ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΤΡΙΤΗΣ
Ἀέτειος τύχη φυσάει κι ὁλοένα πιό φθοροποιὰ παρουσιάζονται τὰ ἐρείπια. Ἐγὼ τὰ βλέπω καινούργια μὲ στολὴ ἀετοῦ, μεγεθυμένα μὲς στὸ μέλλον. Μιὰ γυναίκα ξετυλίγει τὸν ἦχο καὶ τὸν στρώνει στὸ δάπεδο. Τὰ δύο πόδια ποὺ φαίνεται νὰ προχωροῦν πρὸς τὰ πίσω ἐξακολουθοῦν νὰ ἔρχονται καταπάνω μου. Ξάφνου ἀνάβουν τὰ φῶτα καὶ βλέπεις τὴν ἡρωίδα τοῦ ἔργου μὲ τὰ καθημερινά της.
Μυρίζει κλεισούρα ἐδῶ μέσα. Φαίνεται πὼς ὁ μικρὸς τοῦ εἰκοσιεννέα εἶναι ποὺ σκηνοθέτησε τὴν κλοπή. Στὴν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου οἱ δύο γυναῖκες ἀπὸ τὴν πολλὴ προσπάθεια ἔγιναν τρεῖς. Ὁ ἀγκώνας τῆς μιᾶς εἶναι συνάμα καὶ κρύπτη. Στὸ βάθος ὑπάρχει κι ἕνας ἀνδριὰς ἀορίστου ἐποχῆς ἔφιππος. Βουίζει κι ἀκοῦς τὰ γεγονότα νὰ τρέχουν. Εἶναι χρόνια τώρα ποὺ περιμένω μιὰν ἀπόφαση. Μὰ δὲν παρουσιάστηκε κανείς.
Κεῖνοι ποὺ κάναν τὴν παρέλαση θά 'χουν κιόλας τώρα φτάσει στὴν ἐκκλησία. Μιὰ κυρία μὲ σταματᾶ καὶ μοῦ ζητάει λίγο νερό. Μιὰ ἄλλη μὲ κοιτάζει ἀπ' ἀπέναντι. Φορᾶ μιὰ πλατιὰ κι ἀνάλαφρη ψάθα, προσπαθώντας νὰ χωρέσει μέσα της ὅλον τὸν ἥλιο. Δίπλα της μιὰ μισάνοιχτη πόρτα. Κι ἡ θάλασσα. Μιὰ ἐλαφριὰ τρικυμία ὅπου κυριαρχοῦν ἐναλλάξ τ' ἀρώματα τῆς μπανάνας καὶ τῆς βιολέτας. Κλυδωνίζομαι κι ἐπιμένω. Ἔχουνε δίκιο. Τὸ μεγάλο μας ὄφελος εἶναι ἀπὸ τὶς πολλὲς μικρὲς καταστροφές. Ἔτσι ἐξηγεῖται πὼς οἱ τοῖχοι ὅλοι καῖνε καὶ βγάζουν καπνούς, χωρὶς νὰ φαίνεται πουθενὰ φλόγα. Ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἥλιος ταξιδεύει, καὶ ὄχι πάντοτε.
Οὔτε ξέρει κανεὶς πῶς βρέθηκε ἐδῶ. Διαθέτει μιὰ πελώρια κινηματογραφικὴ μηχανὴ καὶ ἵπταται. Μὲ κάθε κλὶκ ἐκτινάσσει μικρὰ καθημερινὰ ἀντικείμενα, σφυρίχτρες, χτενάκια, μολύβια, βοῦρτσες. Μοῦ μπαίνει ὁ πειρασμὸς καὶ πλησιάζω. Βάζω μὲ τὸ νοῦ μου ἕνα παλιὸ ἐγγλέζικο τραγούδι γιὰ τὴν Ἄνοιξη καὶ περιμένω μὲ δυσπιστία. Πρῶτα αἰσθάνομαι νὰ πέφτει χωρὶς λόγο μιὰ λεπτὴ βροχούλα, καὶ σὲ λίγο βλέπω ἀπὸ ψηλὰ λουλούδια πολλά, σκόρπια, σὲ μπουκέτα, καὶ σὲ ὁλόκληρα στεφάνια. Σωστὸς κατακλυσμός. Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ μήτε ἀκοῦς μήτε ὀσφραίνεσαι τίποτε· ἀλήθεια θά 'ναι, φαίνεται, καὶ τὸ ὕψος τοῦ Κρόνου καὶ τὸ βάθος τοῦ Τάμεση.
Ἂν δὲν σοῦ λείψει ἕνα κομμάτι ζωῆς, ὄνειρα μὴν περιμένεις. Τοῦ χαμοῦ πάντοτε εἶναι ἰδιοκτήτης ὁ καιρός, κι ἐμεῖς σχεδὸν σοφοὶ ἀλλ' ὡς γέροντες, ποὺ ὁ ὕπνος μᾶς μαθαίνει ὁλόκληρους ἀπέξω. Μᾶς ἀποστηθίζει. Τὸ εἰκοσιτετράωρό μας εἶναι μιὰ συνεχὴς ἀνάκριση. Εἶναι χρόνια τώρα ποὺ περιμένω μιὰν ἀπόφαση. Στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν ὑπάρχει τίποτε. Κάθε καθρέφτης ἔχει κι ἀπό 'να δικό του εἴδωλο πού, μόλις πάω νὰ κοιταχτῶ, μὲ ἀλλοιώνει. Κατὰ λάθος μαθαίνει κανεὶς καὶ μυστικὰ ποὺ περνοῦν γι' ἀλήθεια. Μολονότι τόσο ἐκτεθειμένη στὸ φῶς δὲν ξεβάφει.
Ἡ παρέλαση ἀκόμη συνεχίζεται. Μπρὸς πᾶνε οἱ σαλπιγκτὲς καὶ πίσω τους οἱ βαθμοφόροι μὲ τὰ διακριτικά τους. Ἀπὸ τὸ πλάι στὴ διαδρομὴ προφταίνουν νὰ ἱδρυθοῦν ζαχαροπλαστεῖα καὶ ζυθοποιεῖα. Σκέφτεσαι τί σπουδαῖο θὰ ἦταν νὰ μποροῦσε ὅλος ὁ τελευταῖος πόλεμος νὰ χωροῦσε σ' αὐτὸ τὸ τετραγωνάκι. Τώρα οἱ πρῶτοι θὰ ἔχουν φτάσει κιόλας στὴ στροφὴ τοῦ δρόμου καὶ θὰ πλησιάζουν στὸ λιμάνι. Μὲ τὸ ποὺ ἀρχίζει νὰ σκοτεινιάζει, ὁ καφετζὴς τῆς γωνιᾶς σκαρφαλώνει σ' ἕνα τραπέζι γιὰ νὰ κρεμάσει ἕνα φαναράκι. Μόλο ποὺ δὲν ἔχει δεύτερη παράσταση ἀπόψε. Ἑτοιμάζομαι νὰ τρομάξω.
Ἀκούγεται μιὰ βοή. Θά 'ναι τὰ γεγονότα ποὺ ὁλοένα τρέχουν. Μερικά παραχαραγμένα σὰν χαρτονομίσματα. Ζητῶ ν' ἀγοράσω ἀξιοπρέπεια σὰν αὐτὴ τῶν ἐλεφάντων ποὺ ἀπομακρύνονται γιὰ νὰ πεθάνουν. Εἶναι μέρες τώρα ποὺ ἀνεβοκατεβαίνω σκαλιὰ χωρὶς νὰ βρίσκω τὸ σπίτι μου. Θὰ πρέπει νὰ γραφτεῖ καὶ τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τῆς ἱστορίας γιὰ νὰ δῶ ἂν ἀνήκω στὴ φυλή σας. Δὲν μοῦ ἀρέσει. Ὅλα τελειώνουν κάποτε.
Ἕνας κλητήρας ἁπλώνει τὸν τάπητα τῆς δικαιοσύνης.
Πηγή: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - Ἐκ τοῦ πλησίον, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ
Ἑλλήνων Φῶς