Ελληνέζοι – Κυπριονέζοι, Ένας λαός, αγώνας κοινός;
«Είσαστε ένας λαός ως επί το πλείστον μικροαστοί, βολεμένοι και αλλοτριωμένοι», ξεφώνησε με μένος πρώτος ο Ελληνέζος, παίρνοντας το γνωστό υφάκι του πεφωτισμένου εργατοπατέρα που, έχοντας το ταξικόμετρο στην τσέπη του, νιώθει ασφάλεια και κρατά τις αποστάσεις του από τον «στείρο αντιδραστισμό» του κυπριακού προβλήματος. Φυσικά, δεν βλέπει τα οφθαλμοφανή, αφού αυτό το υφάκι, τον τυφλώνει, μαζί με τον ιμπεριαλισμό που υποτίθεται ότι αντιτάσσεται. Δεν βλέπει το κυπριακό πρόβλημα ως μία διαδικασία, ως ένα συνεχές, μία καταπίεση που δεν ξεκίνησε τώρα, αλλά χρόνια πριν. Το βλέπει λες και ξεκίνησε μόλις 25 χρόνια πριν, αφού όλοι αυτοί που νομίζουν ότι κρατούν τα ηνία του αγώνα, θεωρούν ότι η ανθρωπότητα και η ιστορικότητά της ξεκίνησε με την ημερομηνία της γέννησής τους, πνίγοντας την κοινωνία με την άθλια, αποπνικτική «επαναστατικότητά» τους. Εξ ου και δεν μπορεί να ερμηνεύσει, μόνο να κρίνει αφ’ υψηλού. Δεν μπορεί να κατανοήσει και να δει τα υποκείμενα και την ιστορία στην ολότητά της, αλλά προσπαθεί να ταιριάξει το παζλ με βάση τα κομμάτια που γέννησε το μανιφέστο του, χωρίς να τολμά να ασκήσει έστω και μία κριτική, να αναιρέσει και να επανεπινοήσει, όντας συνεπίκουρος και αρωγός της μοίρας του. Να αντιληφθεί τον τόπο και την ιστορία του, όχι ως μία τυποποιημένη μαθηματική πράξη που πηγάζει από μία απλή υλιστική φιλοσοφική στάση, αλλά ως κάτι πολύ πιο πέρα από αυτό. Κάτι που έχει τη δική του λογική και δυναμική.
«Κοίτα ποιος μιλάει. Όταν ο λαός της Κύπρου σας χρειάστηκε, εσείς δεν ήσασταν πουθενά, ποτέ δεν βοηθήσατε. Κούφια λόγια αραδιάζατε και είδατε τι πάθατε τώρα. Ό,τι κι αν πάθατε, σας άξιζε. Τέτοια και χειρότερα, τεμπελχανάδες, φαφλατάδες Ελληνέζοι», απαντά ο Κυπριονέζος ανθρωπάκος, με ύφος χιλίων καρδιναλίων, λες και κέρδισε τίποτα μόνος του, λες και μπορεί να υπάρξει αυτόνομος, λες και δεν είναι αυτό που τον ήθελαν οι «δυνατοί» να είναι, ένα τίποτα, χωρίς ιστορική συνείδηση. Είναι αστείο. Όσο αστείο είναι να βλέπεις ένα αμάξι χωρίς τροχούς να προσπαθεί να πάρει μπρος, όσο αστείο είναι να βλέπεις έναν ποιητή χώρια από την ποίησή του, έναν ζωγράφο με κατσαβίδι αντί πινέλο. Τόσο αστείο. Αλλά και τραγικό. Να βλέπεις ανθρώπους αποκομμένους από το περιβάλλον που τους γέννησε να διαπραγματεύονται την ύπαρξή τους όχι με δικούς τους όρους, αλλά με όρους που τους θέτει η λογική του υποτελούς, του σκλάβου. Το να υπερκεράζουν δύο γεγονότα που προκλήθηκαν από μία δικτατορία-υποχείριο των δυναστών μας, μία ολόκληρη γλωσσική και πολιτισμική συνάφεια, ανθεκτική στον χρόνο και σε ολόκληρη την πορεία της ιστορικής μας συνέχειας και ύπαρξης, δείχνει όλη αυτή την απαιδευσία που κατακλύζει τη Ρωμιοσύνη στη σύγχρονη ιστορία μας.
Ό,τι και να πει κανείς είναι λίγο. Είναι λίγο για την περίσταση, για τον αγώνα που απαιτείται και για την ταυτότητά μας ως υποκείμενα ενός ιστορικού έθνους. Ενός έθνους που παρά τους πολλούς μετασχηματισμούς που υπέστη, ποτέ δεν απεμπόλησε εξ ολοκλήρου την εθνική του υπόσταση. Που από την πολιτική του ανεξαρτησία και μετέπειτα, καθότι εξαρτημένο, δεν έχασε τη συλλογική του συνείδηση –την αίσθηση του ανήκειν και του συνανήκειν– και έρχονται κάποιοι «μικροί» στο μπόι και στην ψυχή να βάλουν μια γραμμή, τη γραμμή του δήθεν πραγματιστικού ρεαλισμού, της και καλά λογικής. Δυστυχώς, αυτό δεν το αντικρίζεις πρωτίστως στους ανθρώπους που δεν είχαν τα ερείσματα να αποκτήσουν μία πολιτική σκέψη αντίστοιχη των δυσκολιών που την απαιτούν, αλλά το αντικρίζεις αρχικά στους αξιωματούχους και των δύο κρατών, όπως και σε πολλούς διανοούμενους.
Το «κυπριακό πρόβλημα» δεν ορίζει τίποτε άλλο παρά την απόλυτη γεωγραφική οριοθέτηση του ζητήματος. Δεν είναι Κυπριακό. Είναι Ελληνικό. Ελληνικότατο. Το δεύτερο πρόσωπο δεν δύναται να διαχωρίσει τους Έλληνες της Κύπρου από τους Ελλαδίτες, αλλά ούτε να επινοήσει νέες ταυτότητες από το πουθενά. Δεν είναι «εσείς οι Κύπριοι» ούτε «εσείς οι Καλαμαράδες». Είναι εμείς που δεν γνωρίζουμε την τύφλα μας. Είναι το κυπριακό πρόβλημα ως πρόβλημα του Ελληνισμού, ως ένα πρόβλημα ταμπού για την ελλαδική ηγεσία, την ελληνική Αριστερά, τον ελληνικό δημοκρατικό, πατριωτικό χώρο. Ένα ζήτημα τόσο φορτισμένο συναισθηματικά και πολιτικά, που η κοινωνία μας το παραμέρισε, έσβησε την ύπαρξή του. Κανένα αναλυτικό μας εργαλείο πλέον ως κοινωνία δεν εμπεριέχει αυτό το πρόβλημα. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν γίνονται οι απαραίτητες συνδέσεις με το Κουρδικό, το Παλαιστινιακό, τον αγώνα των ιθαγενών της Λατινικής Αμερικής και τόσων άλλων δημοκρατικών, προοδευτικών, εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο κανενός, γιατί γεμίζει αυτόν που το επικαλείται με μιαρότητα, απαγορευτική για τον πολιτισμό μας.
Ο αντιδραστισμός που παρατηρείται στους κόλπους των Κυπρίων πατριωτών δεν μπορεί να θεαθεί έξω από την ιστορία. Έχει λογική, παρελθόν και παρόν. Δεν γίνεται, όμως, να σβήσουμε έναν ολόκληρο αγώνα για το δίκαιο, για κάποιες αντιδραστικές φωνές. Στο χέρι μας είναι να του δώσουμε τον ριζοσπαστισμό που χρειάζεται, να δώσουμε σε αυτόν τον αγώνα ένα λαμπρό πλαίσιο που του αξίζει.
Γι’ αυτό, λοιπόν, Ελληνέζε, θα φάω στα μούτρα όλο τον αντιδραστισμό. Γιατί εσύ δεν το κάνεις, αλλά φοράς την τελευταία λέξη της μόδας. Την επανάσταση εκ του ασφαλούς. Γι’ αυτό λοιπόν, Κυπριονέζε, θα σε έχω δίπλα μου, αν κατανοήσεις την ουσία του αγώνα και πετάξεις στο χρονοντούλαπο την ιστορική σου απραξία.
Γιώργος Τάττης
Κακούργα κοινωνία
Πηγή: Εφημερίδα Ένωσις