«Η φιλοσοφία είναι φως της ψυχής, έρχεται ευθύς έπειτα από την θρησκείαν φως φωτεινότερο».
Από την εισαγωγή των απομνημονευμάτων του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
(«Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 εώς τα 1836»)
σελ. 23 – 27
Την αρχιχρονιά του έτους 1843, έτους του θανάτου του, ο γέρο Κολοκοτρώνης ανέβηκε εις το κορφινότερο μέρος της νεοκτισμένης κατοικίας του, να αποφύγει τους πολλούς χαιρετισμούς της ημέρας – από τα γηρατειά, και τας ασθενείας επεθύμει ανάπαυσιν. Αγνάντευε από τα παράθυρα, και την πρασινάδα των εληών, και την πόλιν των Αθηνών.
Οι στενοί του γνώριμοι όμως ανέβαιναν και εκεί να του ευχηθούν την καλήν χρονιά. Ο Κύριος Σ.Π. θεατής άλλοτε εις την παιδικήν του ηλικίαν των κινδύνων του Βολφίου επήγε προς χαιρετισμόν. Είχε μαζή του και νέον νεοφερμένον από ταις ακαδημίαις της Γερμανίας.
Κατά πως άρχισεν ο φίλος την ευχήν του έτους, και ομιλίαν διά τον τον σπουδασμένον νέον, κατά τύχην επερνούσαν λείψανον νεκρού από τον δρόμον. Η ψαλμωδία τους έσυρε εις τα παράθυρα. Είπε τότε ο γέρος:
-Αν είχαμεν εδώ τον Περσιανόν φιλόσοφον, θα μας έλεγε αν πάγη εις την κόλασιν, ή εις την Παράδεισον.
-Είναι καμιά ιστορία; είπεν ο φίλος.
-Είναι, απεκρίθη ο γέρος.
-Θα μας την ειπής;
-Μετά χαράς.
Τον παλαιόν καιρόν ήλθεν εδώ εις τας Αθήνας ένας περιηγητής φιλόσοφος της Περσίας, τον συναναστρέφοντο οι εκλεκτοί Αθηναίοι, αγαπούσε την συντροφίαν τους, και οι Αθηναίοι την εδικήν του. Μία φορά καθήμενοι εις τα μεντέρια τους, επέρσε λείψανο, καθώς τώρα – μακρυά από σας που είσθε νέοι και εγώ έφαγα το ψωμί μου – και ως εδιάβαινε ακόμη ο νεκρός, κτυπάει ταις παλάμαις του ο περιηγητής φιλόσοφος, έρχεται ο γραμματικός του. Πήγαινε του είπε, να ιδής, αν ο αποθαμένος πηγαίνει εις την κόλασιν, ή εις την Παράδεισον.
Επήγε ο γραμματικός, επέστρεψε.
-Πάει Κύριέ μου, είπε, εις την κόλασιν.
-Επήγες εώς εις το κοιμητήριον;
-Επήγα.
Οι Αθηναίοι, αν και φύσει περίεργοι πολύ, πλην διά να μην προδώσουν αμάθειαν εις ένα βάρβαρον, ως φιλότιμοι εφύλαξαν σιωπήν, και δεν ερώτησαν τον φιλόσοφον, πως πηλός της γης ακόμη, και ξένος των Αθηνών μαντεύει τα κρύφια, και άδηλα.
Ως φρόνιμοι απέδιδαν εις την σοφίαν του, όχι του ψυχογυιού του την δύναμιν της προγνώσεως. Έπειτα από καιρόν τυχαίνοντας πάλι μαζή οι ίδιοι φίλοι, και περνώντας λείψανο, ο Περσιανός με τ παλαμάκια εφώναξε τον γραμματικό. Τον έστειλε να μάθη την πορείαν του νεκρού. Επήγε, επιστρέφει, του λέγει:
-Παγαίνει εις την Παράδεισον.
-Καλό φθάσιμο, είπε με πρόσωπο χαρούμενο και σοβαρό ο φιλόσοφος.
Οι Αθηναίοι εστενοχωρήθηκαν τότε από την περιέργειαν, και τον είπαν:
-Δεν σ’ ερωτήσαμεν την πρώτην φοράν, σ’ ερωτούμεν τώρα, πως εσύ μαντεύεις την τύχην, διαβάζεις το γραφτό της αθανασίας του καθενός; Ποιόν μυστικόν γνώρισμα, ποιόν τηλεσκόπιον χαρίζεις εις τον υποτακτικόν σου;
-Το πράγμα είναι απλό, απεκρίθη. Η οργή του κόσμου, η κατάρα των συμπολιτών συνοδεύει εις την θανήν τους τούς κακούς ανθρώπους, πρόδρομος τα αναθέματα της κρίσεως του Θεού. Αλλ’ η ευλογίαις των ανθρώπων συνοδεύουν τους αγαθούς άνδρας, καθένας διηγείται με δάκρυα τα αγαθοεργήματά τους, και ρίχνει με τρέμουσαν παλάμην χώμα εις τον τάφον τους.
Τελιόνοντας η ιστορία του Περσιάνου, ο Γεροκολοκοτρώνης είπεν εις τον φίλον:
-Ας έλθωμεν εις την πρώτην μας ομιλίαν, επειδή ο αποθαμένος μας είχε πάρει τον λόγον. Μου έλεγες ότι η ευγένειά τους έρχεται από ταίς Ακαδημίαις της Ευρώπης, τι εσπούδαξε;
-Εσπούδαξε, απάντησε ο φίλος, ποιά μονοπάτια πάνε από τον κόσμον εις την κόλασιν, ή εις την Παράδεισον.
-Εύγε του, είπε ο γέρος, αλλά φυσικά δεν θα στένει το τζατήρι του εις τον έναν δρόμον ή τον άλλον αδιάφορα, αλλά θα αηδιάζει τον πρώτον και θα ορέγεται τον δεύτερον.
-Βέβαια, είπεν ο φίλος.
-Αν ήναι έτζι, ας ακούσει και εμέ την γνώμην, ποιό είναι το καλό μονοπάτι, και ας μην ήμαι φιλόσοφος. Αφού ήλθε πρωτοχρονιάτικα να με εύρη, να του δώσω Αϊβασιλιάτικα. Εις την Ευρώπην εμάζωνε Αϊβασιλιάτικα από τους καθηγητάς του, χρυσάφι καθαρό, το δικό μου είναι σμιγμένο με χώμα πολύ, αν του φανή πως αξίζει, ας το παστρέψη, ας το καθαρίσει να δείξη την λαμπράδα του. Βλέπετε τούτον τον οντά, είναι αστόλιστος, καθίσματα δεν έχει, οι τοίχοι ξεροί, – τούτη είναι η Ελλάδα καθώς εμείς σας την παραδόσαμεν, εμείς οι γέροι εις τους νέους. Εμείς εις τα 1821 εκαθαρίσαμεν τον τόπον, εκουβαλισαμεν τα λιθάρια, εκτίσαμεν την οικοδομήν, εσείς θα εντύσετε τα γυμνά τείχη, θα φέρετε τας πολύτιμαις ζωγραφιαίς, θα στήσετε τα εύμορφα τραπέζια και τους καθρέφταις, τούτο θα κάμη η προκοπή σας και τα γράμματα, και η ευχαίς των συμπολιτών σας, και τα έργα σας θα σας ανεβάσουν εις τα λιμέρια αθάνατα των δικαίων.
Κύριε Μ., ως μου λέγει ο φίλος, είσαι απο νησί γνωστόν μου διά την φιλογένειάν του (Κεφαλληνίαν). Φέρε εις το έθνος σου την μάθησιν των Ευρωπαίων, η οποία ως άκουσα από τους καλητέρους μου, είναι και επιστήμη Ελληνική. Από τας στεριαίς της γεννήσεώς μας εφύσησε εκεί αέρι ευτυχισμένο σοφίας, φέρε εις τα επιστρόφια την νύμφη. Έτσι έκαμε ο σοφός ο Ρήγας, έτσι και ο Κυβερνήτης, διατί αγαπούσαν το γένος τους, και εις κολυμβήθρα αίματος εβαπτίσθηκαν τέκνα πιστά της Ελλάδος. Οι άνθρωποι τους βράβευσαν βραβείον θανάτου, αλλά το τελεσκόπιον του φιλοσόφου της Περσίας δεν αγναντεύει εις τα ίδια καθίσματα φονείς και αθώους. Η φιλοσοφία είναι φως της ψυχής, έρχεται ευθύς έπειτα από την θρησκείαν φως φοτεινότερο. Τα πρωτεία εις τον Σταυρό! Και δόξα αιώνας αιώνων εις τους σταυρωμένους δια την πίστιν και διά το γένος! Σας μοίρασα τα στρενιάτικα, δεν έχω άλλα, τα έσωσα. Καλή μας χρονιά με υγείαν.
Αποχαιρετήθηκαν οι δύο φίλοι από τον Κολοκοτρώνη με θαυμασμόν αγάπης διά ταις ορμηνίαις του, ή το Αϊβασιλιάτικο φίλευμα.
Δύο μήνες έπειτα, ούτε, ο Κύριος Σ.Π. ταις 4 Φεβρουαρίου είδε με τα φυσικότερα χρώματα ιστορημένην την σοφίαν των λόγων του ξένου φιλοσόφου, και του διερμηνέως του στρατηγού, όταν το πένθος όλων των Ελλήνων, η ευχαίς, τα απαρηγόρητα κλάϊματα επρόσφεραν εις τον ουράνιον δικαστήν τα πιστότερα πιστοποιητικά των καλών έργων και των ιδρώτων του καλού Έλληνος δια την ελευθερίαν της πατρίδος του.
Για την αντιγραφή: Πετροβούβαλος/Αβέρωφ
Το έργο του Γεωργίου Τερτσέτη «Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 εώς τα 1836» μπορείτε να το βρείτε σε ηλεκτρονική (φωτογραφημένη) μορφή ΕΔΩ (format .pdf)