παιδιῶν της, στὸν Δήμη της ὅμως (ὅπως ἔλεγαν τὸν Δημήτριο οἱ συγγενεῖς του καὶ οἱ φίλοι του) εἶχε ἰδιαίτερη στοργὴ καὶ ἀγάπη.
Ὁ Δήμης ἐπῆγε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ σχολεῖο σὲ ἡλικία 6 χρονῶν, στὴ Σμύρνη. Ἀπὸ τότε ἔδειξε τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν μελέτη. Ἡ καταστροφὴ καὶ ἡ φωτιὰ τῆς Σμύρνης τὸ φθινόπωρο τοῦ 1922, ποὺ τὴν ἔζησε δεκατρεῖς ὁλόκληρες μέρες, μέρες γεμάτες ἀγωνία καὶ φόβους, φαίνεται πὼς ἐπίδρασαν πολὺ καὶ στὴν κατοπινή του ζωή. Τότε μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του ἔφυγε ἀπὸ τὴν Σμύρνη καὶ ἐγκαταστάθηκε ὁριστικὰ στὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖ γράφτηκε στὴν σχολὴ Κωνσταντινίδη μέχρι τὸ 1924 ὁπότε μεταγράφη στὸ Πρότυπο Κλασσικὸ Γυμνάσιο (Βαρβάκειο), ὅπου καὶ ἐτελείωσε τὶς γυμνασιακές του σπουδὲς μὲ γυμνασιάρχη καὶ καθηγητή του τὸν Δημήτριο Γουδῆ. Γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολή, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ τὸ θέλῃ, ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ θείου του Νικολάου Καπετανάκη ποὺ τότε ἦταν ἐκπαιδευτικὸς σύμβουλος καὶ ποὺ ἔβλεπε στὸν Δήμη ἕναν δυνατὸ ρωμαντισμὸ γεμάτον ἰδέες ποὺ τὸν ἐφόβιζαν καὶ γι' αὐτὸ ζητοῦσε νὰ τοῦ δώσῃ κάτι τὸ πιὸ θετικὸ γιὰ τὴ ζωή του. Στὴν Νομικὴ Σχολὴ ποὺ γράφτηκε παρακολούθησε μὲ ἐνθουσιασμὸ τὰ μαθήματα τοῦ Παναγιώτη Κανελλόπουλου καὶ τοῦ Κωνσταντίνου Τσάτσου, ὑπῆρξε μέλος τοῦ «Φιλολογικοῦ κύκλου» τοῦ Ἰωάννου Συκουτρῆ, συνδέθηκε ἐπίσης μὲ τοὺς Ἰωάννη Θεοδωρακόπουλο καὶ Θεμιστοκλῆ Τσάτσο. Φίλοι του μέσα στὸ Πανεπιστήμιο ἦταν οἱ κ. Κ. Δεσποτόπουλος, Ν. Καράμπελας, Κ. Ζαΐμης, Τ. Παπαληγούρας καὶ Βασ. Λαούρδας. Στὸ φιλοσοφικὸ φροντιστήριο τῶν κ. Π. Κανελλόπουλου καὶ κ. Τσάτσου, στὸ κοινωνιολογικὸ φροντιστήριο τοῦ Π. Κανελλοπούλου καὶ στὸν «Φιλολογικὸ κύκλο» τοῦ Ἰωάννου Συκουτρῆ παρουσίασε πολλὲς ἐργασίες του καὶ ὅταν τελείωσε τὸ Πανεπιστήμιο καὶ ὅταν γύρισε ἀπὸ τὴ Γερμανία. Γιὰ τὴν Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν εἶχε ἑτοιμάσει τὴν μελέτη του «Ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τοῦ ψυχικῶς μόνου» ὡς διδακτορικὴ διατριβή, τοῦ συνεστήθη ὅμως νὰ μὴν τὴν ὑποβάλλει, γιατὶ δὲν θεωρήθηκε ὡς εἰδικὰ ἐπιστημονική. Λίγο ἀργότερα ἔχασε, χάρις σὲ παρασκηνιακὲς ἐνέργειες, μιὰν ὑποτροφία.
Τὸ 1934 ἔφυγε στὸ Heidelberg γιὰ νὰ σπουδάσει κοινωνιολογία, ποὺ τὴν εἶχε ἀγαπήσει πολὺ ἀπὸ τὰ μαθήματα τοῦ διδασκάλου του Π. Κανελλόπουλου. Ἐκεῖ συνδέθηκε μὲ λογοτεχνικοὺς καὶ φιλοσοφικοὺς κύκλους, ἰδιαιτέρως δὲ μὲ τὸν Karl Jaspers (ποὺ γιὰ χάρη τοῦ Ἕλληνα μαθητῆ του ἐπέτρεψε νὰ μεταφρασθεῖ Ἑλληνικά, προτοῦ κυκλοφορήσει Γερμανικά, ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Nietzsche) καὶ μὲ τὸν Rudolf Fahrner, μαθητὴ τοῦ Jaspers. Στὀν Fahner ὁ Καπετανάκης ἀφιέρωσε τὴν μελέτη του «Μυθολογία τοῦ Ὡραίου».
Στὸ Heidelberg ἔμεινε τέσσερα ἑξάμηνα καὶ τελικὰ ἀναγορεύθηκε διδάκτωρ μὲ τὴν διατριβή του «Liebe und Zeit».
Γύρισε στὴν Ἀθήνα τὸν Αὔγουστο τοῦ 1936 καὶ ἔδωσε μιὰ σειρὰ μαθημάτων στὸν φιλολογικὸ σύλλογο «Ἀσκραῖος» γύρω ἀπὸ τὴν αἰσθητικὴ καὶ τὴν ὑποστασιακὴ φιλοσοφία. Ὁ ἴδιος ἐπίσης ὠργάνωσε στὸν «Ἀσκραῖο» καὶ τὸ φιλολογικὸ μνημόσυνο τοῦ Ἰωάννου Συκουτρῆ, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937 μὲ ὁμιλητὲς τοὺς κ. Μαρινάτο, Καραντώνη καὶ Τέλλον Ἄγρα.
Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1939 ἡ Ἑλληνοαγγλικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ British Council (στὴν ὁποίαν συμμετεῖχε καὶ ὁ κ. Παντελῆς Πρεβελάκης) τὸν ἐξέλεξε ὡς πρῶτον ὑπότροφο γιὰ εὐρύτερες σπουδὲς στὴν Ἀγγλία, στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Cambridge. Ἐκεῖ, ἀφοῦ συνεπλήρωσε τριετία σπουδῶν, ἐργάστηκε στὸ γραφεῖο Τύπου τῆς Ἑλληνικῆς Πρεσβείας στὸ Λονδῖνο. Δημοσίευσε μελέτες καὶ ποιήματά του στὰ μεγαλύτερα φιλολογικὰ περιοδικὰ τῆς Ἀγγλίας, συνδέθηκε μὲ δεσμοὺς στενοὺς προσωπικῆς φιλίας μὲ τὸν John Lehman, τὴν Edith Sitwell, τὸν William Plomer καὶ τὴν de Zoete, ἔδωσε δὲ ἀρκετὲς διαλέξεις σὲ κολλέγια καὶ σὲ Πανεπιστήμια γιὰ τὴν Ἑλλάδα.
Μιὰ ὅμως ἀνίατη ἀρρώστια, ἡ λευχαιμία, ποὺ τὸν εἶχε προσβάλλει ὕπουλα ἀπὸ τὸ 1942, ἔφερε τὸ θάνατό του σ' ἕνα νοσοκομεῖο τοῦ Λονδίνου, τὴν 9 Μαρτίου 1944.
Ι. ΚΑΠ.
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΨΕΥΤΙΕΣ
Θὰ τὸ πιστέψω τὸ θρασύ, τ' ἀνείπωτο τὸ ψέμμα!
Στὰ μάτια σου ποὺ λάμψανε στὴν τύχη θ' ἀντικρύσω
φλόγα μικρὴ καὶ μυστική, ποὺ φούντωσε γιὰ μένα,
καὶ στὰ χλωμὰ τὰ χέρια σου τρεμούλιασμα θὰ χύσω,
τρεμούλιασμα παράξενο καὶ ψεύτικο - ὠϊμένα!
Πρέπει τ' ἀνείπωτο νὰ πῶ!
Ψεύτικο τὸ τρεμούλιασμα καὶ ψεύτικη κι' ἡ λάμψη
κι' ὁ ψεύτης εἶμ' ἐγώ!
[1932;]
.~.
ΣΟΝΕΤΤΑ
1.
Καὶ Σοὔειπα μεθυσμένος ἀπ' τὴ σκέψη
ποὺ ξάφνου φούντωσε - χαρά! - βαθειά μου
κι' ἔχυνε κύματα μέσ' στὴ μιλιά μου
περήφανα: - Πότε νὰ βασιλέψει
κι' οὔτε στεφάνι ἀθάνατο νὰ δρέψει
θὰ μπόρειε Αὐτός, ἄν μέσα στὴ ματιά μου
δὲν καθρεφτίζονταν, καὶ στὴ λαλιά μου
δὲν σχηματίζονταν γιὰ κάθε βλέψη
τὸ θεῖο Σου κι' ἡ θεία ἀποστολή Του:
τὸ σῶμα τοῦ μονάκριβου ΘΕΟΥ.
Στὰ σκότη θἄσβυνε τῆς φυλακῆς
τῆς ἄγνωστης οἰκτρά, κ' ἡ δύναμή ΤΟΥ
θὰ χανόταν στοὺς τάφους τοῦ καιροῦ.
Μ' ἄστραψα ΕΓΩ τοῦ ΘΕΙΟΥ Ο ΛΥΤΡΩΤΗΣ!
[1934-1935]
2.
Χαμένος πέφτω μὲ λυγμοὺς μπροστά ΣΟΥ:
- Δόξα! -φωνάζω- δόξα στὸ ΘΕΟ!
Νὰ λάμπει στὴν ἄχραντη τὴν ὡμορφιά Σου!
ΑΥΤΟΣ χαμογελᾶ μου στὴ ματιά Σου
καὶ τὴ λευκὴ τὴ σάρκα ΣΟΥ θωρῶ
τοῦ ἘΝΟΣ αὐτοῦ μονάκριβον ἀνθό:
Μοναδικὸ τραγοῦδι Του ἡ μιλιά Σου!
Μὲ τὴν περιπατησιά Σου ΑΥΤΟΣ χορεύει·
κ' εἶν' ἡ ψυχή Σου ὁ ΚΥΡΙΟΣ - ΑΥΤΟΣ
ποὺ μὲ διατάζει μπρός Σου νὰ λυγίσω.
Ἀπὸ τὴν ὕπαρξή μου - μοῦ γυρεύει
τὸ ΠΑΝ... Κ' ἔτσι στὰ πόδια Σου χλωμὸς
τὸν ἑαυτὸ μου ὁλόκληρο θὰ χύσω.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ
Πηγή: «Νέα Εστία» τχ. 448, 1946
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς