ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΒΛΑΧΑΒΑΣ.
Ἄν ἦτο πεπρωμένον ὁ κώδων τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως νὰ σημάνῃ χρόνους τινὰς πρὸ τῆς προσδιορισθείσης ὥρας, ἀναντιῤῥήτως διὰ τῆς κραταιᾶς χειρὸς τοῦ ἥρωος τούτου ἤθελεν ἠχήση ὁ φοβερός ὀρείχαλκος.
Μυστηριώδης τὶς παραδόσεις ἔῤῥιπτεν ὡς ὁμίχλην ἐπὶ τῶν γενεθλίων του, καὶ τὸ προσφιλὲς τοῦτο τέκνον τῶν Θεσσαλικῶν ὀρέων, ἐγεννήθη, ἤκμασεν, ἠνδρώθη, ἐτελεύτησε καὶ οὐδεὶς οὐδέποτε ἤκουσε παρ' αὐτοῦ τὤνομα τῶν γονέων του.
Στρατοπευδεύων πάντοτε ἐπὶ τοῦ Πίνδου, ἐπὶ τοῦ Ὀλύμπου, ἐπὶ τῆς Ὄσσης, ὡς ἐξ ἐνέδρας ἔπιπτε κατὰ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ καὶ πολλάκις πολλαχοῦ κατέστρεψε τὰ στρατεύματά του. Ἠπείλει δὲ καὶ αὐτὰ τὰ Ἰωάννινα, ὅπου ὡς ἐν σπηλαίῳ ἐφώλευεν ἡ αἱμοβόρος τίγρις.
Μετ' αὐτοῦ συνεστράτευε πάντοτε μοναχός τις, Δημήτριος, γνωστὸς ἐν πάσῃ τῇ Θεσσαλίᾳ διὰ τε τὴν ἁγνότητα τῶν ἠθῶν καὶ τὴν πρὸς τὸν θεὸν καὶ τὴν πατρίδα ἀφοσίωσίν του.
Οἱ δύο οὗτοι ἐν μέσῳ τῆς ἀγροίκου ἐρημίας των, ὑπὸ τὴν σκιὰν τῶν δένδρων καὶ ἐν τῇ σιωπῇ τῶν μυροβλήτων Ἑλληνικῶν κοιλάδων, συνέλαβον τὴν μεγάλην ἰδέαν τῆς ἀνεγέρσεώς μας. Τίς ἠδύνατο ν' ἀμφιβάλῃ περὶ τῆς ἐπιτυχίας, ἤ τὶς ἠδύνατο νὰ δειλιάσῃ μαχόμενος ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς σπάθης τοῦ Βλαχάβα καὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Δημητρίου;
Κατὰ τὸ 1809 συνέβη ἡ πρώτη ῥῆξις τῆς ὑπογείου φλογός. Κατὰ τὸ 1821 βοὴ μεγάλη καὶ σεισμός. Κατὰ το 1854 νέοι μυκηθμοὶ καὶ κλόνοι τοῦ ἡφαιστείου. Εὐτυχὴς ὅστις ἴδῃ τὴν τετάρτην καὶ τελευταίαν ἔκρηξιν.
Μαθὼν ὁ Ἀλήπασας ὅτι τὸ στίφος τοῦ Βλαχάβα καθ' ἑκάςην ἐνισχύετο, ὥρμησε κατ' αὐτοῦ ἐπὶ κεφαλῆς δυνάμεων δεκαπλασίων καὶ αἱματώδης καὶ φονικωτάτη συνεκροτήθη ἡ μάχη. Εἶναι ἀπίστευτα τἀνδραγαθήματα τοῦ ἥρωός μας. Ἀλλὰ δυστυχῶς πολλοὶ ἀπελπισθέντες τὸν παρῄτησαν καὶ οὕτω πληγωμένος ᾐχμαλωτίσθη ὑπὸ τῶν Ἀλβανῶν, οἵτινες καὶ σιδεροδέσμιον ἔσυραν εἰς Ἰωάννινα, ὅπου καὶ ἀδακρυτὶ ὑπέμεινεν ὅσα ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ φοβεροῦ τυράννου ἠδύνατο νὰ ἐφευρώσι μαρτύρια.
Μετ' οὐ πολὺ ᾐχμαλωτίσθη καὶ ὁ ἱερομόναχος Δημήτριος, ὅστις καὶ διὰ τῶν ἀπαντήσεών του κατετρόμαξε τὸν Ἀλῆν ὅτε δι' ὑποσχέσεων καὶ ἀπειλῶν, πρὶν ἤ ἀποπέμψῃ αὐτὸν εἰς θάνατον, ἐπειράθη νὰ διαφθείρῃ τὴν πίστιν του.
Καινοφανές μαρτύριο! Διέταξε καὶ ἔκτισαν αὐτὸν δι' ἀσβέςου καὶ λίθων, ἀφίνοντες ἐλευθέραν μόνο τὴν κεφαλήν, ἵνα ὅσον οἷος τε παρατείνῃ τὴν ἀγωνίαν του.
Ὅσιος καὶ μεγαλομάρτυς λατρεύεται σήμερον ἐν Ἠπείρῳ· ἅπαντες δὲ ἑορτάζουσι τὴν μακαρίαν αὐτοῦ μνήμην δοξάζοντες αὐτὸν ὡς ἅ γ ι ο ν.
.~.
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΒΛΑΧΑΒΑΣ.
Τὰ δυό βουνά.
Βλαχάβα ποιὸς σ' ἐγέννησε, ποιὰ μάνα, ποιός πατέρας!
. . .
Ὁ Ὄλυμπος ἀγάπησε τὴν ὤμορφη τὴν Ὄσσα,
Τὴν Ὄσσα τὴν περίφανη τὴν πολυγυρεμένη.
Χρόνους πολλοὺς τὴν ἔβλεπε μ' ἐρωτεμένο μάτι
Κ' ἐκείνη σὰν κ' ἐντρέπεται καὶ σὰν καὶ τὸν φοβᾶται.
Μιὰ νύχτα, ἦταν ἄνοιξι, χαρὰ θεοῦ, γαλήνη·
Λάμπουν τάςέρια τοὐρανοῦ, τὸ φῶς τους τρεμουλιάζει
Σὰν νἆχαν ἔρωτα κρυφὸν καὶ φλογοκαρδιοχτύπι.
Βελάζουνε τὰ πρόβατα, λαλοῦνε τὰ κουδούνια
Τοῦ κοπαδιοῦ, ποὺ βόσκοντας διαβαίνει τὸ λιβάδι,
Καὶ κἄπου κἄπου ἀκούεται τοῦ ποιστικοῦ φλογέρα
Νἀ ναναρίζῃ ἐρωτικὰ τὰ δέντρα, τὰ λουλούδια.
Μοσχοβολάει ὁ ἀνασασμὸς τῆς δάφνης τῆς μυρτούλας,
Κι' ὁ κρίνος ὁ περίχαρος ἀπ' τὸ νερὸ προβαίνει
Σὰν πρόσωπο παρθενικό, ποῦ δὲν τὸ βλέπει ὁ ἥλιος,
Γέρνει καὶ καθρεφτίζεται καὶ κάνει τὴν ἀγάπη
Κυττάζοντας τὀν ίσκιο του στοῦ ποταμοῦ τὰ βάθη.
Γλυκὸς γλυκὸς ἀντίλαλος ἔφερνε τὸ τραγοῦδι
Τοῦ Κλέφτη, ποῦ θυμήθηκε τὸ Χρῆστο τὸ Μιλλιώνη,
Κι' ἀγέρας, δέντρα καὶ νερὰ μένουνε, λησμονιῶνται
Καὶ στέκουν κι' ἀκουρμένονται γιὰ τὸ παληό τους φίλο.
Στάζ' ἡ δροσοῦλα διάφανη σὰν τοῦ παιδιοῦ τὸ δάκρυ,
Λὲς κ' ἔπιασε παράπονο τὴ νειόφυτη τὴν πλάση,
Πἄκουσε τὸ μνημόσυνο τοῦ Χρήστου τοῦ Μιλλιώνη.
Γιατί, βουνά μου, ἀνάμεσα τόσης χαρᾶς κι' ἀγάπης,
Ἀνάμεσα τόσης ζωῆς καὶ τόσης ἁρμονίας
Δὲν ἄκουσα νὰ κελαδῇ μές 'ς τῆς ἐτειᾶς τὰ φύλλα
Καὶ μὲς 'ς τὸ φλοῖσβο τοῦ νεροῦ ἐλευθερίας ἡ αὖρα;...
Τέτοιαν νυχτιὰν ἐδιάλεξεν ὁ Ὄλυμπος στὴν Ὄσσα
Νὰ δείξῃ τὴν ἀγάπη του νὰ πῇ τὸν ἔρωτά του.
Κυττάξετε τὸ σαστικὸ πῶς εἶναι στολισμένος!
Κάτασπρη ἡ χήτη του, μακρὰ στ' ἀνδρειωμένα νῶτα
Περήφανα τοῦ σέρνεται καὶ γλυκοκυματίζει.
Τήνε χτενίζουνε χρυσαῖς τοῦ φεγγαριοῦ ἀχτίδες
Καὶ φαίνεται ξανθὴ ξανθὴ καὶ φλωροκαπνισμένη.
Φορεῖ φλοκάτη σύγνεφα σὰν τὸν ἀφρὸ δροσάτα,
Καὶ τοῦ Μαϊοῦ τὴν καταχνιὰ φορεῖ γιὰ φουστανέλλα.
Σπιθοβολοῦν καὶ λάμπουνε στή μέση του, στὸν ὦμο
Ἀστροπελέκι γιὰ σπαθί, βροντὴ γιὰ καρυοφύλλι.
Χαρὰ στὴν κόρη π' ἀγαπᾷ ὁ Ὄλυμπος ὁ κλέφτης
Κρυφομιλοῦνε τὰ βουνὰ ὁλονυχτῆς ῥωτιῶνται.
Καὶ σὰν ἐβγῆκε ὁ αὐγερινὸς κι' ἀρχίσανε τὰ ῥόδα
Νὰ ξεφυτρόνουν τῆς αὐγῆς ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
Ὁ Ὄλυμπος ἐκύτταξε τὴν ὤμορφη τὴν Ὄσσα,
Τὴν εἶδε ποῦ κοκκίνιζε σὰ ντροπαλὴ παρθένο,
Καὶ γέρνει, γέρνει τὴν κορφὴ καὶ τὴ φιλεῖ στὸ στόμα.
Κ' εὐθὺς μ' ἐκεῖνο τὸ φιλὶ, ποὖναι ζωὴ καὶ φλόγα,
Ἀνάφτουν, ζωντανεύουνε τῆς νειόφυτης τὰ σπλάχνα,
Καὶ δὲν ἐπέρασε καιρὸς, χρόνοι πολλοὶ καὶ μῆνες,
Πἀκούστηκε σὰ μιὰ βοὴ μὲς τἌγραφα στὸν Πίνδο
Τἀρματωλοῦ τὸ πάτημα τοῦ φοβεροῦ Βλαχάβα,
Καὶ νὰ φωνάζουν ἀητοὶ, νὰ σκούζουνε γεράκια
« Ἀνοῖξτε λόγκοι νὰ διαβῇ, μεριᾶστε τὰ κλαριά σας
» Καὶ θὰ περάσῃ τὸ στοιχειὸ, ὁ δράκοντας τῆς Ὄσσας. »
Ὄχ! μάνα, τ' εἶναι πὤπαθες, τί σὤμελε, πατέρα,
Τὸ γυιό σας τὸ μονάκριβο νὰ μὴν τόνε χαρῆτε!
Πόσαις φοραῖς τὸν εἴδετε ἀπὸ ψηλὰ στὴ μάχη
Νὰ στρόνῃ δρόμο τὰ κορμιὰ κ' ἐπάνω νὰ διαβαίνῃ!
Πόσαις φοραῖς ἡ Ὄσσα του, σὰν ἦταν διψασμένο
Τὤδωσ' ἀθάνατο νερὸ ἀπ' τὰ λευκά της στήθια,
Καθὼς βυζαίνει τὸ παιδὶ τῆς μάνας του τὴ ῥῶγα!
Καὶ πόσαις ἄμετραις φοραῖς τοῦ στρώσετε τὴ φτέρη
Καὶ τὰ κλαριὰ τοῦ πλάτανου νὰ κοιμηθῇ στὸν ἴσκιο,
Καὶ σεῖς τὸν ἐκυττάζετε κ' ἐλέγετε τὰ δυό σας,
« Χαρὰ στὸ γυιὸ ποῦ κάμαμε, χαρὰ στὸ παλληκάρι
» Οἱ δυὸ κακογεράματοι, οἱ μαυροκαρδισμένοι!
» Σοῦ δώκαμε τὸ γάλα μας, πάρε καὶ τὴν εὐχή μας,
» Μὴ ξανανειώσωμε κ' ἐμεῖς κι' ἀναστηθοῦμε πάλαι »
Καὶ τώρα, γέρο Ὄλυμπε καὶ μαυρισμένη Ὄσσα,
Πῶς ἔπεσε πῶς βρίσκεται στ' Ἀλήπασα τὰ νύχια;
Ἀκόμα δὲν ἐτέλειωσε, βουνά μου, ἡ καταδίκη.
Εἶναι βαρειὰ, πολύ βαρειὰ ἡ ἄσπλαχνη κατάρα,
Κι' ἀκόμα δὲν ἐκλείσανε τὰ τετρακόσα χρόνια!
Δεμένο μὲς'ς τὰ Γιάννινα τὸ σέρνουν τὸ θηρίο
Μὲ τόσαις τόσαις ἅλυσαις, ποῦ λὲς ὅτι φοβοῦνται
Τὰ σίδερα καὶ τὰ σχοινιὰ μὴ κόψῃ, μὴ χαλάσῃ
Καὶ πάρῃ πάλαι τὰ βουνὰ καὶ ποιὸς τὸ ματαπιάνει.
Γλήγορα τὰ μαρτύρια, γλήγορα τὴν κρεμάλα...
Ἀλήπασα ξεθύμανε, κ' ἡ ὥρα σου πλακόνει.
Ὁ Πνευματικός.
Ἀπ' τὰ πολλὰ μαρτύρια, ἀπ' τὸν πολὺ τὸν πόνο,
Ὁ Θύμιος ἀπόστασε καὶ τὸν ἐπῆρ' ὁ ὕπνος.
Τὸν ἔχουνε γονατιστὸν σὲ κοφτερὰ στουρνάρια,
Τὰ χέρια του πιστάγκωνα, βαρειὰ σιδερωμένα.
Γυρμένο τὸ κεφάλι του εἰς τὰ πλατειά του στήθεια,
Σὲ ζωντανὸ προσκέφαλο κοιμᾶται, ξαποστένει.
Ἀπ' τὸ μακρὺ τὸ γένι του, σὰν ἀπὸ μαύρη βρύση,
Στάζει ὁ ἵδρωτας βροχὴ, τὸ γαῖμά του ἀναβράει.
Ἄν ἔχῃ ὁ τάφος ὄνειρα, τί ὄνειρο νὰ βλέπῃ;...
Κοιμῶνται κ' οἱ φονιάδες του στὸ χῶμα ξαπλωμένοι,
Σὰ λύκοι ποῦ χορτάσανε καὶ τώρα ῥοχαλιάζουν.
Ποιὸς εἶν' ἐκειὸς ποῦ πέρασε σὰ φάντασμα, σὰν ἴσκιος;
Ῥάσο κατάμαυρο φορεῖ καὶ κάτου ἀπὸ τὸ ῥάσο
Κἄτι βαστᾷ, καὶ τρέμοντας στὸ γαῖμα μὴ γλιστρήσῃ
Ἀγάλι' ἀγάλια περπατεῖ, γυρεύει τὸν Βλαχάβα.
Τὸν ἄκουσε π' ἀνάσαινε καὶ γονατίζει ἐμπρός του.
— Θύμιε, Θύμιε! μ' ἀκοῦς; δὲ μὲ γνωρίζεις πλέον;
Ξύπνα κ' ἡ ὥραις φεύγουνε... Ἐδείλιασες, φοβᾶσαι;
— Ἔχω καρδιὰ 'πὸ μάρμαρο καὶ σιδερένια σπλάχνα
Καὶ δείλια δὲ μὲ πλάκωσε, καὶ θάνατο δὲν τρέμω.
Ποιὸς εἶσαι σὺ ὁ ἄσπλαχνος, ποῦ δὲν ψυχοπονιέσαι
Καὶ μοῦ χαλᾷς τὸν ὕπνο μου καὶ κόβεις τὤνειρό μου;
— Τρώγ' ἡ σκουριὰ τὸ σίδερο καὶ τὸ νερὸ τὴν πέτρα,
Κ' ἐσένανε δὲ σ' ἔφαγε τ' Ἀλήπασα τὸ δόντι;
Βλαχάβα, δὲν εἶμ' ἄσπλαχνος, δὲν ἦλθα νὰ χαλάσω
Τὸ ὕστερό σου ὄνειρο, τὸν ὕπνο σου νὰ κόψω.
Ἀκόμα δὲν μὲ γνώρισες; ἀκόμα δὲν ἀνοίγεις
Τὰ μάτια σου γιὰ νὰ μὲ ἰδῇς, τὸ στόμα νὰ μοῦ δώσῃς
Ἕνα φιλὶ, γλυκὸ φιλὶ, στερνὴ παρηγοριά μου;
— Ἔχω τὰ μάτια ὁλάνοιχτα καὶ δὲ σὲ βλέπ' ὁ μαῦρος.
Μοῦ κόψανε τὰ βλέφαρα ἐψὲς μὲ τὸ μαχαῖρι
Καὶ μοῦ τὰ σκοτειδιάσανε μὲ σίδερο ἀναμμένο.
Δὲ σὲ χωρίζ' ὁ δύστυχος! Μοῦ χύσανε μολύβι
Μέσα στ' αὐτιὰ καὶ σὰ βοὴ μὤρχεται ἡ φωνή σου.
Μοῦ φαίνεται τρισκότειδο... Πές μου τί ὥρα νἆναι;
Ἐνύχτωσε ἤ στὰ βουνὰ ἀκόμα λάμπ' ὁ ἥλιος;...
Πόσον ἀργὰ ποῦ φεύγουνε ἡ ὥραις σὰν μετριοῦνται,
Μὲ πόνους, μὲ μαρτύρια καὶ μ' ἄσπλαχνη ἀγωνία!
Πές μου ποιὸς εἶσαι; σίμωσε ν' ἀκούσω τὤνομά σου.
— Ὤ δυστυχιά μου! δὲν μ' ἀκοῦς; δὲ βλέπεις τὸ Δημήτρη;
Ἀναστενάζει τὸ θεριὸ, ταράζεται νὰ κόψῃ
Ταῖς ἂλυσαις ποῦ δένουνε τὰ μουδιασμένα χέρια,
Γιὰ ν' ἀγκαλιάσῃ ἀδερφικὰ τὸν ἅγιο του τὸ φίλο.
Τοῦ κάκου ν' ἀνδρειεύεται... Τὰ σίδερα χτυπᾶνε
Κ' ἐκεῖν' ἡ ἄγρια κλαγγὴ λὲς κ' ἦταν περιγέλοιο.
— Δημήτρη μου, πνευματικέ...εὐχαριστῶ σε Πλάςη
Ποῦ μὤστειλες ἀνέλπιστα κ' ἐδῶ τὸν ἄγγελό σου!
Κλᾶψε γιὰ μὲ, Δημήτρη μου, τὰ μάτια μου τὰ μαῦρα,
Δὲ βλέπεις τὰ χαλάσανε καὶ δὲ μπορῶ νὰ κλάψω.»
Ἔλα σιμά μου, ἐδῶ σιμὰ, δώς μου φιλιὰ χιλιάδες.
Ἐδάκρυζ' ὁ καλόγερος. Τὰ γόνατά του τρέμουν
Σὰν νἆταν φυλλοκάλαμο ποῦ τὸ φυσάει ἀγέρας.
— Πές μου, πατέρα, μοναχὸς ἦλθες ἐδῶ ς' ἐμένα,
Ἢ μὤφερες κανένανε πιστόνε συντροφό μας;
Ποιὸς εἶν' αὐτὸς ποῦ μὲ φιλεῖ, τὸ ςόμα μου ποῦ γλείφει;
Μ'ἐπῆρ' ἀκολούθα ὁ σκύλος σου κ' ἦλθε μ' ἐμὲ νὰ σ' εὔρῃ.
Ὁ δύστυχος σὰ σ' ἔχασε, μ' ἀγάπησε γιὰ σένα.
— Θεέ μου παντοδύναμε!... τί τόση καλωσύνη;...
Δημήτρη μου, ἂν μ' ἀγαπᾷς μὴ τόνε παραιτήσῃς,
Κι' ἀπ' τὸ ψωμὶ ποῦ τρώγαμε δίνε του νὰ χορτάσῃ...
Πατέρα μου, πνευματικὲ, τρεῖς μέραις μὲ σκοτόνουν
Καὶ δὲ μοῦ δώκανε νερὸ, πεθαίνω ἀπὸ τὴ δίψα.
— Ἐδίψασε καὶ ὁ Χριστὸς εἰς τὸ σταυρό του ἐπάνω
Καὶ τὤδωκαν νὰ πιῇ χολὴ, τὰ δάκρυα τοῦ κόσμου.
Κ' ἐγὼ σοῦ φέρνω οὐράνιο νερὸ νὰ ξεδιψάσῃς.
Πιέτο, παιδί μου, χόρτασε. Ἡ βρύσι ποῦ τὸ δίνει
Ποτέ της δὲν ἐστέρεψε, ποτὲ δὲ θὰ στερέψῃ,
Εἶν' ἡ καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ ὠκεανὸς μεγάλος.
Παιδί μου, μὴν ἀμάρτησες; Ἀνάμεσα στὸν πόνο
Μὴ σὤφυγε παραπονο, μὴ δάκρυ, μὴ κατάρα;
— Ὄχι, πατέρα, πίστεψε. Δὲ μὤφυγ' ἕνας λόγος,
Ποῦ νἄτανε βαρύγνωμο γιὰ τὴ σκληρή μου μοῖρα.
Ἐψὲς τὸ βράδυ μοναχὰ μοῦ πέρασ' ἀπ' τὴ μνήμη
Τὸ αἷμα τ' ἀξετίμωτο τοῦ Ὄλυμπου, τοῦ Πίνδου,
Γιατὶ, πατέρα, ἠθέλησα νὰ ἰδῶ τὴ Θεσσαλία
Ἐλεύθερη, στὰ σύγνεφα νὰ σκώσῃ τὸ κεφάλι...
Πνευματικὲ, τί ὤμορφη ὁποὖναι ἡ Θεσσαλία!
Ἐψὲς τὴν ἐθυμήθηκα τὴν εἶδα στὤνειρό μου
Σὰ μιὰ παρθένο ἀγγελικὴ τὰ μαῦρα φορεμένη.
Ἐχτύπησ' ἡ καρδοῦλα μου... ἀστόχησα τὸν Πλάστη
Κ' ἐδάκρυσε τὸ μάτι μου... Μὴν ἔκαμ' ἁμαρτία;...
— Ὄχι, παιδί μου, μὴ φοβοῦ, τὸ αἷμα τὸ δικό μας
Σὰν τὴ βροχὴ τῆς ἄνοιξης τὸ χῶμα θὰ ποτίσῃ,
Γιὰ νὰ φυτρώσῃ ἐλευθεριὰ, ἐπλάκωσεν ἡ ὥρα...
Ἐμεῖς θὰ νὰ κοιμώμεθα βαθειὰ βαθειὰ στὸ μνῆμα
Καὶ θὰ ν' ἀκοῦμε τὴ βοὴ τοῦ φοβεροῦ πολέμου,
Τὸν κρότο, τὴν ποδοβολὴ, τὴ χλαλοὴ τῆς νίκης
Ἐπάνω ἀπὸ τὸ χῶμα μας νὰ τρέχῃ, νὰ διαβαίνῃ,
Καὶ τὰ παιδιά μας θἄρχωνται ἐλεύθερα, Βλαχάβα,
Νὰ μᾶς σχωροῦν στὴν ἐκκλησιὰ καὶ νὰ μᾶς μνημονεύουν.
Ἐσίγησ' ὁ Καλόγερος. Τὸ Θύμιο κυττάζει
Καὶ βλέπει ποῦ τὰ λόγια του τὸν εἴχανε ταράξῃ,
Κ' ἔτρεμεν ὅλος κ' ἄρχιζε σὰ νὰ ψυχομαχάῃ.
Τὸ χέρι του ἅπλωσ' ὁ παπᾶς ἐπάνω στὸ κεφάλι
Καὶ τοῦ διαβάζει μιὰν εὐχὴ καὶ τρὶς τὸν εὐλογάει.
— Παιδί μου, σχώρεσε κι' αὐτοὺς, ποῦ σ' ἔχουν μαρτυρέψῃ.
— Καλῄτερα τὴν κόλαση παρὰ νὰ τοὺς σχωρέσω.
— Βλαχάβα, ἐβλαστήμησες, ἔδιωξες τὸ θεό σου.
Συχωρεσέ τους... Τ' εἶσαι σὺ καὶ θὰ γενῇς ἀντάρτης;
Ἐμπρὸς σὲ κεῖνο πὤχυσες, τὸ αἷμα σου δὲν εἶναι
Παρὰ μικρὴ σταλαματιὰ σ' ἕνα βαθὺ ποτάμι,
Κι' ἀκόμα δὲν ἐχόρτασες; Ποιὸς εἶσαι σὺ, Βλαχάβα;
— Εἶμαι παιδὶ τοῦ Ὄλυμπου, δὲ μὲ γνωρίζεις τάχα;
— Βλαχάβα ἤ συγχώρεσε ἤ πάρε...τὸν...ἀφόρε...
Δὲν ἔσωσε ὁ καλόγερος καὶ μιὰ φωνὴ σβυσμένη
Ἀκούστηκε, ποῦ πέταξε κρυφὰ κρυφ' ἀπ' τὸ στόμα
Τοῦ Θύμιου καὶ πὤλεγε. « Θεέ μου, σχωρεσέ τους ».
Ἐνίκησ' ὁ καλόγερος τἄγριο τὸ λιοντάρι.
— Μεταλαμβάνει τοῦ Θεοῦ ὁ Θύμιος ὁ δοῦλος...
Τὰ μαραμμένα χείλη του ὁ μάρτυρας ἀνοίγει
Καὶ καταπίνει μιὰ ζωὴ γι' ἄλλη ζωὴ ποῦ φεύγει.
— Πατέρα μου πνευματικὲ, θὲλ' ἀπὸ σὲ μιὰ χάρη·
Μὲς 'ς τὴν κορφὴ τοῦ κεφαλιοῦ ἔχω χρυσαῖς τρεῖς τρίχες,
Ξεῤῥίζωσέ ταις, πάρε ταις καὶ σύρ' ἀπ' ὄνομά μου
Νὰ δώσῃς μιὰ τοῦ Ὄλυμπου, νὰ δώσῃς μιὰ τοῦ Πίνδου
Καὶ τὴ στερνὴ τῆς μάνας μου τῆς Ὄσσας νὰ τὴ δώσῃς.
Καὶ πές τους πῶς κληρονομιὰ στὸν κόσμο δὲν εἶχ' ἄλλη,
Καὶ πῶς μ' αὐταῖς τοὺς ἔςειλα τὰ νειῶτα, τὴν ἀνδρειά μου,
Γιὰ νὰ μὴν ἔλθουνε μ' ἐμὲ στὸ λάκκο καὶ ταῖς φάγῃ
Τὸ χῶμα, ποὖναι λαίμαργο καὶ πὦλα καταπίνει...
Νὰ ταῖς φορέσουν φυλαχτό... νὰ μὴ μὲ λησμονήσουν...
Νὰ θυμηθοῦν...πἀρνήθηκα... γἰἀγάπη τους... τὸ κόσμο.
Γέρνει μὲ μιᾶς τὸ μέτωπο, γέρνει κι' ἀποκοιμιέται,
Τὸν εὐλογάει ὁ παπᾶς, στερνὸ φιλὶ τοῦ δίνει,
Κ' ἐκεῖ ποῦ τὸν ἐφίλησε, κρυφὰ κρυφὰ τοῦ λέει,
«Παιδί μου, αὔριο κ' ἐγὼ θὰ νἄλθω στὸ πλευρό σου».
Φεύγει ὁ παπᾶς· τὸ λείψανο ἔμεινε μοναχό του·
Οἱ λύκοι δὲν ἐξύπνησαν, τριγύρω του κοιμῶνται,
Λὲς καὶ τὸ παραστέκουνε, λὲς καὶ τὸ ξενυχτᾶνε.
Τὸ λείψανο.
Τρεῖς μέραις μές'ς τὰ Γιάννινα σέρνουνε τὸ κορμί του
Τἀνάσκελα, τἀπίστομα καὶ τὸ ποδοκυλοῦνε.
Ἀκοῦς στὴν πλάκα νὰ χτυπᾷ τὸ φοβερὸ κεφάλι
Καὶ βλέπεις νὰ μπερδεύεται κἄποτε στὰ λιθάρια
Ἡ χήτη του κατάμαυρη σὰν τὸ φτερὸ κοράκου.
Τραβοῦν, τραβοῦν οἱ ἄπιστοι πάντοτε βλαστημῶντας
Βλαστήμιαις ποῦ ταῖς ἄκουσεν ὁ ᾅδης καὶ ζηλεύει.
Καὶ τέτοια ἦταν ἡ ὁρμὴ, τὸ τρέξιμο, ἡ μανία,
Ποῦ ξεκολλοῦν, ποῦ πέφτουνε ᾑ τρίχες μὲ τὸ δέρμα
Κουβαριασμέναις, λυγδεραῖς, μὲ γαῖμα ζυμωμέναις.
Ὤ τί κατάρα, Πλάστη μου, τί ἄσπλαχνη κατάρα!
Δὲ θἄλθῃ μέρα καὶ καιρὸς ποῦ τοῦ Βλαχάβα ᾑ τρίχες
Νὰ γένουν ἅλυσαις βαρειαῖς, σχοινὶ, θηλειὰ, κρεμάλα;
Ὁ Ὄλυμπος σὰν ἔμαθε τὸ μήνυμα τὸ μαῦρο
Ἐσήκωσε ψηλὰ, ψηλὰ τὴν κορυφὴ στὰ γνέφη
Νὰ ἰδῇ μέσα στὰ Γιάννινα τὸ Θύμιο τὸ γυιό του.
Κλεῖσε, βουνὸ, τὰ μάτια σου, πατέρα μὴ κυττάζῃς
Καὶ βλαστημήσῃς ἄθελα τοῦ Πλάστη σου τὸ χέρι,
Ποῦ σ' ἔχτισε θεόρατο, ψηλότερο ἀπὸ τ' ἄλλα
Καὶ γίγαντα, γιὰ νὰ θωρῇς, ἀπὸ ψηλὰ νὰ βλέπῃς
Νὰ σέρνωνται τὰ σπλάχνα σου καὶ νὰ κατηφρονιῶνται.
Μαυρίζει ὁ γέρο Ὄλυμπος, θολόνει, μελανιάζει
Καὶ κρύβεται στὰ σύγνεφα κι' ἀστράφτει καὶ βροντάει.
Εἶναι τρομάρα τοῦ βουνοῦ τἄγριο καρδιοχτύπι!
Ὡστόσο οἱ λύκοι τρέχουνε πάντα μ' ὁρμὴ, μὲ βία
Καὶ σέρνουνε τὸ πτῶμά του καὶ σκούζουν καὶ γελοῦνε.
Ἡ σάρκα του, τὰ σπλάχνα του, σπλάχνα ποῦ τἆχε ἀνάψῃ
Φλόγα καὶ θέρμη ἄσβεστη, ἐλευθεριᾶς μανία,
Σκορπᾶνε ἀπὸ τὰ στήθια του λαχταριστὰ κι' ἀχνίζουν.
Ἄλλοι φονιάδες ἀκλουθοῦν τὸ λείψανο ἀπὸ πίσω,
Βλαστήμιαις καὶ περίγελα ἀκοῦς γιὰ ψαλμῳδία.
Ἀνάμεσα τους φαίνεται κρυμμένος ἕνας σκύλος,
Ποῦ συντροφεύει ἀπὸ μακρὰ τὴ φοβερὴ κηδεία
Τὸ αἷμα μὴ τοῦ μύρισε κ' ἦλθε νὰ ξεδιψάσῃ;...
Ὤ κλᾶψτε, κλᾶψτε τὸν πιστὸ τὸ σκύλο τοῦ Βλαχάβα!
Δειλιάζουνε καὶ ἡ τριχιὰ τους κόβεται στὰ χέρια...
Τότ' ἕνας γύφτος ἔσκουξε καὶ σταματῆσαν ὅλοι.
Ἔβγαλε τὸ μαχαῖρι του, τὰ λάρυγγα χαράζει
Κι' ἀφοῦ περνᾷ τὰ δάχτυλα μὲς 'ς τομὴ ποῦ χάσκει,
Ἀνασηκόνει τεχνικὰ τὸ φοβερὸ κεφάλι,
Καὶ μὲ δυὸ γύρους πὤδωκε στὸ κοφτερὸ λεπίδι,
Τὸ χώρισε, τὸ σήκωσε, τὸ δείχνει... Φεύγουν ὅλοι.
Ῥίχνει τὸ μάτι ὁλόγυρα, βλέπει σιμὰ μιὰ πέτρα,
Ἐπάνω της τὸ πίθωσε καὶ ῥίχνεται καὶ τρέχει.
Καὶ κάθε λίγο φεύγοντας γυρίζει καὶ κυττάζει
Μὴ ζωντανέψ' ἡ κεφαλὴ καὶ τόνε πάρῃ ἀκλούθα.
Ἐνύχτωσε κ' ἐφύγανε χορτάτα τὰ θερία.
Ὁ σκύλος μόνος ἔμεινε. Ξαπλώνεται στὸ χῶμα
Καὶ βόγγει, βόγγει ὁ δύστυχος ἀπ' τὴ πολλὴ τὴ πίκρα.
Σὰν ἦλθαν τὰ μεσάνυχτα μὲ μιᾶς ὀρθὸς πετιέται
Καὶ μὲ τὸ στόμα μάχεται νὰ φθάσῃ τὸ κεφάλι.
Κ' αἱμάτονε καὶ πλήγιαζε τὰ ἔρμα του τὰ νύχια,
Ποῦ ξεκολλοῦν καὶ πέφτουνε σγαρλίζοντας τὴν πέτρα.
Εἶναι ψηλὰ, δὲν ἔφθανε. Τεντόνεται, κρεμιέται,
Γλιστρᾷ καὶ πέφτει, σκόνεται, ὁρμᾷ, πηδάει ἀκόμα
Ἀνδρειωμένο πήδημα κι' ἀνέλπιστ' ἀνεβαίνει.
Ἁρπάζει μές 'ς τὰ δόντια του τὸ φοβερὸ κεφάλι
Κι' ἀντάμα φεύγουνε τὰ δυὸ, πέρνουν βουνὰ καὶ λόγκους.
Κ' ἐκεῖθε ποῦ διαβαίνουνε, ξαφνίζονται τὰ δέντρα
Καὶ τὤνα τἄλλο ῥώταγε, ὁ πεύκος τὰ πλατάνια,
Τὸ κυπαρίσσι τὴν ἐτιὰ καὶ ἡ φτέλια τὴ δάφνη,
Ποιος νἆν' ἐκειὸς ποῦ πέρασε; μὴν ἦταν ὁ Βλαχάβας;
Καὶ γέρνουνε νὰ τὸν ἰδοῦν κ' ἐκεῖνος πάντα φεύγει.
Καὶ πρὸς τὰ ξημερώματα φθάνει ψηλὰ στὴν Ὄσσα,
Ψηλὰ, ψηλὰ, κατάκορφα, ἀνάμεσα στὰ χιόνια
Καὶ σκάφτει λάκκονε βαθὺ καὶ χώνει τὸ κεφάλι
Κ' ἐκεῖ σιμά του ἁπλώνεται καὶ πέφτει νὰ πεθάνῃ.
Χαρὰ 'ς τὸ χιονοκρέββατο, τὸ μνήμα τοῦ Βλαχάβα!
Ἡ μάνα, ποῦ τὸν ἔκαμε, τὰ σπλάχνα της ἀνοίγει
Καὶ σὰν παιδὶ μὲς 'ς τὴν κουνιὰ νὰ κοιμηθῇ τοῦ ςρώνει.
Ἄχ! πότε θἄλθῃ ἕνας καιρὸς ὁ ἥλιος ν' ἀνατείλῃ
Τόσος ζεστὸς καὶ φλογερὸς, ποῦ τὸ βουνὸ ν' ἀνάψῃ,
Νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ πολλὰ τὰ χιόνια,
Γιὰ νὰ φανῇ πάλαι ψηλὰ στὴ ῥάχη τὸ κεφάλι,
Νὰ ξαφνιαστοῦν τὰ Γιάννινα καὶ νὰ τὸ προσκυνήσουν,
Ν' ἀναστενάξ' ἡ Ἀρβανιτιὰ, κι' ἡ ἔρμη Θεσσαλία
Νὰ ἰδῇ τὴ νεκρανάσταση καὶ νὰ τήνε γιορτάσῃ;
Μὲς 'ς τὴ κοιλιὰ τῆς μάνας σου, Βλαχάβα μου, κοιμήσου.
Θὰ νἄλθ' ἡ ὥρα κ' ἡ στιγμὴ τὴ μήτρα της ν' ἀνοίξῃ
Ἡ Ὄσσα ἡ περήφανη νὰ σὲ γεννήσῃ πάλαι·
Καὶ θἄβγῃς ὁλοζώντανος καὶ θὰ νὰ ξεφυτρώσῃς
Σὰ σπόρος, ποῦ δὲ σέπεται θαμμένος μὲς 'ς τὸ χιόνι
Κι' ὁπ' ὅσο στέκεται στὴ γῆ τόσο βαθειὰ ῥιζόνει.
Πηγή: Μνημόσυνα, Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης
Φωτογραφίες: Travelogues, Μετεωρίτικοι Αντίλαλοι, Το Γεφύρι της Επικοινωνίας μας
Ἑλλήνων Φῶς