ΕΝΑΣ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΕΝΑΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ ΙΕΡΕΑΣ -ΦΑΕΘΩΝ 1964
ΕΝΑΣ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ πλοίαρχος, ένας ορκισμένος γιατρός και ένας πατριώτης ιερέας ζωντανεύουν μετά από πολλά χρόνια ένα τραγικό γεγονός και ταυτόχρονα θυμίζουν ότι έξι Ελλαδίτες παραμένουν ξεχασμένοι στο κοιμητήριο Λευκωσίας.
Ο βομβαρδισμός της ακταιωρού «Φαέθων» το ’64
Το τραγικό περιστατικό στις ζωές ενός πληγωμένου πλοίαρχου, ενός ορκισμένου γιατρού και ενός πατριώτη ιερέα
Μια ιστορία που έμεινε χαμένη στην αφάνεια για 50 ολόκληρα χρόνια και ξαναβγήκε στην επιφάνεια το 2007, στο πρώτο μνημόσυνο.Ήταν ο τραυματισμένος με το κάτασπρο χέρι, στο τότε που πάλευε ο γιατρός για να τον σώσει. Μια φιγούρα τραγική με σκιές θανάτου πολλών χρόνων στο σπάσιμο της σιωπής του. Ο βομβαρδισμός της ακταιωρού «Φαέθων» στις 8 Αυγούστου 1964 ήταν ένα κακό όνειρο και εκείνος, ως κυβερνήτης του πλοίου, είχε το χρέος: στα έξι Ελληνόπουλα που σκοτώθηκαν. Ο Δημήτριος Μητσάτσος θα επισκεπτόταν το κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία όπου είναι θαμμένοι και ο ιερέας θα έδινε το λόγο του. Ο πατέρας Παναγιώτης Τριανταφύλλου θα τους μνημόνευε και ο γιατρός Ανδρέας Δημητριάδης, που χειρούργησε τον πλοίαρχο, θα έμπαινε ξανά στην ιστορία.
Μια ιστορία, η οποία σαν σήμερα κλείνει 50 χρόνια, που στην ουσία πριν από τρία άρχισε -στην απαρχή της θρησκευτικής τελετής προς ανάπαυση των έξι ελληνικών ψυχών. Τους πήραν τουρκικά πυρά. Ελλαδίτης ήταν και ο Δημήτριος Μητσάτσος -ανθυποπλοίαρχος τότε του Βασιλικού Ναυτικού- ο οποίος, κατόπιν εντολής, έπλεε με το πλοίο του στα κυπριακά νερά. Τότε, το 1964 όταν αφικνύετο, τα πράγματα ήταν τεταμένα στο νησί -μια κατάσταση σε τεντωμένο σχοινί με τους Τούρκους- και η Ελλάδα του Γεώργιου Παπανδρέου έστειλε ενισχύσεις. Μία μεραρχία στρατού και αξιωματικούς για στελέχωση της νεοϊδρυθείσας Εθνικής Φρουράς, όπως και δύο πλοία: το «Φαέθων» και το «Αρίων», δωρεά του Αναστάση Λεβέντη, η μόνη ναυτική μας δύναμη τότε.
Πλοία παλιά -καράβια ήταν γερμανικά του 1935- έπιασαν νότια ρότα για τον Βορρά μας. Το νησί δεν είχε προστασία από τη θάλασσα και τυχόν τουρκικές επιδρομές θα γίνονταν από απέναντι, από την Καραμανιά. Η υποβολή των 13 σημείων από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για τροποποίηση του Συντάγματος της Δημοκρατίας το 1963, δεν άρεσε στους Τούρκους. Και η υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959 για ανεξαρτησία, άλλα σήμαινε για αυτούς. Η αντιπαράθεση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων του τόπου ήταν γεγονός και όσο πήγαινε κορυφωνόταν η κατάσταση. Με αίμα περιλούστηκε η περίοδος 1963-1964.
Ο πλοίαρχος Μητσάτσος -27 χρόνων τότε- απόφοιτος της Σχολής Ναυτικών, έφτασε στην Κύπρο του ’64, ως αξιωματικός του Ναυτικού, κυβερνήτης του «Φαέθων» και διοικητής των δύο μοναδικών μας «πολεμικών» πλοίων. Με προβλήματα στη μηχανή κίνησε ο Μητσάτσος από το Ναύσταθμο στο Βορρά -χάλαγε συνέχεια η διαολεμένη- με πέντε πυροβόλα και μια δράκα ανθρώπους. «Υποστηρίξατε από θαλάσσης τις μάχες στη στεριά», ήταν η εντολή-αποστολή κι οι συγκρούσεις στη Μανσούρα και στα Κόκκινα βρήκαν πλοίαρχο και πλήρωμα να πολεμούν. Και σπάει πάλι η αντλία και σταματάει η μία μηχανή του «Φαέθων», με νέα εντολή να οδηγεί τον Μητσάτσο προς όρμο πάρα δίπλα για επισκευή. Μαζί και το «Αρίων», όπου το καραβοστάσι «Ξερός». Στο αιματηρό ημερολόγιο και η 7η Αυγούστου 1964, στους βομβαρδισμούς της Τηλλυρίας.
Ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο -αγνώστου ταυτότητας, σίγουρα τουρκικό- πετάει πάνω από τα κεφάλια των 23 του «Φαέθων»: του αξιωματικού Μητσάτσου, των δύο υπαξιωματικών και των 20 κληρωτών ναυτών. Σε αυτούς και ένας Κύπριος εθελοντής. Πετάει το αεροπλάνο -προπομπός επίθεσης είναι αυτό- σημάδι ότι όπου να ’ναι έρχονται τα βομβαρδιστικά. Διώχνει ο Μητσάτσος το «Αρίων» και συγκεντρώνει το πλήρωμά του: «Φύγετε. Όσοι θέλετε να φύγετε πιάστε τη βάρκα» -υποχρέωσή τους δεν ήταν να πολεμήσουν- ειρήνη βασίλευε στην Ελλάδα- σε αποστολή βρίσκονταν σε άλλο κράτος για προστασία του ελληνισμού. «Φύγετε», φώναζε ο Μητσάτσος. Να φύγουν και οι δύο υπαξιωματικοί -του ενός η γυναίκα μόλις είχε γεννήσει, του άλλου περίμενε παιδί. Κανένας δεν έφυγε. «Αναμείνετε να βληθείτε πρώτα και εν συνεχεία απαντήστε εσείς», ήταν η διαταγή από το επιτελείο. Και έφτασαν τα τουρκικά αεροπλάνα - γύπες στον ουρανό.
Πηγές: Συνεντεύξεις του Δημήτρη Μητσάτσου στην εφημερίδα «Καθημερινή» (2007), από www.enkripto.com, και στο κανάλι «Σίγμα» (9/8/08), μαρτυρίες και φωτογραφίες από τους πατέρα Παναγιώτη Τριανταφύλλου και δρα Ανδρέα Δημητριάδη, όπως και το βιβλίο του «Τα Ιατρικά Κύπρια». Πληροφορίες και από τον Χρίστο Ταπή.
Ανάπαυση των ψυχών και συνάντηση των τριών
Μέχρι που μια μέρα, τέλη του 2006, μια φιγούρα με άσπρα μαλλιά και κομμένο χέρι σκάει στο θρόισμα των φύλλων της Λευκωσίας. Εκινείτο σιωπηλός ανάμεσα στους τάφους και στα δέντρα, πλησιάζοντας σκυφτός τον ιερέα του χώρου. Εκεί, όπου μια εκκλησούλα -η Κωνσταντίνου και Ελένης- με το απέραντο λευκοκέντημα των σταυρών, ο παπά-Παναγιώτης Τριανταφύλλου άκουγε τα μετρημένα λόγια του: «Κάνε τρισάγιο παπά, για τους έξι του ‘Φαέθων’». Πού να ξέρει νεαρός παπάς από την Κατερίνη, ποιος και τι στο κοιμητήριό του, οδηγήθηκε από τη φιγούρα όπου οι πεσόντες. Όταν ολοκληρώθηκε το τρισάγιο εκείνος του αποκαλύπτεται: είναι ο πλοίαρχος του «Φαέθων», Δημήτριος Μητσάτσος.
Ήταν στα 69 του ο τότε πλοίαρχος,. Το δεξί του χέρι κομμένο -το έχασε τελικά όταν με την επιστροφή του στην Αθήνα το ’64 έπαθε γάγγραινα σε υπολειτουργόν νοσοκομείο. Άλλη πορεία πήραν τα πράματα τελικά -οι δημοσιογράφοι δεν έπρεπε να καταλάβουν τίποτα, το γεγονός στην Κύπρο έπρεπε να συγκαλυφθεί κι ένας μόνιμος αξιωματικός του ναυτικού- χωρίς χέρι, με το μανίκι στην τσέπηπώς θα εμφανιζόταν στις επίσημες δεξιώσεις; Άσχημο το θέαμα -καταλάβαμε- ο Μητσάτσος έδωσε εξετάσεις, μπήκε στο Πολυτεχνείο και έγινε ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος σε θαλάσσιες επιχειρήσεις.
«Ουδέποτε τελέστηκε μνημόσυνο για τους έξι του ‘Φαέθων’», εξήγησε ο Μητσάτσος στον παπά-Παναγιώτη. Και ουδέποτε κλήθηκε να παραστεί στα εθνικά μνημόσυνα των πεσόντων του ’64. Δυο λόγια βγήκαν τότε από τα χείλη του παπά και μια υπόσχεση περνούσε απαλά και σιγανά, όπως το θρόισμα των φύλλων:
«Από εδώ και πέρα θα τους τελώ ετήσιο μνημόσυνο». Εκεί, στο εκκλησάκι και στο κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης, η 8η Αυγούστου και η κάθε 8η Αυγούστου θα γινόταν μάρτυρας της θυσίας των έξι Ελλήνων ναυτών. Οι ψυχές τους θα ησύχαζαν. Οι τάφοι τους θα καθαρίζονταν.
Η υπόσχεση κρατήθηκε και στις 8 Αυγούστου 2007 τελέσθηκε το πρώτο μνημόσυνο από τους παπά-Παναγιώτη και Παγκύπριο Πολιτιστικό Σύλλογο Ελλαδιτών Κύπρου. Στρατός, κόμματα, κυβέρνηση, Ναυτικό εκπροσωπήθηκαν, με την παρουσία του Μητσάτσου να δυναμώνει το γεγονός στη μετάνοιά του: εάν ήξερε τι θα ακολουθούσε το ’74, δεν θα άφηνε τα παιδιά να πολεμήσουν, παραδέχθηκε. Ούτε εκείνος θα πολεμούσε.
Ειρήνη πια στη γαληνεμένη γη των αθάνατων έξι -εκεί στο βουητό της Λευκωσίας- ο γιατρός Δημητριάδης μαθαίνει για το συμβάν. Τηλεφωνεί στον πατέρα Παναγιώτη -του εξηγεί: είναι ο γιατρός που χειρούργησε τον Μητσάτσο τότε- και ρωτά εάν θα υπάρξει επόμενο μνημόσυνο. Και βεβαίως θα υπάρξει -και έγινε, στις 8 Αυγούστου 2008, όπου Μητσάτσος και Δημητριάδης, πλοίαρχος και χειρουργός, ο σωθείς και ο διασώστης, συναντιούνται. Σαράντα τέσσερα χρόνια ήταν αυτά, ποτέ δεν μίλησε ο ένας στον άλλο, καμία μνήμη δεν έμεινε από τα πρόσωπα τότε, μια ανάμνηση απλώς διαιωνιζόταν πού και πού -συχνά πολλές φορές- στο μυαλό.
Στιγμές συγκινητικές ακολούθησαν, δάκρυα για τη συνάντηση και την τραγωδία, τα πρόσωπα των δύο χαράχθηκαν από ανάμεικτα συναισθήματα. Φέτος -αυτήν τη μέρα ουσιαστικά, 8 Αυγούστου 2010- το τέταρτο μνημόσυνο τελείται για τους έξι του «Φαέθων». Εκεί, όπου το άγνωστο των έξι σταυρών ανοίγει και παίρνει μια θέση στις καρδιές και στην Ιστορία μας. Κάτω από το θρόισμα των φύλλων, όπου η σιωπή πια λαλεί ήχους και φωνές της θυσίας τους -«διά την εκπλήρωση των προαιώνιων εθνικών πόθων», όπως γράφει η ταφόπλακα των έξι: Υπασπιστής Α’ Σπυρίδων Αγαθός, ετών 29, εκ Γαρούνας Κέρκυρας Αρκαδίας, ναύτης Νικόλαος Νιάφας, ετών 22, εκ Λαμίας, ναύτης Νικόλαος Καπαδούκας, ετών 22, εκ Γλώσσης Σκοπέλου, υπασπιστής Α’ Νικόλαος Πανάγος, ετών 28, εκ Πραγματευτής Αρκαδίας, ναύτης Παναγιώτης Θεοδωράτος, ετών 21, εκ Μονοπωλάχου Κεφαλληνίας, επίκουρος σημαιοφόρος Παναγιώτης Χρυσούλης, ετών 26, εξ Αθηνών.
Σκιές θανάτου τότε και σήμερα
Ήταν ένας βαριά τραυματισμένος -με χέρι κάτασπρο χωρίς σφυγμό- κι ήταν και ένας ορκισμένος γιατρός. Τα πάντα -και τίποταμαρτυρούσαν ότι εκείνη τη μέρα σκιές θανάτου θα έσμιγαν τους δύο. Συνάντηση σε ένα χειρουργικό τραπέζι και το δίλημμα μεγάλο: το χέρι, τι θα κάνει με το χέρι; Η ημέρα εκείνη ήταν φρικτή -πληγωμένοι, άγριο θανατικό- βούιζε η θάλασσα και ο ουρανός. Κύλησε ο χρόνος, έγιναν πολλά, πέρασαν τα χρόνια, ανάμνηση έγιναν, όλα, βαθιά. Και σιωπή, μια απέραντη σιωπή… Στο θρόισμα των φύλλων μια φιγούρα πλησιάζει τον παπά. «Τέλεσε τρισάγιο», του λέει, «για αυτά τα αδικοχαμένα παιδιά». «Ποιος είσαι;» τον ρωτά. Άραγε ποιος να ήταν;
Φωτιά και ατσάλι, ιδρώτας και αδρεναλίνη
ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΑΝοι επιθέσεις από αέρος, με το «Φαέθων» να κάνει ελιγμούς ανάμεσα στα αμερικανικά φορτηγά πλοία του κολπίσκου. Ίσως οι Τούρκοι, σκέφτηκε ο Μητσάτσος, στη θέα των αμερικανικών σημαιών να μην χτυπούσαν. Αυταπάτη -«έραβαν» εκείνοι, ένα προβληματικό πλοίο με σπασμένη μηχανή στα οκτώ μόλις μίλια ταχύτητάς του. Και πιάνουν τα πυροβόλα τους οι Έλληνες -προβληματικά και εκείνα, αφού τα τέσσερα εκ των πέντε είχαν ακατάλληλα πυρομαχικά. Με το ένα το «καλό» κατέρριψαν ένα εχθρικό αεροπλάνο, προκαλώντας ζημιές σε άλλο. Άνθρωποι, όμως, άρχισαν να σκοτώνονται.
«Να κάτσω το πλοίο πάνω στην άμμο», σκέφτηκε ο Μητσάτσος, «να σωθούν οι υπόλοιποι», παρά την προβλήτα του Ξερού, όπου το νταλαβέρι των μεταλλευμάτων. «Στρίψτε το καράβι», διατάζει ο πλοίαρχος, μα εκείνο δεν έστριβε. Ο πηδαλιούχος είχε σκοτωθεί και πιάνει εκείνος το τιμόνι -δίπλα του ο ύπαρχος, ο νοσοκόμος και κάποιοι άλλοι. Ένα αεροπλάνο πλησιάζει με κοιλιά του τη θάλασσα -και κανείς τους δεν το είδε- αφήνοντας μια συνεχόμενη ριπή, τρομακτική σαν καταιγίδα. Ύπαρχος, νοσοκόμος και Κύπριος -ο Μορφίτης Άντης Φιλήτας- σκοτώνονται, ένας τραυματίζεται, σφαίρες διαπερνούν το δεξί χέρι του πλοιάρχου που δεν αφήνει το τιμόνι. Ρίχνει το πλοίο στην παραλία και διατάζει εγκατάλειψη. Εκείνο βομβαρδίζεται με ναπάλμ, στο καραβοστάσι σκορπιέται ο θάνατος, αυτοκίνητο αναζητείται για το νοσοκομείο. Το ημερολόγιο -πάλι αιματηρό- έγραφε 8 Αυγούστου 1964, ημέρα Σάββατο, απόγευμα σκοτεινό.
Εν τω μεταξύ, ο γιατρός Ανδρέας Δημητριάδης, στο άκουσμα των ριπών και στη θέα των γυπών στον ουρανό, κίνησε για το νοσοκομείο της Πεντάγυιας, της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας (ΚΜΕ), όπου εργαζόταν. Σε κατάσταση πολέμου εκείνο, ο γιατρός τέθηκε με το προσωπικό σε ετοιμότητα: καθήκον φωνής και πατρίδας. Παράθυρα έσπαζαν, τζάμια θρυμματίζονταν, στο τράνταγμα των αιθέρων στις τουρκικές βυθίσεις πάνω από το νοσοκομείο. Ο γιατρός διαισθανόταν το κακό και πριν προλάβει να κάνει δεύτερη σκέψη καταφθάνουν οι πρώτοι τραυματίες του «Φαέθων». Συναγερμός, οι νοσοκόμοι να πηγαινοέρχονται -μορφίνη, οξυγόνο, ενδοφλέβια υγρά, αίμα για ομάδα και διασταύρωση. Τα εγκαύματα στο πρόσωπο και στα άκρα τους ήταν φοβερά -κανένα δευτερόλεπτο δεν έπρεπε να πάει χαμένο- με τις πληγές ανοικτές και βαθιές να δημιουργούν κόκκινα ποτάμια. Δεκαέξι ήσαν οι τραυματίες, εφτά οι σκοτωμένοι -έτοιμο το χειρουργείο για το δρα Δημητριάδη, όλα ήταν έτοιμα.
Ο πλοίαρχος Μητσάτσος, κτυπημένος στο δεξιό βραχίονα, ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Πολτοποιημένοι μύες, αγγεία, αρτηρίες, φλέβες χαίνουνταν και αιμορραγούσαν, οστούν κομματιασμένο, χέρι κάτασπρο χωρίς σφυγμό. Μεγάλο το δίλημμα του γιατρού: να ακρωτηριάσει το χέρι και να προλάβει τη ζωή; Νέος και εκείνος -στα 36 του- μπορούσε να αποκόψει τα νιάτα κάποιου άλλου; Είκοσι εφτά ο πλοίαρχος και η γάγγραινα τον παραμόνευε… Ή να προσπαθήσει να αποκαταστήσει το σακατεμένο περιβάλλον; Αυτό θα έκανε, εκείνο το σκοτεινό απόγευμα της 8ης Αυγούστου 1964, όπου εργαλεία, αυτοσυγκέντρωση και ικανότητα θα πραγματώνονταν για ώρες στο χειρουργικό τραπέζι. Μετά τον Μητσάτσο άλλοι θα περνούσαν από το επιδέξιο χέρι του γιατρού, υπό τις τρομακτικές δονήσεις του νοσοκομείου. Την επομένη -στις 9- ο Μητσάτσος μεταφέρθηκε στη Λευκωσία και ακολούθως στην Αθήνα. Το χέρι, κάτι έπρεπε να γίνει με το χέρι του.
Κύλησαν τα χρόνια -πουλιά είναι τα ρημάδια και πετούν. Έγινε η εισβολή -χάθηκαν πατρίδες, ζωές και όνειρα ψηλά φτερούγισαν στον ουρανό. Σιωπή στο χρόνο που κυλούσε, κανένα σημάδι για τον πλοίαρχο, ποιος θυμάται τα έξι αδικοχαμένα Ελληνόπουλα του «Φαέθων»; Για τον Κύπριο Άντη Φιλήτα, η οικογένεια ξέρει ότι κοιμάται στη Μόρφου του. Για τους έξι, εδώ, που άφησαν την τελευταία τους πνοή στη γη μας; Σιωπή, μια ατέρμονη σιωπή διαρκείας, που αν δεν σκάσει -ξέρεις- θα παραμείνει αιώνια.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ