Ἑάλω ἡ Πόλις - Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος
Ὁ ἅ γ γ ε λ ο ς, ὅ μ ω ς, ὁ «φ έ ρ ω ν ῥ ο μ φ α ί α ν» δ ὲ ν κ α τ έ β η κ ε. Δηλαδή, λ έ ν ε ὅτι δὲν κατέβηκε. Δὲν τὸν εἶδαν τὰ μάτια ἐκείνων ποὺ συγκεντρώθηκαν στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία. Μ ή π ω ς κ α τ έ β η κ ε, χ ω ρ ὶ ς ν ὰ τ ὸ ν ἰ δ ε ῖ κ α ν έ ν α ς; Μπορεῖ —ἐνῶ τὰ μάτια ὅλων τῶν ἄλλων δ ὲ ν τὸν εἶδαν— νὰ τὸν εἶδε ὁ Ἕ ν α ς· μπορεῖ νὰ τὸν εἶδε ὁ «ἀνώνυμος», ὁ «ἀπέριττος» καὶ «πενιχρός», ποὺ —ὅπως τὸ προανάγγειλαν τὰ χείλη ἀθέατων ἀνθρώπων (καὶ ὄχι «ψευδομάντεων»)— θὰ βρέθηκε τὴν ὥρα ἐκείνη, χωρίς ἄλλο, ὀρθὸς πλάϊ στὸν κίονα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μπορεῖ κάλλιστα νὰ παράδωσε ὁ ἄγγελος τὴ ρομφαία στὸν πιὸ ἀνώνυμο ἄνθρωπο τοῦ Γένους μου, χωρὶς τὸ μυστήριο αὐτὸ νἄγινε ἀντιληπτὸ ἀπὸ κανέναν. Τ ὰ π ο λ ὺ μ ε γ ά λ α π ρ ά γ μ α τ α σ η μ ε ι ώ ν ο ν τ α ι χ ω ρ ὶ ς ν ὰ ὑ π ά ρ χ ε ι θ ε α τ ή ς. Καὶ μπορεῖ νὰ μὴν ἔπρεπε τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ σώσει ἡ ρομφαία τὸ Γένος μου. Ναί, πολὺ πιὸ πίσω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια ποὺ εἶναι ὁρατή, κατέβηκε ὁ ἄγγελος. Καὶ παράδωσε τὴ ρομφαία στὸν πιὸ ἀνώνυμο, τὸν πιὸ ἀπέριττο, τὸν πιὸ πενιχρὸ ἄνθρωπο τοῦ Γένους μου. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς (ποιός ξέρει!) νἄμουν ἐγώ... Ἐγὼ καὶ ὁ καθένας. [...] Κανένας δὲν εἶδε τὸν ἄγγελο μὲ τὴ ρομφαία. Κανένας δὲν τὸν εἶδε νὰ κατεβαίνει καὶ νὰ παραδίνει τὴν ρομφαία στὸν πιὸ ἀνώνυμο, στὸν πιὸ ἀπέριττο, στὸν πιὸ πενιχρὸ ἄνθρωπο τοῦ Γένους μου ποὺ στεκόταν πλάϊ στὸν κίονα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ὁ ἴδιος ὁ ἄγγελος, χωρὶς κανένας νὰ τὸν ἰδεῖ, μπορεῖ νὰ πλησίασε τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ τὸν πιὸ ὀνομαστὸν ἄνθρωπο τοῦ Γένους μου. Μπορεῖ νὰ πλησίασε τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, νεκρὸν ἤ ἑτοιμοθάνατο. Καὶ μπορεῖ, χωρὶς κανένας ν' ἀντιληφθεῖ τὸ μέγα γεγονός, νὰ σήκωσε στὰ χέρια του τὸν Κωνσταντῖνο καὶ νὰ τὸν πῆρε μαζί του. Ἀφοῦ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ποὺ δ ὲ ν εἶχαν γνωρίσει τὸν Παντοδύναμο, πίστεψαν πὼς ἡ Θέτις πῆρε στὰ χέρια της καὶ σήκωσε τὸν γιό της τὸν Ἀχιλλέα, τὸν «ἀρήιο» Αἰακίδη, καί, σώζοντας τὸ σῶμα του ἀπὸ τὴ φθορά, τὸν παράδωσε ἀκέραιο στὴν ἀθανασία, γιατί νὰ μὴν πιστέψω ἐγὼ —ἐγὼ ποὺ γνωρίζω τὸν Παντοδύναμο— ὅτι ἕνας ἄγγελος σήκωσε τὸ σῶμα τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τὸ πῆρε μαζί του;[...] Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ἦταν ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ. Καὶ κατάφερε νἄναι μέγας, ὅπως καὶ ὁ πρῶτος, δηλαδὴ ὅπως κ' ἐκεῖνος ποὺ διάλεξε τὸ Βυζάντιο ὡς ἔδρα του. Ὁ π ρ ῶ τ ο ς —ὁ πρῶτος στὸ καθετὶ— εἶναι φυσικὸ νὰ προβάλλει μέγας. Ὁ τ ε λ ε υ τ α ῖ ο ς —δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ μὲ τ' ὄνομά του συνδυάζεται ἡ πτώση, ἡ καταστροφή, τὸ τέλος— εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο νἄναι μέγας. Τὸ κατόρθωμα τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ κατόρθωμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ὁ Κριτόβουλος —ὁ «τοῦ μεγίστου βασιλέως βασιλέων», δηλαδὴ τοῦ Μωάμεθ, «δοῦλος εὐτελὴς»— γράφει γιὰ τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο: «... καὶ τὸν ἐπικείμενον τῇ πόλει προφανῆ κίνδυνον ὁρῶν αὐτοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ δυνάμενος αὑτὸν ἐκσῶσαι καὶ πολλοὺς ἔχων τοὺς πρὸ τοῦτο παρακαλοῦντας, οὐκ ἠθέλησεν, ἀλλ' εἷλε τὸ ξυναποθανεῖν τῇ πατρίδι τε καὶ τοῖς ἀρχομένοις, μᾶλλον δὲ καὶ προαποθανεῖν αὐτός, ὅπως μὴ ταύτην τε ἁλοῦσαν ἐπίδοι, καὶ τῶν οἰκητόρων τοὺς μὲν σφαττομένους ὠμῶς, τοὺς δὲ δορυαλώτους ἀπαγομένους αἰσχρῶς. Εἰπειδὴ γὰρ εἶδε τοὺς πολέμιους βιαζομένους τε αὐτὸν καὶ διὰ τοῦ κατερριμένου τοίχους ἐσερχομένους ἐπὶ τὴν πόλιν λαμπρῶς, εἰπεῖν λέγεται μέγα βοήσας ὑστάτην ταύτην φωνήν· "ἡ πόλις ἁλίσκεται κἀμοὶ ζῆν ἔτι περιέστιν;" καὶ οὕτως ἐς μέσους τοὺς πολεμίους ὦσαί τε ἑαυτὸν καὶ κατακοπῆναι. Οὕτως ἀνὴρ ἀγαθὸς ἦν καὶ τοῦ κοινοῦ κηδεμών, δυστυχὴς μέντοι γε παρὰ πάντα τὸν βίον αὐτοῦ, κὰν τῷ τέλει δὲ δυστυχέστερος». Ὄχι, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος δ ὲ ν ἦταν δυστυχής. Εἶμαι βέβαιος ὅτι, στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμή, θὰ «ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος καὶ λέγων· πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ' ὡς σύ». Ὅποιος ἔχει τὴ δύναμη νὰ πεῖ τὶς τελευταῖες αὐτὲς λέξεις, δείχνει ὅτι δὲν τὶς εἶχε πεῖ ἄδικα ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅποιος λέει τὶς λέξεις αὐτές, ποὺ εἶπε κάποτε ὁ Ἰησοῦς, δὲ μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ δυστυχής.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ
Παναγιώτη Κανελλοπούλου
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΟ ΧΙΛΙΑ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ ΔΥΟ
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς