Έξοδος Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826) - Α' μέρος

Η θυσία του Καψάλη, πίνακας του Θ. Βρυζάκη (ΠΗΓΗ)

Η θυσία του Καψάλη, πίνακας του Θ. Βρυζάκη (ΠΗΓΗ)

Πείνα! Τόν Μάρτιο τού 1826 η κατάσταση ήταν απελπιστική. Τό Μεσολόγγι ψυχοραγούσε. Οι σκελετωμένοι Μεσολογγίτες έψαχναν τρόπους νά πολεμήσουν τήν πείνα τους, άλλοτε βράζοντας φύκια καί καβούρια, άλλοτε βράζοντας ό,τι χορταράκι φύτρωνε από εδώ καί από εκεί. Οι πιό τυχεροί έβρισκαν νά φάνε μία γάτα ή έναν ποντικό. Οι βρώμικες τροφές προκαλούσαν τύφο καί δυσεντερία καί προσέθεταν νέα δεινά στούς Μεσολογγίτες. Πολλοί έπεφταν στούς δρόμους λιπόθυμοι γιά νά μήν ξανασηκωθούν. Περίπου 2000 πέθαναν από τόν λιμό (πείνα) καί από τίς ασθένειες. Οι ζωντανοί βαρυγκομούσαν: "Βάστα καημένο Μεσολόγγι... Βάστα!".

Η ελληνική κυβέρνηση σέ συνεργασία μέ τούς προεστούς τής Ύδρας δέν μπόρεσε ή δέν θέλησε νά οργανώσει ένα ισχυρό στόλο πού θά μπορούσε νά σπάσει τόν θαλάσσιο αποκλεισμό τού Μεσολογγίου καί νά εφοδιάσει τούς πεινασμένους μέ τά πολύτιμα τρόφιμα. Στή Ζάκυνθο είχαν συγκεντρωθεί προμήθειες χάρις στίς προσπάθειες τού Ελβετού τραπεζίτη καί φίλου τού Καποδίστρια, Εϋνάρδου (Jean-Gabriel Eynard), οι οποίες περίμεναν τά πλοία πού θά τίς μετέφεραν στούς "Ελεύθερους Πολιορκημένους".

Ο Ανδρέας Μιαούλης πού γνώριζε πολύ καλά τήν απελπιστική κατάσταση τών πολιορκημένων, εσπευσμένα καί έχοντας στήν διάθεσή του μόνο λίγα μπρίκια, έφθασε στή Ζάκυνθο στίς 31 Μαρτίου 1826. Αφού φόρτωσε τά τρόφιμα, άνοιξε πανιά γιά τήν λιμνοθάλασσα τού Μεσολογγίου. Δυστυχώς όμως ο ενωμένος μουσουλμανικός στόλος τών Τούρκων, τών Αιγυπτίων καί τών Αλγερινών περιπολούσε στήν περιοχή μεταξύ Κάβου Πάπα (ακρωτήριο Αράξου) καί Κάβου Σκροφών, καθιστώντας αδύνατη τήν διέλευση τών μικρών ελληνικών πλοίων. Αλλά καί πάλι άν περνούσε κανένα πλοίο, δέν θά μπορούσε νά προσφέρει καμμία βοήθεια στούς αποκλεισμένους, αφού τό Βασιλάδι πού ήταν η θέση κλειδί γιά τήν επικοινωνία τών αποκλεισμένων μέ τόν ελληνικό στόλο, βρισκόταν πλέον σέ εχθρικά χέρια.

Ο Μιαούλης κατόρθωσε νά φθάσει στό νησάκι Πεταλά, δυτικά από τό Μεσολόγγι, όπου συνάντησε τόν Αναστάσιο Παπαλουκά, έναν από τούς ελάχιστους διασωθέντες τής μάχης τού Βασιλαδίου, ο οποίος θά αναλάμβανε νά μεταφέρει τά τρόφιμα διά μέσου κρυφών περασμάτων πρός τήν πόλη τού Μεσολογγίου. Καμμία όμως από τίς βάρκες μέ τίς προμήθειες δέν κατάφερε νά σπάσει τόν στενό αποκλεισμό καί γύρισαν όλες άπρακτες πίσω στόν Πεταλά. Τό Μεσολόγγι καταδικάστηκε σέ θάνατο!

Η στέρηση τών τροφών ήταν γενική. Δέν υπήρχαν πλούσιοι καί φτωχοί ούτε άρχοντες καί υπηρέτες. Πλούσιος ήταν μόνο όποιος έβρισκε ακόμα καί ένα κομμάτι δέρμα καί τό έβαζε στό στόμα του γιά νά τό μασήσει. Ο Πατρινός έμπορος Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, από τούς πρωτεργάτες τής επανάστασης στήν Πάτρα, είχε ένα άλογο τό οποίο τό συντηρούσε γιατί αυτό αποτελούσε τήν μόνη του σωτηρία, στήν περίπτωση τής εξόδου. Γέρος όπως ήταν, δέν θά μπορούσε νά τρέξει νά ξεφύγει. Τό έδωσε όμως τό άλογο στούς στρατιώτες πού φύλαγαν τίς ντάπιες τού Μεσολογγίου καταδικάζοντας τόν εαυτό του σέ θάνατο. Ο γιατρός Στεφανίτσης μαγείρεψε τόν σκύλο του καί σέ όλους έλεγε ότι ήταν τό καλύτερο γεύμα πού είχε φάει ποτέ. Ο Σμυρνιός Νικολαΐδης, πού δούλευε μαζύ μέ τόν Μάγερ στήν εφημερίδα, έσφαζε καί έτρωγε όποια γάτα έβρισκε κρυμμένη στά ερείπια. Η Μεσολογγίτισα Βαρβάρηνα έσφαξε τό γαϊδουράκι της καί μάζεψε τίς γειτόνισσές της καί τό μοιραστήκανε.

Ο Ιάκωβος Μάγερ έστειλε τήν τελευταία του επιστολή στόν συνταγματάρχη Στάνχοπ:

"Κατηντήσαμεν εις τοιαύτην ανάγκην ώστε νά τρεφώμεθα από τά πλέον ακάθαρτα ζώα καί νά πάσχωμεν όλα τά φρικτά αποτελέσματα τής πείνης καί τής δίψης. 1740 τών αδελφών μας ετελεύτησαν καί περίπου 100000 σφαίραι κανονίων καί βόμβαι, ριπτόμεναι από τό εχθρικόν στρατόπεδον, κατεδάφισαν τούς προμαχώνας μας καί κατεκρήμνισαν τάς οικίας μας. Τό δέ ψύχος μάς ενοχλεί υπερβολικώς, καθότι έιμεθα διόλου εστερημένοι από ξύλα τής φωτιάς. Μέ όλας τάς στερήσεις ταύτας είναι αξιοθαύμαστον θέαμα ο ένθερμος ζήλος καί η αφοσίωσις τής φρουράς μας. Πόσοι γενναίοι άνδρες μετ' ολίγας ημέρας δέν θέλει είσθαι πλέον ειμή σκιαί, κατηγορούσαι ενώπιον τού Θεού τήν αδιαφορίαν τού Χριστιανικού κόσμου εις τόν αγώνα, όστις είναι ο αγών τής θρησκείας."

Ο απεσταλμένος τών Μεσολογγιτών στό Ναύπλιο Σπυρομίλιος είχε αηδιάσει από τά εμπόδια πού συναντούσε σέ κάθε του βήμα. Η βραδύτητα τών ενεργειών τών πολιτικών γιά τήν σωτηρία τού Μεσολογγίου ήταν αξιοπρόσεκτη καί ερχόταν σέ αντίθεση μέ τήν δραστηριότητά πού επιδείκνυαν σέ σχέση μέ τήν Γ' Εθνική Συνέλευση. Πρωταγωνιστές στίς δολοπλοκίες καί στίς σκευωρίες ήταν οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος καί Ιωάννης Κωλέττης.

"Ως σπουδαιότερον αντικείμενον εθεώρουν τήν Εθνικήν Συνέλευσιν, παρά τόν εχθρόν όστις επαπείλει τό Μεσολόγγιον".

Ο φρούραρχος Φωτομάρας, πού βρισκόταν επίσης στό Ναύπλιο, υποχρέωσε μέ τή βία τά μέλη τού Εκτελεστικού νά συνεδριάσουν καί τά "εμάντρισε" σέ ένα σπίτι, γιά νά πάρουν τήν απόφαση γιά τήν οργάνωση θαλάσσιας εκστρατείας, η οποία θά έλυνε τόν αποκλεισμό τού Μεσολογγίου. Η λαϊκή μούσα έκανε τραγούδι τήν αδιαφορία τών πολιτικών δολοπλόκων τού Ναυπλίου:

"Ένα πουλάκι ξ' έβγαινε μέσα από τ' Ανάπλι,
μέρα καί νύχτα περπατεί, μέρα καί νύχτα τρέχει.
Πάει χαμπέρι στούς Έλληνες καί τούς Μεσολογγίτες.
Σύρε πουλί μ'στή Ρούμελη, σύρε στό Μεσολόγγι,
νά πής στόν Διαμαντόπουλο καί τόν Κίτσο Τζαβέλλα,
μιντάτι νά μήν καρτερούν, ζαϊρέ νά μήν προσμένουν."

Τήν 6η Απριλίου 1826 συγκεντρώθηκαν οι οπλαρχηγοί καί οι προεστοί καί πήραν τή μεγάλη απόφαση νά πραγματοποιήσουν Έξοδο, περίπου δύο ώρες μετά τό σούρουπο τής 10ης Απριλίου 1826, Σάββατο τού Λαζάρου πρός Κυριακή τών Βαΐων. Αποφασίστηκε τότε όλοι οι λαβωμένοι καί οι γέροι νά συγκεντρωθούν στά σπίτια πού είχαν πυριτιδαποθήκες καί νά τιναχτούν στόν αέρα, όταν θά έμπαιναν οι βάρβαροι. Γιά τά μωρά υπήρχε η άποψη νά τά δηλητηριάσουν, ώστε μέ τά κλάμματά τους, νά μήν προδώσουν τούς υπόλοιπους κατά τήν έξοδο, αφού χρειαζόταν απόλυτη σιγή. Όμως ο επίσκοπος Ιωσήφ Ρωγών, μέ μία συγκινητική παρέμβαση, απέτρεψε τήν ανίερη αυτή πράξη. Τούς αιχμαλώτους όμως μουσουλμάνους καί Χριστιανούς τούς θανάτωσαν όλους, ιδιαίτερα μετά τήν απόδραση δύο από αυτών, οι οποίοι φέρεται νά πρόδωσαν τό μυστικό τής εξόδου στούς πασάδες.

Οι γυναίκες θά ντύνονταν μέ αντρικά ρούχα καί θά έπαιρναν στήν πλάτη τά μωρά τους. Οι άντρες θά άνοιγαν τόν δρόμο μέ τό σπαθί στό χέρι. Ο γέρο Καψάλης γύριζε στίς γειτονιές καί καλούσε όλους τούς ανήμπορους νά μαζευτούν στό σπίτι του. Τήν ίδια ημέρα είχε δεί τήν γυναίκα του νά πεθαίνει. Όταν αντίκρυσε τόν γιό του Αποστόλη νά κλαίει γιά τό θάνατό τής μητέρας του, τού είπε:

- "Παιδί μου μήν κλαίς. Πιό καλά νά χαίρεσαι πού γλύτωσε η μάνα σου από τή σκλαβιά καί τήν ατίμωση. Κύτταξε τώρα νά γλυτώσης εσύ. Όσο γιά μένα μήν νοιάζεσαι. Είμαι γέρος. Καί νάβγω μαζί σας πάλι δέν γλυτώνω."

Ο Καψάλης είχε πέντε παιδιά. Ο Παναγιώτης σκοτώθηκε στήν έξοδο. Ο Ασημάκης καί η Ελένη χάθηκαν στά σκλαβοπάζαρα. Ο Αποστόλης γλύτωσε καί ο δεκάχρονος Μήτσος ήταν μαζί μέ τόν πατέρα του στήν ανατίναξη. Ήταν όμως τυχερός αφού σώθηκε μέ μερικά τραύματα καί κατάφερε στό τέλος νά ξεφύγει. Αρκετοί άρρωστοι καί πληγωμένοι πήγαν στά Καψαλέϊκα, αλλά υπήρχαν καί μερικοί πού προτίμησαν νά δώσουν οι ίδιοι τέλος στή ζωή τους. Ο Γιώργος Ρισάνος έφραξε μέ τό σώμα του τήν μπούκα τού κανονιού του καί τό πυροδότησε. Ο Θανάσης Χινόπωρος σκότωσε τή μνηστή του καί μετά έστρεψε τό πιστόλι του στόν κρόταφό του καί πυροβόλησε. Ακριβώς τό ίδιο έκανε καί ο Θεόδωρος Πετροχείλης. Ο πεθερός τού Μάγερ, ο γέρο Ιγγλέσης αφού προέτρεψε τόν γενναίο Ελβετό νά σώσει τήν κόρη του καί τά δύο του εγγόνια, στή συνέχεια αυτοκτόνησε.

Οι στιγμές ήταν συγκινητικές. Ο αδελφός χαιρετούσε τήν αδελφή, ο γιός αγκάλιαζε γιά τελευταία φορά τή μάνα, η κόρη φιλούσε γιά τελευταία φορά τόν πατέρα. "Καλή αντάμωση στόν άλλο κόσμο!" έλεγαν οι άμοιροι Μεσολογγίτες, οι οποίοι πίστευαν. Πίστευαν στόν Θεό, πίστευαν στόν Χριστό, πίστευαν στόν τιμημένο θάνατο, ο οποίος γιά αυτούς ήταν απλά τό πέρασμα στήν άλλη ζωή, όπου θά ζούσαν αντάμα μέ τά αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο επίσκοπος Ιωσήφ μέ τούς υπόλοιπους ιερείς δέν σταματούσε νά δίνει κουράγιο καί νά κοινωνάει τούς πιστούς στίς εκκλησίες.

Ο Μάγερ έθαψε μαζί μέ άλλους Μεσολογγίτες τά αντίγραφα από τήν εφημερίδα του, πού είχε δουλέψει ασταμάτητα γιά δύο χρόνια, μαζί μέ κάποια κομμάτια από τό πιεστήριο. Ήλπιζε ότι όταν θά τελείωνε η περιπέτεια αυτή θά γύριζε νά τά ξεθάψει. Μά ο Μάγερ δέν θά γύριζε. Θά γύριζαν όμως άλλοι Μεσολογγίτες καί θά έβρισκαν τά σιδερένια κομμάτια από τό πιεστήριο. Αρκετά χρόνια αργότερα, ένα παιδάκι θά έπαιζε κοντά στόν σιδερένιο σκελετό τού πιεστηρίου, πού είχε βρεθεί στόν Κήπο τών Ηρώων. Τό παιδάκι αυτό λεγόταν Κωστής Παλαμάς.

Οι μαραγκοί ετοίμασαν κινητές γέφυρες γιά νά περάσουν τήν τάφρο. Οι πολεμιστές έφτιαχναν τά τσαρούχια τους από τίς μπαλάσκες τών αραπάδων καί στόν ώμο έβαζαν τό τουφέκι τους μέ μία τσάντα γεμάτη φουσέκια. Τά γιαταγάνια τους τά είχαν δεμένα μέ σκοινί στά χέρια τους, γιά νά μπορούν νά γεμίζουν τά τουφέκια τους χωρίς νά τά χάνουν μέσα στό σκοτάδι. Οι Μεσολογγίτισσες Σάννα, Πιτούλαινα, Θεοδώρα Χρυσικοπούλου, Τασούλα Γυφτογιάννενα, Χρυσάνθη Βορίλα καί Χρυσάϊδω Καραγγέλη έβαλαν αντρικές φουστανέλλες καί ετοιμάστηκαν γιά τήν Έξοδο. Εξήντα χρόνια αργότερα, όταν η Γυφτογιάννενα κατάλαβε ότι θά πέθαινε παρήγγειλε στίς κόρες της νά τήν θάψουν μέ τά αντρικά ρούχα πού είχε βάλει στήν ηρωική Έξοδο καί τά οποία είχε φυλάξει πεντακάθαρα καί σιδερωμένα σέ μία κασέλα.

Ο γέρο κλέφτης Παναγιώτης Τζαλαχάς, έδωσε τά άρματά του στόν ανηψιό του Γιώτη Σεΐζη, μαζί μέ όλα τά γρόσια πού είχε στό κεμέρι του. Ο γέρο Τζαλαχάς χάθηκε, αλλά τά άρματά του τά έσωσε μαζί μέ τή ζωή του ο νεαρός ανηψιός του. Τό μεγάλο όμως μυστικό τών πολιορκημένων δέν αποτελούσε μυστικό. Πιθανότατα οι δύο ξένοι πού είχαν αποδράσει, είχαν ειδοποιήσει τούς Τούρκους γιά τήν Έξοδο τών απελπισμένων καί εκείνοι απλώς περίμεναν. Θά περίμεναν γιά νά αποτελειώσουν τούς ζωντανούς νεκρούς όταν θά έκαναν τήν τελευταία απέλπιδα προσπάθεια γιά τήν σωτηρία τους.

Τό κείμενο τής απoφάσεως τής φρουράς τού Μεσολογγίου γιά τήν Έξοδο συντάχθηκε τό πρωΐ τής 10ης Απριλίου 1826 καί έχει ως εξής:

"Έν ονόματι τής Αγίας Τριάδος.

Η εξοδός μας νά γίνη βράδυ εις τάς δύο ώρας τής νυκτός 10 Απριλίου, ημέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας τών Βαΐων, κατά τό εξής σχέδιον, ή έλθη ή δέν ελθη βοήθεια.

Α' - Όλοι οι οπλαρχηγοί οι από τήν δάμπιαν (προμαχώνα) τού Στορνάρη έως εις τήν δάμπιαν τού Μακρή, μέ τούς υπό τήν οδηγίαν των, μία κολώνα, νά ριχθουν εις τήν δάμπιαν τού εχθρού εις τήν ακρογιαλιάν, εις τό δεξιόν. Η σημαία τού στρατηγού Νότη Βότζιαρη θέλει μείνει ανοικτή, ως οδηγός τού σώματος τούτου. Ο Στρατηγός Μακρής νά τήν συνοδεύση μέ ειδήμονες, όπου γνωρίζουν τόν τόπον.

Β' - Όλοι οι οπλαρχηγοί οι από τήν δάμπιαν τού Στρατηγού Μακρή έως εις τήν Μαρμαρούν μέ τούς υπό τήν οδηγίαν των, μία κολώνα όλοι, νά ριχθούν είς τόν προμαχώνα αριστερά κατά τών εχθρών. Ο Στρατηγός Μακρής, μέ τήν σημαίαν του ανοικτήν, θέλει είναι ο οδηγός τού σώματος τούτου, αριστερά.

Γ' - Διά νά μή μπερδευτή τό στράτευμα μέ ταίς φαμελλιαίς, δίδεται τό γεφύρι τής δάμπιας τού Στορνάρη, καί όλοι οι φαμελλίται, εντόπιοι καί ξένοι, νά ταίς συνοδεύσουν καί νά διαβούν απ' εκεί. Τά δύο γεφύρια ειναι τό μέν διά τήν δεξιάν κολώναν καί τό τής Λουνέττας διά τήν αριστεράν.

Δ' - Κάθε οπλαρχηγός νά σηκώνη τούς στρατιώτας του ανά έναν από τόν προμαχωνά του, ώστε ο τόπος νά μείνη εύκαιρος έως εις τήν ύστερην ώραν.

Ε' - Οι από τήν Μαρμαρούν, άμα σκοτειδιάση, νά τραβηχθούν από ένας ένας καί νά σταθούν εις τήν δάμπιαν τού Χορμόβα.

ΣΤ' - Ο Τζαβέλας, μέ όλον τό βοηθητικόν σώμα, νά μείνη οπισθοφυλακή. Αυτός μέ όλους θέλει περιέλθει όλον τόν γύρον τού φρουρίου νά δώση τήν είδησιν είς όλους καί νά τούς πάρη μαζί του.

Ζ' - Τό σώμα τής Κλείσοβας, οδηγούμενον από τούς οπλαρχηγούς του, νά εξέλθη μέ τά πλοιάρια είς τήν μίαν τής νυκτός, σιγανά, καί άμα φθάση εις τήν ξηράν νά σταθή έως εις τάς 2 ώρας, όπου θά γίνη τό κίνημα απ' εδώ, νά κινηθή καί αυτό.

Η΄ - Ο τόπος, τό σημείον τής διευθύνσεώς μας, θέλει είναι ο Άγιος Σιμεός. Οι οδηγοί θέλουν προσέχει νά συγκεντρωθούμεν εκεί όλοι.

Θ' - Οι λαγουμτζήδες νά βάλουν εις τά φυτίλια φωτιά, λογαριάζοντες νά βαστάξουν μετά τήν έξοδόν μας μία ώρα επέκεινα. Τό ίδιον νά οδηγηθούν καί οι εις τάς πυριτοθήκας ευρισκόμενοι ασθενείς καί χωλοί. Ηξεύρομεν όλοι τόν Καψάλην.

Ι' - Επειδή θά πληγωθούν καί πολλοί εξ ημών εις τόν δρόμον, κάθε σύνδροφος χρεωστεί νά τόν βοηθή καί νά παίρνη καί τ' άρματά του, καί εάν δέν είναι εκ τού ιδίου σώματος.

ΙΑ' - Απαγορεύεται αυστηρώς κανένας νά μή αρπάξη άρμα συνδρόφου του εις τόν δρόμον, πληγωμένου ή αδυνάτου, αργυρούν ή σιδηρούν καί φύγη. Όπου φανή τοιούτος, μετά τήν σωτηρίαν μας θέλει δίδει τό πράγμα οπίσω καί θέλει θεωρείσθαι ως προδότης.

ΙΒ' - Οι φαμελλίται όλοι, άμα προκαταλάβουν τούς δύο προμαχώνας αι άλλαι δύο κολώναις, θέλουν κινηθή αμέσως, ώστε νά περιστοιχισθούν από τήν οπισθοφυλακήν.

ΙΓ' - Κανένας νά μή ομιλήση ή φωνάξη τήν ώραν τής εξόδου μας, έως ότου νά πέση τό δουφέκι εις τό ορδί τού Κιουταχη από τήν βοήθειαν οπού περιμένομεν καί εάν, κατά δυστυχίαν, δέν έλθουν βοήθειαν οι όπισθεν, πάλιν θέλουν κινηθή αμέσως, όταν κινηθούν αι σημαίαι.

ΙΔ' - Όσοι τών αδυνάτων καί πληγωμένων επιθυμούν νά εξέλθουν καί δύνανται, νά ειδοποιηθούν από τά σώματά των τούτο.

ΙΕ' - Τά μικρά παιδιά όλα νά τά ποτίσουν αφιόνι (υπνωτικό) οι γονείς, άμα σκοτειδιάση.

ΙΣΤ. - Τό μυστικόν (σύνθημα) θέλει τό έχομεν: «Καστρινοί καί Λογγίσιοι».

ΙΖ' - Διά νά ειδοποιηθούν όλοι οι αξιωματικοί τό σχέδιον, επιφορτίζεται ο Νικόλας Κασομούλης, γραμματεύς τού Στορνάρη, νά περιέλθη από τώρα νά τούς τό διαβάση, ιδιαιτέρως είς τόν καθέναν. Εάν δέ, εις αυτό τό διάστημα, έξαφνα φανή ο στόλος μας, πολεμών καί νικών νά μείνωμεν έως ότου ανταποκριθούμεν.

Εν Μισολογγίω 10 Απριλίου 1826"

Θ. Π. Βρυζάκης, Η έξοδος του Μεσολογγίου, 1855, λάδι σε μουσαμά, 169 εκ. x 127 εκ., Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου) (ΠΗΓΗ)

Θ. Π. Βρυζάκης, Η έξοδος του Μεσολογγίου, 1855, λάδι σε μουσαμά, 169 εκ. x 127 εκ., Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου) (ΠΗΓΗ)

Η Έξοδος θά γινόταν από τήν ντάπια τής Λουνέτας καί τού Ρήγα στήν ανατολική πλευρά τού φρουρίου. Οι 10500 περίπου Έλληνες χωρίστηκαν σέ τρείς φάλαγγες ή κολώνες, όπως τίς έλεγαν τότε. Η μία κολώνα είχε αρχηγό τόν Κίτσο Τζαβέλα, η δεύτερη τόν Νότη Μπότσαρη καί η τρίτη τόν Δημήτριο Μακρή. Η φρουρά τού Μεσολογγίου, κυρίως Ρουμελιώτες καί Σουλιώτες αριθμούσε 3500 άνδρες, οι οποίοι θά αποτελούσαν τήν εμπροσθοφυλακή τών τριών ομάδων καί θά άνοιγαν τόν δρόμο ανάμεσα στόν εχθρικό κλοιό. Θά ακολουθούσαν τά γυναικόπαιδα καί οι ελαφρά τραυματίες. Η φρουρά είχε ειδοποιήσει τά ρουμελιώτικα σώματα πού δρούσαν στόν Ζυγό καί τά Κράβαρα, ότι τήν συγκεκριμένη ώρα θά γινόταν η Έξοδος, αλλά δυστυχώς οι οπλαρχηγοί τους αδράνησαν. Ελαφρυντικά είχε μόνο ο φυματικός Καραϊσκάκης, ο οποίος ήταν βαριά άρρωστος καί βρισκόταν στό χωριό Πλάτανος τής ορεινής Ναυπακτίας.

Τό βράδυ τής 10ης Απριλίου 1826, χίλιοι περίπου στρατιώτες τής φρουράς, βγήκαν κρυφά από τίς γέφυρες καί κρύφτηκαν στήν τάφρο περιμένοντας τό σύνθημα από τά ρουμελιώτικα στρατεύματα τού Ζυγού. Αυτοί οι χίλιοι θά κτυπούσαν πρώτοι τά χαρακώματα τών εχθρών. Δέν άργησαν νά ακούσουν τήν ομοβροντία τών όπλων τών Ρουμελιωτών, τήν οποία υπολόγισαν ότι προήλθε από τό μοναστήρι τού Αγίου Συμεών ή Άη Συμιού, όπως τόν έλεγαν τότε οι Μεσολογγίτες.

Πρώτος ξεκίνησε ο Νότης Μπότσαρης μέ τούς γενναίους Σουλιώτες του, φωνάζοντας "Εμπρός! Θάνατος εις τούς βαρβάρους!". Οι δύο του σημαιοφόροι Αργύρης καί Ελένη Μπαϊρακτάρη, ήταν μπροστά γιά νά καθοδηγούν όσους ακολουθούσαν μέσα στό σκοτάδι τής νύκτας. Η σημαία πού οδηγούσε τούς Έλληνες ήταν δώρο τής Μεγάλης Αικατερίνης τής Ρωσίας στόν μεγάλο αδελφό τού Νότη καί πρωτότοκο γιό τού Γιώργη Μπότσαρη, τόν Τούσια Μπότσαρη, ο οποίος είχε πεθάνει νεώτατος τό 1792.

Οι Σουλιώτες άνοιξαν τόν δρόμο μέ τά σπαθιά στό χέρι. Ακολούθησαν οι άλλες δύο κολώνες. Μά οι Έλληνες είχαν πολλές απώλειες. Οι Τουρκοαιγύπτιοι τού Ιμπραήμ καί οι Τουρκαλβανοί τού Κιουταχή τούς περίμεναν κρυμμένοι μέσα στό σκοτάδι καί τούς έριχναν βροχή τά βόλια. Η κολώνα τού Νότη Μπότσαρη κινήθηκε πρός τό Μποχώρι (Ευηνοχώρι), όπου ήταν τό στρατόπεδο τών Αιγυπτίων καί η κολώνα τού Δημητρίου Μακρή κινήθηκε πρός τό Αιτωλικό, όπου καραδοκούσαν τά στρατεύματα τού Κιουταχή.

Ο Κίτσος Τζαβέλας προσπάθησε νά πηδήσει μέ τό άλογό του πάνω από τήν τάφρο, αλλά δέν τά κατάφερε καί έπεσε μέσα σέ αυτή. Τό άτυχο ζώο κόλλησε στήν λάσπη καί πέθανε, αλλά ο αναβάτης κατόρθωσε νά γλυτώσει καί μέ τούς στρατιώτες του στό πλευρό του, όρμησε κατά τών εχθρών. Ξαφνικά ακούστηκε μία φωνή: "Οπίσω, οπίσω! Εις τούς τόπους σας, εις τά κανονοστάσια!". Κανείς δέν μπορεί μέ σιγουριά νά πεί ποιός φώναξε. Τό μόνο σίγουρο είναι ότι προκλήθηκε αναστάτωση, καθώς πολλοί νόμιζαν ότι υπήρχε αλλαγή στό σχέδιο, καί γύρισαν πίσω στό Μεσολόγγι, τό οποίο όμως είχε πλημμυρίσει από τούς στρατιώτες τού Αλλάχ, πού είχαν μπεί στήν πόλη από τίς αφύλακτες ντάπιες. Η σφαγή πού ακολούθησε ήταν τρομερή. Η εντολή ήταν μαχαίρι γιά όλους τούς άνδρες άνω τών δέκα ετών καί ερήμωση τής πόλης τών γκιαούρηδων.

Οι Μεσολογγίτες πού είχαν κλεισθεί μέσα στά σπίτια τους πολέμησαν μέχρις εσχάτων, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι πού προτίμησαν νά τιναχτούν στόν αέρα μαζί μέ τίς γυναίκες τους καί τά παιδιά τους, παρά νά παραδοθούν στά τουρκικά θηρία πού διψούσαν γιά αίμα καί γιά γυναικεία σάρκα. Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, πού επέλεξε νά γυρίσει από τή Ζάκυνθο καί νά μείνει στό Μεσολόγγι έπεσε από τούς πρώτους. Ακολούθησαν οι Αθανάσιος Ραζηκότσικας, Νικολός Στορνάρης, Σκαλτσοδήμος, Αντώνιος Ραζής, Μιχάλης Κοκκίνης, Σαδήμας, Γρίβας, Παλαμάς, Μάνθος Τρικούπης, παπά Ζαφείρης, Πέτρος Γουλιμής, Κωνσταντίνος Καρπούνης, Ντίτμαρ (Dittmar), Βάλβης, ο Ιάκωβος Μάγερ (Dr. Johann Jakob Meyer) μέ τά δύο μικρά παιδιά του, o Πρώσσος συνταγματάρχης Ντελωναί (Delaunay) καί όλοι σχεδόν οι φιλέλληνες πού είχαν κλειστεί στό Μεσογόγγι. Ο Σουλιώτης ιερέας Διαμαντής ή Παπαδιαμαντής έβαλε φωτιά στόν υπόνομο, κάτω από τό γεφύρι τής Μεγάλης Ντάπιας τού Μπότσαρη, τήν ώρα πού περνούσαν από πάνω οι Τουρκαλβανοί, παίρνοντας μαζί του στόν άλλο κόσμο δεκάδες από δαύτους.

«Σάν πεινασμένοι λύκοι σέ βαρυχειμωνιά ξεχύνονται καί χυμάνε οι Τουρκαραπάδες μέσα στήν πολιτεία. Μέ τά γιαταγάνια στά χέρια οι Τουρκαλβανοί καί τίς μπαγιονέτες οι Αραπάδες αρχίζουν τό άγριο κυνηγητό τους μέσα στούς δρόμους, στά σοκκάκια. Ψάχνουν τά σπίτια. Ό,τι ζωντανό βρίσκουν τό θανατώνουν. Λαβωμένους, αρρώστους, γέρους, γριές, τό λεπίδι δουλεύει. Τίς γυναίκες δέν τίς σκοτώνουν, τίς φυλάνες παράμερα. Έχουν τό σκοπό τους. Ξεφωνητά, κλάμματα από τά γυναικόπαιδα. Κραυγές από τούς διώκτες τους, πλημμυρίζουν τήν πόλη. Τό αίμα τρέχει μέσα στούς δρόμους καί φαίνονται οι πρώτες πυρκαϊές στά σπίτια.

Κόλαση σωστή τό Μεσολόγγι. Γκρεμίσματα, στάχτη, καπνός, κουφάρια καί τά σοκκάκια γεμάτα μέ αίματα. Μά ο αφανισμός τών Χριστιανών δέν είναι τόσο εύκολος. Οι άντρες ταμπουρώνονται έστω καί πρόχειρα στά σπίτια καί αρχίζουν νά αντιστέκονται. Μπόλικοι αλλόθρησκοι σκοτώνονται. Πολλοί Τουρκαραπάδες τραβάνε κατά τά Καψαλέικα σπίτια. Εκεί πού έχει κλειστεί ο Καψάλης καί τούς προσμένει. Γιά νά προκαλέση ο γέρο Χρήστος τόν εχθρό, βγαίνουν οι γυναίκες στά παράθυρα. Αυτές προτιμάει ο εχθρός γιά νά τίς πουλήση στά σκλαβοπάζαρα. Συνάζονται γύρω αρκετοί Τούρκοι. Από κοντά τρέχουν καί οι Αραπάδες. Πού νά ξέρουν τί τούς καρτεράει.

Ο Καψάλης παρακολουθεί από τό παράθυρο. Οι συναγμένοι ολόγυρα είναι τόσοι πού τόν φτάνουν πιά. Μέ τό δαυλό αναμμένο στό χέρι, μπαίνει στή μπαρουταποθήκη. Από κοντά του πηγαίνουν πολλοί από εκείνους πού έχουν κλειστεί μαζύ του. Έφτασε η στιγμή τής μεγάλης θυσίας.

- "Μνήσθητί μου Κύριε!"

Ο Καψάλης ζυγώνει τό δαυλό σέ ένα ανοιχτό μπαρουτοβάρελο. Λάμψη, καπνός καί κρότος τραντάζει τή γή. Η φωτιά σμίγει γή καί ουρανό. Κουνιέται συθέμελα ο τόπος. Ολοτρόγυρα τά πάντα σωριάζονται. Σέ μεγάλη περιοχή γκρεμίζονται τά σπίτια. Καί κάτω από τά γκρεμίσματα αμέτρητα κουφάρια.

Ο δεσπότης Ιωσήφ, μέ άλλους πολεμιστές καί κάμποσα γυναικόπαιδα κύτταξε πού θά μπορούσε νά κλειστή. Μαζύ του ήταν καί ο Γεώργης Τζαβέλας, ξάδελφος τού Κίτσου. Αποκόπηκε από τή φρουρά κι έμεινε ξωπίσω. Είχε μαζύ του καί μερικά παλληκάρια. Ο Τζαβέλας φεύγει καί καταφέρνει νά πάει στή Δερβέκιστα καί νά γλυτώσει. Ο Ιωσήφ μέ τά γυναικόπαιδα καί μερικούς πολεμιστές περνάει στόν Ανεμόμυλο, ενά μικρό νησάκι.

Οι Τουρκαραπάδες ξεχύνονται κατά κεί. Νά πατήσουν τόν Ανεμόμυλο. Μά οι πολεμιστές, ταμπουρωμένοι μέσα, τούς θερίζουν. Κοκκινίζει ολόγυρα η θάλασσα από τό εχθρικό αίμα. Πολλά κουφάρια βρίσκονται στόν αφρό τής λιμνοθάλασσας. Ματώνει τά χείλια του ο Ιμπραήμ από τό κακό του. Χιλιάδες Αραπάδες κουλουριάζουν τό μικρό νησάκι γιά νά τό πατήσουν. Είναι πολύς ο εχθρός καί οι κλεισμένοι λίγοι. Δέν μπορούν νά βαστάξουν άλλο.

- "Ο θάνατος μάς απομένει."

Τούς έχουν απομείνει μερικά βαρέλια μπαρούτη. Όλοι οι κλεισμένοι συνάζονται γύρω από τόν δεσπότη. Αυτός μέ άτρομο χέρι παίρνει τόν δαυλό καί τόν κατεβάζει. Φλόγες ξεπετιώνται, μαύρος καπνός, ο μύλος γκρεμίζεται, ταρακουνιέται τό νησάκι.

Όταν μπαίνουν στήν γκρεμισμένη πόλη οι πασάδες βρίσκουν τούς δρόμους καί τά σοκκάκια γεμάτα πτώματα. Μπαίνοντας ο Ιταλός γιατρός τού Ιμπραήμ δίνει μία φοβερή περιγραφή στό τί αντίκρυσε. Χριστιανό ζωντανό δέν συνάντησε μέσα στό Μεσολόγγι. Παντού νεκροί. Ο μανιασμένος εχθρός αφού τελείωσε μέ τούς ζωντανούς, τώρα καταπιάνεται μέ τούς νεκρούς. Ανασκάβουν τούς τάφους τού Μάρκου Μπότσαρη, τού Βύρωνα, πού έχουν θάψει τά σπλάχνα του, τού φιλέλληνα Γερμανού Νόρμαν. Πετάνε τά οστά έξω από τούς τάφους. Ο εγγλέζος πρόξενος στήν Πάτρα, ο Φίλιππος Γκρήν, βρίσκεται κι αυτός κοντά στόν Ιμπραήμ. Όπως περνάει από τόν τάφο τού Μπότσαρη, βρίσκει τόν σκελετό έξω. Απλώνει καί βγάζει από τό νεκροκέφαλο τού ήρωα δύο δόντια. Τά παίρνει γιά ενθύμιο.»

Τάκη Λάππα - Μεσολόγγι

(συνεχίζεται..)

Πηγή: Αγιά Σοφιά

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *