Ἑρμόλαος ὁ Μακεδών
Τήν ἐποχή ἐκείνη, ἤμουν ὁ Ἑρμόλαος, ὁ Ἑρμόλαος ὁ Μακεδών, μέ πτυχωτόν χιτῶνα στό κορμί μου, μέ ξίφος στό πλευρό μου καί μέ ἐλαφράν ἀσπίδα στή ράχη μου. Σάρισα δέν εἶχα. Εἶχα ὅμως στό δεξί μου χέρι ἕνα μακρύ καί δυνατό κοντάρι, μεγαλύτερο ἀπ΄ ὅλες τίς σάρισες τῶν συμπατριωτῶν μου, μεγαλύτερο καί ἀπό τό κλέος τοῦ ξακουστοῦ χωριοῦ μου, πού δοξάστηκε ἀπό τήν ἀνδρείαν τῶν ἀνδρῶν του καί ἀπό τήν ἀσύγκριτη ὀμορφιά τῶν γυναικῶν του.
Ἤμουν λοιπόν τήν ἐποχή ἐκείνην ὁ Ἑρμόλαος.
Μιά μέρα κατέβηκα ἀπό τήν γενέτειράν μου εἰς τό Μαντεῖον τῶν Δελφῶν, καί ἐκεῖ, στήν εἴσοδο τοῦ ἱεροῦ χώρου, ὑπῆρξα μάρτυς τῆς γεννήσεως ἑνός μεγάλου, ἀρτιμελοῦς, ἄρρενος βρέφους, ἐκτάκτου καλλονῆς, πού τήν ἔλευσίν του τήν εἶχαν προμαντεύσει ὅλαι αἱ ἱέραι, ἀλλά καί τοῦ ὁποίου ἡ γέννησις κατετρόμαξε τούς παρευρισκομένους, διότι ὅπως παρήγγειλαν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ χρησμοί, ἦλθε στόν κόσμο μέ κόκκινα, μέ κατακόκκινα χέρια καί πόδια.
Καίτοι τό βρέφος τοῦτο ἦτο ἐκτάκτου καλλονῆς, τό ἀδόκητον χρῶμα τῶν ἀκραίων μελῶν του, ἔσπειρε ἄγχος εἰς τᾶς ψυχᾶς τῶν πέριξ ἱσταμένων. Ἐπί τινά λεπτά, κανείς μπόρεσε νά πραγματοποιήσει ἔστω καί μίαν κανονική κατάποσιν σιέλου. Πελιδνοί καί περιδεεῖς οἱ μάρτυρες τῆς σκηνῆς αὐτῆς, ἐδέοντο ἐνδομύχως ἤ παρετήρουν ἄναυδοι, τά συντελούμενα.
Ἄμα τῇ ὁλοκρηρωτικῇ ἐξόδῳ τοῦ παιδιοῦ ἀπό τά γεννητικά ὄργανα τῆς μητρός του, ἡ δυστυχής γυναῖκα ἐν μέσῳ οἰμωγῶν, παρακάλεσε τόν πρῶτο τυχόντα ἐξ ἡμῶν, νά ἀποκόψει τόν ὀμφάλιον λῶρον τοῦ πλάσματος πού εἶχε ἐκθρέψει. Οὐδεῖς ὅμως ἐτόλμησε νά πλησιάσει καί ἡ ὁλολύζουσα ἀπό τήν ὀξύτητα τῶν πόνων τοκετοῦ λεχῶ, ἐκραύγαζε ματαίως - ματαίως, διότι τά πορφυρά χέρια καί πόδια τοῦ μωροῦ εἶχαν συνθέμελα τρομοκρατήσει τούς πέριξ ἱσταμένους.
Τότε ἐγώ, ὁ μόνος νηφάλιος τήν στιγμήν ἐκείνην ἄντρας τῆς ὁμηγύρεως, ἀνέσπασα τό ξίφος μου καί ἀκουμβῶν πρός στιγμήν τό ὑψηλόν κοντάρι μου στόν τοῖχον ἑνός παρακειμένου κτίσματος, ὅρμησα πρός τήν γυναῖκα καί γονυπετής ἀνάμεσα στά λευκά της σκέλη, ἀπέκοψα τόν λῶρον πού συνέδεε ἀκόμη τό παιδί μέ τά ἀσπέροντα σπλάχνα, ἀπό τά ὁποῖα, κραυγαλέον καί ὡραῖον εἶχε μόλις ἐξέλθει.
Τήν ἴδιαν στιγμήν μία νεανίς, προφανῶς ἱκέτης, ἱσταμένη μεταξύ τῶν ὑπό τοῦ ἄγχους κατεχομένων θεατῶν, συμπλέκουσα τά χέρια της ἐπί τῶν καθαρῶς διαγραφομένων καί σφρυγιλῶς ταλαντευομένων ὑπό τό ὕφασμα μαστῶν της, ἐφώναζε γοερά:
"Ὧ, Γόρδιε!... Γόρδιε!... "
Ἐγώ ὕψωσα πάραυτα τό βρέφος ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς μου καί χωρίς νά γνωρίζω διατί, ἐκραύγασα στεντορίως:
"Ἀλέξανδρος! Ἀλέξανδρος, ὁ Μακεδών!"
Τώρα εἴς τήν εἴσοδον τοῦ ἱεροῦ χώρου, ἐπρυτάνευε πνεῦμα διαφορετικόν. Ἄναυδοι καί ἐμβρόντητοι οἱ παριστάμενοι, ἐψέλλισαν λέξεις ἀσυλλήπτους. Μιά κραυγή ὅμως προερχομένη ἀπό τά χείλη τῆς μητρός τοῦ βρέφους, μέ ἔκανε νά στραφῶ πρός αὐτήν. Ἡ λεχῶ ἔτεινε τά χέρια πρός τό παιδί της καί ἐπαναλάμβανε μέ ἐναγώνιον λατρεῖαν:
"Ἀλέξανδρε! Ἀλέξανδρε! Παιδί μου!"
Τότε ἡ ψυχραιμία μου μέ ἐγκατέλειψε ἀποτόμως. Ἤξερα καλά ὅτι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἐπρόκειτο νά γεννηθεῖ μόνον μετά δεκαέξη χρόνια. Ὕστερα ὅτι ὁ Φἰλιππος ἦτο μειράκιον μόλις δεκαπέντε ἐτῶν. Ἤξερα ὅτι ὁ Βουκεφάλας δέν εἶχε ἀκόμη ἐμφανισθεῖ. Καί ὅμως ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εὐρίσκετο ἤδη ἐν τῷ κόσμῳ μέσα στά χέρια μου, στήν ἄκρη μιᾶς ὁδοῦ, καί ἐγώ ὁ Ἑρμόλαος ὁ Μακεδών, ἱστάμενος μέσα σέ ἀπόλυτον φῶς, ἐκεῖ, εἴς τήν εἴσοδον τοῦ Δελφικοῦ μαντείου ζοῦσα τήν μέλλουσα ἱστορία τοῦ ἀνδρός, πρίν λάβει χῶρα ἡ βίωσίς της.
Ἄγχος ἐπλημμύρισε τήν ψυχή μου. Δέν ἤξερα τί νά κάνω. Νά παραδώσω τόν Ἀλέξανδρο εἴς τήν μητέρα του; Νά τόν πνίξω; Ἤ νά φύγω συναποκομίζων τό Μέγα Βρέφος.
Τό δίλημμα ἦτο τρομερόν. Ἡ εὐθύνη μου ὁπωσδήποτε βαρειά. Οἱ θεοί ὅμως μέ λυπήθηκαν, καί, διά τοῦ στόματος τῆς Πυθίας, πού περιέπεσε τήν ὥρα ἐκείνη ὄπισθεν τοῦ κτίσματος ἐπί τοῦ ὁποίου ἐστηρίζετο ἀκόμη τό κοντάρι μου, εἴς πλήρη ἀφαίρεσιν ἀπό τά ἐγκόσμια, μέ διέταξαν νά παραδώσω τό ὡραῖον παιδί στήν μάνα του.
Ἔτσι, χωρίς νά φέρω πλέον καμμίαν εὐθύνη ἔναντι τοῦ μέλλοντος τοῦ Μεγάλου Βρέφους καί ἔναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἔκαμα κάτι ἁπλό. Ἐφίλησα τόν Μέγαν Ἀλέξανδρον καί τόν ἔδωσα στήν μητέρα του, μέ τό συναίσθημα, ὅτι ἐγώ ὁ συμπατριώτης του, εἶχα κάμει τό καθῆκον μου σέ αὐτή τή γῆ, σάν κάποιος πού ὑπογράφων βαρυσήμαντον ἐπιστολή, καταλήγει λέγων, τιμίως καί εἰλικρινῶς ἐνώπιον θεῶν καί ἀνθρώπων, μέ ἁπλά καί ἀπέριττα λόγια:
Ταῦτα καί μένω εἰς τόν αἰῶνα τόν ἅπαντα δικός σας.
Πηγή: "Ἑρμόλαος ὁ Μακεδών", Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος, περιοδικό Κοῦρος, 1959
Φωτογραφία: http://sporadicq.tumblr.com/
Χρύσα Νικολοπούλου/Ἑλλήνων Φῶς