Ἑάλω ἡ Πόλις - Ὁ στρατός τοῦ Κωνσταντίνου
[...] Πόσους, λοιπόν, μάχιμους - ἔστω καὶ ἀγύμναστους στὰ ὅπλα - μπρόρεσε να προσφέρει στὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο ὁ πληθυσμὸς τῆς βασιλίδος τῶν πόλεω πού, μὲ τοὺς μετριώτερους ὑπολογισμοὺς, ἔφθανε τοὐλάχιστον τὶς ἑκατὸν εἲκοσι χιλιάδες;
Τὴν ἀπάντηση τὴ βρίσκω τώρα στὰ ἀντίγραφα καὶ τῶν δυό Χρονικῶν τοῦ Σφραντζῆ. Πλάϊ στὸ ἀντίγραφο τοῦ μεγάλου Χρονικοῦ του ποὺ ἔχω πολλὲς ἀμφιβολίες ἄν εἶναι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος γνήσιο, ἔπεσε στὰ χέρια μου κ' ἕνα μικρότερο Χρονικὸ ποὺ τὸ συμπαθῶ ἰδιαίτερα.
Στὸ μικρότερο αὐτὸ Χρονικὸ διαβάζω (καὶ τὰ ἴδια πράγματα λέγονται, μὲ σχεδὸν τὶς ἴδιες λὲξεις, καὶ στὸ μεγὰλο Χρονικὸ) ὅτι ὁλόκληρη ἡ δύναμη τῶν μαχητῶν πού μποροῦσε ν' ἀντιπαρατάξει ἡ Κωνσταντινούπολη στοὺς Τούρκους ἦταν περίπου ἑφτὰ χιλιάδες ἄνδρες (μαζὶ καὶ μ' αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς καλογέρους ποὺ ἦταν σὲ θέση νὰ πολεμήσουν). Ἀπὸ τὶς ἑφτὰ χιλιάδες, οἱ τέσσερις χιλιάδες ἐννιακόσιοι ἑβδομήντα τρεῖς ἦταν Ἕλληνες, καὶ οἱ δυὸ χιλιάδες ξένοι, προπάντων Γενουάτες καὶ Βενετοί. Δὲν ξέρω ἄν στοὺς δυὸ χιλιάδες ξένους ὑπολογίζει ὁ Σφραντζῆς καὶ τοὺς ἑφτακόσιους ποὺ ἔφερε μαζί του ὁ Ἰουστινιάνης. Καὶ δὲν τὸ ξέρω, γιατὶ ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Χρονικοῦ τοῦ Σφραντζῆ δὲ βγαίνει καθαρά, ἄν ἡ ἀπογραφὴ τῶν δυνάμεων ἔγινε πρὶν ἀπὸ τὴν ἄφιξη ἢ μετὰ ἀπὸ τὴν ἄφιξη τοῦ Ἰουστινιάνη. Ὑποθέτω ὅτι θἄγινε μᾶλλον πρίν. Πρέπει, μάλιστα, νἄγινε καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἄφιξη τοῦ Ἰσιδώρου ποὺ ἔφερε κι' αὐτὸς μαζί του διακόσιους. Τὴν ὑπόθεση αὐτὴ τὴ βασίζω στὸ ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος δὲ θὰ περίμενε ὥς τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1453, οὔτε κὰν ὥς τὸν Νοέμβριο τοῦ 1452, γιὰ νὰ ἐξακριβώσει τίς δυνάμεις ποὺ εἶχε στή διάθεσή του.
Ὁ Γεώργιος Σφραντζῆς γράφει ὅτι ἤξερε ὁ ἴδιος καλὰ τὸ ἀριθμητικὸ ὕψος τῶν δυνάμεων «ἀπὸ αἰτίας τοιαύτης· τοῦ γὰρ βασιλέως προστάξαντος τοῖς δημάρχοις ἔγραψεν εἶς ἕκαστος τὴν δημαρχίαν αὐτοῦ ἀκριβῶς, τοὺς δυναμένους σταθῆναι ἐν τῷ κάστρῳ κοσμικοὺς καὶ καλογέρους, καὶ τί καὶ τί ἄρμα πρὸς ἄμυναν νὰ ἔχῃ εἶς ἕκαστος αὐτῶν, καὶ φέροντες εἶς ἕκαστος τῶν δημάρχων δέδωκε τὸ κατάστιχον τῆς αὑτοῦ δημαρχίας τῷ βασιλεῖ· εἶτα ὁρίζει πρὸς ἐμέ· Αὕτη ἡ δουλεία πρὸς σὲ ἀφορᾷ καὶ οὐ πρὸς ἄλλον τινὰ διὰ τὸ ἐπίστασθαί σε καὶ καλῶς ἀριθμεῖν καὶ καλῶς φυλάσσειν τὰ φυλακῆς δεόμενα καὶ ἀπόκρυφα· καὶ λάβε τὰ κατάστιχα καὶ καθίσας εἰς τὸ ὁσπίτιόν σου λογάριασε ἀκριβῶς, πόσοι εἰσὶν ἄνθρωποι, καὶ πόσα ἄρματα, καὶ πόσα κοντάρια, καὶ πόσα σκουτάρια, καὶ πόσα τοξάρια. Καὶ ἐκτελέσας τὸν ὁρισμὸν αὐτοῦ φέρων δέδωκα τῷ ἀὐθέντῃ μου καὶ βασιλεῖ τὸ κατάστιχον μετὰ λύπης καὶ σκυθρωπότητος ὅτι πολλῆς κ α ὶ ἔ μ ε ι ν ε μ ό ν ο ν ἐ ν ἀ π ο κ ρ ύ φ ῳ ἡ π ο σ ό τ η ς ε ἰ ς ἐ κ ε ῖ ν ο ν κ α ὶ ἐ μ ὲ». Ἦταν φυσικὸ ν' ἀποφασίσει ὁ αὐτοκράτωρ νὰ μὴν τὸ μάθει κανένας τρίτος ὅτι ὁ μάχιμος λαὸς «τῆς πόλεως, τῆς τοσαύτης εἰς μέγεθος» δὲ μποροῦσε - καὶ μ' αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς καλογέρους ποὺ οἱ περισσότεροι (σχεδὸν ὅλοι) ἐχθρεύονταν τὸν Κωνσταντῖνο καὶ δὲν εἶχαν τὴ διάθεση νὰ ὑπακούσουν μὲ τὴν καρδιά τους στὶς προσταγές του - νὰ ὑπερβεῖ τὶς ἑφτὰ χιλιάδες.
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ποὺ ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος διαπίστωσε ὅτι ἑφτὰ χιλιάδες ἦταν, ὅλοι - ὅλοι, οἱ ἄνδρες ποὺ μποροῦσαν νὰ σηκώσουν ὅπλα καὶ ν' ἀντιπαραταχθοῦν στὶς διακόσιες χιλιάδες τοῦ Μωάμεθ, (ὁ Δούκας, μάλιστα, γράφει: «ἔλεγον οὖν, ὅσοι κατεσκόπευον, εἶναι ὑπέρ τετρακοσίας χιλιάδας», καὶ ὁ Χαλκοκονδύλης παρατηρεῖ: «λέγεται δὲ γενέσθαι ξύμπαντα τὸν στρατὸν ἀμφὶ τὰς τεσσαράκοντας μυριάδας») τὴ βάζω στὶς πολὺ μεγάλες στιγμὲς τῆς ἱστορίας. Λέγοντας στὸν ἀδελφικό του φίλο Γεώργιο Σφραντζῆ ὅτι πρέπει νὰ θάψουν μέσα τους κ' οἱ δυό τους τὸ ὀδυνηρὸ μυστικὸ, ἀποφάσισε ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ μέγας ἀρχηγὸς τοῦ Γένους, νὰ ἐξαπατήσει τὸ λαό, καὶ ἰδιαίτερα τοὺς ἄνδρες ποὺ θἄπαιρνε μαζί του στὶς ἐπάλξεις, νὰ μὴν ἀφήσει τοὺς τελευταίους νὰ μάθουν ὅτι θἄταν τόσο λίγοι, γιὰ νὰ μποροῦν, ζώντας στὴν πλάνη ὅτι εἶναι περισσότεροι, νὰ κάνουν τὸ καθῆκον τους μὲ μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη στὸ ἀποτέλεσμα. Ἤξερε, βέβαια, ὁ λαὸς - ὅταν ὑποδεχόταν μὲ ἀνακοὺφιση τοὺς διακόσιους τοῦ Ἰσιδώρου καὶ τοὺς ἑφτακόσιους τοῦ Ἰουστινιάνη - ὅτι ἡ μικρὴ αὐτὴ ἐνίσχυση ἦταν προορισμένη, ἄν καὶ τόσο μικρὴ, νά καλύψει ἕνα μεγάλο κενό. Ὡστόσο, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Σφραντζῆς φανταζόταν - ἔτσι ἐξηγεῖται γιατὶ «μετὰ λύπης καὶ σκυθρωπότητος ὅτι πολλῆς» παράδωσε στὸν αὐτοκράτορα τὸ κατάστιχο - ὅτι ὁλόκληρη ἡ δύναμη τῶν ἀνδρῶν ποὺ μποροῦσαν νὰ ὑπερασπισθοῦν τὰ τείχη ἦταν μονάχα ἑφτὰ χιλιάδες!
Κι' ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος πού, διαβάζοντας τὸ κατάστιχο ποὺ τοῦ παράδωσε ὁ Σφραντζῆς, ἀποφάσισε, προστάζοντας τὸν φίλο του νὰ κρατηθεῖ ἡ ἀλήθεια ἀπόρρητη, νὰ προχωρήσει χωρὶς κανένα ἄλλο δισταγμὸ στὴν ἐκπλήρωση τοῦ μεγάλου χρέους, ἤξερε καὶ κάτι ἄλλο. Αὐτὸ τὄξεραν, μάλιστα, ὅλοι ὅσοι ζοῦσαν στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Κριτόβουλος γράφει: «Ἐν μὲν γὰρ ταῖς προλαβούσαις πολιορκίαις πολλὰ εἶχον τὰ βοηθοῦντα, καὶ ἐν ἐλπίσι μεγίσταις ἦσαν ἀεὶ τοῦ περιγενέσθαι· τῆς τε γὰρ κατ' αὐτοὺς θαλάσσης ἐκράτουν, καὶ κατὰ γῆν μόνον ὁ πόλεμος αὐτοῖς ἦν, ὅν εἶχον ἀναφέρειν ῥᾳδίως, ἐν ἑνὶ μέρει τῷ κατὰ γῆν ἀντιτεταγμένοι τοῖς πολεμίοις, τά τε τῆς θαλάσσης ἑκατέρας πλώιμα ἦν ὁλκάσι τε καὶ πλοίοις μακροῖς, ἥ τε ἐμπορία καθειστήκει πολλὴν παρέχουσα τῶν ἀναγκαίων καὶ τῶν ἄλλων τὴν ἀφθονίαν, καὶ ἡ πόλις ξένων τε καὶ ἀστῶν ἔγεμε, χρήματά τε πολλὰ ἐν τε τοῖς κοινοῖς καὶ τοῖς ἰδίοις καὶ τοῖς ἱεροῖς ἀποκείμενα ἦν, ὅπλα τε καὶ νῆες καὶ βέλη τά τε ἄλλα πάντα καλῶς αὐτῇ παρεσκευάστο, ὡς μηδὲ πολιορκίαν εἶναι τότε τὸ πρᾶγμα δοκεῖν. Νῦν δὲ ταῦτα πάντα ἐς τοῦναντίον ἦν τε καὶ ἐδόκει· ἥ τε γὰρ θάλασσα» τοῦ Βοσπόρου «φρουρίοις τὸν ἄνω καὶ κάτω πορθμὸν διείληπτο καὶ ὅλως ἄπλωτος ἦν, αἵ τε ἤπειροι ἐξεπεπολέμωντο, στόλος τε μέγας προσεδοκᾶτο καὶ τοῖς κατὰ θάλασσαν τείχεσι προσβαλεῖν, καὶ αὐτοῖς ἀδύνατα ὅλως εἶναι ἐδόκει τῷ πολέμῳ πρὸς πάντα τὸν περίβολον ἐξαρκεῖν ὀλογανθρωπίᾳ· ἔνδειά τε παντελὴς χρημάτων καὶ κοινῶν καὶ ἰδίων ἐπῆν, ἥ τε πόλις τῶν ἀναγκαίων πάντων ἐσπάνιζεν, ἐπικουρία τε αὐτοῖς οὐδεμία οὐδαμοῦ πανταχόθεν ἐφαίνετο».
Ἡ Κωνσταντινούπολη περίμενε, λοιπόν, μιὰ πολιορκία ποὺ δὲν εἶχε προηγούμενο. Για πρώτη φορὰ θἄταν ἡ πολιορκία ὁλοκληρωτική. Ἄν τὶς μυριάδες ποὺ θὰ χτυποῦσαν τὰ χερσαῖα τείχη (καὶ ποὺ θὰ τὰ χτυποῦσαν, τώρα, καὶ μὲ πολλές «πετροβόλους» μηχανὲς, μὲ μιὰ φοβερὴ μάλιστα «χωνεία» ποὺ εἶχε κατασκευάσει ὁ Μωάμεθ) θὰ τὶς ἀντιμετώπιζε ὁ Κωνσταντῖνος μὲ μονάχα ἑφτὰ χιλιάδες ἄνδρες, στὸ μεγάλο στόλο, ποὺ θὰ χτυποῦσε τὰ παράλια τείχη, μὲ πόσα πλοῖα μποροῦσε ὁ Κωνσταντῖνος ν' ἀντιπαραταχθεῖ;
Ἄν ἐξαιρέσω τὰ μικρὰ πλοιάρια πού, ἄλλωστε, γρήγορα βυθίστηκαν, ὁ στόλος ποὺ θἄπρεπε ν' ἀντιπαραταχθεῖ στὰ τετρακόσια ἢ, ἔστω, τριακόσια πενήντα πολεμικὰ πλοῖα τοῦ Μωάμεθ, ἀπαρτιζόταν ἀπὸ εἴκοσι ἔξη μονάχα πλοῖα. Καὶ τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ λίγα αὐτὰ πλοῖα ἦταν ξένα· πέντε Γενουατικά, ἄλλα πέντε Βενετικά, τρία ἦταν Κρητικά, ἕνα ἦταν ἀπὸ τὸν Ἀγκῶνα, ἕνα Ἱσπανικό, κι' ἄλλο ἕνα Γαλλικό. Τὰ Βενετικὰ θἄταν ἕξη καὶ τὰ Κρητικὰ ἐννέα, ἄν ἕνα ἀπὸ τὰ δυὸ Βενετικὰ ποὺ εἶχαν φθάσει τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1452 δὲν ἔφευγε κρυφὰ δυὸ μῆνες ἀργότερα, καὶ ἂν ἕξη Κρητικὰ δὲν ἔκαναν τὸ ἴδιο. Μεγάλους κόπους εἶχαν καταβάλει ὁ καρδινάλιος Ἰσίδωρος, ὁ Μυτιλήνης Λεονάρδος ὁ Χῖος, καθῶς κι' ὁ βάϊλος τῶν Βενετῶν, γιὰ ν' ἀναγκάσουν τοὺς δυὸ πλοιάρχους τῶν Βενετικῶν πλοίων νὰ μείνουν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὡστόσο, ὁ ἕνας τους, ἀθετώντας τὸ λόγο του, τὄσκασε. [...]
Παναγιώτη Κανελλοπούλου
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΟ ΧΙΛΙΑ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ ΔΥΟ
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς