ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ

ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ
Πηγή: ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ

«Κ' ἐδῶ Ἑλλᾶς εἶναι, μητέρα;» Δὲν ἐλησμονήσατε τὴν ἀφελῆ ἐρώτησιν τοῦ Διαδόχου Κωνσταντίνου, ὅτε μετέβαινε παιδίον μὲ τὴν Βασίλισσαν εἰς τὴν Ρωσσίαν, καὶ ἐδέχετο, δὲν ἐνθυμοῦμαι εἰς ποῖον λιμένα τῆς Ἀδριατικῆς ἢ τοῦ Εὐξείνου, τὰς ἐνθουσιώδεις ἐκδηλώσεις, εἰς ζητωκραυγάς, εἰς ἀνθοδέσμας, εἰς δάκρυα, τῆς ἑλληνικῆς παροικίας; Ὁ διατρέχων τὰς σελίδας τοῦ βίου τοῦ Γεωργίου Ὀλυμπίου, καὶ παρακολουθῶν ἐκεῖνον εἰς τὰ πεδία τῆς ἐνδόξου του δράσεως, ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο μέχρι τοῦ Ἴστου, ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν εἰς τὴν Μολδοβλαχίαν, πέραν καὶ τῶν χωμάτων τῶν ὀνειροπολούμενων σήμερον ὑφ' ἡμῶν ὡς ὁρίων τοῦ μεγάλου Ἔθνους, σκιρτᾶ, ὡς τὸ βασιλικὸν τέκνον, καὶ προβάλλει εἰς τὰ χείλη του ἡ ἴδια ἐρώτησις: Ἦταν Ἑλλὰς καὶ ἐκεῖ, μητέρα;

Ἀπόγονος τῶν ἀρματωλῶν Λαζαίων ὁ Γιωργάκης Ὀλύμπιος ἐκληρονόμησε τὸ καπετανᾶτον τοῦ Ὀλύμπου· ἀπὸ τὸ καπετανᾶτον ἐκληρονόμησε τὸ ἐπώνυμον αὐτοῦ· ἀπὸ τοὺς προγόνους του ἐκληρονόμησε τὸ ἀμείλικτον καὶ ἀτερμάτιστον πόλεμον κατὰ τοῦ Ἀλήπασα. Ὁλόκληρος οἰκογένεια Λαζαίων συλληφθεῖσα ὑπὸ τοῦ Βελῆ πασᾶ ἀνεσκολοπίσθη. Ὁ Ὀλύμπιος, εὐτυχέστερος τῶν Λαζαίων, ἐπὶ κεφαλῆς ἄλλων Ἀρματωλῶν, διέσχισε τὰ στίφη τοῦ Ἀλήπασα, κατέφυγεν εἰς τὴν Σερβίαν. Οἱ Σέρβοι τότε ἐπολέμουν κατὰ τῶν Τούρκων. Οἱ Ρῶσσοι τότε ἠτοιμάζοντο νὰ χυθοῦν κατὰ τῶν Τούρκων. Οἱ Φιλικοὶ διεμοίραζαν τὸ ἅγιον φῶς τῶν ὑπὲρ τῆς πατρίδος θυσιῶν. Τὰ ὄνειρα τοῦ Ὑψηλάντου ὑπέτρεμαν γλυκύτατα εἰς τὰ βάθη τοῦ ἐθνικοῦ στερεώματος, ὡς τὸ ἄστρον τοῦ Ἑωσφόρου. Καὶ Σέρβοι καὶ Δᾶκες καὶ Βούλγαροι καὶ Ἕλληνες συνηγωνίζοντο ὡς ἀδελφοὶ τὸν κοινὸν ἀγῶνα κατὰ τοῦ τυράννου, καὶ ὑπεράνω τῆς Σερβικῆς καὶ τῆς Βλάχικῆς καὶ τῆς Βουλγαρικῆς ψυχῆς τὸ ἑλληνικὸν πνεῦμα ἐφέρετο καὶ ἐνέπνεεν, ἐρρύθμιζε καὶ ἐποδηγέτει. Καὶ τὸ Βελιγράδι καὶ τὸ Βουκουρέστιον ἦσαν ἑστίαι ἑλληνικῆς ἐνεργείας καὶ ζωῆς. Καὶ ὁ χάρτης τοῦ Ρήγα δὲν ἦτο χίμαιρα ἰδεολόγων, ἦτον ὡς ἡ ἐσχάτη συνέπεια τῆς πραγματικότητας.

Μὲ τὰ παλληκάρια του ὁ Ὀλύμπιος συνετέλεσεν εἰς τὰς νίκας τῶν Σέρβων καὶ τοῦ Τοπὰλ πασᾶ. Μὲ τὴν ὑπεροχήν του ὁ Ὀλύμπιος προσείλκυσε τὴν ἐκτίμησιν τῶν Ρώσσων. Ὁ Τσάρος, πολεμῶν τοὺς Τούρκους, εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ αἰῶνος, τὸν διώρισεν ἀρχιστράτηγον τῶν βλαχικῶν στρατευμάτων. Αἱ ὄχθαι τοῦ Μοράβα τὸν εἶδαν παρὰ τὸ πλευρὸν τοῦ ἡγεμόνος τῆς Δακίας νὰ φέρῃ φθορὰν εἰς τοὺς Τούρκους. Αἱ παραδουνάβειοι ἐκτάσεις τὸν ἐγνώρισαν, φίλον καὶ σύμμαχον δύο Σέρβων ἡγεμόνων, δύο ἀντίζηλων, τοῦ Καραγεώργη καὶ τοῦ Μιλόσχι Ὀβρένοβιτς. Τὸ 1819 νέα φάσις τοῦ βίου τοῦ Ὀλυμπίου, ὑψηλοτέρα τῆς παλαιᾶς, ἅμα ὡς ἐμυήθη τὰ μυστήρια τῶν Φιλικῶν ἀπὸ τὸν Ἀναγνωστόπουλον καὶ ἀπὸ τὸν Λεβέντην. Συνδέεται διὰ στενῆς φιλίας πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον Ὑψηλάντην. Ὁ ἀτυχὴς προστάτης τῆς ἐλευθερίας πρὸς τοῦτον ἐμπιστεύεται ὁλόκληρον τὸ μεγαλεπήβολον πρόγραμμά του. «Οἱ ἀδελφοί μας καὶ φίλοι εἶναι πανταχοῦ ἔτοιμοι, οἱ Σέρβοι, οἱ Σουλιῶται, ὅλη ἡ Ἤπειρος, ὁπλοφοροῦντες μᾶς περιμένουν· ἂς ἑνωθῶμεν λοιπὸν μὲ ἐνθουσιασμόν· ἡ Πατρὶς μᾶς προσκαλεῖ!»  Ὤ! ἡ ἀκράδαντος πίστις πρὸς τὴν Πατρίδα, ἥτις ἔκαμνε, τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, τὰς προκηρύξεις τῶν ἀρχηγῶν νὰ λάμπουν καὶ νὰ κλαγγάζουν ὡς βιβλικαὶ προφητεῖαι, νὰ ρυθμίζωνται ὡς ποιητικαί ὑψηγορίαι! Τί σᾶς λέγει τὸ τεμάχιον αὐτὸ τῆς ὑψηλαντικῆς προκηρύξεως: «Εἰς τὴν Ρώμην ἕνας τοῦ Καίσαρος φίλος, σείων τὴν αἱματωμένην χλαμύδα τοῦ τυράννου, ἐγείρει τὸν λαόν· τί θέλετε κάμει σεῖς, ὦ Ἕλληνες, πρὸς τοὺς ὁποίους ἡ πατρὶς γυμνή, δεικνύει τὰς πληγάς της;» Ὤ! ἡ ἀκράδαντος πρὸς τὴν Πατρίδα πίστις, ἥτις παρώρμα τὴν σύζυγον τοῦ Ὀλυμπίου, πλουσίαν χήραν τοῦ παλαιοῦ του συναγωνιστοῦ, τοῦ Βούλκοβιτς, νὰ δανείσῃ εἰς τοὺς Φιλικοὺς πέντε χιλιάδας πεντακόσια φλωρία, «πληρωτέα ἀπὸ τὸ μέλλον ἐθνικὸν ταμεῖον!» Ἡ πίστις ἥτις καθιστὰ τὸν Ὄλυμπιον κριτὴν καὶ τιμωρὸν τοῦ προδότου Βλαδιμιρέσκου εἰς τὸ Βουκουρέστιον, πολύτιμον ἀρωγὸν καὶ σωτῆρα τῶν εὐγενῶν μαχητῶν εἰς τὸ Δραγατσάνι, ἥρωα καὶ ὁλοκαύτωμα εἰς τὸ Σέκον!

Ἐκεῖ εἰς τὴν μονὴν τοῦ Σέκου, τὴν 5ην Σεπτεμβρίου τοῦ 1820, μετὰ τὸν ὄλεθρον τοῦ Ὑψηλάντου, ἐπολιορκήθη ὑπὸ τῶν Τούρκων πολυαρίθμων. Ἀντέστη ἐπὶ τριάκοντα ὥρας. Τρὶς ἀπέρριψε τὰς περὶ παραδόσεως προτάσεις. Κατὰ τὴν ὑπερτάτην ἐκείνην στιγμὴν ὁ βιογράφος τοῦ θέτει εἰς τὸ στόμα του λέξεις αἱ ὁποῖαι ὅσην ἐντύπωσιν προξενοῦν, ἄλλο τόσον μυρίζουν ἀπὸ ρητορικήν.

Ἴσως καὶ νὰ μὴ τὰς εἶπεν: «Ἡ πατρὶς θὰ συλλέξῃ τὰ ὀστᾶ μας καὶ θὰ τὰ μεταφέρῃ πρὸς ἐνθουσιασμὸν εἰς τὴν κλασικὴν γῆν τῶν προγόνων μας!» Ἐξ ἐναντίας πόσον ἁρμόζει εἰς τὸ στόμα του, πόσην ἀλήθειαν περιέχει ἡ κραυγή: «Ἐγὼ θὰ καῶ, ὅποιος θέλει ἂς φύγῃ!» Καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν τοῦ μοναστηρίου διὰ νὰ ἀπέλθουν ὅσοι θέλουν· ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἐκινήθη. Προσηυχήθη, ἔθεσε τὸ πῦρ εἰς τὴν μπαρούτην, καὶ ἀνετινάχθη. Μὲ τὴν κατακόκκινην στολήν του τὸν διακρίνω ζωγραφισμένον εἰς τὴν Ἐθνολογικήν, καὶ πιστεύω πὼς τὸ ἔνδυμα αὐτὸ κατεσκευάσθη ἀπὸ τὰς φλόγας τοῦ ἀνατινάγματός του, καὶ μὲ θαμβώνει τὸ ἔνδυμα αὐτὸ τὸ κατακόκκινον ὡς ἡ πορφύρα τῆς ἀθανασίας.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος IΣΤ΄. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΠΑΝΘΕΟΝ, ΟΙ ΚΑΤΑ ΞΗΡΑΝ ΗΡΩΕΣ

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *