Ἐπιστολὴ Δ. Πικιώνη στὸν Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα
<Αὔγουστος 1952>
Ἀγαπητὲ φίλε,
Οὔτε πέννα ἔχω τὴ στιγμὴ ποὺ ἦρθε τὸ «πλήρωμα» γιὰ νὰ σοῦ γράψω. Σ' εὐχαριστῶ γιὰ τὸ γράμμα σου καὶ ποὺ θυμήθηκες τὸν Πέτρο μου. Λοιπὸν πολὺ μ' ἔκανε νὰ σκεφθῶ, ν' ἀναζητήσω τὶς αἰτίες καὶ προπαντὸς νὰ καθορίσω τὴν πραγματικὴ ὑπόσταση τοῦ φαινομένου. Ἤμουν τότε πολὺ θλιμμένος καὶ τὰ γραφόμενά σου ἦρθαν νὰ ἐπιτείνουν τὴ θλίψη μου. Καὶ τώρα ποὺ σοῦ γράφω, αἰσθάνομαι πόσο ἀσταθεῖς εἴμαστε, πὼς τὸ ἀκλόνητο εἶναι καρπὸς μακροῦ καὶ ἀκάματου ἀγῶνα, ποὺ ἀπαιτεῖ ἄσκηση ἀέναη, θυσία πραγματικὴ ποὺ εἶναι ἀκριβὰ ἀκόμα γιὰ τὴν ψυχή μας. Κυμαινόμεθα ἀνάμεσα στὰ ἀντίθετα. Ξαναρχίζουμε ἀπὸ τὸ ἴδιο σημεῖο, πέφτουμε ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφασίζουμε νὰ ἀνυψωθοῦμε, ἡ ἐλπίδα μας ξαναγεννιέται ἀπὸ τὴν βαθύτερη ἀπελπισία μας. Ὁ πόθος μας σβήνει τὴ στιγμὴ τῆς πλήρωσής του, ἡ πλήρωση τούτη εἶναι πενία καὶ ἡ στέρηση πόρος.
Μερικοὶ στίχοι τῆς Ἐρωφίλης ποὺ βρῆκα τυχαῖα μοῦ 'δωσαν κάποια παρηγοριά. Ἡ ζωντανὴ λαλιά, ἡ παρουσία τῆς πολύψυχης μάζας στὸ ἔργο τοῦ ἑνός, ἡ γνησιότητα, ἡ συνεκτικὴ δύναμη τῶν γενεῶν. Σοῦ τοὺς ἐσωκλείω.
Ὕστερα κάποια λόγια του Χρυσόστομου,(1) ποὺ προδίδουν τὴν ἀτράνταχτη, βαθύτατη καὶ σταθερὴ πίστη στὸ ἄναρχο κι αἰώνιο. Ἡ κατοχὴ τοῦ ὄντως ὄντος, μέσα στὴν ἀέναη ροὴ τῶν πάντων. Δὲ θυμᾶμαι καλὰ τὰ λόγια, μιλάει ὅτι δὲ φοβᾶται τίποτα, γιατὶ κατέχει τὸ «συμβόλαιο», ποιὸ συμβόλαιο; τὰ λόγια του Χριστοῦ: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται ἀλλ' ὁ λόγος μου οὐ μὴ παρελεύσεται εἰς τὸν αἰῶνα». Δὲ φοβᾶται τὴ φτώχεια (Οὐδὲν εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτὶ οὐδὲν ἐξενεγκεῖν δυνάμεθα) κ.τ.λ. Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ κατάρτιση μέσα μας ἑνὸς ἰδεώδους, ποὺ ὅταν ὅλα γύρω μας γκρεμίζονται ἢ φθείρονται αὐτὸ μένει ἀτράνταχτο, ἄφθαρτο, ὁποὺ αὐτὸ μονάχα ἀρκεῖ στὴν ἀπώλεια τῶν πάντων;
Εἶχα αἰσθανθεῖ ὅτι ὁ Ἔρως ὁ οὐράνιος ἐξαγνίζει τὴν Σάρκα, μεταμορφώνει τὸ γήινο — ἀκολούθησα τοῦτο τὸ δρόμο ἀλλὰ βρῆκα τὴ φθορά, τὴ μεταβολή, τὴν ὑποψία, τὴ ζήλεια, τὸν πόθο τῆς κατοχῆς, τὴν ὑποδούλωση στὴν ἡδονή. Ἔπεσα σὲ πέλαγος ἀσταθείας καὶ ἀβεβαιότητος. Ἔφριξα μὲ τὴν κακία μου, μὲ τὶς ἀδυναμίες μου, τὶς ἰδέες τὶς ἀπὸ γενετῆς μου. Ἡ Φύση ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς νὰ νικήσουμε ἐκεῖ ἀκριβῶς πού μᾶς ἔπλασε πιὸ ἀδύνατους. Καὶ εἶδα πὼς τὶς ἀδυναμίες μου δὲν τὶς εἶχα νικήσει καὶ πὼς πρὸς τὸ τέλος πλέον τοῦ βίου δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἐλπίδες νὰ τὶς κατανικήσω. Ἰδού τες ὅτι σὲ πρώτη εὐκαιρία προβάλλουν ὡς ἄλλες κεφαλὲς Λερναίας Ὕδρας, ἀκοίμητες, ὁλοζώντανες, ἀδάμαστες, πανίσχυρες...
Ὑπάρχει λοιπὸν ὁ ἄλλος δρόμος, ὅπου τὰ πολλὰ γίνονται ἕνα, ὁποὺ ὑπόσχεται τὴ γαλήνη, τὴν πραγματικὴ εὐτυχία, τὴν βεβαιότητα. Ἀλλ' εἰς τὴν ἀρχή του βρίσκεται ἡ θυσία, εἰς κάθε σημεῖο του... Ἐτοῦτος ἀπαιτεῖ ἀπὸ
μᾶς ν' ἀπαρνηθοῦμε κάθε ἔρωτα (εἰς τὸ ὄνομα τοῦ ἑνός) κάθε ἔργο (εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἀπρόσωπης συνεργασίας μας στὸ ἕνα ἔργο) κάθε ἐλπίδα (ἀφοῦ πιὰ κατέχοντας τὸ Πᾶν, περιττεύει κάθε ἐλπίδα...) (εἶναι τοῦ de Lubicz).(2)
Δὲν μπαίνω στὴ συζήτηση τῶν ὅσων μοῦ γράφεις... Ἔτσι λοιπὸν σβήνουν ἐπιτεύξεις ποὺ τὶς θεωρήσαμε ἀξιόλογες... (γιατί ἦταν τὸ σύμβολο μιᾶς στιγμῆς στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, ἕνας σπινθήρας ἀνάμεσα στὴν ψυχή μας καὶ τὶς ἄλλες ψυχές...;). Μήπως ἡ ἄρνηση ἔχει τὴν αἰτία, τὶς ρίζες της μέσα μας; Μήπως εἴμαστε ὑπόλογοι κι ἐμεῖς; Πῶς θὰ κρίνουμε ἕνα ἔργο ποὺ σφραγίστηκε γιὰ μᾶς μιὰ γιὰ πάντα ἡ μυστικὴ πηγὴ ποὺ τὸ γέννησε; Ἡ χαρὰ ποὺ χάρισε στὴ στιγμὴ τῆς δημιουργίας του; Ἔπειτα ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ σβήνουμε ὅλες τὶς ἰδεατὲς προεκτάσεις, τὶς πέραν ἀπὸ τὴ συγκεκριμένη ἐπίτευξή του;
Ἐννοεῖται πὼς δὲν ἐλέγχω τὶς ἐντυπώσεις σου, ποὺ θὰ ἦταν σίγουρα καὶ δικές μου... Μοῦ μιλᾶς ἄλλωστε γιὰ πράγματα πού σοῦ ἄφησαν ἀπόλυτη ἱκανοποίηση, τὰ Κινεζικά, τὰ Αἰγυπτιακὰ καὶ τὰ Χαλδαϊκά.
Ἀλλ' ὁ κυριότερος σκοπὸς τοῦ γράμματός μου εἶναι τοῦτος. Νὰ συμπαρασταθῶ νοητὰ στὴν προσπάθεια ποὺ κάνεις. Ἀληθινὰ σὲ θαυμάζω, νὰ δουλέψεις ἐκεῖ γιὰ μιὰν ἔκθεση σημαίνει πὼς κομίζεις ἀπόθεμα κόσμου ἰδεῶν καὶ σύμπαντος, ποὺ δὲν κλονίζεται στὸ νέο Περιβάλλον, αὐτοπεποίθησης καὶ τόλμης περισσῆς. Σὲ συγχαίρω καὶ θέλω νὰ ξέρεις πὼς οἱ εὐχές μου σὲ συνοδεύουν, πὼς θέλω νὰ μὲ αἰσθάνεσαι κοντά σου, τὶς στιγμὲς ἰδιαίτερα τῆς ἀναπόφευκτης μόνωσης.
Πὼς εὔχομαι τέλος οἱ ἑλληνικές σου προθέσεις νὰ δώσουν μιὰν ἀπάντηση ὅπως τὴ νομίζεις ἐσὺ κι ἂς μὴν εἶναι ἴσως ἀκόμα ἡ τελεσίδικη καὶ αὐτὴ τὴν ἀπάντησή σου νὰ τὴν ἐννοήσουν ἔστω καὶ οἱ ὀλίγοι.
Συμπάθα τὴν ἄργητά μου
Μέσα ἀπὸ τὴν ἄ-πειρη
ἀγάπη μου
σὲ φιλῶ
Πικιώνης.
Υ.Γ. Χαιρέτησέ μου θερμά τους Μαυροΐδηδες, τὸν Τσίγκο καὶ ὅλους τους γνωστούς μας.
Στὸν Ἔρωτα(3)
Μάλλιος(i) τὰ τόσα βρόχια τὰ δικὰ σου,
γλυκειὰ(ii) ἢ μετ' ἐκεῖνα(iii) τόση ἔχον χάρη
π' ὅποιον κι ἂν ἐμπερδέσα(iv) φχαριστᾶ σου.
Καὶ τὰ φτερὰ πού σῶνα(v) Σ' ὄρος νὰ μ' ἀνεβάσουσι ψηλὸ ποὺ(vi) τ' Ἑλικώνα
Κόψα,(vii) ὅντας ἀρχίσασι καὶ χαμηλοπετοῦσα!
Χαρὰ στὴν κόρη πού 'σωσε
χαριτωμένου νειοῦ τὸ λογισμό της
καὶ τσὴ καρδιὰ τση τὰ κλειδιὰ νὰ δώσει ἀπὸ τὴν Ἐρωφίλη.
__________________
i. Μάλωμα
ii. Γλυκὰ
iii. Κι αὐτὸς ἀπ' αὐτὸ
iv. Ἐμπέρδεψαν
v. Φτάνανε
vi. Πιὸ ψηλὸ ἀπὸ τὸν Ἑλικῶνα
vii. Κοπήκανε
Σημειώσεις
1. «Πολλὰ τὰ κύματα καὶ χαλεπὸν τὸ κλυδώνιον ἀλλ' οὐ δεδοίκαμεν, μὴ καταποντισθῶμεν ἐπὶ γὰρ τῆς πέτρας ἑστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλύσαι οὐ δύναται• ἐγειρέσθω τὰ κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τὸ πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει. Τί δεδοίκαμεν, εἰπέ μοι; Τὸν Θάνατον; Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστός, καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος. Ἀλλ' ἐξορίαν εἰπέ μοι; Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ, καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς. Ἀλλὰ χρημάτων δήμευσιν; Οὐδὲν εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲν ἐξενεγκεῖν δυνάμεθα• καὶ τὰ φοβερὰ τοῦ κόσμου ἐμοὶ εὐκαταφρόνητα, καὶ τὰ χρηστὰ καταγέλαστα. Οὐ πενίαν δέδοικα, οὐ πλοῦτον ἐπιθυμῶ• οὐ θάνατον φοβοῦμαι, οὐ ζῆσαι εὔχομαι, εἰ μὴ διὰ τὴν ὑμετέραν προκοπήν. [...] Οὐδὲν Ἐκκλησίας δυνατώτερον, ἄνθρωπε. Λῦσον τὸν πόλεμον, ἵνα μὴ καταλύσῃ σου τὴν δύναμιν μὴ εἴσαγε πόλεμον εἰς οὐρανόν. Ἄνθρωπον ἐὰν πολεμῆς, ἤ ἐνίκησας ἤ ἐνικήθης. Ἐκκλησίαν δὲ ἐὰν πολεμῆς, νικῆσαί σε ἀμήχανον ὁ Θεὸς γὰρ ἔστιν ὁ πάντων ἰσχυρότερος. Μὴ παραζηλοῦμεν τὸν Κύριον; μὴ ἰσχυρότεροι αὐτοῦ ἐσμεν; Ὁ Θεὸς ἔπηξε, τὶς ἐπιχειρεῖ σαλεύειν; Οὐκ οἶσθα αὐτοῦ τὴν δύναμιν. Ἐπιβλέπει ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ποιεῖ αὐτὴν τρέμειν• κελεύει, καὶ τὰ σειόμενα ἠδράζετο. Εἰ τὴν πόλιν σαλευομένην ἔστησε, πολλῷ μᾶλλον τὴν Ἐκκλησίαν στῆσαι δύναται. Ἡ Ἐκκλησία οὐρανοῦ ἰσχυροτέρα• ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι. Ποῖοι λόγοι; Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ μου τῇ πέτρα οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς», Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία πρὸ τῆς ἐξορίας, Patrologia Graeca, τ. 52, 427-429.
2. Βλ. R. A. Schwaller de Lubicz, Le temple dans l'homme, Le Caire 1949 καὶ πβ. Isha Schwaller de Lubicz, Her-bak, Imprimerie R. Schindler, Le Caire 1951, κεφάλαιο XXXIV
3. Τὰ τρίστιχα ἔχουν, στὴν ἔκδοση τῆς Ἐρωφίλης ἀπὸ τὸν Στυλιανὸ 'Αλεξίου καὶ τὴν Μάρθα 'Αποσκίτη, Στιγμή, 1988, ὡς ἑξῆς:
μάλλιος τόσα ‘ν’τὰ βρόχια τὰ δικά σου |γλυκιά, καὶ μετ' αὐτὸ τόση
ἔχου χάρη, | π' ὅποιο κι ἂν ἐμπερδέσα εὐχαριστᾶ σου
Α 591-593
μὲ ἐξήγηση τοῦ μᾶλλιος στὸ γλωσσάριο ὡς μᾶλλον
... καὶ τὰ φτερὰ ἁποὺ σῶνα | σ' ὄρος νὰ μ' ἀνεβάσουσι ψηλὸ ἀποὺ
τ' Ἑλικῶνα | μ' ἔκοψ' ὄνταν ἀρχίζασι κ' ἐχαμηλοπετοῦσα
Ἀφιέρωση 69-71
Χαρὰ στὴν κόρη κείνη ὁπού 'χε σώσει | χαριτωμένου νιοῦ,
τοῦ λογισμοῦ τση | καὶ τσῆ καρδιᾶς τση τὰ κλειδὰ νὰ δώσει
Β 491-494
Ἀπὸ τη συλλογή «Γράμματα Δημήτρη Πικιώνη Ν.Χατζηκυριάκου-Γκίκα», ἐπιμέλεια Ν.Π. Παΐσιος, ἐκδόσεις Ἴκαρος, Αθήνα , χ.χ.
Πηγή: Myriobiblos
Δύο προσωπικότητες, που κρίθηκαν όχι μόνο από τα έγα τους αλλά πιο πολύ από την ευαισθησία τους σαν άνθρωποι η οποία διαφαίνεται μέσα από την τέχνη τους.
Κατάφεραν όντας σύγχρονοι, ν΄ αποτυπώσουν την συνέχεια τής φυλής μας από τήν αρχαιότητα και να την εν- αρμονίσουν στο νεοελληνικό τρόπο ζωής. Ο ελληνοκεντρισμός τους είναι φανερός τόσο στ΄ αρχιτεκτονικά έργα όσο και στους ζωγραφικούς πίνακες.
Από την μια η διαμόρφωση των χώρων γύρω από την Ακρόπολη, από την άλλη οι πίνακες ζωγραφικής εντυπώνουν απόλυτα, στην οπτική μας αντίληψη, την αίσθηση τής ενότητας και τής συνέχειας τού μοναδικού πολιτισμού μας, αποτέλεσμα παναθρώπινων αξιών.