Δράκος Μάρκος (18-01-1957) - Κατελάρης Παντελής (18-01-1958)
Έπεσε τα μεσάνυχτα της 18ης Ιανουαρίου 1957 κοντά στην Ευρύχου, σε σύγκρουση με τους Άγγλους.
Γονείς : Κυριάκος και Δέσποινα Δράκου
Αδέλφια : Μεγαλήνη και Μαρία
Ο Μάρκος Δράκος φοίτησε στο δημοτικό σχολείο των χωριών Καλοπαναγιώτη, Βατιλής και Λεύκας και αποφοίτησε από την Εμπορική Σχολή Σαμουήλ. Ήταν λογιστής στην Ελληνική Εταιρεία. Διετέλεσε μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΣΕΚ. Το 1952, ως μέλος της επιτροπής της οργάνωσης ΠΕΟΝ, εργάστηκε στην οργάνωση της νεολαίας, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στην καλλιέργεια των εθνικοθρησκευτικών ιδεωδών.
Την πρώτη Απριλίου 1955 ηγήθηκε της ομάδας του στην επίθεση εναντίον της τότε Κυπριακής Ραδιοφωνικής Υπηρεσίας και στις 19 Ιουνίου 1955 οργάνωσε βομβιστική επίθεση εναντίον του αστυνομικού σταθμού της Πύλης Κερύνειας στη Λευκωσία. Στις 25 Μαΐου 1955 ηγήθηκε απόπειρας εναντίον του Άγγλου Κυβερνήτη Άρμιτεϊτζ στο κινηματοθέατρο Παλλάς. Συνελήφθη από τους Άγγλους στις 30 Ιουνίου 1955 και κρατήθηκε στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας μέχρι τις 15 Ιουλίου, οπότε μεταφέρθηκε στο Φρούριο της Κερύνειας με βάση το νέο νόμο περί κρατήσεως προσώπων άνευ δίκης. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1955 δραπέτευσε μαζί με άλλους αγωνιστές και επικηρύχθηκε με το ποσό των 5.000 λιρών. Κατέφυγε στα βουνά του Κύκκου, όπου σχημάτισε την πρώτη ανταρτική ομάδα της περιοχής με την επωνυμία "Ουρανός" και διηύθυνε πολλές επιχειρήσεις εναντίον του εχθρού, μεταξύ των οποίων και την ενέδρα στις 15 Δεκεμβρίου 1955 στο Μερσινάκι, όπου έπεσε ο ήρωας Χαράλαμπος Μούσκος και συνελήφθηκαν οι ήρωες Χαρίλαος Μιχαήλ και Ανδρέας Ζάκος. Ο Δράκος κατόρθωσε να διαφύγει τραυματισμένος στο κεφάλι. Στις 12 Νοεμβρίου 1956 μαζί με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη ηγήθηκαν επίθεσης στην Ξεραρκάκα εναντίον φάλαγγας στρατιωτικών οχημάτων στο δρόμο Λεύκας - Καλοπαναγιώτη.
Στα λημέρια του Δράκου κατέφυγε και ο Διγενής στις 17 Ιανουαρίου 1956 και παρέμεινε μέχρι το Μάιο του ιδίου έτους. Το Διγενή είχε συνοδεύσει ο Δράκος και λίγο πριν την έναρξη του αγώνα από την Κακοπετριά στη Λευκωσία μέσω Λεύκας.
Στις 15 με 16 Ιανουαρίου 1957 ο Μάρκος Δράκος και τέσσερις αντάρτες του είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν το κρησφύγετό τους στην περιοχή Τρουλινός του χωριού Καλοπαναγιώτης, κατόπιν εκτεταμένων ερευνών που άρχισαν εκεί οι Άγγλοι, μετά από προδοσία, και να καταφύγουν στον τομέα Σολέας. Τη νύχτα της 18ης Ιανουαρίου 1957, ενώ προσπαθούσε, επικεφαλής της ομάδας του, να διασπάσει τον κλοιό των Άγγλων, που επεκτείνοντας τις έρευνές τους είχαν ασφυκτικά περικυκλώσει ολόκληρη την περιοχή Σολέας και να οδηγήσει τους άνδρες του σε ασφαλέστερο μέρος, ενέπεσε σε ενεδρεύοντες Άγγλους στρατιώτες. "Στην προσπάθειά μας αυτή", αφηγείται ο συναγωνιστής του Τεύκρος Λοΐζου, "πέσαμε τρεις κατά συνέχεια φορές πάνω σε Άγγλους στρατιώτες. Την πρώτη ανταλλάξαμε πυροβολισμούς, τη δεύτερη όχι. Επικρατούσε σφοδρή κακοκαιρία. Στη λάμψη μιας αστραπής ο Μάρκος Δράκος και ένας Άγγλος στρατιώτης αλληλοεπισημάνθηκαν και αλληλοπυροβολήθηκαν. Ήμουν δίπλα του. Τον είδα να πέφτει και άκουσα το βρόγχο στο λαιμό του. Μου φάνηκε σαν να ήθελε να πει κάτι. Οι υπόλοιποι αλλάξαμε πορεία και καταφέραμε να διαφύγουμε".
Σκοτώθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1958 στο χωριό Άγιος Ιωάννης Μαλούντας, της επαρχίας Λευκωσίας, από έκρηξη βόμβας.
Γονείς : Θεόδουλος και Ειρήνη Κατελάρη
Αδέλφια : Θεοδώρα, Λεωνίδας, Κώστας, Νίκη, Ανδρέας, Φρόσω, Τομάζος
Ο Παντελής Κατελάρης τελείωσε το σχολείο Επισκοπειού και εργαζόταν ως ξυλουργός στο τμήμα Δημοσίων Έργων. Ήταν αθλητής του ΓΣΠ στα 800μ. και στα 1500μ. Έγινε μέλος της ΕΟΚΑ το Σεπτέμβριο του 1955 και σύντομα ανέλαβε την αρχηγία επταμελούς ομάδας στην περιοχή του, με την οποία ανέπτυξε μεγάλη δράση στη συγκέντρωση των κυνηγετικών και άλλων όπλων από τα χωριά της Ορεινής, στην κατασκευή ναρκών, χειροβομβίδων και άλλων εκρηκτικών μηχανισμών. Διακρίθηκε επίσης σε επιθέσεις εναντίον του εχθρού και απόσπαση όπλων από Άγγλους στρατιωτικούς. Παράλληλα ήταν μέλος ομάδας κρούσεως στη Λευκωσία, με την οποία πήρε μέρος σε βομβιστικές επιθέσεις και σε απόπειρες εκτελέσεων, μια από τις οποίες ήταν και εναντίον του Άγγλου δικαστή Σιω. Ήταν σύνδεσμος στον τομέα Ορεινής Λευκωσίας. Από το Μάρτιο του 1957 ανέλαβε και ως σύνδεσμος του υποτομεάρχη της περιοχής Ορεινής, Σταύρου Στυλιανίδη, με τον τομεάρχη του τομέα Ορεινής Λευκωσίας. Τα πολλαπλά του καθήκοντα τον υποχρέωσαν να σταματήσει από τη δουλειά του και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στον Αγώνα.
Στις 27 Οκτωβρίου 1957 συνελήφθη μαζί με τη μητέρα του και μερικά από τα αδέλφια του, ενώ προσπαθούσαν να αποκρύψουν χειροβομβίδες, τις οποίες είχαν κατασκευάσει με άλλα μέλη της ΕΟΚΑ στο χωριό του. Κατόρθωσε να δραπετεύσει και να καταφύγει στο αντάρτικο.
Στις 18 Ιανουαρίου 1958 σκοτώθηκε από έκρηξη μέσα στο κρησφύγετό του στον Άγιο Ιωάννη Μαλούντας, ενώ κατασκεύαζε βόμβες και τάφηκε μυστικά από συναγωνιστές του. Ο θάνατός του παρέμεινε μυστικός μέχρι το τέλος του αγώνα, οπότε έγινε η μετακομιδή των οστών του στη γενέτειρά του.