Γιατί εἶναι ἡ πατρίδα “ἀχούρι κοπρισμένο”…
Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Ἀκούγοντας, βλέποντας καὶ διαβάζοντας κανεὶς τὶς σάπιες τοῦτες ἡμέρες, ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι ἐπίκειται τὸ τέλος τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους. Μέχρις ἐδῶ ἦταν, «ἑάλω ἡ Πόλις».
Παρόμοια αἰσθήματα βίωναν καὶ οἱ δυστυχεῖς Ρωμηοί, λίγο πρὸ τῆς ἁλώσεως τῆς Βασιλεύουσας. Τὸ Γένος ἀνέβαινε στὸν αἱμάτινο δρόμο του Γολγοθά του, στὴν μακραίωνη σκλαβιὰ στοὺς ἀντίχριστους Ἀγαρηνοὺς ἐξαιτίας κυρίως τῆς ἠθικῆς κρίσης. Τὸ διαπιστώνουμε σὲ κείμενά της ἐποχῆς: «Οἱ ἄρχοντες συμμετέχουν στὶς παρανομίες, οἱ διαχειριζόμενοι τὰ κοινὰ εἶναι κλέφτες, οἱ δικαστὲς δωρολῆπτες μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπικρατοῦν οἱ ἐγωιστές, οἱ ἀλαζόνες, οἱ ἀχάριστοι, οἱ συκοφάντες… Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη, ἀδελφῶν ὁμόνοια «οὐδαμοῦ σπλάχνον χριστιανικόν, οὐδαμοῦ δάκρυον συμπαθές», θρηνεῖ ὁ μοναχὸς (καὶ ἅγιος, νομίζω, τῆς Ἐκκλησίας μας) Ἰωσὴφ Βρυέννιος. (Ἀπ. Βακαλόπουλος, «Ὁ χαρακτήρας τῶν Ἑλλήνων», σελ. 81).
Στὸ ἴδιο βιβλίο, ὁ ἀείμνηστος καθηγητής, σημειώνει ὅτι «οἱ πλούσιοι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἐνῶ κατέρρεαν τὰ τελευταῖα ὑπολείμματα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ξένοι τελείως πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἦταν σκληρότεροι ἀπέναντι στοὺς φτωχοὺς καὶ ταπεινοὺς τῆς ζωῆς». Εἴμαστε καὶ σήμερα ἐνώπιον μίας νέας ἅλωσης, περιμένουμε τῶν ἐχθρῶν τὰ φουσάτα…
Γιατί εἶναι ἡ πατρίδα «ἀχούρι κοπρισμένο/ ἀπὸ τ’ ἀλόγατα τοῦ ὀχτροῦ. Καπίστρια τὰ φελόνια /καὶ οἱ κολυμπῆθρες γοῦρνες. Νά! Διαγουμιστὲς ὅλοι/ τῶν ὅλων. Τίμιων, ἱερῶν μαγαριστὲς καὶ σφάχτες». (Παλαμᾶς, «Ἡ φλογέρα τοῦ βασιλιᾶ»). Κόπρισε, διαγούμισε, μαγάρισε τόσα χρόνια τὸ πολιτικὸ χτικιό, ἄχρηστοι καὶ ἀνίκανοι λεβαντίνοι, οἱ συμμορίες τοῦ κομματισμοῦ καὶ μᾶς παραδίδουν ἀμαχητὶ στοὺς Φραγκογερμανούς, στοὺς «Βενετούς», στοὺς ἐμπόρους τῶν ἐθνῶν- τοκογλύφους.
Γιατί δὲν ξεσηκωνόμαστε, γιατί δὲν ἐπαναστατοῦν οἱ νέοι; Ἀναρωτιέται ἡ μεσόκοπη ἄνοια καὶ ἀνία, ἡ συφοριασμένη «γενιὰ τοῦ Πολυτεχνείου»; Ἐπανάσταση; Τί εἶναι αὐτό, τρώγεται; Μία διαδήλωση, μία πορεία διαμαρτυρίας γιὰ τὴν θεϊκὴ ὁμάδα μας, ναί! «Προοδευτικὲς» συμπλοκὲς μὲ τὴν ἀστυνομία καὶ βεβήλωση τῆς ἀσυλαίας ἀνοησίας, ὅλα αὐτὰ ποὺ ξεσηκώνουν ἐνίοτε τὴ νερουλὴ νεολαία μας -εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή μας- γίνονται, ἔτσι περνάει ἡ ὥρα, ξεθυμαίνει, ἀπελευθερώνεται καὶ ἡ σωρευμένη ἐνέργεια.
Ἡ Ἐπανάσταση ὅμως «θέλει δουλειὰ πολλή», πρίν, ὄχι τώρα. Ποῦ νὰ ξέρουν οἱ νέοι ἀπὸ ἐπαναστάσεις, ποιός τοὺς δίδαξε; Μὲ ὀλίγον Τσὲ Γκεβάρα ἢ Φιντὲλ ὡς καρδιοκατακτητὲς κυρίως καὶ ἀτίθασα πλουσιόπαιδα, ἐπαναστάτες δὲν φτιάχνεις. «Ὁ γύφτος καὶ φθισικὸς» Καραϊσκάκης δέν μᾶς κάνει, τοῦ λείπει ἡ πολυπολιτισμικὴ διάσταση, ἔκοβε καὶ ἔχτιζε λοφίσκους μὲ τούρκικα κεφάλια, ρατσισμὸς ἀσυγχώρητος. Ἐσυνηθίσαμε, ὡς θὰ ἔλεγε ὁ γερὸ – Κολοκοτρώνης, νὰ μᾶς καταφρονοῦν οἱ ξένοι, δύο αἰῶνες, ὑποτέλειας καὶ ξενοδουλείας, βιώσαμε. Τώρα, στὶς γενιές μας ξεβράζεται τὸ κακό. Οἱ κοπριές, οἱ κοπρώνυμοι, ποὺ κυβέρνησαν ἰδίως κατὰ τὴν λαμπρή τους περίοδο – τὴν εὐρωπαϊκή τῆς μακαρίτισσας ΕΟΚ – ἄφησαν τὴν πατρίδα χωρὶς παιδεία ἐθνική, χωρὶς χρηστὴ δημόσια διοίκηση καὶ μᾶς παραδίδουν στὰ ἁρπακτικά τῆς Τρόϊκας.
Γιατί δὲν ἐπαναστατοῦν οἱ Ἕλληνες; ἰδοὺ ἡ ἀπορία…
Ὁ χρόνιος ἐθισμὸς στὴν δουλοπρέπεια, ἡ καθημερινὴ εἰσπνοὴ τηλεοπτικῶν ἀναθυμιάσεων, μεταμόρφωσαν τὸν πάλαι ποτὲ ἀτίθασο, ἀγωνιστή, ἐπαναστάτη καὶ πολεμιστὴ Ρωμηό, σὲ ἀσπόνδυλο καλοπερασάκια, σὲ ἤρεμο «τίποτε». Διασώζει ὁ Φωτάκος στὰ «Ἀπομνημονεύματα περὶ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν», ἕνα περιστατικό.
Συμβαίνει κατὰ τὸ πρῶτο ἔτος τῆς Ἐθνεγερσίας. Οἱ πολιορκημένοι Τοῦρκοι τοῦ Νεοκάστρου ἀποφάσισαν νὰ συνθηκολογήσουν καὶ πρότειναν διαπραγματεύσεις. Συμφωνήθηκε συνάντηση τῶν δύο ἀντιπροσωπειῶν ἔξω ἀπὸ τὸ φρούριο. Ἀλλὰ οἱ συνομιλίες δυσκολεύονταν καὶ ἀργοῦσαν, ἐπειδὴ ἑκατοντάδες ἀγωνιστές, περίεργοι, χασομέρηδες, καὶ λοιποὶ «ἄτακτοι» εἶχαν συγκεντρωθεῖ γύρω καὶ θορυβοῦσαν ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς διαταγὲς τῶν ἀρχηγῶν τους. Ἀφηγεῖται ὁ Φωτάκος: «Ἀφοῦ πλέον εἶδαν οἱ Τοῦρκοι ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν ἀκούουν τοὺς καπεταναίους των, μία ἡμέραν ὁ Τσιντάραγας, κλειδοῦχος τοῦ Φρουρίου, ἔχασε τὴν ὑπομονὴν κι στραφεὶς πρὸς τοὺς στρατιῶτας ἐφώναξεν οὕτως: σοὺτ βρὲ Ρωμηοί! Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἀμέσως ἔφερε σιωπήν. Ἐδῶ δὲ ἐφαρμόζεται τὸ ρητόν: «Εἶδε ὁ δοῦλος τὸν δεσπότην καὶ ἐφοβήθη». Κατ’ οὐδένα τρόπον ἐδύναντο οἱ καπεταναῖοι νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς στρατιῶτας διὰ νὰ σταθοῦν οἱ Τοῦρκοι εἰς ὁμιλίαν, ἡ δὲ φωνὴ τοῦ Ἀγὰ μόνη τους ἠσύχασεν». Καὶ παρατηρεῖ συγκαταβατικὰ ὁ ἀγωνιστής: «Πόσον ὁ φόβος εἶναι δυνατὸς καὶ ἀνεξάλειπτος, ὅταν εἶναι παιδιόθεν ριζωμένος εἰς τὰ ψυχᾶς τῶν ἀνθρώπων». Ἔτσι ἀκριβῶς. Μόνο ποὺ στὴν τωρινὴ περίπτωση δὲν πρόκειται περὶ ριζωμένου φόβου, ἀλλὰ γιὰ ριζωμένη ἕως μιθιδρατισμοῦ ἀφασία καὶ παχυδερμία.
Κατ’ ἀρχὰς καὶ ἡ λέξη Ἐπανάσταση ἔχει ποινικοποιηθεῖ. Παραπέμπει στὶς ἑπταετεῖς καρικατοῦρες, ποὺ ἴσως τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημά τους ἦταν ὅτι μὲ τὶς γελοῖες τους πατριδοκαπηλίες καὶ θρησκοληψίες, ἔδωσαν μία οὐρανόπεμπτη δικαιολογία στοὺς μεταπολιτευτικοὺς νάνους καὶ ἀρλεκίνους τῆς «προόδου», νὰ ποδοπατήσουν, νὰ στρεβλώσουν ἀξίες ἀειθαλεῖς, ἑλληνοσώτειρες, «πίστιν καὶ πατρίδα», πού, ὅταν προσβάλλονται καὶ ἁλυσοδένονται, ξεσηκώνουν λαούς. Παιδιόθεν, ρίζωσε «εἰς τὰς ψυχὰς» τῶν σημερινῶν Νεοελλήνων αὐτὴ ἡ ἀποστροφή, ἡ καχυποψία, ἡ ἀπάρνηση στὰ τιμαλφῆ τοῦ Γένους μας, ὁ φόβος τοῦ ραγιᾶ. Τοῦ ραγιᾶ, τοῦ κατακυριευμένου στὰ βορβορώδη πάθη του. Διότι ψυχὴ χωρὶς νὰ εἶναι θρεμμένη μὲ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ μὲ τὴν φιλοπατρία, καταντᾶ παλιοψάθα, φανταχτερὴ ἀσημαντότητα κι ἂς νομίζει ὅτι ἔχει ἀξία. Οἱ ἐπαναστάσεις δὲν γίνονται μὲ μπουκωμένα στόματα καὶ ἄδειες, νεκρὲς ψυχές. «Σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὶς εἰκόνες καὶ κάνω τὴν προσευχή μου καὶ λέγω· Κύριε βλέπεις σὲ τί κατάστασιν ἔφτασα. Ὁ μόνος σωτήρας εἶναι ἡ παντοδυναμία σου καὶ ἡ εὐσπλαχνία σου σὲ μᾶς ὁπού κιντυνεύομεν καὶ εἰς τὴν ματοκυλισμένη μας πατρίδα. Πιάνω καὶ φκιάνω μίαν σημαία καὶ γράφω Ἐθνικὴ Συνέλευση, Σύνταμα. Λέγω. Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί τῆς βασιλείας του σηκώνεται ἡ σημαία τῆς πατρίδος». Καὶ ἐπαναστάτησε ὁ ματοκυλισμένος στρατηγὸς τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1843 κατὰ τῶν Μπαυαρέζων καὶ κέρδισε ὁ βασανισμένος ἀγωνιστής, μαζὶ μὲ τὸν λαὸ ποὺ τὸν ἀκολούθησε, ἀναίμακτα τὸ “Σύνταμα”. Ἡ ἐπανάσταση δὲν θὰ ξεκινήσει ἀπὸ τοὺς… κουκουλοφλώρους, μοσχοαναθρεμμένους μοναχογιοὺς τῶν βορείων προαστίων. Ἐπανάσταση, ἂν γίνει καὶ πρέπει νὰ γίνει, θὰ ἔλθει ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὴν πατρίδα μὲ τὸν τρόπο τοῦ Μακρυγιάννη. Ἄνθρωποι «ὧν ὁ Θεὸς κοιλία, οἱ ἐχθροί τοῦ σταυροῦ», οἱ ψευτοεπαναστάτες τῆς σήμερον, στηρίζουν ὕπουλα τοὺς κατοχικούς, τοὺς προδότες τῆς πατρίδας…
Νατσιὸς Δημήτρης δάσκαλος-Κιλκὶς