Εἰκόνα πραότητος
Στ' ἅγιον Ὂρος εἶνε ἕνα μοναστῆρι ποὺ τὸ λένε τοῦ Σταυρονικήτα, ἕνα μικρὸ καὶ φτωχὸ μοναστηράκι, τιμημένο στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποῦ γιορτάζει μεθαύριο. Στὴν ἀρχὴ χτίσθηκε εἰς μνήμην τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἀλλὰ στὸν καιρὸ τῶν εἰκονομάχων οἱ καλόγεροι ρίξανε πολλὲς εἰκόνες στὴ θάλασσα, γιὰ νὰ μὴν τὶς μολέψουνε οἱ ἀσεβεῖς εἰκονομάχοι, καὶ μιὰ ἀπ' αὐτὲς τὶς εἰκόνες ἤτανε τοῦ Ἁγίου Νικολάου, αὐτὴ ποὺ βρίσκεται στὸ μοναστῆρι τοῦ Σταυρονικήτα, καὶ ποὺ εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς θαυματουργὲς εἰκόνες ὁποῦ εἶναι στ' Ἅγιον Ὄρος. Καὶ σὰν κάηκε ἀπὸ τοὺς κουρσάρους αὐτὸ τὸ μοναστῆρι, θέλησε νὰ τὸ ξαναχτίσει ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας ὁ Παλαιός, πάλι στὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ χτίζανε οἱ μαστόροι, οἱ καλόγεροι ρίξανε τὰ δίχτυα γιὰ νὰ πιάσουνε κανένα ψάρι καὶ σὰν τὰ τραβήξανε βρήκανε μέσα τοῦτο τὸ εἰκόνισμα τοῦ ἁγίου Νικολάου. Στὸ μέτωπό του εἴτανε κολλημένο ἕνα στρεῖδι, καὶ γιὰ τοῦτο τὸ θαῦμα ὀνομάσθηκε ἅγιος Νικόλαος ὁ Στρειδᾶς, κ' ἔτσι λέγεται ὥς τὰ σήμερα. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα εἴνε πολὺ παλαιά, καμωμένη ὄχι μὲ ζωγραφικὴ, ἀλλὰ μὲ ψῆφες. Τέτοιες μωσαϊκὲς εἰκόνες ὑπάρχουνε πολλὲς φιλοτεχνημένες στοὺς τοίχους, ὅπως εἴνε στὸ Δαφνί, στὸν Ὅσιο Λουκᾶ, στὸν Ἅγιο Δημήτριο τῆς Θεσσαλονίκης, στὴν Ἁγία Σοφιὰ καὶ σὲ ἄλλες ἀρχαῖες ἐκκλησίες, ἀλλὰ μικρὲς κι' ἀπάνω σὲ ξύλο ὑπάρχουνε πολὺ λίγες.
Τὸ παληὸ Προσκυνητάρι τοῦ Ἁγίου Ὄρους γράφει:
«Αὐτὴ ἡ εἰκὼν εὐγῆκεν ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἐπειδὴ καὶ τὴν ἔρριψαν εἰς αὐτὴν κατὰ τὸν καιρὸν τῆς εἰκονομαχίας τινές· καὶ ἀπὸ τὴν πολυκαιρίαν ὅπου ἔκαμεν εἰς τὴν θάλασσαν, ἐφύτρωσεν ἕνα ὀστρείδιον εἰς τὸ μέτωπόν της· διὰ τοῦτο καὶ Ὀστρειδᾶς καλεῖται· εἶναι δὲ μετὰ μωσίου ψηφίδων χρυσῶν ἡ ἱεροϊστορία ἐγκεκοσμημένη εἰς κάλλος»(1)
Σὰν εἴδε ὁ Πατριάρχης αὐτὸ τὸ θαῦμα, ἀφιέρωσε τὸ καινούριο μοναστῆρι στὸν ἅγιο Νικόλαο καὶ ἔτσι βρίσκεται ἕως σήμερα. Καὶ τὸ ἕνα τσόφλι(2) τοῦ στρειδιοῦ τὸ ἔκανε ὁ Πατριάρχης δισκάρι γιὰ τὸ ὕψωμα τῆς Παναγίας στὴν Ἁγία Τράπεζα, τὸ δὲ ἄλλο τὸ ἔκανε ἐγκόλπιο καὶ βρίσκεται σήμερα στὸ σκευοφυλάκιο τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας. Αὐτὰ γινήκανε στὰ 1553.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι, ἅγιοι εἶνε, ἀλλὰ ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶνε ξεχωριστὰ ἀγαπημένος ἀπὸ τοὺς θαλασσινούς, ποὺ εἶνε προστάτης τους, γιὰ τοῦτο καὶ τὰ πιὸ πολλὰ καράβια ἔχουνε τὄνομά του. Εἶνε καὶ στὴ φυσιογνωμία ὁ πιὸ γλυκὸς καὶ συμπαθέστατος, «εἰκόνα πραότητος». Ἔζησε κατὰ τὰ 300 μ.Χ. ποὺ βασιλεύανε στὸν κόσμο δυὸ σκληροὶ τύραννοι, ὁ Διοκλητιανὸς καὶ ὁ Μαξιμιανός. Πρῶτα ἔγινε καλόγερος κ' ὕστερα τὸν κάνανε δεσπότη στὰ Μῦρα τῆς Λυκίας, γιὰ τὴ μεγάλη καὶ θεάρεστη πολιτεία του. Πρὶν γίνει αὐτοκράτορας ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἔπαθε πολλὰ γιὰ τὴν πίστη, δάρθηκε, βασανίστηκε, φυλακώθηκε. Στὰ 325 μάζεψε ὁ Κωνσταντῖνος τὴν α' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ θέσπισε τὸ «Πιστεύω» κι' ἀνάμεσα στοὺς 318 Πατέρες εἴτανε κι' ὁ ἅγιος Νικόλαος. Ὅσο αὐστηρὸς εἴτανε στοὺς αἰρετικοὺς ἄλλο τόσο μαλακὸς καὶ σὰν πατέρας πονετικὸς εἴτανε στὸ ποίμνιό του. Τοὺς ἀδικημένους ὑποστήριζε, τοὺς φτωχοὺς ἀνακούφιζε, τοὺς θλιμμένους παρηγοροῦσε. Μιὰ φορὰ καταδικασθήκανε τρεῖς ἄνθρωποι σὲ θάνατο καὶ τοὺς κλείσανε στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουνε τὴν ἄλλη μέρα. Αὐτοὶ οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι εἴτανε ἀθῶοι καὶ σὰν μάθανε πὼς σὰν αὔριο θὰ κόβανε τὰ κεφάλια τους, πέσανε σὲ προσευχὴ καὶ παρακαλούσανε μὲ δάκρυα τὸν Ἅγιο Νικόλαο νὰ τοὺς βοηθήσει. Καὶ τὴν ἴδια νύχτα βλέπει ὁ βασιλιᾶς στ' ὄνειρό του τὸν ἅγιο καὶ τοῦ λέγει πὼς εἶνε ἀθῶοι οἱ τρεῖς φυλακισμένοι καὶ πὼς ψέμματα τοὺς κατηγόρησε ὁ ἔπαρχος Ἀβλάβιος. Καὶ εὐθὺς φανήκανε μπροστὰ στὸν βασιλιᾶ οἱ τρεῖς καταδικασμένοι κι' ὁ δήμιος τοὺς γονάτισε κ' ἔδεσε τὰ μάτια τους γιὰ νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσει. Μὰ τὴν ὥρα ποὺ σήκωνε τὸ σπαθί του γιὰ νὰ τὸ κατεβάσει, ὁ ἅγιος Νικόλαος τ' ἄρπαξε ἀπὸ τὴν κόψη δίχως νὰ ματωθεῖ καὶ τὸ κράτησε. Βλέποντας αὐτὰ ὁ βασιλιᾶς, ξύπνησε ταραγμένος καὶ πρὶν ξημερώσει, πρόσταξε νὰ βγάλουνε παρευθὺς ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοὺς μελλοθάνατους καὶ στὴ θέση τους νὰ φυλακώσουνε τὸν Ἀβλάβιο.
Ἀλλὰ προστάτης τῶν θαλασσινῶν ἔγινε μετὰ ἀπὸ τὴν κοίμησή του, ἀπὸ ἕνα μεγάλο θαῦμα ποὺ ἔκανε. Εἴτανε στὴν Πόλη ἕνας χριστιανὸς πολὺ εὐλαβὴς κι' ἀγαποῦσε καὶ τιμοῦσε περίσσια τὸν ἅγιο Νικόλαο. Μιὰ φορὰ λοιπὸν ἀποφάσισε νὰ ταξιδέψει γιὰ τὴ δουλειά του καὶ πρὶν μπαρκάρει στὸ καράβι, πῆγε στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νικολάου κ' ἔκανε τὴν προσευχὴ του μὲ πολλὴ κατάνυξη. Τὸ καράβι σὰν ἔπιασε τὸ πέλαγο, βρῆκε δυνατὴ φουρτούνα καὶ βασανιζότανε. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, σηκωθήκανε οἱ ναῦτες γιὰ νὰ γυρίσουνε τὰ πανιὰ καὶ ξύπνησε ἀπὸ τὶς φωνὲς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ πῆγε νὰ πιεῖ νερό. Καὶ κεῖ ποὺ περπατοῦσε ἀπάνω στὴν κουβέρτα, μπερδεύτηκε μέσα στὰ σκοινιὰ κ' ἡ σκότα τὸν χτύπησε καὶ τὸν ἔρριξε στὴ θάλασσα. Ὁ καπετάνιος καὶ οἱ ναῦτες θελήσανε νὰ τὸν γλυτώσουνε, πλὴν ἀπὸ τὸν ἀγριεμὸ τῆς θάλασσας κι' ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας δὲν μπορέσανε καὶ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοὺς ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλὰ αὐτὸς, σὰν βούλιαξε ντυμένος ὄπως εἴτανε, καὶ πήγαινε στὸν πάτο, ἔλεγε μέσα του: «Ἅγιε Νικόλαε, βοήθησέ με». Κι' ἐκεῖ ποὺ εἶτανε παραζαλισμένος καὶ μισοπνιγμένος καὶ νόμιζε πὼς βρίσκεται στὸν ἄλλο κόσμο, βρέθηκε μονομιᾶς στὴν κάμαρη τοῦ σπιτιοῦ του καὶ φώναζε ὁλοένα μὲ μεγάλη φωνὴ: «Ἅγιε Νικόλαε, βοήθησέ με». Κ' ἐπειδὴ εἴτανε νύχτα κ' ἔκανε ἡσυχία, ἀκούσανε τὶς φωνές του οἱ δικοί του, ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιὰ του καὶ σηκωθήκανε ἀπὸ τὰ στρωσίδια τους καὶ τρέξανε στὴν κάμαρά του καὶ βλέπουνε τὸν πατέρα τους ὅρθιον νὰ φωνάζει: «Ἅγιε Νικόλαε, βοήθησέ με» καὶ νὰ τρέχουνε τὰ νερὰ ἀπὸ τὰ ροῦχα του κι' ἀπὸ τὴν ταραχή τους πιάσθηκε ἡ γλῶσσα τους. Πήγανε κ' οἱ γειτόνοι καὶ γέμισε τὸ σπίτι κόσμο κι' οὔτε αὐτοὶ πιστεύανε τὰ μάτια τους, οὔτε κι' ὁ καραβοτσακισμένος πίστευε στὰ δικά του καὶ ρωτοῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον τί ἔγινε, ὤς ποὺ ἐξιστόρησε ὁ πνιγμένος τὸ θαῦμα ποὺ ἀπάνω του, καὶ δοξάσανε τὸ Θεὸ καὶ φωνάζανε: «Κύριε, ἐλέησον». Κι' ἀφοῦ ντύθηκε μὲ στεγνὰ ροῦχα ὁ νεκραναστημένος, πῆγε στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νικολάου κι' ἔπεσε γονατιστὸς μπροστὰ στὴν εἰκόνα του κ' ἒκλαιγε ἴσαμε ποὺ ξημέρωσε. Σὰν χτύπησε ἡ καμπάνα γιὰ νὰ γίνει ἡ λειτουργία, ἔμαθε ὁ κόσμος τὸ μεγάλο θαῦμα κι' ἀνάψανε τὰ πολυέλαια καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες σὰν νὰ εἴτανε Πάσχα κ' ἔτρεξε ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολη νὰ δεῖ τὸν γλυτωμένο κι' ὁ Πατριάρχης ἔστειλε καὶ τὸν πῆρε στὸ Πατριαρχεῖο καὶ διηγήθηκε μπροστὰ στὴ Σύνοδο πῶς τὸν γλύτωσε ἀπὸ τὸ βάθος τῆς θάλασσας ὁ ἅγιος Νικόλαος. Διαλαλήθηκε λοιπὸν σ' ὃλη τὴ χριστιανωσύνη αὐτὸ τὸ μέγα θαῦμα κι' ἀπὸ τότε οἱ θαλασσινοὶ κ' οἱ ταξιδευτὲς κράζουνε τὸν ἅγιο Νικόλαο σὲ βοήθειά τους κι' οἱ παπάδες τὸν μνημονεύουνε πάντα μαζὶ μὲ τοὺς μεγάλους ἁγίους, «Νικολάου ἀρχιεπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας τοῦ θαυματουργοῦ».
Τὴ θυμωμένη θάλασσα δὲν τὴ δαμάζει πιὰ μὲ τὴν τρίαινα ὁ ἄγριος Ποσειδώνας, ποὺ τὸν ἔπλασε ἡ μυθολογία, ἀλλὰ ὁ πιὸ ἥμερος καὶ ὁ πιὸ γλυκύτερος γέροντας, ὁ ἅγιος Νικόλαος, ποὺ δὲν κρατᾶ καμάκια καὶ κοντάρια, ἀλλὰ ποὺ βλογᾶ τὰ μελανιασμένα κύματα δίχως νὰ τὰ φοβερίζει καὶ κεῖνα ἡσυχάζουνε καὶ μαλακώνουνε, σὰν νὰ τοὺς ρίχνει κάποιο λάδι οὐράνιο. Τὰ τροπάρια ποὺ ψέλνουνε στὴ μνήμη του ὑμνοῦνε αὐτὴ τὴν πραότητα καὶ τὴν γλυκύτητά του. Στὸν Ἑσπερινὸ ψέλνουνε ἀνάμεσα σὲ ἄλλα, καὶ τοῦτα τὰ στιχηρά: «Χαῖρε ἡ ἱερὰ κεφαλή, τὸ καθαρὸ δοχεῖο τῶν ἀρετῶν, ὁ θεῖος κανόνας τῆς ἁγιασμένης ἱερωσύνης, ὁ μέγας ποιμένας, ὁ φάρος ὁ φωτεινότατος ποὺ ἒχεις τῆς νίκης τὸ ὄνομα, ἐσὺ ποὺ σκύβεις μὲ συμπόνοια ἀπάνω σ' ὅσους βρίσκουνται σὲ ἀνάγκη καὶ ποὺ ἀκοῦς τοὺς ἀδύνατους ποὺ σὲ παρακαλοῦνε καὶ τοὺς γλυτώνεις γρήγορα καὶ τοὺς φυλάγεις νὰ μὴν πάθουνε». «Χαῖρε ὁ ἱερώτατος νοῦς, τὸ καθαρὸ τῆς ἁγίας Τριάδος κατοικητήριο, ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ στήριγμα τῶν πιστῶν, τῶν κατακουρασμένων ἡ βοήθεια, ἄστρο ποὺ σκορπᾶς πάντα μὲ τὴ λάμψη σου τὸ σκοτάδι τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων ἀπ' ὅσους σὲ παρακαλοῦνε, ἱεράρχα Νικόλαε. Λιμάνι γαληνότατο, ποὺ καταφεύγουνε καὶ γλυτώνουνε ὅσοι παλαίβουνε μὲ τὶς τρικυμίες τῆς ζωῆς». Τὸ πιὸ ὡραῖο τροπάρι εἶναι τὸ Ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου:
«Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
«Ἀπόχτησες, λέγει, μὲ τὴν ταπείνωση τὰ ὑψηλά, τὰ ὑπεράνθρωπα, αὐτὰ ποὺ δὲν μποροῦνε νὰ τὰ κάνουνε οἱ περήφανοι κ' οἱ φοβεροὶ ἄνθρωποι καὶ μὲ τὴ φτώχεια ἀπόχτησες τὰ πλούσια, τὸν θησαυρὸ τῆς θείας χάρης ποὺ δὲν τὸν ἀξιώνουνται οἱ δοξασμένοι κ' οἱ τιμημένοι τούτου τοῦ κόσμου».
Ἡ φυσιογνωμία του διατηρήθηκε ἀπὸ εἰκόνα σὲ εἰκόνα ἴσαμε σήμερα στὴν τέχνη τῆς ἐκκλησίας μας, γλυκειά, ταπεινή, πονετικιά, παρηγορητικιά, ὅλο πραότητα, ὅλο ἀγάπη, εἰρηνική, ἁπλῆ, ἀληθινὴ «εἰκόνα πραότητος», ὅμοια μὲ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε «μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πράος εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ». Τὸ κεφάλι του εἶναι φαλακρὸ μὲ ἄσπρα τσουλούφια, μὲ μικρὸ πρόσωπο, μὲ ἥμερα μάτια καὶ κόκκινα μάγουλα, μὲ σεμνὸ μουστάκι καὶ μὲ κοντὰ στρογγυλὰ γένεια, «γέρων στρογγυλογένης», μὲ χαμηλοὺς ὤμους, μὲ ταπεινὸ σχῆμα, σὰν νὰ παρακαλεῖ ἐμᾶς ἐκεῖνος, κι' ὄχι νὰ τὸν παρακαλοῦμε ἐμεῖς(3).
Φώτης Κόντογλους
(1). Αὐτὴν τὴν εἰκόνα τὴν ἀντέγραψα ὃταν πρωτοπῆγα στὸ Ἅγιον Ὄρος.
(2). Τσόφλι=φύλλο.
(3). Ἒτσι τὸν ἔχω ζωγραφισμένον στὴν ἐκκλησία του στὴν ὀδὸν Ἀχαρνῶν, ἀλλὰ κάποιοι τὸν θέλουνε φανταχτερὸ καὶ μεγαλοπρεπὴ καθὼς καὶ τὸν πρόδρομο.
Πηγή: ΚΙΒΩΤΟΣ, ΑΡΙΘΜ. ΦΥΛ. 12, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1952
~.~
ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΝΙΚΟΛΑΟΝ
«Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ
ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος» (Δαβίδ).
Νικόλαε κρίνον ὡραῖον
λαμπρὲ ἑωθινὲ ἀστήρ,
σεβάσμιε ποιμὴν Μυρέων
ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ.
Τὴν πατρικήν σου εὐλογίαν
παράσχου μοι τὸν ταπεινὸν
μὲ τὴν εὐχήν σου τὴν ἁγίαν
δίδου μοι θεῖον φωτισμόν.
Ἐν μέτρῳ νὰ ἐγκωμιάσω
ὅσον μοῦ εἶναι δυνατὸν
τὸ ὄνομά σου νὰ δοξάσω
ὡς τοῦ Κυρίου, λειτουργόν.
Τοὺς σὲ τιμῶντας περισκέπεις
ἀπ᾿ τοὺς ὡραίους οὐρανοὺς
περιπολεῖς καὶ ἐπιβλέπεις
πελάγη, καὶ ὠκεανούς.
Μὲ ναυτικοὺς συνταξιδεύεις
ἅγιο, δελφίνι, τοῦ γιαλοῦ
τὴν τρικυμίαν γαληνεύεις
σῴζεις ψυχὰς ἐκ τοῦ πνιγμοῦ.
Τρεῖς στρατηλάτας ἐκ θανάτου
διέσωσες ἐκ τῆς σφαγῆς,
καὶ ἐν λιμῷ φοβερωτάτῳ
τρέφεις λαοὺς ἐπὶ τῆς γῆς.
+
Ἑνὸς πτωχοῦ τρεῖς θυγατέρας
χρηματοδότησι πολλὴ
προσφέρεις, καὶ λαμβάνει πέρας
ἀποκατάστασις καλή.
Στὴν πρώτην Σύνοδον κηρύττεις
τὸν τρισυπόστατον Θεόν·
ἐν παρρησίᾳ ἐπιπλήττεις
τὸν Ἄρειον αἱρετικόν.
Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματά σου
οἱ θρῦλοι σου, ὤ! θαυμαστοί!
ὡραῖα τὰ ἱστορικά σου
εὐφραίνουν τὸν ἀκροατή.
Χηρῶν καὶ ὀρφανῶν προστάτης
τῶν ἀσθενούντων ἰατρός,
πλεόντων θεῖος παραστάτης
τῶν ὁδοιπόρων συνοδός.
Πάντες ἐν πίστει προσκυνοῦμεν
τὴν σεβασμίαν σου μορφήν,
στὴν χαριτόβρυτον εἰκών σου
προσφέρομεν σέβας, τιμήν.
Ἡ μνήμη σου μύρα μυρίζει
μὲ λούλουδα χειμερινά·
εἰς τὰς ψυχάς μας προσεγγίζει
τῶν Χριστουγέννων ἡ χαρά!
Σοῦ δέομαι νὰ γαληνεύῃς
τὴν τρικυμίαν τῶν λαῶν,
τὸν Κύριον νὰ μεσιτεύῃς
ὑπὲρ εἰρήνης τῶν ἐθνῶν.
+
Χαῖρε πανάγιε πατέρα
τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν
νὰ μᾶς φυλάττῃς νύκτα-μέρα
ἀπὸ παντοίων συμφορῶν.
Ὕμνους Νικόλαε σοῦ ψάλλει
θάλασσα, γῆ καὶ οὐρανός·
ἡ χάρις σου εἶναι μεγάλη,
λάμπεις ὡς Ἥλιος φωτεινός.
Πάτερ Νικόλαε βοήθα
ὅσοι, ποὺ ἔχουνε παιδιά,
νὰ ζήσουν νὰ τὰ ξαναδοῦνε,
σὰν ἔλθουν ἀπ᾿ τὴν ξενητειά.
Εἰς ὅλους τοὺς ξενητευμένους
δίδε ὑγείαν καὶ χαρά
καὶ ὅστις σὲ ἐπικαλεῖται
νὰ μὴ τὸν βρίσκῃ συμφορά.
Γένοιτο.
Ἀφιεροῦται εἰς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου,
ὑπὲρ τῶν ξενιτευμένων ἀδελφῶν καὶ τέκνα τῶν Ἑλλήνων.
ὁ ταπεινὸς Ἱερεὺς Βασίλειος Μπάμιας - Οἰκονόμος
Μόρια - Μυτιλήνης
Περιοδικὸ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ,
ἔτος 29, τεῦχος 06, σελ. 394-395
Πηγή: www.nektarios.gr