ΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

Ἕνα τριαντάφυλλο ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Ὁμήρου, διήγημα τοῦ Χάνς Κρίστιαν Ἄντερσεν

ΧΑΝΣ ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΑΝΤΕΡΣΕΝ (1805 - 1875)

ΔΙΗΓΗΜΑ

Στ' Ἀνατολίτικα τραγούδια ἀντηχεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀηδονιοῦ γιὰ τὸ τριαντάφυλλο· μέσα στὴ σιωπὴ τῆς ἔναστρης νύχτας, ὁ φτερωτὸς τραγουδιστὴς λέει μιὰ σερενάτα στὸ μυρωμένο του λουλούδι.

Ὄχι μακρυὰ ἀπὸ τὴ Σμύρνη, κάτω ἀπ' τὰ πανύψηλα πλατάνια ὅπου ὁ πραγματευτὴς πάει τὶς φορτωμένες καμῆλες του ποὺ σηκώνουν περήφανα τὸ κεφάλι καὶ πατοῦν ἀδέξια ἕνα χῶμα ἱερό, εἶδα ἕνα θάμνο ἀπὸ ἀνθισμένες τριανταφυλλιές. Ἀγριοπερίστερα πετοῦσαν ἀνάμεσα στὰ κλαδιὰ τῶν ψηλῶν δέντρων, καὶ τὰ φτερά τους ἔλαμπαν σὰ μαργαριτάρια σὰν τ' ἄγγιζε μιὰ ἡλιαχτίδα.

Ἕνα λουλούδι ἀπὸ τὸ θάμνο μὲ τὶς τριανταφυλλιὲς ἦταν τὸ πιὸ ὡραῖο ἀπ' ὅλα, καὶ γι' αὐτὸ τὸ λουλούδι τὸ ἀηδόνι τραγουδοῦσε τοὺς ἐρωτικούς του καϋμούς, ἀλλὰ τὸ τριαντάφυλλο ἀπόμενε βουβό, καμιὰ σταγόνα δροσιᾶς δὲν ἔβλεπες στὰ πέταλά του, σὰ συμπονετικὸ δάκρυ, καὶ τὸ λουλούδι ἔσκυβε μὲ τὸ κοτσάνι του πάνω σὲ μεγάλες πέτρες.

«Ἐδῶ ἀναπαύεται ὁ πιὸ μεγάλος ραψωδὸς τῆς γῆς, ἔλεγε τὸ τριαντάφυλλο, θέλω ν' ἀρωματίσω τὸν τάφο του, καὶ νὰ σκορπίσω πάνω του τὰ πέταλά μου ὅταν ἡ καταιγίδα μοῦ τὰ ρίξει. Ὁ ραψωδὸς τῆς Ἰλιάδας κατάντησε σκόνη σὲ τοῦτη τὴ γῆ ὅπου φυτρώνω. Ἐγώ, τριαντάφυλλο τοῦ τάφου τοῦ Ὁμήρου, εἶμαι ἱερό, δὲν ἀνθίζω γιὰ τὸ φτωχὸ ἀηδόνι.»

Καὶ τὸ ἀηδόνι κελάδησε, κελάδησε, ὤσπου ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή.

Ὁ καμηλιέρης ἦρθε μὲ τὶς φορτωμένες καμῆλες του καὶ τοὺς μαύρους του σκλάβους. Τὸ ἀγοράκι του βρῆκε τὸ νεκρὸ πουλάκι, κ' ἔθαψε τὸ μικρὸ φτερωτὸ τραγουδιστὴ στὸν τάφο τοῦ Ὁμήρου, καὶ τὸ τριαντάφυλλο ἀναρρίγησε μέσ' στὸν ἄνεμο. Ἡ νύχτα ἁπλώθηκε, τὸ τριαντάφυλλο ἔκλεισε πιὸ πολὺ τὰ πέταλά του καὶ ὀνειρεύτηκε πὼς ἦταν μιὰ ὄμορφη ἡλιόλουστη μέρα καὶ πὼς μιὰ ὀμάδα ἀπὸ «Φράγκους» εἶχαν ἔρθει νὰ προσκυνήσουν τὸ τάφο τοῦ Ὁμήρου, καὶ πὼς ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς τοὺς ξένους, ἦταν ἕνας ραψωδὸς ἀπ' τὸ βορρᾶ, ἀπὸ τὴ χώρα τῆς ὁμίχλης καὶ τῆς πολικῆς αὐγῆς, πὼς πῆρε τὸ τριαντάφυλλο καὶ τὸ φύλαξε μέσα σ' ἕνα βιβλίο, κ' ἔτσι τὸ πῆγε σ' ἕν' ἄλλο μέρος τοῦ κόσμου, στὴν μακρυνή του πατρίδα. Κι ἀπὸ τὴ θλίψη του, τὸ τριαντάφυλλο μαράθηκε κι ἀπόμεινε πλακωμένο μέσ' στὸ βιβλίο, ποὺ ὁ ξένος τὸ ἄνοιξε στὸ σπίτι του, λέγοντας: «Νά ἕνα τριαντάφυλλο ἀπ' τὸν τάφο τοῦ Ὁμήρου.»

Αὐτὸ ἦταν τ' ὄνειρο τοῦ λουλουδιοῦ, ποὺ ξύπνησε κι ἀναρρίγησε ἀπ' τὸν ἄνεμο.

Μιὰ σταγόνα δροσιᾶς ἔπεσε ἀπ' τὰ πέταλά του στὸν τάφο τοῦ ραψωδοῦ, κι ὁ ἥλιος ἀνάτειλε, καὶ τὸ τριαντάφυλλο ἄνοιξε κι' ἔγινε ἀκόμα πιὸ ὡραῖο ἀπὸ πρῶτα. Ἡ μέρα ἦταν ζεστή, καὶ τὸ τριαντάφυλλο βρισκόταν στὴν φλογερὴν Ἀσία. Τότε βήματα ἀκούστηκαν, «Φράγκοι» ξένοι ἔφτασαν, ὅμοιοι σὰν ἐκείνους ποὺ τὸ λουλούδι εἶχε δεῖ στ' ὄνειρό του, κι ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς ἦταν ἕνας ποιητὴς ἀπ' τὸ βορρᾶ, ποὺ ἔκοψε τὸ τριαντάφυλλο καὶ τὸ φίλησε, καὶ τὸ πῆρε μαζί του, μακρυά, στὴ χώρα τῆς ὁμίχλης καὶ τῆς πολικῆς αὐγῆς.

Ἔτσι σὰ μιὰ μούμια, τὸ ξεραμένο πιὰ λουλούδι ἀναπαύεται τώρα στὴν Ἰλιάδα του, καὶ σὰ μέσα σ' ὄνειρο, ἀκούει τὸν ποιητὴ νὰ λέει, σὰν ἀνοίγει τὸ βιβλίο του:

«Νά ἕνα τριαντάφυλλο ἀπ' τὸν τάφο τοῦ Ὁμήρου.»

Μεταφρ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ



Πηγή: «Νέα Εστία» τχ. 896, 1964
Φωτογραφία: https://gr.pinterest.com/

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *