Αισώπου βίος & μύθοι
Ο Αίσωπος υπήρξε αρχαίος Έλληνας μυθοποιός και θεωρείται ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία.
Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες. Κατά πάσα πιθανότητα γεννήθηκε από οικογένεια δούλων το 625 π.Χ. στο Αμόριο της Φρυγίας, ενώ σύμφωνα με άλλους γεννήθηκε στη Σάμο, ή Θράκη, ή Σάρδεις ή την Αίγυπτο. Κατά το βίο του επισκέφθηκε πολλούς τόπους καθότι υπήρξε παθιασμένος ταξιδευτής.
Μεταγενέστερες μαρτυρίες τον αναφέρουν να συμμετέχει στο συμπόσιο των 7 Σοφών και να ελέγχει με την ευφυολογία και τη σοφία του τους λόγους των. Επίσης τον φέρουν στις Σάρδεις στην Αυλή του βασιλιά Κροίσου του οποίου ήταν ευνοούμενος και σύμβουλος. Είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου. Τη βιογραφία του συνέγραψε τον 14ο μ.Χ. αιώνα ο μοναχός Μάξιμος Πλανούδης και περιέχονται σ’ αυτή πολλά ανέκδοτα γα τη ζωή και την εν γένει δράση του. Θεωρείται επίσης ως ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας.
Σύμφωνα με μιαν εκδοχή, στάλθηκε από τον Κροίσο με προσφορές δώρων στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς όπου βλέποντας τις απάτες των εκεί ιερέων και την απληστία τους, τους κατηγόρησε με σαρκαστικό τρόπο. Εκείνοι τότε, αποφάσισαν να τον θανατώσουν με δόλο. Πήραν λοιπόν από το ιερό του ναού «φιάλην χρυσήν» και αφού την έκρυψαν στις αποσκευές του, κατόπιν τον κατηγόρησαν για κλέφτη και ιερόσυλο. Έτσι με σκηνοθετημένη κατηγορία τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον σκότωσαν ρίχνοντας τον στον γκρεμό από τη κορυφή του Παρνασσού Υάμπεια. Αμέσωςόμως μετά τον θάνατό του επήλθε πείνα και δυστυχία στον τόπο.
Κατά μιαν άλλη εκδοχή, δούλευε σε κάποιον κτηματία ως δούλος βοσκός. Κάποια ημέρα, που είδε τον επιστάτη να χτυπά άδικα έναν άλλο δούλο, έτρεξε να τον βοηθήσει και έτσι ο επιστάτης για να τον εκδικηθεί τον κατηγόρησε στο αφεντικό, ο οποίος τον μετέφερε στην αγορά της Εφέσσου προκειμένου τον πουλήσει. Εκεί τον αγόρασε ο σοφός Ξάνθος από τη Σάμο, που εκτίμησε το έξυπνο βλέμμα του και τον πήρε μαζί του ως δούλο. Μαζί του άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει τον κόσμο. Στη συνέχεια ο Ξάνθος τον πούλησε στον επίσης Σάμιο σοφό Ιάδμονα. Αυτός εκτιμώντας τα πνευματικά χαρίσματά του και κυρίως την σοφία και την ευφυΐα του, τον απελευθέρωσε.
Κάποτε έφτασε και στη περιοχή των Δελφών όπου επισκέφθηκε το περίφημο Μαντείο. Ο Αίσωπος ειρωνεύθηκε τους ιερείς……………ότι μαντεύουν για να πλουτίζουν και τους κατοίκους, ότι αντί να καλλιεργούν τα κτήματά τους και να φροντίζουν τα ζώα τους ζούσαν από τ’ αφιερώματα των προσκυνητών. Αυτό το θράσος εξόργισε τους ιερείς του Μαντείου οι οποίοι τον παγίδεψαν, τοποθετώντας ένα χρυσό ποτήρι στις αποσκευές του και κατόπιν τον κατηγόρησαν ως κλέφτη και ιερόσυλο. Έτσι τον καταδίκασαν σε θάνατο, ρίχνοντας τον από τις κορυφές των Φαιδριάδων, κάποια απόκρημνα βράχια, στον Παρνασσό.
Σύμφωνα με τη παράδοση, ο Απόλλων τιμώρησε την αδικία στέλνοντας στους κατοίκους των Δελφών μεγάλη πείνα και λιμό, που επέφερε μεγάλες απώλειες. Αυτοί τότε για να εξιλεωθούν, έστησαν μια μαρμάρινη στήλη προς τιμήν του Αισώπου. Όπως και να ‘χει, επειδή υποστήριζε μια ζωή την αλήθεια, ήταν φυσικό να δολοφονηθεί. Αξίζει να σημειωθεί τέλος, ότι δεν έγραψε ποτέ ούτε λέξη, αλλά όλους τους μύθους εδιηγείτο προφορικά.
Επιλογή μύθων του σε πεζό λόγο εξέδωσε ο Δημήτριος ο Φαληρεύς στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Η συλλογή αυτή δεν σώζεται και μόνο ποιητικές επεξεργασίες του Βαβρίου (ελληνικά), του Φαίδρου (λατινικά) και άλλων διέσωσαν το υλικό της συγκεκριμένης επιτομής. Όλες οι σωζόμενες σήμερα συλλογές είναι πολύ μεταγενέστερες και προέρχονται από τον 1ο ή 2ο αιώνα και εντεύθεν. Οι μύθοι του έχουν συγκεντρωθεί σε «Συλλογή Αισώπειων Μύθων» και πρωταγωνιστές σ’ αυτούς είναι ως επί το πλείστον, ορισμένα ζώα όπως αλεπού, λύκος, λιοντάρι, ελάφι κ.ά. Κυρίως είναι διάλογοι μεταξύ ζώων που ομιλούν κι ενεργούν ως άνθρωποι, ενώ υπάρχουν και ορισμένοι με ανθρώπους ή θεούς διατυπωμένοι ως μικρά σύντομα αφηγήματα. Ο χαρακτήρας τους είναι ηθικοδιδακτικός, συμβολικός και αλληγορικός. Οι Μύθοι του έχουν ιδιαίτερη χάρη, θαυμαστή απλότητα κι άφταστη διδακτικότητα! Είναι παρμένοι από τη καθημερινή ζωή και τη φύση. Είχε τη μοναδική ικανότητα να δίνει στα ζώα ανθρώπινες ιδιότητες, ψυχή και ομιλία, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείς ότι αυτή ήταν κάποτε η πραγματικότητα και όλα αυτά που διηγείται έχουν συμβεί. Βασικό χαρακτηριστικό των διηγήσεών του ήταν το επιμύθιο το οποίο ήταν εύληπτο για τα παιδιά και το λαό.
Λέγεται πως ανέφερε τους μύθους του όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ζωής του αλλά και όταν απαιτήθηκε να υποστηρίξει την αθωότητά του στο δικαστήριο. Σε αυτούς διακρίνεται το ευρύ, παρατηρητικό του πνεύμα και η ικανότητά του να διδάσκει με μικρές, απλές ιστορίες, που πάντα έχουν κάποιο ηθικό δίδαγμα. Συνήθιζε με τη παρατηρητικότητα και τη βαθειά σοφία του να πλάθει τέτοιες ιστορίες και να τις διηγείται στον κοινωνικό του περίγυρο. Με τον καιρό απέκτησε μεγάλη φήμη κι όλοι επιθυμούσαν να ακούσουν κάποιο μύθο του σχετικά με κάποιο πρόβλημα τους. Σιγά-σιγά οι μύθοι του άρχισαν να μεταδίδονται από στόμα σε στόμα μεταξύ των ανθρώπων, μέχρι την ελληνιστική εποχή οπότε συγκεντρώθηκαν και παρουσιάστηκαν σαν ένα βιβλίο, αιώνες αργότερα.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Αίσωπος ήταν ταπεινής καταγωγής και πραγματικό τέρας ασχήμιας καθότι μαυριδερός, καμπούρης, τραυλός, κοντόλαιμος, στραβοπόδης με μύτη πλακουτσωτή και κεφάλι τριγωνικό, αλλά παράλληλα ευφυέστατος και ετοιμόλογος. Παρ’ ότι όσο ζούσε, ήταν δούλος οι Αθηναίοι αργότερα ανήγειραν ανδριάντα, προκειμένου να δείξουν ότι κάθε άνθρωπος αξίας, πρέπει να τιμάται ανεξάρτητα από τη καταγωγή του. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήταν πολύ γνωστός «λογοποιός». Εκτός από τους μύθους γνώριζε και διηγούνταν πολλά αστεία και ανέκδοτα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν δημιούργησε μύθους αλλά τους συγκέντρωσε, τους συμπλήρωσε και τους τελειοποίησε. Αυτοί προέρχονταν είτε από τους αρχαιότερους Έλληνες είτε από άλλους λαούς, όπως οι Φρύγες. Δεν αποκλείεται βέβαια να επινόησε και ο ίδιος μερικούς απ’ αυτούς. Πάντως τους χρησιμοποίησε πολύ στη ζωή του, με τόση δεξιότητα κι επιτυχία, ώστε να συνδεθεί τελικά το όνομά του με αυτούς.
Οι Μύθοι του εκτυπωθήκαν πρώτη φορά στο Μιλάνο το 1479 μ.Χ. ακολούθησε αυτή του Παρισιού το 1547 και έκτοτε έχουν κυκλοφορήσει σε πάρα πολλές γλώσσες. Ο Κοραής τους τύπωσε το 1810 στο Παρίσι κι ακολούθησε κριτική έκδοση (1852) στη Λειψία από τον Χαλμ. Έκτοτε πολλές εκδόσεις παρουσιαστήκαν και οι Μύθοι εκτιμάται ότι έχουν διαβασθεί παγκοσμίως σχεδόν όσο κι η Βίβλος. Η πιο πρόσφατη έκδoσή τους έγινε από τον Οίκο ΡΕΝGUΙΝ του Λονδίνου (1997) σε 50.000 αντίτυπα. Η απόδοση τους στη νέα ελληνική γλώσσα έγινε από τους Ανδρόνικο Νούκιο και Γεώργιο Αιτωλό, που ζήσανε τον 16ο αιώνα.
Οι Αισώπειοι Μύθοι ήσαν γραμμένοι σε πεζό λόγο. Ως γνωστόν μέχρι τότε, μόνον ο έμμετρος λόγος (ποίηση) εθεωρείτο εκφραστικό είδος για τους συγγραφείς. Συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί και ως πρωτοπόρος στο είδος του. Κυριαρχούσα ιδεολογία είναι η αποδοκιμασία του κακού στις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές του……..της βίας, της απάτης, της αυθαιρεσίας, της προδοσίας, της ματαιοδοξίας, της αλαζονείας, της ψευδολογίας, της πλεονεξίας, της πονηριάς. Η αποδοκιμασία επιχειρείται άλλοτε με αναφορά στη Θεία Δίκη, άλλοτε με πειστικές υποδείξεις, πιο συχνά όμως με τη διαπίστωση του παραλογισμού του κακού, με τη γελοιοποίηση του καθώς και με τη φιλοσοφική ενατένιση της ζωής.
Ακολουθούν μερικοί από τους διδακτικότερους – επίκαιρους μύθους του Αισώπου, με τα ανάλογα σχόλια – διδάγματα. Ολόκληρη την συλλογή στα αρχαία ελληνικά, μπορείτε να την βρείτε εδώ.
*********************
Το μονόφθαλμο ελάφι
Κάποιο ελάφι είχε χάσει το ένα μάτι όταν το κυνηγούσαν κυνηγοί και τρέχοντας να σωθεί ένα ξερόκλαδο είχε μπει στο μάτι του. Από τότε έπρεπε να ‘ναι πολύ προσεκτικό και να γυρίζει το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά για να βλέπει μήπως κινδυνεύει.
Μια μέρα έφτασε σε μια πυκνοφυτεμένη πλαγιά που κατέβαινε μέχρι την άκρη της θάλασσας.
– Ωραίο μέρος, σκέφτηκε το ελάφι. Εδώ μπορώ να βόσκω με ασφάλεια. Δε χρειάζεται να γυρίζω το κεφάλι μου δεξιά κι αριστερά. Θα στέκομαι πάντα με το γερό μου μάτι προς τη στεριά, αφού μόνο από εκεί κινδυνεύω.
Πέρασε καιρός και το ελάφι ζούσε εκεί ευτυχισμένο, ώσπου μια μέρα έτυχε να περνάει από εκείνη την ακρογιαλιά μια βάρκα με κυνηγούς που πήγαιναν σ’ ένα διπλανό νησί. Οι κυνηγοί είδαν το ελάφι που έβοσκε αμέριμνο και του έριξαν ένα βέλος.
Το δύστυχο ζώο σωριάστηκε στο χώμα και καθώς ξεψυχούσε μουρμούρισε:
– Εγώ φυλαγόμουν από τη στεριά κι ο θάνατος ήρθε απ’ τη θάλασσα.
Επιβιώνει όποιος είναι προετοιμασμένος για το απροσδόκητο.
Οι δυο φίλοι και η αρκούδα
Κάποτε δυο φίλοι βάδιζαν στον ίδιο δρόμο…………….ένα δρόμο άγνωστο μέσα από βουνά και κοιλάδες. Παρόλο που ευρίσκοντο σε άγνωστο μέρος, ο ένας εκ των δύο ένοιωθε ασφαλής διότι ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του θα τον βοηθούσε να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κίνδυνο εμφανιζόταν.
Εκεί που περπατούσαν και συζητούσαν για να περάσει η ώρα, ξαφνικά μια αρκούδα παρουσιάστηκε μπροστά τους, στην μέση του δρόμου. Ο ένας άντρας, έτρεξε γρήγορα σε ένα κοντινό δέντρο, άρπαξε ένα κλαδί και σκαρφάλωσε. Έτσι κατάφερε να γλιτώσει από την αρκούδα που δεν τον έβλεπε. Ο άλλος άντρας, έμεινε για μια στιγμή ακίνητος και μετά έπεσε στο έδαφος με σκοπό να υποκριθεί ότι είναι νεκρός.
Το άγριο θηρίο, έτρεξε αμέσως πάνω από τον άντρα που ήταν στο έδαφος, με σκοπό να αρπάξει το θύμα του. Με τα γαμψά νύχια της, σήκωσε τον κακόμοιρο άντρα από το έδαφος. Τα πόδια και τα χέρια του άντρα είχαν γίνει από τον φόβο του τόσο άκαμπτα και παγωμένα ώστε η αρκούδα νόμισε ότι πραγματικά είχε βρει ένα πτώμα. Έτσι, παρά τον θυμό της, εγκατέλειψε τον άντρα και έφυγε μακριά, για να πάει στην φωλιά της.
Όταν ο άλλος αισθανόταν πλέον ασφαλής αφού δεν έβλεπε την αρκούδα κατέβηκε από τον δέντρο και ρώτησε τον σύντροφο του θέλοντας να κάνει και τον έξυπνο «Πες μου φίλε μου, τι σου είπε η αρκούδα όταν ήσουν ξαπλωμένος, τρέμοντας από τον φόβο; Πρέπει να σου είπε πολλά πράγματα σε αυτήν την μακριά συζήτηση σας».
Κι εκείνος του απάντησε: «Να μην ταξιδεύω από δω και μπρος με φίλους που με εγκαταλείπουν την ώρα του κινδύνου».
“Ουδείς φίλος ώ πολλοί φίλοι” (πολλοί φίλοι ισοδυναμούν με κανένα φίλο). Αριστοτέλης, 384-322 π.Χ.
“Επί δείπνα των φίλων βραδέως πορεύου, επί δε τας ατυχίας ταχέως” (στις δυσκολίες των φίλων να σπεύδεις πρώτος και στις χαρές τελευταίος). Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, 600-520 π.Χ.
Είμαστε υπεύθυνοι και υπόλογοι για τους φίλους μας, διότι εμείς τους επιλέγουμε………………..υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ φίλου και γνωστού.
Το λιοντάρι κι ο λαγός
Ένα λιοντάρι είδε ένα λαγό αποκοιμισμένο κι ετοιμαζόταν να τον φάει, όταν την ίδια στιγμή είδε να περνάει τρέχοντας ένα ελάφι. Παράτησε λοιπόν, το λαγό κι έτρεξε πίσω από το ελάφι, φεύγοντας όμως έκανε πολύ θόρυβο με αποτέλεσμα να ξυπνήσει ο λαγός και να φύγει!
Μετά από μεγάλο κυνηγητό, το λιοντάρι κατάλαβε πως δεν είχε ελπίδα να προφτάσει το ελάφι. Επέστρεψε τότε στο σημείο που είχε δει το λαγό, για να διαπιστώσει πως κι αυτός είχε γίνει άφαντος.
«Καλά να πάθω», είπε το λιοντάρι. «Άφησα το σίγουρο φαγητό που ήταν κάτω από τη μύτη μου, ελπίζοντας πως θα έπιανα κάτι μεγαλύτερο».
Η πενία πολλών εστίν ενδεής, η δ’ απληστία πάντων (η φτώχεια είναι έλλειψη πολλών πραγμάτων………η δε απληστία όλων). Αριστοτέλης, 384-322 π.Χ.
Το παιδί κλέφτης και η μητέρα του
Κάποτε ένα παιδί μικρό έκλεψε στο σχολείο την πλάκα (άβακα) ενός άλλου παιδιού και το μεσημέρι, όταν γύρισε στο σπίτι του, την έδειξε στη μητέρα του.
– Πού τη βρήκες; Το ρώτησε εκείνη.
– Στο σχολείο μου. Αποκρίθηκε το παιδί.
– Σε ποιο μέρος του σχολείου σου;
– Την είχε αφήσει ένα άλλο παιδί και εγώ την πήρα χωρίς να το καταλάβει.
– Μπράβο! Είπε η μητέρα ενθουσιασμένη. Φαίνεσαι έξυπνος. Διότι πίστευε πως ήταν εξυπνάδα που το παιδί της πήρε την ξένη πλάκα χωρίς να το καταλάβει ο συμμαθητής του.
Ύστερα από λίγο καιρό πήγε στο σπίτι του ένα πανωφόρι παιδικό.
– Πού το βρήκες; Ρώτησε η μητέρα.
– Στο σχολείο, απάντησε το παιδί.
– Σε κατάλαβαν που το πήρες;
– Όχι. Το έκρυψα κάτω από το δικό μου και έκανα κι εγώ πως ψάχνω να το βρω, μαζί με τα άλλα παιδιά.
Η μητέρα ευχαριστήθηκε πολύ που το παιδί της σκέφτηκε μια τέτοια πανουργία, να κλέψει το πανωφόρι, να το φορέσει κάτω από το δικό του και να κάνει τάχα πως το ψάχνει μαζί με τα άλλα τα παιδιά όταν το γύρευαν.
«Το παιδί μου εμένα είναι πολύ έξυπνο και θα προκόψει στη ζωή!», έλεγε μέσα της.
Κι ήταν ενθουσιασμένη που είχε ένα τόσο έξυπνο παιδί και ο ενθουσιασμός της, όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε πιο πολύ, γιατί ο γιος της κουβαλούσε στο σπίτι όλο και περισσότερα πράγματα κλεμμένα.
Το παιδί μεγάλωνε, έγινε άντρας κι έγινε ο πιο επιτήδειος κλέφτης της περιοχής.
Κάποτε, όμως, τον έπιασαν, την ώρα που λήστευε ένα σπίτι, τον δίκασαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Την ώρα που τον έσερναν δεμένο για να τον πάνε στον τόπο, όπου ο δήμιος θα του έκοβε το κεφάλι, η μητέρα του έτρεχε πίσω από τη συνοδεία κι έκλαιγε, χτυπώντας το στήθος της με απελπισία.
– Γιε μου πού σε πάνε; Γιε μου! Πού σε πάνε; Φώναζε απελπισμένα.
Τότε ο κατάδικος σταμάτησε και παρεκάλεσε εκείνους που τον πήγαιναν να τον αφήσουν να πει κάτι κρυφά στη μητέρα του.
Εκείνοι δέχτηκαν, καθότι είχε λίγη ώρα ακόμα να ζήσει.
Τότε ο κατάδικος έσκυψε, τάχα να πει κάτι στ’ αφτί της μητέρας του και της το ξερίζωσε με τα δόντια του!
– Δεν ντρέπεσαι, καταραμένο παιδί! Φώναξε εκείνη, ουρλιάζοντας από τους πόνους. Δεν σου φτάνουν τόσα εγκλήματα που έκανες, μόνο φέρνεσαι έτσι και στη μητέρα που σε γέννησε;
– Εσύ φταις για το κατάντημά μου, της αποκρίθηκε ο κατάδικος. Αν με μάλωνες όταν έκλεψα για πρώτη φορά εκείνη την πλάκα και σου την έφερα, σήμερα δεν θα με πήγαιναν να μου κόψουν το κεφάλι.
Ο εν λόγω μύθος αρμόζει πλήρως στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του νεοέλληνα……….
Πηγή: Χείλων