Έναρξη δεύτερης πολιορκίας τού Μεσολογγίου
Ενώ ο Ιμπραήμ πασάς σκορπούσε τόν τρόμο στήν Πελοπόννησο, ένας άλλος εξίσου ικανός αλλά καί βάρβαρος μουσουλμάνος στρατηγός, ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς, γεωργιανής καταγωγής, ετοίμαζε τήν εισβολή στή Στερεά Ελλάδα καί τήν εκπόρθηση τού Μεσολογγίου πού αποτελούσε τό βασικότερο εμπόδιο γιά τά σχέδια τών Οθωμανών στή Δυτική Ρούμελη. "Τό Μεσολόγγι ή τό κεφάλι σου", ήταν η εντολή πού τού είχε δώσει ο πατισάχ καί παντοδύναμος σουλτάνος τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Μαχμούτ Β'. Ο Ρεσίτ πασάς ο επονομαζόμενος Κιουταχής γνώριζε πολύ καλά τί σήμαινε αυτή η διαταγή, αφού δεκάδες ήταν οι πασάδες πού είχαν πληρώσει τίς αποτυχίες τους μέ τό κεφάλι τους.
Ο Ρεσίτ πασάς διορίστηκε Ρούμελη βαλεσής, στή θέση τού Ομέρ Βρυώνη πού ανέλαβε τή διοίκηση τής Θεσσαλονίκης. Από τήν Υψηλή Πύλη τού αποδόθηκαν δικαιώματα ζωής καί θανάτου επί τών αξιωματικών του καί έτσι μέ γεμάτα τά σεντούκια του από χιλιάδες γρόσια γιά μισθούς καί εφόδια ο φιλόδοξος πασάς ξεκίνησε τόν χειμώνα τού 1825 μέ τόν πολυάριθμο στρατό του από τή Λάρισα. Στή συνέχεια τό τούρκικο ασκέρι διανυκτέρευσε στά Τρίκαλα καί πέρασε τόν Ασπροπόταμο (Αχελώο), κατευθυνόμενο πρός τήν Ήπειρο. Στό διάβα του σκορπούσε τόν τρόμο στούς πληθυσμούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν νά βρούν καταφύγιο στά χιονισμένα βουνά τής Πίνδου. "Αλλ' εν τοσούτω, μ' όλα τά επαπειλούμενα ταύτα κακά, κανένας δέν έλαβε τήν ιδέαν νά υποκύψη εις τούς εχθρούς τής πίστεως καί τής πατρίδος". (Σπυρομίλιος)
Ο Ρεσίτ πασάς έδειξε από νωρίς τόν αιμοβόρο χαρακτήρα του καί θανάτωσε τούς Αλβανούς Σούλτσα Κόρτσα καί Δερβίς Χασάν μέ τήν κατηγορία τής απειθαρχίας. Τήν ίδια τύχη είχαν καί πολλοί Ρωμιοί όμηροι πού δέν είχε προλάβει νά απελευθερώσει ο ηπιότερος Ομέρ Βρυώνης, μέ πιό γνωστό τόν Αλέξιο Χαντζερλή από τήν Κωνσταντινούπολη, ο οποίος αποκεφαλίστηκε στά Ιωάννινα. Ο Ρούμελη βαλεσής κάλεσε σέ στρατολογία όλους τούς πιστούς τού Αλλάχ, μέ τήν υπόσχεση πλουσίων λαφύρων από τίς περιουσίες τών γκιαούρηδων. Ο μισθός πού θά λάμβανε κάθε στρατιώτης θά ήταν μεγαλύτερος από κάθε άλλη φορά. Οι πομπώδεις στρατιωτικές προετοιμασίες γιά τήν εκστρατεία στή Δυτική Στερεά είχαν γίνει γνωστές στήν ελληνική κυβέρνηση καί κυρίως στόν Μαυροκορδάτο, πού είχε μεγαλύτερη επιρροή στό Μεσολόγγι, αλλά δυστυχώς δέν έγιναν οι ανάλογες προετοιμασίες γιά νά εμποδιστεί η κάθοδος τού οθωμανικού στρατού πρός τό νότο. Ο σερασκέρης έφθασε ανενόχλητος έξω από τά τείχη τού Μεσολογγίου στίς 15 Απριλίου 1825 μέ 40000 άνδρες. Στό πέρασμά του δέν συνάντησε τήν παραμικρή αντίσταση. Όλα τά χωριά από τά οποία περνούσε μέ τό ασκέρι του ήταν έρημα από κατοίκους καί ο πασάς χωρίς δεύτερη σκέψη τά παρέδιδε στίς φλόγες. Οι περισσότεροι κάτοικοι τών χωριών τού Βάλτου καί τού Ξηρόμερου βρήκαν καταφύγιο στόν Κάλαμο, αλλά όσοι δέν πρόλαβαν κατέφυγαν στό Μεσολόγγι, αυξάνοντας σημαντικά τίς ανάγκες τής πόλης σέ τρόφιμα καί νερό.
Ο Κιουταχής στρατοπέδευσε έξω από τή βολή τών πυροβόλων τού Μεσολογγίου καί αμέσως φρόντισε νά κατασκευάσει ελικοειδείς τάφρους γύρω από τό στρατόπεδο. Γιά νά αποφύγει ξαφνικές επιθέσεις εκ μέρους τών Ρωμιών, τοποθέτησε φρουρές στά δερβένια (στενά περάσματα), ώστε νά εξασφαλίσει τά νώτα του καί εξαπέστειλε 5000 άνδρες νά καταλάβουν τά Σάλωνα (Άμφισσα) ώστε νά μήν απειληθεί από τούς οπλαρχηγούς τής Ανατολικής Ρούμελης. Μέ τή βοήθεια Γάλλων καί Αυστριακών μηχανικών άρχισε τήν κατασκευή υπονόμων, χαρακωμάτων καί χωμάτινων λόφων κοντά στά τείχη τού Μεσολογγίου. Εκεί κατασκεύασε κανονιοστάσια καί τοποθέτησε πυροβόλα ώστε νά κάνει όσο τό δυνατό πιό στενή τήν πολιορκία τής πόλης. Γιά τήν εκτέλεση αυτών τών εργασιών είχε στή διάθεσή του χιλιάδες Χριστιανούς σκλάβους, αφού οι Αλβανοί καί οι Τούρκοι στρατιώτες πού διέθετε δέν καταδέχονταν νά τίς εκτελέσουν.
Στίς 20 Απριλίου 1825, άρχισε ο βομβαρδισμός τής πόλης από τό οθωμανικό πυροβολικό, στό οποίο απαντούσαν μέ ευστοχία οι Έλληνες πυροβολητές τού Μεσολογγίου. Οι κανονιές αντηχούσαν στό Χλεμούτσι καί τίς άκουγε ο Νικόλαος Κασομούλης καθώς κατευθυνόταν στό Μεσολόγγι, όπου πολεμούσαν κιόλας δύο αδέλφια του. Οι κανονιές αντηχούσαν καί στή Ζάκυνθο, όπου βρισκόταν ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Οι Έλληνες σημάδευαν τούς σκλάβους πού εκτελούσαν τίς αγγαρείες καί τίς κατασκευές τών χαρακωμάτων. Μία ημέρα κάποιοι απελπισμένοι από τό μαστίγωμα τών φρουρών καί από τίς φονικές βολές τής φρουράς, ανέβηκαν σέ ένα λόφο καί φώναξαν: "Είμαστε Χριστιανοί καί ομογενείς σας. Σκοτώστε μας γιά νά πάρουν τέλος τά βάσανά μας." Καί τότε σταμάτησαν οι πυροβολισμοί.
«Ο σουλτάνος εξέδωκε διατάγματα τού διορισμού τού Κιουταχή ως Ρούμελη βαλεσή καί σερασκέρη καί προσέτι τού προσέθηκε καί τάς ηγεμονίας Αυλώνα, Γιάννινα καί Δελβίνο Σαντζακλάρι, τόν δέ μέχρι τής εποχής αυτών ηγεμόνα Ομέρ πασσά Βρυώνη τόν μετέθεσεν εις τήν ηγεμονίαν τής Θεσσαλονίκης. Διαθέσασα ούτω πώς τά πράγματα η κυβέρνησις τού σουλτάνου εξέδωκε διατάγματα προσκαλούσα άπαντας τούς μουσουλμάνους τής Αλβανίας όπως εκστρατεύσωσι μετά ζήλου κατά τών απίστων ασίδων (επαναστατών), οίτινες αχαρίστως φερόμενοι πρός τό ευεργετήσαν πάντοτε αυτούς δοβλέτι (κράτος) επανεστάτησαν καί θέλουν νά κλονίσουν τήν βασιλείαν τών Οθωμανών, τοίς προσέθετε δέ νά μήν καταδεχθώσι νά βλέπουν τήν σημαίαν των, αλλά νά τρέξωσι τιθέμενοι υπό τάς διαταγάς τού Ρούμελη βαλεσή καί μετά θρησκευτικού ζήλου νά τρέξωσι κατά τών εχθρών διά νά τούς καταστρέψωσι μίαν ώραν πρωτύτερα, διότι όσον αργοπορεί τό πράγμα, τόσον γίνεται επικινδυνωδέστερος διά τούς μουσουλμάνους.
Μετά τήν έκδοσιν τών φερμανίων (διαταγών) εξέδοτο καί ο σερασκέρης διαταγάς πρός όλας τάς επαρχίας τού βεζυράτου τής Ρούμελης καί πρός τούς τής Αλβανίας διά νά στρατολογηθώσι σπουδαίως καί νά μεταβώσιν εις τά Ιωάννινα οπού είχε διατάξει νά γίνη τό γενικόν στρατόπεδον. Η στρατολογία αύτη εξετελέσθη συντόμως συναχθέντος τού διαταχθέντος στρατού, όλος δέ εσύγκειτο πλέον τών σαράντα χιλιάδων Οσμανλίδων, Γκέκιδων καί Αλβανών, τών τελευταίων ο αριθμός ήτον μεγαλήτερος, πρός τούς οποίους επί κεφαλής είχε προσδιορίσει ως αρχηγούς τούς Ισμαήλ πασσά Πλιάσα, Μπανούς Σεβρένην, Αγοβασιάρην, Ταχίρ Αμπάζην, καί άλλους τοιούτους προκρίτους τής Αλβανίας.
Ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασσάς εγνώριζεν ότι ο οθωμανικός στρατός δέν ηδύνατο νά παλεύση μέ τούς Έλληνας μόνον διά προσβολών καί τών επιθέσεων επί τού φρουρίου καί νά φέρη τό απαιτούμενον αποτέλεσμα, καθότι ήξευρε τό αδύνατον τής εφαρμογής εκ τών προηγουμένων εκστρατειών διά τούτο εφρόντισε νά εφοδιασθή μετά διαφόρων Ευρωπαίων μηχανικών κατ' εξοχήν Αυστριακών καί Γάλλων, τούς οποίους δι' αδράς μισθοδοσίας καί αμοιβής προσέλκυσεν εις εαυτόν. Οι ρενεγκάδες (αρνησίθρησκοι) ούτοι υπεσχέθησαν εις αυτόν, ότι διά τεχνιτών κινητών προχωμάτων θέλουν τόν εμβάσει εις τό φρούριον τού Μεσολογγίου, αλλ' απήτουν νά έχη έτοιμα άπαντα τά πρός τούτο εργαλεία καί τούς αναγκαίους εργάτας. Ο Κιουταχής ητοίμασε τά πάντα διατάξας όλας τάς υπ' αυτόν επαρχίας όπως στείλη εκάστη ανά ένα αριθμόν εργατών μεγάλον, ώστε εσυμπληρώθη ο αριθμός δύο χιλιάδες, τό αυτό έκαμε καί διά φορτηγά ζώα, τά οποία εσυνάχθησαν καί αυτά δύο χιλιάδες, ακολούθως διέταξε νά εκκινήση ο στρατός διά τήν Ακαρνανίαν καί τό Μεσολόγγιον.» Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα