Ἑάλω ἡ Πόλις - Ὁ πρόλογος τοῦ τέλους
[...]Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ πέθανε ὁ Πλήθων, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὴν ἀπόφασή μου αὐτή, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1452, τὴν ὑπαγόρευσε ἕνα προαίσθημα. Μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου καὶ τὸ θάνατο τοῦ Πλήθωνος, προπάντων μάλιστα μὲ τὴν ἐγκατάσταση στὸν Μυστρᾶ τοῦ δεσπότου Δημητρίου, κάθε ἐλπίδα νὰ γίνει ὁ βράχος αὐτὸς τὸ νέο ὁρμητήριο τοῦ Γένους εἶχε χαθεῖ. Μὲ τὸν Πλήθωνα δὲν εἶχα συνδεθεῖ ποτέ μου συναισθηματικὰ. Ὡστόσο, ὁ Πλήθων ἦταν ἐκεῖνος ποὺ εἶχε κάμει συνειδητὸ μέσα σ' ὅλους μας - ἄρα, καὶ μέσα μου - τὸ νόημα τοῦ Μυστρᾶ, τῆς νέας Σπάρτης. Μόλις ἔκλεισε ὁ φιλόσοφος τὰ μάτια του, ἄνοιξαν πέρα γιὰ πέρα τὰ δικά μου καὶ εἴδα ὅτι δὲ μπορεῖ πιὰ νὰ γίνει τίποτε. Τί μποροῦσε, τάχα, νὰ εἶχε γίνει; Μποροῦσε - ναί, ἦταν βέβαιο ὅτι μποροῦσε - νά εἶχε γίνει τὸ πᾶν. Καὶ δὲν ἔγινε. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ πού, μὲ τὸ θάνατο τοὺ Πλήθωνος, κατάλαβα ὃτι τὸ πᾶν εἶναι κάτι τὸ ἀνέφικτο, πῆγε ἡ σκέψη μου στὴν Κωνσταντινούπολη, σ' αὐτὸ τὸ ὑπόλειμμα τοῦ Γένους. Καὶ εἶπα μέσα μου: Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει πιὰ ὁ Μυστρᾶς - τὸ ὁρμητήριο καὶ ἡ νέα ἀρχή -, ἄς πάω κι' ἐγὼ ἐκεῖ ὅπου προετοιμάζεται τὸ τὲλος. Ναὶ, ἕνα φοβερὸ προαίσθημα ἐκυρίευσε τὴν ψυχή μου. Ἤξερα πιὰ θετικὰ τὶ ἦταν στὸ μέλλον ἀναπόφευκτο· «ὁ γὰρ καιρὸς ἐγγύς».
Τό προαίσθημα αὐτὸ δὲν εἶχε κυριεύσει προνομιακὰ ἐμένα· δὲν εἶχε γίνει ἡ δική μου εἰδικὰ ψυχὴ τὸ σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ πνεύματος πού προειδοποιεῖ γιὰ τὰ ἐρχόμενα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν Μουρὰτ - ἐχθρὸ τοῦ Γένους μου, ἀλλὰ φρόνιμο καὶ συντηρητικὸ - τὸν διαδέχθηκε ὁ νεαρὸς Μωάμεθ ὁ δεύτερος, προπάντων μάλιστα ὅταν ἄρχισε ὁ νέος ἀρχηγὸς τῶν Τούρκων νὰ χτίζει, τὴν ἄνοιξη ἢ τὸ καλοκαίρι τοῦ ἔτους 1452, τὸ μεγάλο φρούριο στὴν εὐρωπαϊκὴ ἀκτὴ τοῦ Βοσπόρου, ὅλοι οἱ Ἕλληνες - ὄχι μόνον ὅσοι κατοικοῦσαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ζούσαμε στὴν Πελοπόννησο - κυριευθήκαμε ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ ἴδιο προαίσθημα. Πρόκειται γιὰ ἕνα παράδοξο φαινόμενο, γιὰ ἕναν ψυχικὸ λοιμὸ ποὺ μεταδόθηκε, μὲ τρόπο ἀστραπιαῖο, σ' ὅλους μας. Τὸ προαίσθημα αὐτό, ποὺ σὲ καμμιὰ προηγούμενη πολιορκία τῆς Βασιλεύουσας ἤ ἐπιδρομὴ τῶν Τούρκων στὴν Πελοπόννησο δὲν εἶχε γεννηθεῖ μέσα μας, γεννήθηκε τὴ φορὰ τούτη πρὶν ἀπὸ κάθε ἐπιδρομὴ, πρὶν ἀπὸ κάθε πολιορκία. Λέω πὼς τὸ προαίσθημα αὐτὸ δὲν ἦταν μ ο ν ά χ α προαίσθημα· ἦταν σημάδι.
Ὅταν γνώρισα στὴ Λέσβο τὸν Δούκα, μοῦ διάβασε τὰ κομμάτια ἐκεῖνα τοῦ ἱστορικοῦ βιβλίου του ποὺ ἔγραφε ἀκριβῶς τότε. Δὲν περιέχουν καμμιὰν ὑπερβολὴ οἱ φράσεις τοῦ Δούκα ποὺ ἀναφέρονται στὸ προαίσθημα αὐτὸ. Μιλώντας γιὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ Μωάμεθ νὰ χτίσει το μεγάλο κάστρο στὸν Βόσπορο, γράφει ὁ Δούκας:
«Τότε οἱ Ῥὠμαῖοι ἀκούσαντες τὴν πικρὰν ταύτην ἀγγελίαν, καὶ οἱ ἐν Κωνσταντίνου καὶ οἱ ἐν πάσῃ τῇ Ἀσίᾳ τε καὶ Θρᾴκῃ καὶ οἱ ἐν ταῖς νήσοις οἰκοῦντες Χριστιανοὶ ὑπερήληγησαν, ἐξηράνθησαν. Οὐκ ἦν ἐν ἀλλήλοις γλῶσσα ἤ διαλαλία πλὴν νῦν τὸ τέλος ἤγγισε τῆς πόλεως· νῦν τὰ σήμαντρα τῆς φθορᾶς τοῦ ἡμετέρου γένους, νῦν αἱ ἡμέραι τοῦ ἀντιχρίστου. Καὶ τί γένωμεν ἢ τί ποιήσωμεν;... Ταύτην γὰρ τὴν φωνὴν σὺν κλαυθμῷ οὐ μόνον οἱ τῆς πόλεως ἀλλὰ καὶ οἱ τῆς ἀνατολῆς σποράδην οἰκοῦντες Χριστιανοὶ καὶ οἱ ἐν ταῖς νήσοις καὶ οἱ ἐν τῇ δύσει τὸ αὐτὸ μετὰ κλαυθμοῦ ἐβόων». [...]
Ὅταν πῆρε ὁ νεαρὸς Μωάμεθ τὴν ἐξουσία στά χέρια του, δὲν ἀποκάλυψε ἀμέσως τις προθέσεις του. Ἤξερε ὁ τολμηρὸς καὶ φιλόδοξος νέος νἄναι καὶ συνετὸς. Τὴν ἄλλη του μητρυιά, τὴν κόρη τοῦ δεσπότου τῆς Σερβίας Γεωργίου, «χριστιανικοτάτην οὖσαν», τὴν ἔστειλε πίσω στὸν πατέρα της, «φοβηθεὶς» (ὅπως μου ἔλεγε ὁ Δούκας) «μή πως ὁ πατὴρ αὐτῆς ἐγείρῃ κατ' αὐτοῦ τὴν τῶν Οὕγγρων μάχην, τῆς ἡγεμονίας αὐτοῦ ἔτι μὴ παγιωθείσης». Ἡ στάση του, τοὺς πρώτους μήνες, ἦταν ἄμεμπτη, «οὐχ ὡς θέλων εἰρηνικῶς καὶ εὐνοϊκῶς διάγειν καὶ ἡγεμονεύειν, ἀλλὰ καιρὸν ἐξαγοράζων». Καὶ στοὺς δικοὺς μας, στοὺς πρέσβεις ποὺ ἔστειλε ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος, φέρθηκε καλὰ καὶ ἀνανέωσε μαζὶ τους μὲ ὅρκους τὶς συνθῆκες ἀγάπης καὶ φιλίας. Διαβάζω στὸ ἱστορικὸ ἔργο τοῦ φίλου μου τοῦ Δούκα τὰ χαρακτηριστικὰ λόγια:
«Ὁμοίως καὶ οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει τότε οἰκοῦντες δύστηνοι Ῥωμαῖοι καὶ δυστυχεῖς σὺν τῷ δεσπότῃ Κωνσταντίνῳ» (ὁ Δούκας ὀνόμαζε τελευταῖο βασιλέα τὸν Ἰωάννη, ἐπειδὴ ὁ Κωνσταντῖνος δὲν εἶχε προλάβει νὰ στεφθεῖ στὴν Ἁγία Σόφία), «μαθόντες καὶ αὐτοὶ τὴν ἐναλλαγὴν τῆς ἡγεμονίας, ἔστειλαν πρέσβεις χάριν παραμυθίας καὶ τῆς ἀρχῆς τὴν καθεδρίαν προσαγορεύσοντες, τίνες τίνα; οἱ ἄρνες τὸν λύκον, οἱ στρουθοὶ τὸν ὂφιν, ο ἵ ψ υ χ ο ρ ρ α γ ο ῦ ν τ ε ς τ ὸ ν θ ά ν α τ ο ν. Ἐκεῖνος δέ» (ὁ Μωάμεθ) «... φιλικὸν προσωπεῖον ἐνδυθεὶς ὡς μαθητὴς τοῦ μεταμορφὠθέντος εἰς ὄφιν Σατανᾶ, ἀποδέχεται τὴν πρεσβείαν καὶ γράφει νέας διαθήκας, καὶ ὀμνύει θεὸν τοῦ ψευδοπροφήτου καὶ τὸν συνώνυμον αὐτοῦ προφήτην... ἐφ' ὅρου ζωῆς αὐτοῦ ἐν ἀγάπῃ καὶ ὁμονοίᾳ μετὰ τῆς πόλεως καὶ τοῦ δεσπότου Κωνσταντίνου τοῦ νῦν, ἐν αὐτῇ τὴ γνώμῃ καὶ αὐτὸς ζῆσαι καὶ τεθνῆξαι... Ὁμοίως καὶ οἱ τῆς Βλαχίας καὶ οἱ τῶν Βουλγάρων καὶ οἱ τὰς νήσους κατοικοῦντες, Μυτιληναῖοι, Χῖοι, Ῥόδιοι, ἐκ τοῦ Γαλατοῦ Γενουῖται, ἐκ πάντων ἐλθόντες σὺν δώροις προσεκύνησαν τῷ ὡς ἀληθῶς σαρκοβόρῳ δαίμονι, καὶ λάβοντες τὰ πιστὰ κατὰ το δοκοῦν αὐτοῖς ἀπῄεσαν».
Θυμᾶμαι καλὰ ὅτι μιὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες φράσεις ποὺ μοῦ εἶπε ὁ Δούκας, ὅταν τὸν γνώρισα στὴ Λέσβο, ἦταν ἡ φοβερὴ ἐκείνη φράση ποὺ τὴ διαβάζω καὶ τώρα στὸ βιβλίο του καὶ ποὺ χαρακτηρίζει ὡς «ψυχορραγοῦντας» ὅσους ζούσαν στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ τὸν Μωάμεθ ὡς «τὸν θάνατον». Ἐλάχιστες φράσεις, ἀπ' ὅσες ἔχω ἀκούσει ἤ διαβάσει στὴ ζωή μου, ἔχουν μιὰ τόσο φοβερὴ ποιητικὴ διατύπωση. Ὁ Δούκας εἶχε μέσα του μιὰ κρυφὴ καὶ ἀκαλλιέργητη ποιητικὴ δύναμη ποὺ δὲν τὴν εἶχαν οὔτε ὁ Σφραντζῆς, οὔτε ὁ Κριτόβουλος, οὔτε ὁ Λαόνικος Χαλκοκονδύλης. Ἔτσι, μὲ τὶς παραπάνω λέξεις του, διατύπωσε ἕνα ποιητικὸ ἐπίγραμμα ποὺ ἀνατριχιάζω ἀκόμα διαβάζοντάς το. Ναί, τὸ αἴσθημα ποὺ εἶχε κυριεύσει καὶ μένα, προπάντων ἀπὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1452, βρίσκει τὴν πιὸ ἀληθινὴ καὶ τὴν πιὸ τραγική του ἔκφραση στὶς λέξεις τοῦ Δούκα. Ὅταν ἀποφάσισα νὰ φύγω ἀπὸ τὸν Μυστρᾶ, γιὰ να πὰω στὴν Κωνσταντινούπολη, ἤξερα ὅτι θἄφευγα ἀπὸ τὸν τόπο ὅπου μποροῦσε νὰ εἶχε σημειωθεῖ ἡ ν έ α ἀ ρ χ ὴ, καὶ ὅτι θὰ πήγαινα στὴν πόλη ὅπου προετοιμαζόταν τ ο τ έ λ ο ς. Ὡστόσο, δὲν εἶχα φθάσει καὶ ὥς τὸ σημεῖο νὰ ὀνομάζω ὅσους ζοῦσαν στὴν Κωνσταντινούπολη, πολύ πρίν ἀρχίσει ἡ πολιορκία, «ψυχορραγοῦντας». Ἡ εἰκόνα τῶν ψυχορραγούντων ποὺ πᾶνε νὰ προσαγορεύσουν τὸ θάνατο εἶναι φρικιαστικὴ. Κ' ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἦταν ἀληθινὴ, ἀδιάφορο ἀν οἱ ἴδιοι, ποὺ στὸ 1451 ψυχορραγοῦσαν, κατάφεραν - τὶς τελευταῖες ὥρες - νὰ ζωντανέψουν περισσότερο κι' ἀπὸ τοὺς πιὸ ζωντανοὺς καὶ νὰ γίνουν ἥρωες. [...]
Οἱ «ψυχορραγοῦντες» στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ «μωρὰ τῶν Ῥωμαίων συναγωγὴ», ὅπως μοῦ ἔλεγε ὁ Δούκας, «ἐσκέψατο τινα ματαίαν βουλὴν». Στὴν Κωνσταντινοὺπολη ζοῦσε ἕνας θεῖος τοῦ Μωάμεθ (ἔλεγαν πὼς ἦταν ἀδελφὸς τοῦ πατέρα του), ὁ Ὀρχὰν. Σκέφθηκαν, λοιπὸν, οἱ δικοὶ μας ὅτι ἡ εὐκαιρὶα ἦταν κατάλληλη - τώρα ποὺ ὁ Μωάμεθ βρισκὸταν στὰ βάθη τῆς Μικρὰς Ἀσίας - νὰ τοῦ στείλουν πρέσβεις καὶ νὰ τὸν ἐκβιάσουν. Καὶ πῆγαν οἱ Ἕλληνες πρέσβεις νὰ τοῦ ποῦν ὅτι πλήθη Μουσουλμάνων συρρέουν καὶ προσκυνοὺν τὸν Ὀρχὰν ὡς ἀρχηγὸ τους καὶ ὅτι, ἄν δὲν δεχθεῖ ὁ ἀμηρᾶς να διπλασιάσει τὴν «πρόσοδον» ποὺ συνήθιζε νὰ δίνει στὸν Ἕλληνα αὐτοκράτορα, ὁ Ὀρχὰν θ' ἀφεθεῖ ἐλεύθερος γιὰ ν' ἀναγορευθεῖ ἀρχηγὸς τῶν Τούρκων στὴ Θράκη. Πρὶν παρουσιασθοῦν οἱ Ἕλληνες πρέσβεις στὸν Μωάμεθ, εἶδαν τὸν βεζύρη Χαλίλ. «Ταῦτα καὶ ἄλλα πλείω ὁ Χαλὶλ πάσιας ἀκούσας (καὶ γὰρ ἦν διὰ παντὸς φίλος τῶν Ῥωμαῖων ἐκ δύο τινῶν αἰτιῶν· ἡ μὲν μία τὸ εἶναι προσηνῆ κατὰ γνώμην καὶ ἥμερον, ἡ δὲ ἑτέρα ὅτι ἦν δωρολήπτης...), ἀκούσας οὖν τοὺς παρὰ τοῦ βασιλέως λόγους καὶ συγκλήτου τοὺς μηνυθέντας τῷ ἡγεμόνι Μεχμὲτ, οὕτως πρὸς τοὺς ἀποκρισαρίους ἐφθέγξατο· ὦ ἀνόητοι καὶ μωροὶ Ῥωμαῖοι..., ὁ παρῳχηκὼς ἡγεμών» (ὁ Μουρὰτ) «ἥμερος καὶ εἰς πάντας ἀκραιφνὴς φίλος ἐτύγχανε καὶ χρηστῆς συνειδήσεως ἄνθρωπος· ὁ δὲ νῦν ἡμέτερος ἡγεμὼν Μεχμὲτ οὔκ ἔστι τῆς τοσαὺτης γνώμης, ἥν ὑμεῖς θαρρεῖτε... Εἰ βούλεσθε τὸν Ὀρχὰν δεῖξαι ἡγεμὸνα ἐν Θρᾴκῃ, δεὶξατε· εἰ τοὺς Οὕγγρους μελετᾶτε διαπερᾶσαι τὸν Δάνουβιν» (τὸν Ἴστρο τὸν λέγαμε καὶ Δάνουβιν ἤ Δανούβιο) «ἐλθέτωσαν· εἰ καὶ ὑμεῖς βούλεσθε τοῦ καταδραμεῖν καὶ λαβεῖν ἅ πρὸ πολλοῦ ἀπωλέσασθε, τοῦτο ποιήσατε· πλὴν γινώσκετε ὅτι εἰς οὐδὲν τούτων εὐδοκιμήσετε, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ ὅ δοκεῖτε ἔχειν ἀρθήσεται ἀφ'ἡμῶν». Οἱ Ἕλληνες πρέσβεις ἐπέμειναν νὰ μεταβιβάσει ὁ Χαλὶλ τὰ αἰτήματα καὶ τὶς ἀπειλές τους στὸν ἀμηρᾶ, καὶ ὁ καλός μας φίλος Χαλίλ, ὁ «δωρολήπτης», συμμορφώθηκε μὲ τὴν παράκλησή τους, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε νὰ τοὺς κάμει ν' ἀλλάξουν γνώμη καὶ τακτικὴ. Ὁ Μωάμεθ, σύμφωνα μὲ ὅσα μοῦ εἶπε ὁ Δούκας καὶ μὲ ὅσα γράφει καὶ στὸ βιβλίο του, «θυμοῦ πλησθεὶς οὐκ εἶχε τί ποιῆσαι». Ἡ διατύπωση αὐτὴ τοῦ Δούκα δὲν ἔχει πραγματικὰ τὸ νόημα ὅτι δὲν ἤξερε τί νὰ κάμει. Ὁ Μωάμεθ ἤξερε πολὺ καλὰ τί εἶχε νὰ κάμει. Συμβιβάστηκε μὲ τοὺς πρέσβεις τοῦ Καραμὰν (ὁ τελευταῖος, σὲ λίγο, χάθηκε γιὰ πάντα μέσ' στὰ βουνά), καὶ στοὺς δικούς μας πρέσβεις μίλησε μὲ μεγάλη γλύκα, λέγοντάς τους: «ἤδη διασυντόμως ἐν Ἀνδριανουπόλει μέλλομεν εἶναι, κἀκεῖ ἐλθόντες ἄπαντα τὰ τῷ βασιλεῖ καὶ τῇ πόλει ἀναγκαῖα ἀναγγειλάτέ μοι, καὶ ἑτοίμως ἔχω τοῦ δοῦναι πᾶν τὸ ζητούμενον».
Εἶναι περίεργο ὅτι, ἐνῶ ὁ Δούκας ποὺ μισοῦσε τὸν Μωάμεθ, «τὸν πρὸ τοῦ ἀντιχρίστου ἀντίχριστον» (ὅπως τὸν ὀνόμαζε συχνά), δίνει στὸν Μωάμεθ - ἐπιμένοντας στὴν ἀκρίβεια τοῦ περιστατικοῦ ποὺ ἐμνημόνευσα παραπάνω - κάποιο πρόσχημα γιὰ τὴν ἀθέτηση τῶν ὅρκων του ἀπέναντί μας, ὁ Ἴμβριος Κριτόβουλος ποὺ ἀφιέρωσε τὸ ἔργο του στὸν Μωάμεθ, καὶ ποὺ κάνει πὼς τὄγραψε γιὰ νὰ διαλαλήσει τὴ δόξα του, δὲ μνημονεύει τίποτε παρόμοιο, κ' ἐμφανίζει τὸν Μωάμεθ, χωρὶς καμμίαν ἀφορμὴ καὶ πρόφαση, ν' ἀθετεῖ τοὺς λόγους του καὶ νὰ πατάει τοὺς ὅρκους του. Τὸ σημεῖο αὐτὸ, καθὼς καὶ πολλὰ ἄλλα σημεῖα στὴν ἱστορικὴ διατριβὴ τοῦ Κριτόβουλου, μοῦ ἔχουν κάμει μεγάλη ἐντύπωση. Δὲ βρίσκω διόλου ὅτι εἶχε δίκιο ὁ ἁπλοϊκὸς καὶ ἀγαθὸς Χριστιανὸς καὶ Ἕλλην ποὺ μοῦ ἔφερε - ἐδῶ ποὺ τώρα βρίσκομαι - τὸ ἀντίγραφο τοῦ ἔργου τοῦ Κριτόβουλου, λέγοντάς μου ὅτι μοῦ τὸ φέρνει γιὰ νὰ ἰδῶ σὲ τί βάθος προδοσίας γκρεμίστηκε ἡ ψυχὴ ἑνὸς Ἕλληνος. Ὁ Κριτόβουλος, κολακεύοντας ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸν ἀήττητο Μωάμεθ μὲ λόγια συμβατικὰ καὶ ψεύτικα, ἔγραψε ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ - μὲ δῆθεν ἀντικειμενικὸ καὶ ἀδιάφορο τρόπο - ἀλήθειες ποὺ καταδικάζουν τὸν Μωάμεθ καὶ τοὺς Τούρκους. Ἄκουσα τὸν τελευταῖο καιρὸ ὅτι μάταια προσπάθησε νά πείσει ὁ Κριτόβουλος τὸν Μωάμεθ νὰ ἐνθουσιασθεῖ μὲ τὸ ἱστορικο βιβλίο του καὶ νὰ βάλει νὰ τὸ μεταφράσουν στὴν τουρκικὴ γλῶσσα· διαβάζοντας τὸ χειρόγραφο τοῦ Κριτόβουλου, ὁ νικητὴς καὶ τροπαιοῦχος Μωάμεθ κατάλαβε περισσότερα ἀπ' ὅσα κατάλαβαν οἱ δικοί μας ποὺ τόν κατηγοροῦν.
Χωρίς νὰ κάνει καμμιὰ μνεία τοῦ περιστατικοῦ που, βάζοντας τὸν Χαλὶλ νὰ μᾶς ὀνομάζει «ἀνοήτους καὶ μωρούς», διηγεῖται ὁ Δούκας, ὁ Κριτόβουλος λέει καθαρὰ καὶ ξάστερα ὅτι ὁ Μωάμεθ δὲ χρειάστηκε καμμιὰ πρόφαση γιὰ νὰ πατήσει τοὺς ὅρκους του καὶ νὰ τὰ βάλει μὲ τὸν Κωνσταντῖνο. «Καὶ πρῶτα μὲν σπένδεται Ῥωμαίοις καὶ βασιλεῖ Κωνσταντίνῳ· μετὰ δὲ τοῦτο καὶ Καραμάνῳ τῷ τῆς ἄνω Φρυγίας τε καὶ Κιλικίας ἐπάρχοντι, ἔς γε τὸ παρὸν λυσιτελεῖν τοῦτο τοῖς αὐτοῦ πράγμασιν ἡγησάμενος. Ἔπειτα ἔς ἐξέτασιν καθίστανται τῆς ὅλης ἀρχῆς, τάς τε τῶν ὑπ' αὐτῳ γενῶν σατραπείας φιλονεικῶν, καὶ τοὺς μὲν ἐκβάλλων, τοὺς δὲ ἀντεισάγων τῶν σατραπῶν... Ἔτι δὲ τοὺς καταλόγους καὶ τὰς τάξεις τῶν στρατευμάτων ἐξήτασε... Πρὸς δὲ τούτοις ὅπλων τε καὶ βελῶν καὶ τῶν ἐς τὴν τοῦ πολέμου χρείαν τε καὶ παρασκευὴν ἀναγκαίων τε καὶ χρησίμων ξυλλογὴν ἐποιεῖτο». Ἀφοῦ τὰ ἐτακτοποίησε ὅλα - καὶ δὲ χρειάστηκε παρὰ μόνον ἕνα ἔτος γιὰ νὰ τὰ τακτοποιήσει - «εὐθὺς ὅλος γίνεται τοῦ προκειμένου σκοποῦ· ὁ δὲ ἦν· φρούριον ἐρυμνὸν ἔγνω τειχίσαι ἐν τῷ Βοσπόρῳ ἀπὸ τοῦ τῆς Εὐρὼπης μέρους καταντίκρυ τοῦ πέραν φρουρίου τῆς Ἀσίας, ταύτῃ ᾖ στενοτάτόν τε καὶ ῥοωδέστατον, καὶ διαλαβεῖν τὸν πορθμόν, καὶ ξυνάψαι τὰς ἠπείρους ἀμφοτέρας Ἀσίαν τε καὶ Εὐρώπην, καὶ ἐφ' αὑτῷ ποιήσασθαι τὴν τούτων διάβασιν, ὅταν αὑτῷ βουλωμένῳ ᾖ...». Ὁ σκοπὸς τοὐ Μωάμεθ ἦταν ὁλοφάνερος. Ὅταν, τὴν ἄνοιξε τοῦ 1452, ἄρχισε νὰ χτίζει τὸ φροὺριο, ἔδειξε μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ καθαρὰ ὅτι εἶχε σκοπὸ νὰ παρασπονδήσει.
Κ' οἱ δικοί μας στὴν Κωνσταντινούπολη μπῆκαν ἀμέσως στὸ νόημα. «Βασιλεὺς δὲ Κωνσταντῖνος», ὅπως γράφει ὁ Κριτόβουλος, «καὶ οἱ τῆς πόλεως τοῦτο μαθόντες, δεινὸν ἡγοῦντο τὸ πρᾶγμα καὶ μεγάλων κακῶν ἀρχήν καὶ δουλείας πρόδηλον ἀφορμήν, νομίζοντες ὅπερ ἦν ἀληθὲς, ἐπιτειχισμὸν σφίσι τε αὐτοῖς καὶ τῇ πόλει παρασκευάζεσθαι τοῦτο, καὶ δυσφόρως ἔφερον». Στὸ σημεῖο αὐτὸ συμπίπτουν ἀπόλυτα τὰ ὅσα λέει ὁ Κριτόβουλος μέ ὅσα μοῦ εἶχε πεῖ καὶ ἔγραψε ὁ Δούκας. Κ' οἱ δυό τους λένε ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἔστειλε πρέσβεις στὴν Ἀδριανούπολη γιὰ νὰ παραπονεθοῦν καὶ γιὰ νὰ παρακαλέσουν τὸν Μωάμεθ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἰδέα νὰ χτίσει τὸ φρούριο.
Ὁ Δούκας λέει ὅτι οἱ πρέσβεις τοῦ Κωνσταντίνου μίλησαν στὸν Μωάμεθ μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: «Ἡμεῖς ἤδη τὴν σήμερον ἔτος ἐστί που ἑκατοστὸν καὶ ἐπέκεινα ἀφ' οὗ τὴν Ἀδριανούπολιν ὁ σὸς πάππος» (δηλαδή, ὁ πάππος τοῦ παπποῦ του) «Μωρὰτ ὁ τοῦ Ὀρχὰν υἱὸς ἔλαβε· καὶ ἔκτοτε συνθήκας ποιήσαντες οἱ ἐκ τοῦ γένους αὐτοῦ καταγόμενοι μέχρι σοῦ, οὐδεὶς ἐμελὲτησε πύργον ἤ καλύβην πῆξαι ἐν τῇ αὐλῇ τῆς πόλεως... Ὁ γὰρ σὸς πάππος ὁ Μεχμὲτ βουληθεὶς ἐν τῇ πρὸς ἀνατολὴν κειμένῃ τοῦ πορθμοῦ γῇ κτίσαι φρούριον, παρακλητικῶς, καὶ ὡς υἱὸς πρὸς πατέρα, τὴν αἴτησιν οὐ μικρὰν ὁ Μεχμὲτ πρὸς τὸν βασιλέα Μανουήλ ἐποίησε· ὅθεν καὶ κατένευσεν ἐπὶ σκοπῷ ὅτι ἐν τῇ ἀνατολῇ ᾠκοδόμητο τὸ ἔργον... Τὸ δὲ σὺ τὴν νῦν καλῶς ἐχόντων πάντων σύν σοί, ὁρῶμεν ἀσφαλῶς ὅτι μέλλεις τὴν θάλασσαν τὴν Ποντικὴν ἄβατον ποιῆσαι τοῖς Φράγκοις καὶ τὴν πόλιν λιμοκτονῆσαι καὶ τὰς εἰσόδους τῶν ἐν αὐτῇ τελουμένων κομμερκίων κωλῦσαι. Δεὸμεθα οὖν ταύτην τὴν βουλὴν ἀπόκοψον, καὶ ἐσόμεθα φίλου σου χρηστοὶ καθὰ καὶ σὺν τῷ πατρί σου τῷ χρηστῷ ἡγεμόνι· εἰ βούλει καὶ τέλος διδόναι, δὼσομεν». Ὁ Μωάμεθ ἔδωσε τὴν πιὸ ἰταμὴ ἀπάντηση: «Ἐγὼ ἐκ τῆς πόλεως οὐ λαμβάνω τι, ἐκτὸς τῆς τάφρου οὐκ ἔχει οὔτε κέκτηταί τι. Καὶ γὰρ εἰ ἤθελον κτίσαι ἐν τῷ ἱερῷ στομίῳ φρούριον, οὐκ εἶχε δίκαιον τοῦ κωλύειν με. Πάντα γὰρ ὑπὸ τὴν ἐμὴν ἐξουσίαν εἰσὶν καὶ τὰ πρὸς ἀνατολὴν κείμενα τοῦ στομίου φρούρια, καὶ ἐντὸς αὐτῶν Τοῦρκοι κατοικοῦσι, καὶ τὰ ἐν τῇ δύσει ἄοικα ἐμὰ εἰσι... Ἀπέλθατε, εἴπατε τῷ βασιλεῖ· ὁ νῦν ἡγεμὼν οὐκ ἔστι τῶν πρώην ὅμοιος· ἅ οὐκ ἠδύναντο ἐκεῖνοι ποιῆσαι, οὗτος ὑπὸ τὴν χεῖρα καὶ εὐκόλως ἔχει τοῦ πρᾶξαι, καὶ ἅ οὐκ ἐβούλοντο ἐκεῖνοι, οὗτος θέλει καὶ βούλεται. Καὶ ὁ ἐλθὼν ἀπὸ τοῦ νῦν ἔνεκα τῆς ὑποθέσεως ταύτης ἀφαιρεθήσεται τὴν δοράν». Καὶ δὲν ἀστειεόταν διόλου ὁ Μωάμεθ, ὅταν ἔλεγε ὅτι ἦταν ἕτοιμος νὰ γδάρει ὅποιον θἄστελνε ὁ Κωνσταντῖνος ξανὰ γιὰ νὰ τοῦ πεῖ τὰ ἴδια.
Ὁ Κριτόβουλος ἀποφεύγει νὰ ἐμφανίσει τὸν Μωάμεθ τόσο ἰταμὸ. Ὡστόσο, ἄν ἡ ἀπάντηση τοῦ Μωάμεθ, ὅπως τὴν καταγράφει ὁ Κριτόβουλος, διαφέρει στὴν φρασεολογία, τὸ νόημα εἶναι τὸ ἴδιο. Στὸ βάθος, μάλιστα, τὸν ἐκθέτει στὰ μάτια τῆς ἱστορίας ὁ Κριτόβουλος τὸν Μωάμεθ, ὅταν τὸν βάζει νὰ σφραγίζει τὴν ἀπάντησή του μὲ τὰ λόγια: «Σπονδὰς δὲ οὔτε λύω οὔτε βουλήσομαι, μενόντων καὶ ἡμῶν κατὰ χώραν καὶ μηδαμοῦ τὰ ἡμέτερα πολυπραγμονούντων μηδὲ περιεργάζεσθαι βουλομένων». Ἔτσι, καὶ τὴν ἴδια ἀκόμα τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Μωάμεθ, ἀνεγείροντας τὸ φοβερό κάστρο, προετοίμαζε τὸν ἀποκλεισμὸ τῆς Βασιλεύουσας, ἐβεβαίωνε τὸν Κωνσταντῖνο ὅτι δὲν εἶχε τὴν πρόθεση νὰ λύσει τὶς σπονδές.
Ὁ Μωάμεθ, τὴν ἄνοιξη του 1452, πῆγε μόνος του γιὰ νὰ διαλέξει τὸ κατάλληλο μέρος ὅπου ἔπρεπε ν' ἀνεγερθεῖ τὸ φρούριο καὶ γιὰ νὰ ἐπιβλέψει - νὰ συμβάλει μάλιστα μὲ τὰ χέρια του, δίνοντας τὸ παράδειγμα τῆς ἀγγαρείας - στὴν ἀνέγερση. Καὶ διάλεξε τὸ στενώτερο μέρος τοῦ Βοσπόρου, πλὰϊ στὴν κώμη τῶν Ἀσωμάτων. Ὥς τὸ τέλος τοῦ φθινοπώρου τὸ τεράστιο ἒργο εἶχε τελειώσει καὶ ὁ Μωάμεθ γύρισε στὴν Ἀδριανούπολη. Ὁ Κριτόβουλος γράφει ὅτι τό φρούριο ἔχει «μέγεθος... οὐ κατὰ φρούριον, ἀλλὰ πολίχνῃ προσεοικός». Καὶ «πετροβόλοις μηχαναῖς... τὰς ἐπάλξεις» (ὁ Μωάμεθ) «ὁπλίζει τῶν τε πύργων καὶ μεταπυργίων καὶ προπυργίων, τὰς δὲ μεγίστας τῶν μηχανῶν τίθησι παρὰ τὴν θάλασσαν», καὶ μάλιστα μὲ τέτοιον τρόπο «ἐπαμφοτεριζούσας» ὥστε νἄναι βέβαιο ὅτι ὄχι μόνο τὰ μεγάλα πλοῖα θἄταν ἀδύνατο νὰ περάσουν, ἀλλὰ καὶ «τὸ σμικρότατον ἀκάτιον» θα παραδινόταν, ἂν τὸ ἀποφάσιζε ὁ φρούραρχος, «ὑποβρύχιον τῷ βυθῷ».
Μόλις γύρισε ὁ Μωάμεθ στὴν Ἀδριανούπολη, δὲν ἄφησε νὰ χαθεῖ οὔτε δευτερόλεπτο. Ὁ Κριτόβουλος, ἐκθειάζοντας τὴ δραστηριότητά του, ξεσκεπάζει ταὐτόχρονα τὴ φύση του πού, ἀντίθετα ἀπό τὴ φύση καὶ τῶν πιὸ βίαιων προκατόχων του, τὸν ὠθοῦσε ἀδίστακτα στὴν παρασπονδία: «Ὁ δὲ τὴν πάλαι οἱ μελετωμένην βουλὴν καὶ ὅν ὤδινε λογισμὸν ἐν τῇ ψυχῇ καὶ πρὸς ὅν ἔφερεν αὐτῷ πάντα σκοπὸν ἐκ ἀρχῆς ἐς πέρας ἄγειν ἤδη διενοεῖτο καὶ μηκέτι μελλήσειν μηδ' ἐν ἀναβολαῖς εἶναι· ἡ δὲ ἧν πόλεμον ἐξενεγκεῖν Ῥωμαίοις καὶ βασιλεῖ Κωνσταντίνῷ καὶ πολιορκίαν τῇ πόλει». Ἐκάλεσε, λοιπόν, ἀμέσως ὅλους «τοὺς ἐν τέλει» σ' ἕνα μεγάλο στρατηγικὸ συμβούλιο καὶ τοὺς μίλησε μ' ἔναν τρόπο πού, ἄν βασισθῶ σὲ ὅσα γράφει ὁ Κριτόβουλος, ἔδειχνε ὄχι μόνο τὴν ἡγετικὴ του ἀποφασιστικότητα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἱστορικές του γνώσεις καὶ τὴ μεγάλη πολιτικὴ σκέψη του. Ὁ λόγος του ἄρχισε μὲ τὴ φράση:
«Ἄνδρες φὶλοι καὶ τῆς ἡμετέρας ἀρχῆς, ὅτι μὲν οἱ ἡμέτεροι πρόγονοι τὴν ἀρχὴν τήνδε ἣν ἔχομεν μετὰ πολλῶς ἀγώνων τε καὶ κινδύνων τῶν μεγίστων ἐκτήσαντο, καὶ ἐς δεῦρο διαδοχῇ τῇ σφῶν αὐτῶν διασώσαντες, παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεχόμενοι, περέπεμψαν εἰς ἐμὲ, πάντες ἴστε δήπου καλῶς, οἱ μὲν ὑμῶν καὶ κοινωνοὶ ἐνίων ἔργων ἐν μέρει γεγονότες ἐκείνοις, ὅσοιπερ ἐν τῇδε τῇ νῦν μάλιστα καθεστηκυίᾳ ἡλικίᾳ τυγχάνετε πρεσβύτεροι ὄντες, οἱ δὲ καὶ παρὰ τῶν πατέρων ἀκοῇ παρειλιφότες, ὅσοι νέοι ἐστέ».
Ὕστερ' ἀπὸ μιὰ σοφὴ ἱστορικὴ ἀνασκόπηση τοῦ παρελθόντος, εἶπε ὁ Μωάμεθ καθαρά και ξάστερα στοὺς συγκεντρωμένους «σατράπας... καὶ στρατηγοὺς καὶ ἰλάρχας καὶ ταγματάρχας καὶ ἡγεμόνας τῶν τάξεων» ὅτι τὸ γένος τῶν Τούρκων δὲ θὰ ἡσυχάσει ἄν δὲν καταληφθεῖ ἢ καταστραφεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη:
«Ἀπλοῦς ὁ λόγος· αἱροῦμαι ἤ μετ' αὐτῆς καὶ τὴν ἡμετέραν ἔχειν ἀρχὴν, ἢ ταύτης χωρίς καὶ ταύτην γε ξυναποβαλεῖν». Ἤ τὰ πάντα (ἄρα, καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη) ἢ τίποτε· αὐτὸ ἦταν τὸ σύνθημα ποὺ ἔδωσε ὁ Μωάμεθ. Καὶ ἐπειδὴ φοβόταν ὅτι κάμποσοι, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὶς μάταιες παλαιότερες πολιορκίες, θὰ θεωροῦσαν καὶ τὸ νέο ἐγχείρημα μάταιο, ἐξήγησε τοὺς λόγους ποὺ εἶχαν προκαλέσει τὶς προηγούμενες ἀποτυχίες ἢ ἀτυχίες. Καὶ δὲν ἀφῆκε κἄν τὰ μέλη τοῦ μεγάλου στρατηγικοῦ συμβουλίου νὰ σκεφθοῦν ἄν ἔχει δίκιο ἢ ὄχι. Σκοπός του ἦταν νὰ διατάξει καὶ ν' ἀπαιτήσει ὑπακοὴ, καὶ ὄχι νὰ συμβουλευθεῖ ὅσους κάλεσε γύρω του:
«Μὴ τοίνυν ἀναβολαῖς ἔτι κεχρώμεθα, ἀλλὰ κατὰ τάχος ἐσβάλλωμεν ἐς αὐτὴν πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν, οὕτω γνώμη ἔχοντες, ἢ ταύτην ἑλεῖν τε καὶ ἐξελεῖν, ἤ μηδόλως ταύτης ἐπαναστατῆναι, εἴ γε δὴ καὶ τεθνάναι δέοι, ἕως ἂν ταύτης γενώμεθα κύριοι. Ἐγὼ δὲ καὶ αὐτὸς πρῶτος παρέσομαι ὑμῖν καὶ τῶν πόνων προθύμως ξυμμετασχήσω, καὶ πᾶσιν ἐπιστατήσω καλῶς...».
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Μωάμεθ γράφτηκε ὁ πρόλογος τοῦ τέλους. Ὁ λόγος τοῦ νεαρώτατου ἀρχηγοῦ τῶν Τούρκων δὲ συνιστοῦσε σκέψεις καὶ λέξεις· συνιστοῦσε ἤδη, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ λέξεις ἔβγαιναν ἀπὸ τό στόμα του, μιὰ φοβερὴ καὶ τελεσίδικη πράξη.
Ἀφοῦ ἀποκάλυψε ὁ Μωάμεθ τὶς σκέψεις του καὶ τὴν ἀπόφασή του, ἔδωσε - τὴν ἴδια μέρα καὶ στὴν ἴδια συγκέντρωση - τὶς πρῶτες διαταγὲς γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ πολέμου. Ὁ Τουρκικὸς στρατὸς «κατατρέχει... τὰ περί τὴν πόλιν ἄπαντα καὶ τὸ ἄστυ μέχρις αὐτῶν τῶν πυλῶν», γράφει ὁ Κριτόβουλος. Καὶ συνεχίζει ὁ Ἴμβριος ἱστορικὸς τὴν ἀφήγηση του μ' ἕναν τρόπο ποὺ ἐμφανίζει τὸν Μωάμεθ ἀρνητὴ τῶν παραδόσεων καὶ τῶν ἀρχῶν ποὺ ἴσχυαν, ὥς τότε, στὶς σχέσεις Ἑλλήνων καὶ Τούρκων:
«Βασιλεὺς δὲ Κωνσταντῖνος καὶ οἱ τῆς πόλεως τῷ τε ἀθρόῳ τῆς μεταβολῆς τῷ τε παραλόγῳ τῆς ἐφόδου καταπλαγέντες καὶ πόλεμον ἀκήρυκτον ἐπελθόντα σφίσι θεασάμενοι παρ' ἐλπίδα (καὶ γὰρ ἤδη πρὸ μικροῦ ἔτυχον γεγονυῖαι αὐτοῖς αἱ σπονδαὶ), διαπρεσβεύεσθαι μὲν τοῦ λοιποῦ περὶ τούτων καὶ ξυμβάσεων καὶ εἰρήνης μεμνῆσθαι παντάπασιν ἀπέγνωσαν..., πολιορκίαν δὲ προσεδόκων... καὶ πόλεμον ἄσπονδον κατὰ γῆν τε καὶ θάλασσαν, καὶ ὅσα πολέμου κακά, ἅλωσίν τε καὶ τὰ τῆς ἁλώσεως πάθη, φόνον τε τῶν ἐν ἡλικίᾳ καὶ διαπραγὴν τῶν ὑπαρχόντων καὶ σύλησιν ἱερῶν καὶ δουλείαν καὶ ὕβριν γυναικῶν τε καὶ παίδων».
Τὸ φθινόπωρο τοῦ σωτήριου ἔτους 1452 ἦταν ἡ πιὸ θολὴ καὶ πιὸ βαρειὰ ἐποχὴ στὴν ἱστορία τοῦ Γένους. Κάθε μέρα ποὺ περνοῦσε, ἡ νύχτα γινόταν μεγαλύτερη στὴν καρδιὰ τῶν Ἑλλήνων. Ὡστόσο, κάποια φύλλα ἐλπίδων ἀπόμεναν ποὺ δὲν εἶχαν ξεραθεῖ καὶ πέσει. Οἱ περισσότεροι, ὅμως, προτιμοῦσαν μέσα τους νὰ ξεραθοῦν κι' αὐτὰ, νὰ πέσουν καὶ νὰ τὰ πάρει ὁ ἄνεμος. Τὸ μέγα πλῆθος στὴν Κωνσταντινούπολη - καὶ τὴ δούλευαν ἀδιάκοπα τὴν ψυχὴ τοῦ πλήθους οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχὲς - μ ι σ ο ῦ σ ε τ ὴ ν ἐ λ π ί δ α. Ναί, κάθε ἐλπίδα ποὺ στηριζόταν στὴ βοήθεια τοῦ Πάπα καὶ τῶν Λατίνων ἦταν, γιὰ τὸ μέγα πλῆθος, μισητή. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ ἦταν ταὐτόχρονα (ἔτσι σκέπτομαι σήμερα) ἠθικὰ φριχτὸ καὶ ἠθικὰ μεγάλο. Τὸ Γένος, ποὺ δὲ μποροῦσε νὰ σώσει μόνο του τὸν ἑαυτό του, δὲν ἤθελε καὶ νὰ σωθεῖ ἀπὸ ἄλλους. Τὸ αἲσθημα ποὺ κατεῖχε τὴν ψυχὴ τοῦ μεγάλου πλὴθους δὲν ἦταν, βέβαια, καθαρό. Στὴν ἐπιφάνεια τῆς ψυχῆς αὐτῆς, μιὰν ἐπιφάνεια ποὺ τὴν εἶχαν θολώσει τὰ λιμνάζοντα ὕδατα νεκρωμένων παραδόσεων, ἡ ἀντίδραση σὲ κάθε ἐλπίδα, ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴ Δύση, δέν εἶχε δυνειδητὴ σχέση μὲ τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ Γένους· τὴν ἀντίδραση τὴν τροφοδοτοῦσε μονάχα ἕνα μοιρολατρικὸ πεῖσμα· ἡ συνειδητή, μ' ἄλλα λόγια, στάση ἦταν ἡ προσκόλληση στοὺς τύπους - λιγώτερο στὰ δόγματα καὶ πολὺ περισσότερο στοὺς τύπους - τῆς Ἀνατολικῆς ἐκκλησίας, ἡ ἀπέχθεια ἀπέναντι τῶν «ἀζυμιτῶν». Ὡστόσο, ἡ ψυχὴ τοῦ πλήθους εἶχε καὶ κάποιο βάθος ποὺ ἡ ἴδια του ἡ συνείδηση δὲ μποροῦσε νὰ τὸ φθάσει. Στὸ βάθος αὐτὸ, ἡ Ἀνατολικὴ ἐκκλησία εἶχε συνυφανθεῖ μὲ τὸ Γένος. Ἐκεῖ μέσα - στὸ σκοτεινὸ βάθος τῆς ψυχῆς ποὺ τὸ φώτιζαν μυστικὲς ἀκτίνες - σημειωνόταν κάτι μεγάλο, κάτι ποὺ ἦταν ταὐτόχρονα φριχτὸ καὶ μεγάλο. Ποιό ἀληθινὸ μεγαλεῖο δὲν εἶναι, τάχα, φριχτό;
Ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος θὰ συμμεριζόταν, χωρὶς ἄλλο, τὰ αἰσθήματα τοῦ πλήθους. Καὶ μέσα του, τὰ θολὰ αὐτὰ αἰσθήματα - τὰ λιμνάζοντα ὕδατα - θἄταν καθαρὰ καὶ ξάστερα. Ἡ ματιά του ἔφθανε, χωρὶς ἄλλο, ὥς τὸν πυθμένα τῆς ψυχῆς τοῦ Γένους. Μονάχα ἔτσι ἐξηγῶ τὸ γεγονὸς ὅτι κατάφερε νὰ δαμάσει μέσα του τὰ αἰσθήματα, ποὺ γιὰ ὅσους ἦταν θολὰ καὶ νοσηρὰ ἦταν ἀκατανίκητα. Ὑπερνικώντας μὲ μεγάλον πόνο - μονάχα ὁ ἀληθινὸς ἡγέτης γνωρίζει τὸν πόνο τῆς ἱστορικῆς εὐθύνης - τὰ αἰσθήματά του, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὶς παραδόσεις του, ἔκαμε ὅ,τι περισσότερο μποροῦσε γιὰ νὰ συγκινήσει τὸν Πάπα, ὅλους τοὺς Λατίνους ἡγεμόνες, καὶ γιὰ νὰ προσελκύσει τοὺς Φράγκους στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν οἱ παραδόσεις ὑπάρχουν μέσα σου σὰ σῶμα νεκρό, δὲ μπορεῖς νὰ τὶς δαμάσεις· καὶ δὲ μπορεῖς, γιατὶ νεκρώνουν καὶ τὸ πνεῦμα σου ποὺ καλεῖται νὰ τὶς δαμάσει. Ὅταν, ὅμως, οἱ παραδόσεις εἶναι μέσα σου ζωντανές, τότε εἶναι καὶ τὸ πνεῦμα σου ζωντανό, κ' ἔτσι ἔχεις - ἄν τὸ ἀπαιτήσει ἡ περίσταση - τὴ δύναμη νά τὶς δαμάσεις, νὰ τὶς ἀναγκάσεις νὰ σιωπήσουν, νὰ θυσιάσεις ὥς ἕνα σημεῖο τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου θυσιάζοντας ἐκεῖνες.
Τέτοια ἦταν - τὸ πιστεύω ἀκράδαντα - ἡ περίπτωση τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ὁ ἀδελφός του Ἰωάννης εἶχε ὑπογράψει τὸν Ἑνωτικὸν Ὅρο ἀπὸ πολιτικὴ σκοπιμότητα, ἀλλὰ καὶ μὲ κάποια ἀδιαφορία ἀπέναντι τῶν παραδόσεων. Για τὸν Κωνσταντῖνο δὲ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ἴδιο. [...] Ὁ αὐτοκράτων Κωνσταντῖνος ἦταν μέγας, ἦταν ἐξίσου μέγας ὅσο κι' ὁ πρῶτος Κωνσταντῖνος. Ἔτσι, δὲ μπορῶ σὲ καμμιὰ περίπτωση νὰ παραδεχθῶ ὅτι, παίρνοντας τὴν ἀπόφαση ν' ἀνανεώσει τὸν Ἑνωτικὸν Ὅρο, τὴν πῆρε τὴν ἀπόφαση αὐτὴ ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς παραδόσεις ποὺ ὑποχρεώθηκε νὰ θυσιάσει μέσα του. [...]
Παναγιώτη Κανελλοπούλου
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΟ ΧΙΛΙΑ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ ΔΥΟ
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς