Φώτης Κόντογλου: Η Κύπρος και η παράδοσή της

01082011225_1

Υιέ, μή σε καταλάβη βουλή κακή, ή απολείπουσα διδασκαλίαν νεότητος, και διαθήκην θείαν επιλελησμένη- Υιέ, φύλασσε νόμους πατρός σου και μη απώση θεσμούς μητρός σου- Εισίν οδοί δοκούσαι είναι ορθαί, ανδρί, τα μέντοι τελευταία αυτών βλέπει εις πυθμένα, άδου.

01082011206

Η Κύπρος, που έχει τόση γερή παράδοση κι αγνόν Ελληνισμό, αρχίζει και κείνη να αρρωσταίνει. Να αρρωσταίνει από την πνευματική αρρώστεια, που λέγεται κοσμοπολιτισμός και νεωτερισμός, δηλαδή λεβαντινισμός.

Ο λεβαντινισμός είναι ο πιο σιχαμερός κι ο πιο ύπουλος οχτρός του Ελληνισμού. Γιατί δεν έρχεται σαν φανερός οχτρός, παρά χαϊδεύει σαν φίλος και παραπλανά τον πολύν κόσμο πως θα γίνει μοντέρνος, Ευρωπαίος, και τον βγάζει από την αληθινή ζωή του και τον κάνει κούφιον και πεθαμένον, όπως το φίδι που παραπλάνησε τους πρωτόπλαστους με τις ψευτιές του, κι αντί να γίνουνε θεοί, όπως τους είπε, καταντήσανε πονηροί και καταραμένοι. Κι όπως ο Αδάμ, ύσπερ' από την παρακοή, διώχτηκε από τον Παράδεισο και κάθησε απ' όξω θρηνώντας, έτσι κι ο λαός μας θά' ρθει μέρα, σαν χάσει την απλότητά του και την αγνότητά του κι ό,τι πατρογονικό έχει, που θα νοιώσει τί έχασε και θα θρηνεί σαν τον Αδάμ, μα θα' ναι αργά. Τώρα είναι ζαλισμένος και δεν καταλαβαίνει τί χάνει.

Υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζουνται για τη σωματική υγεία τους, για το ψωμί τους, για το κορμί τους, μα για την ψυχή του κανένας δεν νοιάζεται. Και κείνοι οι γραμματιζούμενοι που έχουνε χρέος να φροντίζουνε νύκτα - μέρα για την πνευματική υγεία του, αυτοί ίσια - ίσια συνεργούνε στην πνευματική του αρρώστεια, δίνονατάς του τροφή βλαβερή, ξένη για το στομάχι του. Σε τούτο έχουνε μεγάλο κρίμα, επειδής αντίς οδηγοί, γίνονται πλανευτές του λαού τους, για να χορτάσουνε την κενοδοξία τους και για να φανούνε έξυπνοι και προοδευτικοί. Γίνουνται προδότες της φυλής τους και βοηθάνε τους οχτρούς της, που τους συγχαίρουνε πονηρά για το λάκκο που ανοίγουνε να πέσει μέσα ο Ελληνισμός και να χαθεί. Γιατί πρέπει να καταλάβουμε πως ο Ελληνισμός δεν χάνεται μονάχα σαν χάσει την πολιτική ελευθερία του, αλλά σαν χάσει την πνευματική ελευθερία του. Στα χρόνια της σκλαβιάς, όσοι αλλαξοπιστούσανε, το έθνος τους λογάριαζε για χαμένους. Μα τώρα τί είναι άλλο από αλλαξόπιστοι όσοι αρνιούνται τη μάννα τους και το σπίτι τους και καταφρονάνε τα δικά τους και θέλουνε να τα θάψουνε, και να πάρουν αισθήματα και φερσίματα ξένα ολότελα στον χαραχτήρα τους;

Αν θέλουμε η Κύπρος νά' ναι αληθινά ελληνική, έχουμε χρέος να τη φυλάξουμε από τη φυλλοξηρία του λεβαντινισμού, όπως φυλάχτηκε μοναχή της τόσους αιώνες. Ή, καλύτερα, όχι να την φυλάξουμε, αλλά εμείς να μην την παραμορφώσουμε με τον νεωτεριστικόν υστερισμό που μας έχει πιάσει.

Το ραδιόφωνό μας τί τροφή δίνει στους Έλληνες και τους Κυπριώτες, με τα σαχλά τραγούδια που λένε μέρα - νύχτα ένα σωρό κανταδόροι λεβαντίνοι κι' ένα σωρό εκφυλισμένες γάτες, ακόμα και με τις αχώνευτες όπερες, τον Σοπέν, τον Μότσαρτ, τον Τσαϊκόφσκι και δεν ξέρω ποιους άλλους; Τί ακούνε τ' αυτιά των παιδιών στα χωριά, για νά 'χουνε ψυχή ελληνική σαν μεγαλώσουνε; Πώς να μην εκφυλιστεί η ψυχή τους; Μήπως τα δύο -τρία δημοτικά τραγουδάκια που μεταδίνει ο Σταθμός κάθε βδομάδα, κατά συγκατάβαση, λες και βρίσκεται κανένας στην Βενεζουέλα, και τα βάζουνε σαν παράξενα τραγούδια μιας μακρινής χώρας, όπως ακούμε απ' αλλού κάποια τραγούδια της Γιάβας ή της Ταϊτής; Μόλις ανοίξει ο Έλληνας τα μάτια του το πρωί, ή τους «καμπαλέρους» θα ακούσει ή «τη σάμπα και την καράμπα». Χαθήκανε τα ελληνικά τραγούδια, πού 'ναι αριστουργήματα σαν ποίηση και σαν σκοπός, τραγουδισμένα όχι από τα «ωδεία», αλλά από τραγουδιστάδες του λαού; Τόσο μας στράβωσε η μοντέρνα τσίμπλα; Τί αισθήματα θά 'χει μεθαύριο αυτό το παιδί, που ολοένα ακούγει τέτοια πράγματα; Κ' ύστερα μιλάμε για Ελληνισμό και για φυλή και για αρχαίες κληρονομιές. Ή αποβλακωθήκαμε ή ξεγελάμε τον εαυτό μας.

Λοιπόν στην Κύπρο φτάξανε κιόλας οι ιεραπόστολοι του νεοελληνικού μοντερνισμού, για να «μετεκπαιδεύσουν» τους Κυπριώτες και να τους τελειοποιήσουνε. Κατά δυστυχία, την παντιέρα αυτής της μοντερνοποιήσεως, δηλαδή του θαψίματος του κάθε τι που είναι ελληνικό, την βαστά η Εκκλησία. Οι παπάδες έχουνε πάθει έναν υστερισμό μοντερνοποιήσεως που ξεπερνά και τη μανία των κοσμικών, επειδή πήρανε στραβά το ζήτημα της ζωντανής Εκκλησίας, και νομίζουνε πως «ζώσα Εκκλησία» θα πει «λεβαντίνικη Εκκλησία». Αρχίσανε λοιπόν από τη βυζαντινή μουσική, που θέλουνε να την εξοστρακίσουνε, γιατί ως φαίνεται, δεν είναι ελληνική, αλλά είναι ελληνική η μουσική της Τραβιάτας και του «ντο-ρε-μι-φα». Επειδή, κατά κάποια βαθύτατη θεωρία, ελληνικό θα πει κατάργηση της παράδοσης. Και την καταργούνε, οι αμαθέστατοι, λέγοντας πως την «εξελίσσουν». Εξέλιξις γι' αυτούς δεν είναι ο πλουτισμός της ελληνικής παράδοσης με ελληνικά στοιχεία μέσα στον αιώνιο χαραχτήρα της, αλλά μια ρούσικη σαλάτα από λογιών - λογιών ευρωπαϊκά αποφάγια, που τα νομίζουνε οι ξιππασμένοι χωριάτες της «προόδου» πιο νόστιμα από τα μοσκομυρισμένα ελληνικά φαγητά μας.

Μαθαίνω λοιπόν πως πιάσανε και ψέλνουνε στις εκκλησίες της Κύπρου με τις άνοστες και πρόστυχες πολυφωνίες που τραγουδάνε στις επιθεωρήσεις. Απ' αυτό άρχισε η «μετεκπαίδευσις» της Κύπρου, πριν την πάρουμε. Φαίνεται πως δεν είμαστε καλά! Σκοτώνουμε την ψυχή της Ελλάδας, τρίβουνε τα χέρια τουςοι οχτροί μας γιατί αποστραγγίζουμε τη βασανισμένη φυλή μας από το μαρτυρικό αίμα της, κ' εμείς καμαρώνουμε «ως σκαπανείς της προόδου και του πολιτισμού». Πολιτισμό θάβουμε και για πολιτισμό ανύπαρχτο καυκιόμαστε!

Από που, τέλος πάντων, τον φέρνουμε αυτόν τον πολιτισμό; Από την Ιρλανδία ή το Τέχας ή από το Μεξικό; Πού είναι αυτό το νταμάρι που τον βγάζει αυτόν τον ανάλατον πολιτισμό; Πολιτιστήκαμε εμείς εδώ στην Αθήνα, και κάνουμε και εξαγωγή! Ήμαρτον σοι, Κύριε! Αντίς ο κλήρος να είναι συμπαραστάτης θερμός σε όσους αφιερώσανε τη ζωή τους στο πώς θα σωθεί και θα δυναμώσει η ελληνική παράδοση, παρουσιάζεται θιασώτης κάθε νεωτερισμού στη λατρεία, υποστηριχτής των ανθρώπων που δεν αγαπάνε την Εκκλησία και τις παραδόσεις της και που κάνουνε τον «ελεύθερον στοχαστήν». Δε χρειάζουνται πια για την προκοπή της Εκκλησίας οι Παπαδιαμάντηδες κι οι Μωραϊτίδηδες, αλλά της χρειάζουνται οι κανταδόροι, οι θεατρίνοι, οι κάθε λογής ρεκλαμαδόροι, που δεν έχουνε ιδέα από Ελλάδα, από ευσέβεια, από σεμνότητα, από βαθύ κι αληθινό αίσθημα, κοράκια που τσιμπάνε την ελληνική Κιβωτό!

Προχτές ήρθε στο σπίτι μου ένας αληθινός Έλληνας Κυπριώτης, που δεν ξιππάστηκε από τους μοντερνισμούς, ο Θεόδουλος Καλλίνικος, πρωτοψάλτης της Αρχιεπισκοπής Κύπρου. Μού 'φερε ένα βιβλίο πολύτιμο, την «Κυπριακή λαϊκή μούσα». Μέσα σ' αυτή έχει μαζέψει κι' έχει αποθησαυρίσει με πόθο και με ευλάβεια αθάνατα λαϊκά τραγούδια της Κύπρου, σαν κι αυτά που έκανε ο Βασίλης Μιχαηλίδης. Δε μού 'πε καθαρά το τί γίνεται στην Κύπρο, για να μην παρεξηγηθεί. Αλλά, απ' ό,τι τον ρώτισα, κατάλαβα πως κ' εκεί δουλέβουνε οι νεκροθάφτες, οι «νεωτεριστές». Η λεβαντίνικη μουσική του Σακελλαρίδη ανοίγει τον δρόμο, για να μπούνε μέσα στις εκκλησίες όλα τα κοινά δαιμόνια: κομμένα μαλλιά, ύφος κοσμικό των παπάδων, χαριεντολογία με Γενοβέφες ξανθομαλλούσες κι' ιταλιάνικους Χριστούς με μελοδραματικό ύφος, πετσόκομμα του τυπικού, περιφρόνηση για κάθε σεβάσμια πνευματική κληρονομιά, δηλαδή όλα όσα σιγά - σιγά φέρνουνε την αθεΐα. Ο Καλλίνικος αγωνίζεται να σωθεί η παράδοση, κι είμαι βέβαιος πως, αντίς υποστήριξη, θα ποτίζεται όξος και χολήν. Γιατί οι τέτοιοι άνθρωποί σήμερα στην Ελλάδα βρίσκουνε τον μπελά τους, σαν να κάνουνε κανένα έγκλημα. Το ξέρω από τον εαυτό μου.

Ένας άλλος Κυπριώτης φοιτητής, μού 'πε πως το μοναστήρι της εγκλείστρας, του Αγίου Νεοφύτου, το κάνανε τουριστικό κέντρο, με ηλεχτρικά κι άλλα θεατρικά σύνεργα, από κείνα που αγαπάνε τόσο οι νερόβραστοι κι άψυχοι μεταρρυθμιστές, που πέφτουνε παντού σαν ακρίδα και δεν αφήνουνε τίποτ΄από την ελληνική πρασινάδα. Αντί τους παλιούς απλούς και σεβάσμιους παπάδεσ, που τους είχανε τα χωριά σαν πατεράδες, μπαίνουνε οι καινούργιοι σπουδασμένοι, γεμάτοι αμάθεια, εγωϊσμό και λεβαντινισμό, οι λεγόμενοι « μορφωμένοι», κι ας μην ξέρουνε ούτε δυο ειρμούς από τις καταβασίες κι ας μην είναι σε θέση να πούνε τρεις αράδες από τον Προοιμιακό χωρίς να κοιτάζουνε στο Ρολόγι. Ερασιτεχνισμός, προχειρολογία, αλλά «πτυχίον της Θεολογικής Σχολής ή της Ριζαρείου». Φτάνει που έχουνε πατέντα! Ξέχασα να πω πως στο μοναστήρι της Εγκλείστρας πήρανε κ' έναν κακορρίζικον αγιογράφο (αμαθέστατον, αφού κι αυτός κάνει τον μοντέρνο), που καταγίνεται να χαλάσει τις παλιές τοιχογραφίες του ΙΔ' αιώνος, πασαλείφοντας τους τοίχους με λαδομπογιές. Τελειοποίησις και μετεκπαίδευσις! Να μην αβασκαθούμε!

Σ' αυτό το αξιοδάκρυτο χάλι βρισκόμαστε. Από δω, από την Αθήνα, αυτή η νεωτεριστική πανούκλα ρίχνει τα πλοκάμια της ως την Κύπρο. Όπως έπεσε στα νύχια της όλη η Παλιά Ελλάδα, έχει σγιαν έχουν ούλοι τους κι' η Κύπρος τα κακά της!

Όσοι απομείναμε πιστοί στην παράδοση, όσοι δεν αρνηθήκαμε το γάλα που βυζάξαμε, αγωνιζόμαστε, άλλος εδώ, άλλος εκεί, καταπάνω στην ψευτιά. Καταπάνω σ' αυτούς που θέλουνε την Ελλάδα ένα κουφάρι χωρίς ψυχή, ένα λουλούδι χωρίς μυρουδιά. Κουράγιο! Ο καιρός θα δείξει ποιος έχει δίκιο, αν και δε χρειάζεται ολότελα αυτή η απόδειξη.



Φώτης Κόντογλου. Από το βιβλίο «Η πονεμένη Ρωμιοσύνη», 1963.
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC

01082011202_1



Πηγή: NOCTOC

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *