Γιώργος Σαραντάρης: Ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος*
Απόσπασμα της ομιλίας στις Βρυξέλλες του Γιώργου Παπαθανασόπουλου για τον Γιώργο Σαραντάρη
*Έτσι είναι ο τίτλος του βιβλίου μου για τον ποιητή και στοχαστή Γιώργο Σαραντάρη και έτσι θα επιχειρήσω να σας τον παρουσιάσω.
Ο άνθρωπος Γιώργος Σαραντάρης
Θα περιγράψω, όσο συντομότερα μπορώ, τις καταβολές του. Η αρχοντική οικογένεια του πατέρα του, Δημητρίου Σαραντάρη, είχε καταγωγή από την ορεινή Αρκαδία και πιο συγκεκριμένα από την Τσακωνιά, που στους χάρτες των περασμένων αιώνων τη συνέχεαν με τη Λακωνία. Ο πρόγονος του ποιητή Κωνσταντίνος Σαραντάρης στα 1809 μετανάστευσε στην Ιταλία. Κατά μία εκδοχή εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο, από τη δική μου έρευνα προέκυψε πως μάλλον κατοίκησε στην Ανκόνα, όπου και ανέπτυξε μιαν εμπορική και ναυτιλιακή επιχείρηση.
Έκτοτε η οικογένεια απέκτησε πλούτο και η έδρα της επιχείρησης μεταφέρθηκε στη Μπολόνια, όπως και η κατοικία της.
Ο πατέρας του ποιητή, Δημήτριος Σαραντάρης, πήγε για εμπορικές εργασίες στην Κωνσταντινούπολη και εκεί γνώρισε, ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε την ωραιότατη Ματθίλδη Σωτήρου, η οικογένεια της οποίας καταγόταν επίσης από την Τσακωνιά, είχε μεταναστεύσει στην Βασιλεύουσα και είχε κάνει εκεί μεγάλη περιουσία.
Καρπός του γάμου τους ήταν ο Γιώργος Σαραντάρης, που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 19 Απριλίου του 1908. (Σημείωση Ἑλλήνων Φῶς: Σύμφωνα με το βιογραφικό σημείωμα στη σελίδα ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1908, στα επίσηµα χαρτιά του όµως ο ποιητής φαινόταν γεννηµένος στον Πειραιά και είχε γραφτεί στα Μητρώα του ∆ήµου.) Κατά τη συνήθεια της εποχής εν όψει της γέννας η Ματθίλδη έφυγε από την Μπολόνια και πήγε να γεννήσει κοντά στη μητέρα της και στις τέσσερις αδελφές της. Πέντε παιδιά είχε ο Σωτήρος και τα πέντε κορίτσια και ήταν περήφανος που και οι πέντε ήσαν όμορφες και παντρεύτηκαν ελληνόπουλα.
Ο Γιώργος Σαραντάρης κληρονόμησε από την οικογένεια του την ελληνική του ιδιοπροσωπία και συνείδηση. Σημειώνω πως από την απελευθέρωση της Ελλάδος και μετά όλα τα άρρενα μέλη της οικογένειας Σαραντάρη υπηρέτησαν στον Ελληνικό Στρατό και διατήρησαν την ελληνική ιθαγένεια. Σημειώνω ακόμη πως η Μπολόνια, η Ανκόνα και το μικρό Μονταπόνε, μέρη όπου έμεινε η οικογένεια του ποιητή, δεν διέθεταν Ορθόδοξη Εκκλησία, ούτε ελληνικό σχολείο, αλλά όλοι τους μιλούσαν μεταξύ τους πάντα ελληνικά, διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις με Έλληνες της ελεύθερης Ελλάδας, της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης και για προσωπικό επέλεγαν Έλληνες από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, το Λεωνίδιο, πρωτεύουσα της Τσακωνιάς. Επίσης όταν, για να εξυπηρετούνται οι εμπορικές τους εργασίες, αποφάσισαν να κατασκευάσουν πλοίο επέλεξαν ναυπηγείο στο Γαλαξίδι.
Ο ποιητής λοιπόν από την οικογένεια του έμαθε να αγαπά την Ελλάδα και να είναι υπερήφανος ως Έλληνας. Η φιλοπατρία παρακίνησε τον Γιώργο Σαραντάρη μετά τις πανεπιστημιακές του σπουδές και το πτυχίο της Νομικής Σχολής από το Πανεπιστήμιο της Ματσεράτα να έρθει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό. Αυτό συνέβη στα 1931, όταν ήταν 23 ετών. Τότε συνέχισε αυτοδίδακτος και έμαθε τα ελληνικά τόσο καλά, ώστε να αναδειχθεί σημαντικός ποιητής και εξαίρετος φιλοσοφικός στοχαστής.
Αυτά έως τον Αύγουστο του 1940, όταν επιστρατεύθηκε μυστικά και απεστάλη στην πρώτη γραμμή του ελληνοϊταλικού μετώπου, όπου πέρασε τον χειμώνα πολεμώντας. Το ισχνό και ασθενικό του σώμα δεν άντεξε, αρρώστησε και στις 25 Φεβρουαρίου του 1941 απεβίωσε, σε ηλικία μόλις 33 ετών. Ο πρόωρος θάνατος του από τον ομότεχνο και φίλο του Οδυσσέα Ελύτη χαρακτηρίστηκε έγκλημα της στρατιωτικής γραφειοκρατίας σε βάρος του Σαραντάρη.
Όπως έγραψε ο Νομπελίστας ποιητής μας στο βιβλίο του "Ανοιχτά χαρτιά" ο Σαραντάρης ήταν ένας καχεκτικός και με μεγάλη μυωπία διανοούμενος, που επειδή είχε τελειώσει Νομικά στην Ιταλία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην ανάκριση των αιχμαλώτων. Αλλά εκεί δεν υπήρχε θέση για τον Σαραντάρη, αφού υπηρετούσαν μόνο οι εκλεκτοί της γραφειοκρατίας…. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο ποιητής δέχθηκε αγόγγυστα να ανέβει τον Γολγοθά του και να θυσιαστεί για την Πατρίδα.
Από μικρό παιδί ο Γιώργος Σαραντάρης έδειξε ότι διέθετε ιδιοφυία πνευματική και μια μεγάλη κλήση στη Λογοτεχνία και στον Φιλοσοφικό Στοχασμό. Από 16 ετών είχε μελετήσει τον Όμηρο, άλλους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, καθώς επίσης και πολλούς άλλους, του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Επίσης στην ηλικία αυτή έπαιζε άριστα σκάκι και συνέθετε σκακιστικά προβλήματα που δημοσιεύονταν σε περιοδικά της Ιταλίας. Στην ίδια ηλικία των 16 ετών ο ίδιος έγραψε πως ο θάνατος του Ανατόλ Φρανς συνέπεσε με το ξύπνημα του πάθους του για τη Λογοτεχνία. Λίγο αργότερα άρχισε να γράφει ποιήματα στον Ιταλικό Τύπο και κατέστη μέλος της Ιταλικής Εταιρείας Νέων Λογοτεχνών.
Όταν ήρθε, στα 1931, στην Ελλάδα, η ποίηση και ο φιλοσοφικός στοχασμός τον είλκυσαν ολοσχερώς, ψυχή τε και σώματι. Η πορεία του στη λογοτεχνία απογοήτευσε τους γονείς του, που τον πίεσαν να σπουδάσει Νομικά, με όραμα να έχει μια λαμπρή καριέρα ως διπλωμάτης στην Ελλάδα, αφού ήξερε τα ιταλικά και τα γαλλικά άψογα και τα γερμανικά σε πολύ καλό βαθμό. Διασώθηκε και δημοσιεύεται στο βιβλίο μου μέρος της αλληλογραφίας του με την μητέρα του Ματθίλδη, όπου φαίνεται πόσο ψυχικά τον πονούσαν τα γραφόμενα της. Της γράφει σε ένα του γράμμα:
"Αγαπητή μαμά, έχεις μεγάλο δίκαιο που είσαι πειραγμένη μαζί μου, γιατί δεν σε σκέφτομαι όσο πρέπει όχι όμως για το ότι δεν επήρα ακόμη δουλειά, ή τουλάχιστο για τούτο το δεύτερο ζήτημα, δεν νομίζω πως πρέπει τόσο να είσαι φουρκισμένη μαζί μου. Δεν ξέρεις πόσο με πειράζει μαμά, όταν συλλογίζομαι πως κατά τη γνώμη σου είμαι ένας αργόσχολος, ένας άνθρωπος χωρίς συνείδηση των υποχρεώσεων του, ένας αναξιοπρεπής. Αν ένας άλλος έτσι μ' έκρινε δεν θα μ' έμελλε, αλλά εσύ, η μητέρα μου, ο άνθρωπος που όχι μονάχα μούδωκε τη ζωή, αλλά μου χάρισε κ' εκείνη την ευαισθησία, που είναι ίσως το πιο πολύτιμο δώρο του πνεύματος μου, ό,τι φέρνω μαζί μου στην κάθε δημιουργία μου; Από εσένα δεν μου αξίζει η μομφή πως δεν κάνω τίποτα".
Τον Σαραντάρη δεν ήταν δυνατό να τον χωρέσουν οι τέσσερις τοίχοι ενός γραφείου ή ανώφελες συζητήσεις και ενέργειες, αφού σε κάθε στιγμή της ζωής του σκεφτόταν, εμπνεόταν, μελετούσε, δημιουργούσε, έγραφε, έγραφε αδιάκοπα και όπου έβρισκε, από τα περιθώρια των εφημερίδων και την οπίσθια λευκή σελίδα προσκλήσεων ή προγραμμάτων έως τα κουτιά των τσιγάρων που άδειαζαν οι φίλοι του, αφού αυτός δεν κάπνιζε…
Στην κοινωνία έζησε ως αναχωρητής. Πήγαινε σε συναντήσεις λογοτεχνών, ή σε συγκεντρώσεις πνευματικών ανθρώπων που φιλοσοφούσαν, όπως ήταν τότε η ομάδα των πνευματικά γερμανοτραφών Κανελλόπουλου, Τσάτσου, Θεοδωρακόπουλου και Δεσποτόπουλου. Όμως ποτέ δεν προχώρησε στην ένταξη του σε μία από αυτές, ποτέ δεν πήγε, όπως ο ίδιος έγραψε, σε "τσάγια και βεγγέρες της Κηφισιάς". Παρέμεινε πάντα ολιγαρκής στη ζωή του, ατημέλητος στην εμφάνιση του και ασυμβίβαστος στις αρχές του. Στα "Ανοιχτά Χαρτιά" ο Οδ. Ελύτης έγραψε:
"Δεν έχω γνωρίσει, θάθελα να το διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του. Άπραγος, αδέξιος, ανίκανος για ο,τιδήποτε πρακτικό, ζούσε με το τίποτε και δεν του χρειαζότανε τίποτε άλλο έξω από την Ποίηση. Δηλαδή, το αντίθετο ακριβώς απ' αυτό που ονειρεύονται οι αστοί για τα παιδιά τους. Έτσι όμως είχε φτάσει ως το σημείο να μπορεί να υψώνει τα μεγάλα ασθενικά του μάτια ως τις Πλατωνικές Ουσίες. Η παρουσία του την εποχή εκείνη, νομίζω ήταν καίρια. Επί τέλους να κάποιος αδικημένος από τη φύση, φτωχός, (Σημ. συγγρ. Έτσι θεωρούσαν τον άρχοντα οι ομότεχνοι του τότε), έρημος που έστρεφε το κάτοπτρο από την ύβρη της ζωής προς το θαύμα της. Και με πίστη, με αυτοπεποίθηση, με δύναμη που μόλις χωρούσε το λιγοστό του σώμα. Οι μέρες του ήταν γεμάτες εργασία. Ήταν οι πέτρες που χρησιμοποιούσε για να χτίσει την ηθική του προσωπικότητα - και αυτό είναι που του έδωσε το μεγάλο θάρρος να καταγγείλει την παρακμή και να αποτείνει προς τον θεοποιημένο Καβάφη το αγέρωχο ερώτημα < αγάπησες ποτέ σου μια Ρωξάνη;>, σ' ένα ποίημα βαρύ από νόημα, που κανείς, απ' όσο ξέρω, ίσαμε σήμερα δεν αξιώθηκε να σχολιάσει. Με όραμα την Ορθοδοξία και την <άλλη χαρά> το ασήμι αυτό που οι αγροίκοι της κριτικής μας το πήρανε για μπακίρι προσδοκούσε τα πάντα από τους νέους, που τους αλίευε γύρω από τις πανεπιστημιακές σχολές και τους ενθουσίαζε και ονειρευότανε να τους αντιπαραθέσει στητούς και περήφανους στην Ευρώπη".
Το τέλος του ήταν οσιακό, όπως όλη η ζωή του. Όπως είναι το τέλος ενός ατόφιου Ορθόδοξου Χριστιανού. Το μαρτυρεί η αδελφή του Λέλα Σαραντάρη - Μιχοπούλου::
"Το τέλος του ήταν πολύ κοντά. Εμείς, οι συγγενείς και οι φίλοι, περιτριγυρίζαμε το κρεβάτι του και κλαίγαμε βουβά. Μας είδε και με το γλυκύ του χαμόγελο, γεμάτος ειρήνη και πίστη, άρχισε εκείνος να μας παρηγορεί και να μας ενδυναμώνει, παροτρύνοντας μας να μην κλαίμε, διότι η ζωή δεν τελειώνει στον κόσμο αυτόν, διότι η ζωή είναι αιώνια και συνεχίζεται, διότι μετά τον θάνατο του θα ζήσει μιαν άλλη, μεγαλύτερη χαρά."
Ο διανοούμενος Γιώργος Σαραντάρης
Καθοριστική για τη διαμόρφωση της χειμαρρώδους, ευαίσθητης, συναισθηματικής και ιδιοφυούς προσωπικότητας του Γιώργου Σαραντάρη ήταν η επίδραση που του άσκησε το έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Φεοντόρ Ντοστογιέφσκι. Η αδελφή του Λέλα είχε εξομολογηθεί: " Ο Ντοστογιέφσκι από παιδί τον συγκλόνιζε. Τον θυμάμαι να μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα και να ρίχνεται στο κρεβάτι με λυγμούς, γιατί μόλις είχε διαβάσει κάτι σε ένα του βιβλίο".
Γράφει ο Σαραντάρης για τον Ντοστογιέφσκι:
"Ανάμεσα στους ποιητές και πεζογράφους του περασμένου αιώνα μονάχα ο Ντοστογιέφσκι μεταδίδει μια βεβαιότητα αυτάρκειας σχετικά με τον κόσμο όπου κινείται η πνευματική ζωή του ατόμου. Έργα όπως ο Ηλίθιος, οι Δαιμονισμένοι, οι Αδελφοί Καραμάζοφ εμπεριέχουν καθαρώς φιλοσοφικά ερωτήματα και καθαρώς φιλοσοφικές απαντήσεις. Η στέρεη πίστη στον Θεό του Χριστιανισμού που κατέχει ο Ντοστογιέφσκι του επιτρέπει μια ευρύτητα θέας σε ό, τι υποστασιακά ενδιαφέρει τη συνείδηση του ατόμου, μοναδική στον αιώνα του. …Ο Ντοστογιέφσκι είναι μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας όχι μονάχα ο πιο μεγάλος, αλλά και ο μόνος επικός ποιητής της χριστιανικής πίστης…Σε ένα τετράδιο μου έγραψα πέρσι τούτο: Η Παιδεία μας πρέπει να αρχίσει από την Καινή Διαθήκη και τον Ντοστογιέφσκι".
Αντίθετα ο Σαραντάρης είναι αυστηρός με τους μεγάλους λογοτέχνες και φιλοσόφους της Δύσης. Απαντώντας στον επηρεασμένο από τη Δυτική σκέψη Παναγιώτη Κανελλόπουλο σημείωσε:
"Δεν αρνούμαι τη συμβολή του Γκαίτε στη διαμόρφωση του τωρινού ευρωπαϊκού πολιτισμού (και κατά συνέπεια στη διαμόρφωση και του δικού μας αποκτημένου πολιτισμού), αλλά απλώς αρνούμαι στη μορφή του γερμανού ποιητή (όπως μπορεί κανείς να τη συμπεράνει από το έργο του και το βίο του) την ικανότητα να μας δώσει το πλαίσιο ενός καλύτερου και πιο αψηλού βίου…
Εγώ λέγω χωρίς άλλο, ο Φάουστ είναι ένας ηδονιστής. Και ο Γκαίτε πίσω από αυτόν. Και όσοι (Σημ ομιλ. όπως ο Κανελλόπουλος) ακολουθούν τον Γκαίτε στο μυθώδη βίο του, όσοι την ευτυχία του Γκαίτε θεωρούν ιδανικό. Νομίζω πως ο Γκαίτε, όσον και ο Σαίξπηρ απομακρύνθηκαν τόσο από την πηγή του Χριστιανισμού που λησμόνησαν την ανάγκη της πίστης κι έτσι το έργο τους ουσιαστικά δεν μας βοηθάει να ανακαλύψουμε εκείνο τον εαυτό μας που περισσότερο ποθούμε, εκείνο τον εαυτό μας που μόνος, γι' αυτό είμαστε βέβαιοι, μπορεί να σώσει από την καταστροφή και να στηρίξει έναν κόσμο…".
Στο φιλοσοφικό του Δοκίμιο "Η παρουσία του ανθρώπου" ο Σαραντάρης τονίζει πάλι:
"Η Δύση δεν κατανόησε ακόμα πως το πλάτος της δημιουργίας του Ντοστογιέφσκι δεν είναι κατώτερο από το πλάτος της δημιουργίας ενός Γκαίτε ή ενός Σαίξπηρ - από μια άποψη προσωρινά αισθητική, …αλλά προ πάντων για να δημιουργήσουμε πολιτισμό ο Ντοστογιέφσκι είναι η άρνηση του Γκαίτε και του Σαίξπηρ, πως όποιος παραδέχεται σοβαρά τον Ντοστογιέφσκι δεν μπορεί να παραδεχτεί τον Γκαίτε και τον Σαίξπηρ, πως όποιος παραδέχεται την αλήθεια του Χριστού δεν μπορεί να παραδεχτεί άλλη αλήθεια".
Με εφόδιο τη σκέψη του Ντοστογιέφσκι ο Σαραντάρης εμβάθυνε στη Χριστολογία μελετώντας την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Στο περιθώριο ενός απλού χαρτιού που διέσωσε η εξαδέλφη του Σαραντάρη Λούλα Μίχα - Καλοδίκη υπάρχουν κάποια γράμματα και αριθμοί, που δεν είναι τίποτε άλλο από χωρία της Καινής Διαθήκης και των Ψαλμών που αναφέρονται στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Στο ίδιο χαρτί υπάρχουν αντιγραμμένα αποσπάσματα από το κατά των αιρετικών Αρειανών κείμενο του Μεγάλου Αθανασίου, στο οποίο ο σπουδαίος Πατέρας της εκκλησίας τονίζει ότι ο Ιησούς είναι ένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, ομοούσιο και αχώριστο με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα. Ο Σαραντάρης μελέτησε επίσης, μεταξύ των άλλων, κείμενα του αυτοκράτορα Λέοντα του Σοφού, του Αγίου Γρηγορίου του Νύσσης και, από τους αρχαίους Έλληνες, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Η αρνητική στάση του έναντι του ηδονισμού της Δύσης φαίνεται και από ένα σημείωμα του για την Γερμανική λογοτεχνία και φιλοσοφία, που είναι πολύ επίκαιρο και για την εποχή μας:
"Η Γερμανία, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, είναι Δύση. Η Δύση είναι κόρη του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, κι έχει παρεξηγήσει τη διδασκαλία του Χριστού. Ο Λούθηρος είναι ο θρησκευτικός πατέρας της Γερμανίας, αλλά από τον Λούθηρο η Γερμανία δέχεται μια πίστη που μπορεί να είναι εθνική πίστη, όχι όμως ταυτόχρονα δώρο σ' ολάκερη την ανθρωπότητα. Ο Καντ και ο Χέγκελ κατάγονται φανερά από τον Λούθηρο, πάνω στην επανάσταση του Λούθηρου οικοδομούν. Ο Σοπενχάουερ και ο Νίτσε είναι οι αντάρτες, αλλά άσκοποι αντάρτες.
Η μοίρα της Γερμανίας είναι εκείνη που είναι, αυτοί δεν μπορούν να την αλλάξουν. Τους συνδέει με τον Καντ και τον Χέγκελ η ίδια έλλειψη ουσιαστικής αγάπης προς την ανθρωπότητα, η ίδια ριζική απιστία προς την ανθρωπότητα σαν κοινότητα όλης της γης. Η Γερμανία έχει μεγάλους ονειροπόλους κι αυτοί είναι σήμερα οι δημιουργοί της που τραβάνε περισσότερο τη συμπάθεια έξω από τα σύνορα της Γερμανίας, λ.χ. ένας Χέλντερλιν, ένας Νοβάλις. Και στους δύο χαίρεσαι τη μακρόθυμη ευλάβεια προς το ιδανικό τους. Αλλά ποιο ιδανικό τους; Κατά βάθος το ίδιο ιδανικό ενός Λούθηρου, ενός Καντ. Ο θνητός άνθρωπος, μια εφήμερη παρουσία, μια παρουσία που αποκλείει να ονειρευτούμε, να συλλογιστούμε, να πιστέψουμε στην ανθρωπότητα σαν κοινότητα όλων των ανθρώπων".
Ένα άλλο σημείο για τη Δύση από το ίδιο φιλοσοφικό του Δοκίμιο δείχνει ότι ως μεγαλωμένος σ' αυτήν δεν είχε οποιοδήποτε σύμπλεγμα έναντι της και ότι ως γνήσιος πνευματικός άνθρωπος πρόβλεψε από το 1938 τη σημερινή κρίση που διέρχεται:
"Χρειάζεται η Δύση να μας μάθει κάτι περισσότερο από τον τεχνικό πολιτισμό; Ερωτώ τούτο, γιατί δεν βρίσκω τίποτε άλλο ουσιαστικό να μας μάθει η χτεσινή και η σημερινή Δύση. Στον πνευματικό πολιτισμό όταν κανείς δεν κατέχει πίστη, είναι σα να μην κατέχει τίποτε. Η Δύση δεν κατέχει τίποτε, μήτε για τον εαυτό της. Οι παραδόσεις της είναι άχρηστες. Τον τεχνικό της πολιτισμό δεν μπορεί να τον φυλάξει για να κατορθώνει πάντοτε να μας τον μαθαίνει αυτή.
Ο τεχνικός πολιτισμός καλύπτει σιγά-σιγά τη γη, παύει μέρα με την ημέρα να είναι προνόμιο της δύσης, που δεν μπορεί να αντιταχθεί σε τούτη τη μοίρα της. Η Δύση ολοένα φθείρεται και εφόσον δεν πιστεύει και δεν μπορεί να πιστέψει στον άνθρωπο, ανταποκρίνεται σε ένα νόμο υπέρτατης δικαιοσύνης η αναπόφευκτη παρακμή της. Δεν λέμε πως η Δύση σβύνει, αλλά περιορίζεται η σημασία της. Είναι απόλυτα αδύνατο να οδηγήσει σήμερα την ανθρωπότητα η Δύση. Και όχι για κανένα άλλο πιο επιφανειακό λόγο, αλλά γιατί, από αιώνες τώρα, έπαψε να πιστεύει στον άνθρωπο…".
Στο φιλοσοφικό του δοκίμιο "Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης", το οποίο ο Σαραντάρης ολοκλήρωσε τον Μάϊο του 1937 είναι κατά του μαρξισμού και του φροϋντισμού, που, όπως γράφει, γεννήθηκαν από έναν αχαλίνωτο ηδονισμό:
"Ο μαρξισμός και ο φροϋντισμός είναι θεωρίες που θυσιάζουν τον άνθρωπο στο θάνατο και δεν το γνωρίζουν. Είναι διαστροφές που γεννήθηκαν από έναν αχαλίνωτο ηδονισμό. Στην επιφάνεια χαρίζουν το μίσος, στο βάθος την πεποίθηση του θανάτου. Η ηδονή του θανάτου, του θανάτου όλου του κόσμου τις διατρέχει".
Ο Σαραντάρης στην φιλοσοφία του είναι σαφής:
"Για μας η πίστη στον Θεάνθρωπο οφείλει να είναι το ιδανικό όλων των εποχών. Πάνω σε τούτο σχεδόν δεχόμαστε συζήτηση". Αυτό τον κάνει να είναι τελείως αντίθετος με το ρεύμα του υπερρεαλισμού που κυριαρχούσε απολύτως στην εποχή του. Ουσιαστικά αυτό ξεκίνησε με το Μανιφέστο του Μπρετόν το 1924 και απογειώθηκε κατά τη δεκαετία του 1930. Στην Ελλάδα πρώτος εισήγαγε το κίνημα ο Ανδρέας Εμπειρίκος το 1935 και αυτός έκανε για πρώτη φορά τη χρήση του όρου "σουρεαλισμός". Σε διεθνές επίπεδο επρόκειτο για ένα επαναστατικό κίνημα που είχε βάση του την ηδονή, και τον μαρξισμό.
Μάλιστα στα 1938 οι ποιητές Αραγκόν και Ελυάρ εντάχθηκαν στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Νωρίτερα, στα 1930, οι Νταλί και Μπουνουέλ γύρισαν ταινία, με την οποία πρόβαλαν την ηδονή και την ερωτική επιθυμία ως καταλύτη ανατροπής της αστικής καλής συμπεριφοράς, αισχρολόγησαν σε βάρος του Ιησού Χριστού και χλεύασαν τον Πάπα. Αντίθετα η επίδραση στην ταινία τους του "θείου", όπως τον αποκαλούσαν οι σουρεαλιστές τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής.
Ο Σαραντάρης προσπαθεί να πείσει τον νεότερο του στην ηλικία Ελύτη, να αποσπασθεί από τον σουρεαλισμό και αυτός του απαντά με επιστολή του, ενώ ο Σαραντάρης βρισκόταν στο σπίτι του στην Ιταλία για την κηδεία του πατέρα του, και του γράφει ότι τον αρνείται μεν γιατί είδε ότι δεν οδηγεί πουθενά, αλλά του εξηγεί ότι μοιραίως έπρεπε να περάσει από αυτόν, αλλιώς θα ήταν καταδικασμένος να μένει πάντα πίσω του και κάθε φορά το φάσμα του να τον τρομάζει και να τον εμποδίζει.
Αρνητικοί με τη Δύση ήσαν ο Σαραντάρης και οι σουρεαλιστές καλλιτέχνες. Όμως ο Σαραντάρης θέλησε αυτή να επιβιώσει μπολιασμένη με την πνευματικότητα της Ορθοδοξίας, ενώ οι σουρεαλιστές θέλησαν και επιχείρησαν με τη δουλειά τους να καταστρέψουν τις δομές της και να δημιουργήσουν μια ξεκάθαρη υλιστική, ηδονιστική, άθεη και μαρξιστική Δυτική κοινωνία.
Επίλογος
Ο Σαραντάρης ήταν μια φυσιογνωμία για τα ελληνικά μας γράμματα. Έκαμε τομή στη νεοελληνική ποίηση και πρωτοτύπησε στον στοχασμό, δίνοντας χαρακτηριστικά φιλοσοφικά δοκίμια χριστιανικού υπαρξισμού. Όπως έγραψε ο Δημ. Τσάκωνας πολλοί δεν πλησίασαν τον Σαραντάρη, γιατί φοβήθηκαν μήπως η πρωτοτυπία εκείνου αποκαλύψει πιο πολύ ( στα ίδια τους τα μάτια) την κοινοτοπία του δικού της λόγου. Και πρόσθεσε ο ίδιος:
"Όσοι κάθονται άνετα και ξένοιαστα δεν θέλουν να χάσουν την ισορροπία που επικρατεί στην πνευματική τους νωθρότητα. Αλλά και από τους λίγους κι άξιους οι περισσότεροι θα αποφύγουν να πλησιάσουν τον Σαραντάρη, γιατί δεν τους μοιάζει στην άξια, έστω, ατομικότητα τους".
Με το βιβλίο μου για τον Σαραντάρη προσπάθησα με τρόπο απλό να προβάλω αυτόν τον σημαντικό άνθρωπο, ποιητή και στοχαστή. Αυτό εκδόθηκε σε μια πολύ δύσκολη εποχή για εμάς, τους Έλληνες, και αποτελεί μιαν άμεση προσωπική αντίδραση σε όσα δικοί και ξένοι μας επιβάλλουν. Ο Έλληνας δεν είναι αυτός, όπως τον κατάντησαν σήμερα, στην επαχθέστατη ανυποληψία. Έλληνας είναι ο Σαραντάρης, ο Σολωμός, ο Μακρυγιάννης, ο Ζαμπέλιος, ο Παπαδιαμάντης, ο Παύλος Μελάς, ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης, ο γιατρός και σωτήρας της ανθρωπότητας Γεώργιος Παπανικολάου.
Έλληνες είμαστε όλοι εμείς, που στην Ελλάδα και εκτός των συνόρων της, εργαζόμαστε τίμια και με τις ικανότητες μας και την εργατικότητα μας δημιουργήσαμε πέτρα - πέτρα και χρόνο με τον χρόνο ένα σημαντικό πολιτισμικό οικοδόμημα, άξιο σεβασμού και τιμής από όλο τον κόσμο. Αυτό το δημιούργημα κατέστρεψαν σε ελάχιστα χρόνια οι αλόγιστες και ανεύθυνες πολιτικές ενός άδικου, αδηφάγου και σπάταλου κράτους και μια καταδικαστική καταναλωτική, υλιστική και ηδονιστική νοοτροπία, που έντεχνα καλλιεργήθηκε σε όλους μας.
Στη ζωή μου έμαθα πως είναι μεγάλη αρετή η διάκριση στη ζωή μας, να μπορούμε δηλαδή να διακρίνουμε το καλό από το κακό, το ευτελές από το ακριβό, το όμορφο από το χυδαίο, το σημαντικό από το ασήμαντο, τον ηθικό από το φαύλο. Έμαθα επίσης πως είναι σημαντικό στη ζωή μας να διαχειριζόμαστε σωστά τον χρόνο μας, να διατρίβουμε στα ωφέλιμα για τις ψυχές μας και να αποκρούουμε τα ζημιογόνα.
Τέλος έμαθα πως μας βοηθάει στην πορεία της ζωής μας να έχουμε πρότυπα - οδοδείκτες. Για εμένα ένα τέτοιο πρότυπο και οδοδείκτης είναι ο Γιώργος Σαραντάρης. Πίστη μου είναι πως στην παγκοσμιοποίηση, στον κοσμοπολιτισμό, στον συγκρητισμό και στην προσπάθεια μετατροπής μας σε άμορφη εύπλαστη μάζα, χωρίς ρίζες, χωρίς παράδοση, χωρίς ταυτότητα, χωρίς πατρίδα, χωρίς αρχές και αξίες νομίζω μας χρειάζεται ένα πρότυπο πνευματικού ανθρώπου, όπως είναι ο Γιώργος Σαραντάρης.-
Πηγή: Ἀναβάσεις
- ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
- ΣΩΜΑΤΕΙΟ Γ.ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
- Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών (Σαραντάρης Γιώργος)
- Ποιήματα Γιώργου Σαραντάρη