Ἐλευθερία! Ἕνας λόγος…
Γράφει ὁ Ἠλιάδης Σάββας, Δάσκαλος
Ἀποστατεῖ ὁ ἄνθρωπος. Πορεύεται τὸ δρόμο τοῦ «ἀφίστασθαι». Ἀποστατεῖ. Ἀπὸ τί; Ἀπὸ ποῦ; Ἀπὸ ποιόν; Δὲν ἔχει καὶ πολλὴ σημασία. Πὲς ἀπὸ τὸ κατὰ φύση. Πὲς ἀπὸ τὰ καθιερωμένα. Πὲς ἀπὸ τὸ κοινῶς καὶ ἐπὶ αἰῶνες λεγόμενο «λογικό». Πάντως «ἀφίσταται» καὶ κρατάει ὅλο καὶ μεγαλύτερες ἀποστάσεις ἀπὸ «τὸ δικό του ὄντως εἶναι». Ἀπὸ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε. Διότι δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, δὲν εἶναι γὶ` αὐτὰ πλασμένος. Γὶ` αὐτὰ ποὺ βλέπουμε καὶ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ αὐτή. Δὲν τοῦ ἀξίζουν. Δὲν τοῦ πρέπουν. Τὸν ἀδικοῦν κατάφορα. Αὐτοαδικεῖται. Ἀλλά, συνεχίζει. Ἔχει τὸ δικαίωμα;;;
Στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, πάντα ἡ ἀποστασία ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὸν πόνο. Δὲν πρόκειται γιὰ προφητεία ἢ μαγικὴ πρόβλεψη ἢ ἐπιστημονικὸ πόρισμα. Εἶναι γεγονός. Μόνο ὁ χρόνος τὰ χωρίζει.
Γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ἐλευθερία, λέει. Ἔχει ἀνάγκη, ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἐλευθερία. Ἔχει ἀνάγκη τὴν ἐλευθερία. Εἶναι πλασμένος γιὰ τὴν ἐλευθερία. Ποιὰ ἐλευθερία ὅμως; Στρέφουμε τὸ λόγο, γιὰ νὰ... κλείσει «ἐλεύθερα»:
1. Νά, αἴφνης, μίλησε τὸ ἀεροπλάνο. Μίλησε καὶ ἔβγαλε τὸ ἄχτι τόσων χρόνων. Ἐξέφρασε τὸ μεγάλο του παράπονο:
«Ἐσεῖς, μηχανικοὶ καὶ ἐπιστήμονες τῆς ἀεροπλοΐας. Κοιμάστε ὄρθιοι! Ἔπρεπε νὰ ἔρθει ἡ ὥρα νὰ μιλήσω, γιὰ νὰ σᾶς ἀνοίξω τὰ μάτια; Δὲ βλέπετε ποὺ μὲ φτιάξατε μ` αὐτὸ τὸ τεράστιο βάρος καὶ ἀπὸ πάνω μὲ φορτώνετε συνεχῶς τέτοια μεγάλα φορτία; Τόσους ἀνθρώπους, τόσες ἀποσκευές. Καὶ καλά, αὐτὸ πάει κι ἔρχεται. Πρέπει νὰ ἐξυπηρετηθοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ βοηθήσω κι ἐγώ, νὰ τοὺς διευκολύνω στὴ ζωή τους.
Εἶναι ἀνάγκη, ὅμως, νὰ μοῦ γεμίζετε κι ἀπὸ πάνω αὐτὲς τὶς μεγάλες ἀποθῆκες, τὰ ρεζερβουάρ, μὲ τόσους τόνους ὑγρὸ καὶ τὸ βάρος μου νὰ γίνεται ἀκόμη περισσότερο; Νὰ δυσκολεύομαι στὴν ἀπογείωση καὶ νὰ κινδυνεύω στὴν προσγείωση; Ἐνῶ, ἂν ἔλειπαν αὐτές, θὰ ἤμουν ἐλαφρύτερο καὶ θὰ μποροῦσε νὰ μείνει ἐπιπλέον χῶρος γιὰ περισσότερους ἐπιβάτες; Σᾶς παρακαλῶ πολύ, νὰ μὴν μοῦ ξαναβάλετε ὑγρά, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ πετάω ψηλότερα, «ἐλεύθερα», μὲ ἀσφάλεια καὶ μὲ περισσότερη εὐκολία».
2. Δὲν ἔμεινε πίσω καὶ τὸ τρένο. Αὐτὸ ἔχει περισσότερα ἀπωθημένα, διότι τραβάει τὸ δικό του βάσανο γιὰ πολὺ περισσότερα χρόνια ἀπὸ τὸ ἀεροπλάνο. Ξύπνησε ἕνα πρωὶ καὶ ζήτησε κι αὐτὸ τὰ «δικαιώματά του»:
«Εἶστε στὰ καλά σας, βρὲ ἄνθρωποι; Μὲ βάζετε καὶ κάνω τοῦ κόσμου τὶς ἀγγαρεῖες. Νὰ τρέχω νύχτα μέρα ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ. Νὰ κουβαλῶ, ἐκτὸς ἀπό σας, χίλια μύρια πράγματα. Ὡραία, δὲν διαφωνῶ. Ἀφοῦ μὲ κατασκευάσατε ἐσεῖς, θὰ τὰ κάνω, θὰ δουλέψω γιὰ σᾶς.
Ἀλλά, γιατί μὲ κρατᾶτε φυλακισμένο μέσα σὲ δυὸ σιδερένιες ράγες; Γιατί νὰ ἀκολουθῶ τὴν πορεία τους καὶ νὰ μὲ πηγαίνουν ὅπου θέλουν αὐτές; Ἐγὼ θέλω τὴν ἐλευθερία μου. Θέλω νὰ βγῶ ἀπὸ τὶς ράγες καὶ νὰ ἀκολουθήσω ὅποια διαδρομή μου ἀρέσει. Ξέρω κι ἄλλα μονοπάτια ποὺ ἔχουν ἄπειρες καὶ ποικίλες ὀμορφιές. Θέλω νὰ τὰ περπατήσω. Ζητῶ νὰ μοῦ δώσετε τὴν ἐλευθερία ποὺ δικαιοῦμαι. Ἂν εἶχα τὴ δυνατότητα, θὰ σᾶς ἔκανα ἀπὸ καιρὸ καταγγελία γιὰ «καταπάτηση δικαιωμάτων». Ἀλλά, ἔστω καὶ τώρα! Βγάλτε μὲ ἐπιτέλους ἀπὸ αὐτὴν τὴ φυλακή, γιατί θὰ σκάσω!».
3. Ἰδοὺ καὶ ἕνας ἀπὸ τὸ δικό μας «εἶδος». Ἕνα ἀγοράκι δύο τριῶν χρονῶν. Αὐτὸ βγῆκε «ἰδιοφυία» καὶ μπορεῖ νὰ μιλάει, νὰ κάνει διάλογο, νὰ ἀντιλαμβάνεται τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀπαιτεῖ τὰ δικαιώματά του.
Λοιπόν, αὐτὸ τὸ παιδὶ μένει μὲ τὴν οἰκογένειά του σὲ διαμέρισμα μιᾶς πολυκατοικίας στὸν ἕβδομο ὄροφο. Τὸν τελευταῖο καιρὸ τὸ βλέπουμε νὰ βγαίνει συνεχῶς στὸ μπαλκόνι, νὰ πιάνει τὰ κάγκελα καὶ νὰ τὰ βροντάει, φωνάζοντας δυνατὰ καὶ κλαίγοντας ἀσταμάτητα. Τὸ βλέπαμε καὶ στενοχωριόμασταν. Δὲν μπορούσαμε νὰ καταλάβουμε περὶ τίνος ἐπρόκειτο. Μιὰ μέρα ρωτήσαμε τὸ γείτονά τους καὶ μᾶς εἶπε τὸ λόγο, ποὺ δημιουργοῦσε αὐτὴν τὴν ἀναστάτωση:
«Ἤθελε, λέει, νὰ βγάλουν οἱ γονεῖς τοῦ τὰ κάγκελα ἀπὸ τὴ βεράντα, διότι αἰσθανόταν φυλακισμένο. Τοὺς κατηγοροῦσε ὅτι τὸ εἶχαν καταδικασμένο σὲ ἀπάνθρωπο περιορισμό. Τοῦ στεροῦσαν τὴν ἐλευθερία του καί, ἂν δὲν ἔκαναν αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε, θὰ τοὺς πήγαινε στὸν εἰσαγγελέα».
Ὁ νοῶν νοείτω. Περισσὸς ὁ λόγος.
Στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντως, κατὰ πώς μᾶς διδάσκουν οἱ ἅγιοι, ἡ ἐλευθερία εἶναι ἀπόλυτη καὶ μὲ τὰ καύσιμα καὶ μὲ τὶς ράγες καὶ μὲ τὰ σιδερένια κάγκελα.
Καὶ γιὰ ὅποιον ἀμφιβάλλει καὶ κοντοστέκεται, ἡ μόνη ἀπάντηση: «Ἔρχου καὶ ἴδε» (Ἰωαν. 1,46).
«Τῇ ἐλευθερία οὔν, ἢ Χριστὸς ἠμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῶ δουλείας ἐνέχεσθε». (Γαλ. 5,1).
Ἠλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 8-10-2016
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό