Επίκαιρα «κωμικά» και υψηλά αισθητικά έκ-τροπα

Ιωάννης Θεοδωρόπουλος

Πόσο παράλογο είναι, άραγε, να αντιστοιχίσουμε την «Κραυγή»(1893) του Edvard Munch, έναν πίνακα δηλαδή που αναδεικνύει τον υπαρξιακό τρόμο του ανθρώπου, βγαλμένο από τα σωθικά του ίδιου του «κακοποιημένου» εξπρεσιονιστή καλλιτέχνη, στην πρόσφατη διακωμώδηση της σοβαρότητας με α λά Monty Python’s ρυθμούς σε μια σχολική παρέλαση; ‘Η, να αντιστοιχίσουμε στο έργο του M.Ernst “The Angel of the home or the triumph of Surrealism”(1937)- αναφορά στον φρικαλέο και τερατώδη φασισμό!- αλλά και στα «πτηνά» του, την εικόνα της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας; Πόσο, επίσης, ορθή είναι η άποψη του P.Klee ότι είναι θεμέλιο και νόμος ζωής η καινοτομία και η παράδοση να καθρεφτίζονται η μία μέσα στην άλλη;

Ανέκαθεν ο άνθρωπος «πρόσεχε» περισσότερο την τραγωδία παρά την κωμωδία. Όμως δεν υστερεί η δεύτερη σε υπαρξιακό κοίτασμα. Ο H. Plessner «έχτισε» ολόκληρη ανθρωπολογία με το έργο του «Γέλιο και Κλάμα. Μια εξέταση των ορίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς» («Lachen und Weinen. Eine Untersuchung der Grenzen menschlichen Verhaltens») (Plessner 2003, 201-388). Στον ίδιο τόμο βρίσκονται και μια σειρά παρεμφερών έργων του όπως η «Ανθρωπολογία του ηθοποιού» (Zur Anthropologie des Schauspielers) και το «Χαμόγελο» (Das Lächeln).

Βέβαια με την Monty Python’s «συνταγή» διακωμωδείς τη σοβαροφάνεια, – δικαίωμά σου -, αλλά την ίδια στιγμή αποκαλύπτεις, ενδεχομένως, πόσο εγκλωβισμένος είσαι σε δικά σου στερεότυπα, που παραπέμπουν σε ιδεοληψίες μέχρι και σε καβουρτισμένη με ψυχικά τραύματα υπαρξιακή, «σκοτεινή» ενέργειά σου.

Φαντασιώσεις ηρωισμού καλά κρατούν σε όλους μας. Η εποχή της αμερικανικής «επανάστασης» που περιελάμβανε από αγώνες για τα δικαιώματα των μαύρων πολιτών, μέχρι ξεσηκωμό κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, νέα μουσικά πρότυπα και μια νεολαία που ποθούσε αγάπη , έρωτα, ειρήνη, φύση, και «χαλάρωση», (συνάμα εποχή δολοφονιών από John Fitzgerald “Jack” Kennedy μέχρι και Martin Luther King), ακολούθως ο Γαλλικός Μάης, αλλά και η δική μας Πολυτεχνειακή «εποχή», έχουν κάθε λόγο να καυχώνται για τα έργα και τις ημέρες τους. Βέβαια δεν έχει αποσαφηνιστεί εισέτι εάν όλα τα «παιδιά» αυτών των επαναστάσεων ήταν μόνο «παιδιά του Διαφωτισμού», όχι και της τρομοκρατίας.

Τα απόνερα πάντως γνωστά! Απομιμήσεις κακόγουστες απατηλές, εύκολη επαναστατικότητα, μέχρι και άθλιος χυλός «προοδευτικότητας» εν όψει. Αρκεί σήμερα η ιδιάζουσα «κραυγή» της μικρής Σουηδέζας που πρωτοστατεί στην ευαισθητοποίηση για την κλιματική αλλαγή να προκαλέσει ένα νέο «επαναστατικό» τρόπο θέασης του κόσμου και συνακόλουθα να εμπνεύσει μια νέα αισθητική; Λείπουν, βλέπεις, Klee και Kandinsky. Τουλάχιστον ο πίνακας του Edvard Munch θα μπορούσε υπό όρους να συμβολίσει την «κραυγή» της ίδιας, αλλά και κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, τουτέστι της λογικότητας και όχι του ρασιοναλισμού.

Μεγαλόπνοα έργα, στα όρια ονείρου. Μα κάτι είναι κι αυτό το όνειρο. Αν ο πίνακας του Edvard Munch ακόμα και σήμερα μας θυμίζει τον άληκτο ανθρώπινο, υπαρξιακό τρόμο, η Monty Python’s «ιστορία» μας θυμίζει πόσο ταλαιπωρημένη είναι η ύπαρξή μας από την σοβαροφάνεια. Όμως η περίπτωση της υπόψη καλλιτεχνικής παρέας προκαλεί και κάποιους άλλους, θεμιτούς συνειρμούς λόγω ενός επίσης γνωστού της έργου: πολλοί διακωμώδησαν τον Ιησού ως Προφήτη, την ίδια στιγμή όμως οι ίδιοι αυτοπαραδόθηκαν αμαχητί σε ανθρώπινες- αιμοσταγείς κάποτε!- καρικατούρες Προφητών ή σε ανομολόγητά πάθη τους.

Ναι, η ύπαρξη οδυνάται και παράγει τέχνη και αισθητικό φαινόμενο. Ένας καλλιτέχνης, όπως ο Edvard Munch, θέλει να διευθετήσει την όποια επιλογή του. Ελευθερώνει εκείνα τα στοιχεία της υπαρξιακής του «χώρας» που του είναι χρήσιμα για ένα διάλογο με το κοινό της εποχής του και όχι μόνο. Όμως, και κατά την ενεργοποίηση της σωματικότητας, όπως καλή ώρα στην παρέλαση των μαθητριών, ενεργοποίηση συνυφασμένη όντως με εξόχως αισθητικά στοιχεία, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά μια ανάλογη διαδικασία απελευθέρωσης υπαρξιακών στοιχείων με εκείνα του καλλιτέχνη. Γιατί είναι ενδεχόμενο όποιος διακωμωδεί να πληρωθεί με το ίδιο νόμισμα. Η γελοιοποίηση καραδοκεί. Ίσως δηλαδή τα εκπεφρασμένα στοιχεία του καλλιτέχνη ή της σωματικότητας γίνουν υπαίτια – στην εποχή τους!- μιας οδυνηρότερης διακωμώδησης των φορέων τους. Γιατί άραγε; Μάλλον συμβαίνει σε κάθε εποχή ό,τι τόσο εύστοχα έχει εντοπίσει ο Kandinsky στη δική του: «εσωτερικά αποσυντεθειμένη, εξωτερικά ισχυρή, τυλίγει την τέχνη στους σκοπούς της και της αρνείται την ανεξαρτησία της»(Μοσχονά 1989,16). Εξ ου και πολλές παρανοήσεις.

Υπάρχει ενδεχόμενο πρόληψης αυτών των παρανοήσεων; Ναι! Αρχικώς αναφορικά με το έργο τέχνης: Εάν μεταφέρουμε το κέντρο βάρους από το αντικείμενο-έργο τέχνης στην ύπαρξη. Η άποψή μας αυτή λαμβάνει σοβαρά υπόψη της την σχετική ερμηνεία του Heidegger στο έργο του «Για την πρωταρχή του έργου τέχνης», με την οποία παρακάμπτει την «κλασική» αισθητική των Kant και Hegel (Heidegger 1986). Το έργο τέχνης, αυτό υποστηρίζει ο Heidegger, προκαλεί άνοιγμα στον κόσμο, είναι Lichtung, ήτοι φωτισμός και διαύγαση, που ανοίγει τον ορίζοντα προς την πρωταρχική αλήθεια του Είναι και του κόσμου. Μια αλήθεια που μόνο μέσα από έργα τέχνης προβάλλεται και δεν την προσεγγίζεις με επιστημονικές κατηγορίες, αλλά με τον δημιουργικό ανορθολογισμό της τέχνης. Αυτή η άποψη καρποφόρησε, με και χωρίς υπαγορεύσεις, στο περιώνυμο έργο «Αλήθεια και Μέθοδος» (Wahrheit und Methode) του «μαθητή» H.G.Gadamer.

Όμως υπάρχει ένα μοναδικό παράδειγμα τέχνης, επίσης ανορθολογικής, καθ΄οδόν προς την εξ Αποκαλύψεως Αλήθεια και τα Έσχατα, εκείνο της βυζαντινής τέχνης. Ιδιαίτερα η βυζαντινή εικόνα με την αφαιρετική της λειτουργία δεν αποσκοπεί στην αισθητική μας ικανοποίηση, στην τέρψη ή στην αισθητική απόλαυση, αλλά στο οράν, στη θέαση της Αλήθειας. Δεν ικανοποιεί επιθυμίες, ούτε και με αφηρημένες έννοιες περιγράφεται. Προέχουν στην εικόνα όχι οι αισθητικές, όσο οι οντολογικές και γνωσιολογικές κατηγορίες. Δεν απεικονίζει εγκόσμιες, αισθητικές και συναισθηματικές καταστάσεις- όπως ο πίνακας του Edvard Munch-, που μας παγιδεύουν στα αδιέξοδά μας, αλλά μας καλεί να στραφούμε σε υπερκείμενη της δικής μας πραγματικότητα, μη εγκεφαλική, αλλά εμπειρικά εξακριβωμένη.

Η βυζαντινή εικόνα επιφέρει καινοτόμο ρήξη με τις «κλασικές» αισθητικές κατηγορίες. Παρατηρούμε δηλαδή εδώ επιτέλους μια αισθητική εκτροπή πρώτου μεγέθους, μια επανάσταση διαφορετική από τις προαναφερθείσες: η σωματικότητα δεν απαξιώνεται, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, αλλά ανέρχεται σε υπερβατική πλέον υλικότητα ασκητικής «τάξεως», εξαγιάζεται. Αποσωματώνεται η ύπαρξη και επανασυντίθεται, ενδύεται Θαβώριο Φως. Υπ΄αυτή την έννοια υπερβαίνει ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό της.

Δεν γνωρίζω εάν ο Heidegger αγνοεί αυτό το μοναδικό άνοιγμα στον κόσμο και στην αλήθεια, αλλά σίγουρα το παραβλέπει. Μικροθυμεί και εδώ, όπως συνήθως: λαφυραγωγεί την χριστιανική παράδοση εκοσμικεύοντας εκείνα τα στοιχεία της που τον βολεύουν στην όντως μαγική αναλυτική του Dasein ή στη Μεταφυσική του. Αλλά πρόκειται για «μόδα» πολλών «μεγάλων», πρωτίστως ψυχαναλυτών και φιλοσόφων: ακολουθούν, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, την ίδια τακτική. Καταφεύγουν στην αρχαία ελληνική τραγωδία και στο μύθο για τις εμπνεύσεις τους, αλιεύουν και προσαρτούν με πηχυαία κείμενα μέρος εκείνης της αλήθειας στο έργο τους. Ενδεικτικά πάντα: Freud(Οιδίπους), Heidegger (Αντιγόνη), Υalom (Επίκουρος), Καστοριάδης (Εκκλησία του δήμου),Μ.Ερνστ (Οιδίπους), αλλά, γιατί όχι, ακόμα Hölderlin (Πάτμος). Η βυζαντινή εικόνα δεν τυμβωρυχεί, γενικεύει και δεν απλουστεύει. Φανερώνει και καταξιώνει την ύπαρξη. Την αναδεικνύει σε ισχυρό δέκτη Αλήθειας και Χάρης. Ταυτόχρονα αναβαθμίζει την τέχνη στο σύνολό της, την καθιστά αληθινότερη και ελκυστικότερη.

Στην ίδια σχεδόν γραμμή με τον Heidegger και ο P.Klee. Ισχυρίζεται ότι «η τέχνη παίζει με τα πιο υψηλά πράγματα ένα ασυνείδητο παιχνίδι, αλλά στο τέλος αποκαλύπτει την αλήθειά τους»(Μοσχονά 1989, 80). Αλλά ποια είναι αυτά τα «πράγματα» που κoμίζουν τόσο μεγάλη αλήθεια και είναι αυτονομημένα από την ύπαρξη, πρωτίστως δε από αυτή του καλλιτέχνη; Ποιο «μυστικό» θεωρεί ο Klee ότι μένει πάντοτε κρυμμένο πίσω από τη υψηλή μορφή της τέχνης «και το φως της διάνοιας θλιβερά χλωμάζει», ενώπιόν του, όταν μάλιστα ο ίδιος τόσο εμφατική μιλάει για υπέρβαση του γήϊνου κόσμου; (ό.π.α.,79). Πολλές αλήθειες, στον καμβά πάντα της χρονικότητας, αλλά σιγή ιχθύος από τις «αυθεντίες» για την Αλήθεια (Ξηροπαϊδης 2018,545). Πολλές αποκαλύψεις και αλήθειες, καμιά Αποκάλυψη και Αλήθεια!

Και η δεύτερη τώρα πρόληψη παρανοήσεων αναφορικά με το ρόλο της σωματικότητας. Ανακολουθία συνιστά, θα σκεφθεί κανείς, ύστερα από τα προαναφερθέντα για τη βυζαντινή τέχνη, η προβολή της σωματικότητας. Τονίσαμε ήδη: Η αντι-ρεαλιστική αλλά ανθρωποκεντρική βυζαντινή εικόνα δεν την απαξιώνει, την απογειώνει. Όμως μοναδική αισθητική εκ-τροπή σαρκώνεται στη σωματικότητα του ασκητή. Ο ασκητής δεν είναι εικόνα ή αγιογραφία, είναι μια μοναδική συμπαγής και ακαιρεωμένη ύπαρξη: ένα απολωλός που έχει επανευρεθεί. Μια ύπαρξη, της οποίας η απώλεια-εκτροπή εγγυάται την επανεύρεσή της. Η υπακοή του προσμετράται σε αντισηπτικό υπαρξιακό φέγγος.

Στη σωματικότητά του συντελείται μια πελώρια, μια κορυφαία αλλαγή «τόπου», μια μετάβαση της ύπαρξης σε ορίζοντα όπου βλέπει με τα μάτια και ακούει με τα αυτιά. Παράτολμη τούτη η φράση, δηλώνει ανταρσία των αισθήσεων! Δεν σημαίνει ότι οι αισθήσεις απλώς και μόνο αλληλο-υπηρετούνται. Μετάβαση συμβαίνει σε «τόπο», όπου οι αισθήσεις δεν χάνουν την αποκλειστικότητά τους, δεν αυτονομούνται, εκπληρώνοντας καθεμιά τη συγκεκριμένη αποστολή της. Απολυτρωμένες όμως από «δεσμεύσεις», α-δέσποτες, αλλά όχι ασύδοτες, «υποτάσσονται» στην καθαρμένη και συμπαγή ύπαρξη. Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που καθίστανται ικανές να λειτουργούν εκάστοτε εναλλακτικά χωρίς ασφαλώς να ακυρωθούν ή να αλληλο-υπονομευτούν. Απεναντίας, αναδεικνύονται σε αναβαθμισμένα μέλη μιας κρυμμένης συνδυαστικής της ύπαρξης. Μιας συνδυαστικής δηλαδή στην οποία οι «βαθμοί τήξης» των αισθήσεων είναι τόσο υψηλοί που καθιστούν ικανή την ύπαρξη να προσεταιρίζεται την πραγματικότητα, χωρίς να διασπάται η ολότητά της κατά τους μερισμούς των αισθήσεων. Συναντάμε στον αγιασμένο ασκητή, που αρνείται να συγκαταλεχθεί στην παρακμή, αυτή την εξωλογική, αλλά συνεκτική των αισθήσεων κατάσταση. Και να σκεφθεί κανείς ότι δεν μιλάμε εδώ για τέχνη – που απολαμβάνει της συνήθους «ασυλίας», για την οποία ασυλία χρειάζεται μια νέα συζήτηση- και τα έργα της. Μιλάμε για ασκημένη σωματικότητα, όχι για τεχνολατρεία.

Μα και σήμερα- στη συνέχεια δύο χιλιάδων χρόνων αιρέσεων και ανθρώπινου πνευματικού εγωισμού- κυριαρχεί η γνωστή επιπολαιότητα: να απαντηθεί με επιστημονικούς όρους η Αλήθεια περί Ένσαρκου Χριστού! «Κανένας θάνατος στο Γολγοθά»» αναφωνεί o Johannes Fried, ένας γερμανός καθηγητής-αυθεντία Μεσαιωνικής ιστορίας, ανατρέχοντας σε χειρουργούς! (Fried 2019,25 κ.εξ). Έχει στην ίδια «γραμμή» βέβαια θριαμβεύσει σήμερα και ο ανθρώπινος οικονομικο-ψυχολογικός εγκεφαλισμός, με ενδεικτικό παράδειγμα τον πρακτικισμό και την μέτρηση του πόνου από τον Kahneman,τον νομπελίστα με τις αναρίθμητες πωλήσεις του βιβλίου του (Kahneman 2012, 467). Την συναγωνίζεται η μέτρηση της ευτυχίας από τον Η. Harari (Harari 2015,463 κ.εξ.)!

Πως βγαίνεις, πως εκ-τρέπεσαι από τούτη την έμμονη αντίληψη πως τάχα δεν υπάρχει ό,τι σε υπερβαίνει; Διάβαζε έστω Ελύτη! Υμνεί τις αισθήσεις, που κινητοποιούν κοιμάμενες μέσα μας δυνάμεις και εντοπίζει μια αρχή θαυμάτων που φθάνει μέχρι σημείου «..ένα αντικείμενο αγάπης να εξοβελίζει το θάνατο και κάθε τι υποκείμενο στο θάνατο να γίνεται κάτοπτρο μιας άλλης- που είναι και η δική του- αθανασίας»(327). Διάβαζε περί αισθήσεων και για το πέραν αυτών το προαναφερθέν έργο του Plessner (Δες και: Dietze 2006, 45 κ.εξ.). Και ο ποιητής και ο φιλόσοφος μορφές αισθητικής εκτροπής εξαγγέλλουν, βέβαια μόνο για πολύ «υποψιασμένους». Αλλά, Οδυσσέα και Χέλμουτ θα είχατε αναφωνήσει «ορώμεν γλυκύτητα», εάν προσέχατε κάποια στιγμή και την κολοσσιαία αισθητική εκτροπή, το αναστημένο σώμα του Θεανθρώπου, το της όντως Αθανασίας Αληθές. Που λόγος για αισθήσεις και που για άνοιγμα στον κόσμο και στην Αλήθεια!

Η σωματικότητα στον καλλιτεχνικό ορίζοντα των Monty Python’s, όπως και στον πίνακα του Edvard Munch, φανερώνει και εν ταυτώ κρύβει. Όμως, βυζαντινή εικόνα και σωματικότητα του ασκητή συνιστούν ανυπέρβλητη δυάδα απόλυτης διαύγασης. Ουδέποτε «κρύπτουν», σε πείσμα προσωκρατικών φιλοσόφων και υπαρξιστών μηδενιστών. Αν έχει δίκιο ο Heidegger, όταν διατείνεται ότι προσεγγίζουμε όλο και πιο πολύ αυτό που είναι, εάν σκεφτόμαστε τα πάντα αντίστροφα, τότε μάλλον του διαφεύγει ότι τα δύο προαναφερθέντα παραδείγματα αντίστροφης πορείας αντιπροσωπεύουν την Lichtung, που ο ίδιος ευαγγελίζεται, με μοναδικό τρόπο.

Η απόσταση λοιπόν από τον deus absconditus μηδενίζεται με την ολική αντιστροφή: από τον φαινομενολογικό ορυμαγδό αληθειών, όπως τον σιγοντάρει η γνωστή φράση» «πίσω στα πράγματα» και η όποια «εικαστική αποκάλυψη» υπάρχει και η επιλογή «πίσω στην Αποκάλυψη». Αρκεί κάποτε για κάθε λογικό άνθρωπο η εμπειρία που επαληθεύει χωρίς δεκανίκια, να, καλή ώρα, όπως όταν βλέπει ο χωριάτης «όρθια τη σελήνη» και καταλαβαίνει ότι «κοιμάται ο καραβοκύρης».Μα που μυαλό!

Αυτή την απόλυτη αισθητική εκ-τροπή, αυτή την οδό, υπηρετούν βυζαντινή εικόνα και σωματικότητα του ασκητή. Αχειραγώγητες από εποχές και χωρίς να διακωμωδούν ή να διακωμωδούνται, διαλάμπουν, φανερώνουν και φανερώνονται. Τι θα έλεγε άραγε ο Ηeidegger αν παραπληρωματικά στην περιώνυμη φράση του για τον «κόσμο», es weltet («κοσμείται”, ανοίγεται στον ορίζοντα, γίνεται), λέγαμε για την ανοικτότητα στον κόσμο και στην Αλήθεια, για τη φανέρως,η όπως βυζαντινή τέχνη και σωματικότητα του ασκητή την εκπροσωπούν, αυτή τη φορά όμως με το βλέμμα στο Άκτιστο Φως, es lichtet;

Κάθε παραπλήσια αισθητική εκτροπή φανερώνει απώλεια και επανεύρεση της ύπαρξης. Η απώλειά της δεν είναι όλεθρος και χαμός, αλλά ευκαιρία καθ-ιέρωσής της. Δες τε, και μια παραλλαγή της, πως εκτρέπεται, πως χάνεται και πως «υπάρχει αλλού», ένα λίαν υπερήφανο πουλί:

«Τον αετόν γύπες
επί τα όρη εζήτουν
ην δ’ εκείνος εν αποκρύφω
σκέπων και θάλπων
ταις αυτού πτέρυξιν
την νοσσιάν»

(Ρωμανός ο Μελωδός)


Βιβλιογραφία

Fried,J., Kein Tod auf Golgatha. Auf der Suche nach dem überlebenden Jesus, München 2019, (Beck).

Dietze,C., Nachgeholtes Leben. Helmuth Plessner (1892-1985), Göttingen 2006. (Walsstein).

Harari,Y.N., Eine kurze Geschichte der Menschheit, München 2015 (Pantheon).

Heidegger, M., Über die Ursprung des Kunstwerks, Ditzingen/ Stuttgart 1986 (Reclam)

Kahneman, D., Schnelles Denken, Langsames Denken, München 2011(12 ) (Penguin ).

Κlee, P., Η εικαστική σκέψη. Τα μαθήματα στη σχολή Μπαουχάουζ. Μετ.Α. Μοσχονά , Αθήνα 1989 (Μέλισσα)

Moσχονά, Α., Εισαγωγή στο: Η εικαστική σκέψη. Τα μαθήματα στη σχολή Μπαουχάουζ. Μετ.Α. Μοσχονά , Αθήνα 1989 (Μέλισσα).

Ξηροπαϊδης,Γ., Η διαμάχη των ερμηνειών. Gadamer Habermas Aθήνα ,2008 (ΠΟΛΙΣ).

Plessner,Η., Ausdruck und menschliche Natur, Bd.VII. Frankfurt a.M.2003,201-388( stw).



Πηγή: Αντίφωνο

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *