Γιῶργος Σεφέρης (1900-1971) - Ἀνεγνωρισμένος διπλωμάτης, μελαγχολικὸς στοχαστής

Βαθειὰ λυρικός, στοχαστικὸς καὶ αἰσθαντικὸς μὲ ὅλα τὰ ζητήματα ποὺ τὸν ἀπασχόλησαν στὴ ζωή του, μὲ τὸ μεγάλο του ταλέντο στὴ γραφὴ ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς βαθειὲς γνώσεις του τῆς ἱστορίας τῆς Ἑλλάδας κατάφερε νὰ συνδέσει σαφῶς τὰ πάντα μὲ ἕνα λόγο - ποὺ μνημειώδης καθὼς ἔρρεε στὸ χαρτὶ - τὸν ἔκανε νὰ κερδίσει τὴ διεθνῆ ἀναγνώριση καὶ νὰ καταστεῖ εἷς ἐκ τῶν κορυφαίων ποιητῶν τῆς ἐποχῆς του.

Μένει νὰ ξαναβροῦμε τὴ ζωή μας, τώρα ποὺ δὲν ἔχουμε πιὰ τίποτα.
Φαντάζομαι, ἐκεῖνος ποὺ θὰ ξαναβρεῖ τὴ ζωή, ἔξω ἀπὸ τόσα χαρτιά,
τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες καὶ τόσες πολλὲς διδασκαλίες
θὰ εἶναι κάποιος σὰν ἐμᾶς, μόνο λιγάκι πιὸ σκληρὸς στὴ μνήμη...

Ὁ Γιῶργος Σεφέρης (πραγματικὸ ὄνομα Γιῶργος Σεφεριάδης) γεννήθηκε στὶς 29 Φεβρουαρίου / 13 Μαρτίου τοῦ 1900 στὴν Σμύρνη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Γιὸς τοῦ Στυλιανοῦ καὶ τῆς Δέσπως Σεφεριάδη (τὸ γένος Τενεκίδη). Ὁ Στυλιανὸς Σεφεριάδης ὑπῆρξε διακεκριμένος ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου στὴ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, συγγραφέας (μὲ πλουσιότατο ἐπιστημονικὸ ἔργο) καὶ διπλωμάτης: «Ὁ πατέρας», γράφει ἡ Ἰωάννα Τσάτσου, «ἦταν ἄνθρωπος τῶν μεγάλων ἰδανικῶν. Τὸν πρῶτο καιρὸ ἔζησε μὲ τὸ πάθος τοῦ λυτρωμοῦ τοῦ Ἔθνους, τὴ Μεγάλη Ἰδέα. Μέσα στὰ χαρτιά του βρίσκω ἀκόμα ἔγγραφα ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Σάμου. Στὸ 1908 πῆγε στὸ νησὶ καὶ βοήθησε τὸν Σοφούλη. Στὸ πόλεμο τοῦ ῾12, ὅπως μᾶς ἔλεγε ἡ μάνα εἶχε ξεσηκωθεῖ νὰ πάει ἐθελοντής».1 Ὑπῆρξε ἐπίσης ποιητὴς καὶ μεταφραστής: «Ὅμως μὲ τί εὐτυχία ἀπάγγελνε στίχους τοῦ Μιμνέρμου ἢ τοῦ Ἀνακρέοντα στὶς ὡραῖες κυρίες! Τοὺς εἶχε μεταφράσει ὁ ἴδιος, ὅπως καὶ τὸν Οἰδίποδα Τύραννο, τὴν Ἠλέκτρα, τὰ τραγούδια τοῦ Μπάϋρον γιὰ τὴν Ἑλλάδα· αὐτὰ εἶναι τὰ πιὸ γνωστά. Μὰ παράλληλα Σαπφώ, Ὁράτιο καὶ πολλοὺς γάλλους ποιητές. [...] Κάποτε ὁ Καβάφης ἀνάφερε θαυμαστικὰ ἕνα στίχο του:

Κι ἔχουν τὰ γέλοια ξεψυχήσει
κι᾿ ἔχουν γεράσει τὰ παιδιά.

Ἀπόρησαν οἱ φίλοι του. Πρώτη φορὰ ἄκουαν τὸ ὄνομα τοῦ ποιητῆ Σεφεριάδη.2«Τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴ λογοτεχνία ὁ Στυλιανὸς Σεφεριάδης θὰ τὴν μεταδώσει καὶ στὰ τρία του παιδιά, Γιῶργο, Ἄγγελο καὶ Ἰωάννα (μετέπειτα σύζυγο τοῦ Κωνσταντίνου Τσάτσου), τὰ ὁποῖα καὶ θὰ ἀσχοληθοῦν μὲ αὐτήν: «Κι ἔπειτα βρίσκαμε διέξοδο στὴ βιβλιοθήκη τοῦ πατέρα. Διαλέγαμε ἕνα βιβλίο καὶ μπρούμυτα στὸ πάτωμα διαβάζαμε ὦρες. Ὅλους τοὺς γάλλους ρομαντικοὺς τοὺς εἴχαμε μάθει ἀπέξω».3

Τὸ 1914, μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου ἡ οἰκογένεια Σεφεριάδη μετακομίζει στὴν Ἀθήνα ὅπου ὁ Γιῶργος Σεφέρης τελειώνει τὸ Γυμνάσιο τὸ 1917. Κατόπιν θὰ μεταβεῖ στὸ Παρίσι, ὅπου καὶ θὰ σπουδάσει Νομικὰ ὡς τὸ 1924. Ἤδη ὅμως ἀπὸ τὸ 1918 θὰ ἐκδηλωθεῖ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ποίηση καὶ θὰ ἀρχίσει νὰ γράφει στίχους.


Μέτρια, κι ὅλα μέτρια καὶ μέτρια παντοῦ.
Κ᾿ οἱ ἀγάπες μου κ᾿ οἱ πόθοι μου, κι᾿ ὅτι ἡ καρδιά μου ἀνειώνει
Κ᾿ ἡ φαντασία τῆς ψυχῆς, καὶ τὸ εἴδωλο τοῦ νοῦ
Καὶ ὁ ἔρωτας τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τοῦ παντοτεινοῦ,
μὲ σφίγγουν ὅλα μέτρια, τὸ μέτριο μὲ παγώνει.

4

Στὰ χρόνια τῶν σπουδῶν του, ὄντας στὸ ἐξωτερικό, ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ ἔρθει σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὰ λογοτεχνικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς. Ὁ Roderick Beaton γράφει σχετικά: «Ὡς φοιτητὴς τῆς Νομικῆς στὸ Παρίσι, μεταξὺ 1918 καὶ 1924, ὁ Σεφέρης μελέτησε καὶ ἐμπέδωσε κάθε καινούργιο κίνημα τῆς γαλλικῆς λογοτεχνίας τῶν πρώτων δεκαετιῶν τοῦ αἰώνα του. Τὰ πρῶτα του ποιήματα, καὶ ἕνα μεγάλο μέρος τῶν κριτικῶν καὶ θεωρητικῶν προϋποθέσεων τὶς ὁποῖες ἐπεξεργάστηκε σὲ ὅλη τὴ μετέπειτα ζωή του, φέρουν ἐμφανῶς τὰ σημάδια τῆς ἀνάγνωσης τῶν ἔργων τοῦ Paul Valery, τοῦ Jules Laforgue, τοῦ Paul Claudel, τοῦ André Gide, τοῦ Leon-Paul Fargue καὶ τοῦ Jean Moreas (πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Ἰωάννη Παπαδιαμαντόπουλου, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Σεφέρης ἔνιωθε, γιὰ εὐνόητους λόγους, μίαν ὁρισμένη συγγένεια)».5 Στὸ Παρίσι θὰ τὸν βρεῖ καὶ ἡ Μικρασιατικὴ Καταστροφή, ἡ ὁποία θὰ τὸν ἐπηρεάσει βαθύτατα καὶ θὰ παραμείνει χαραγμένη στὴ μνήμη του:

«... Γιατί νὰ μὴν ἦταν βολετὸ νὰ εἶχα ξεκληριστεῖ κι᾿ ἐγώ, μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα τὰ παιδιὰ ποὺ ξεκληριστήκανε πέρα στοὺς κάμπους τῆς ντροπῆς, ἀπὸ βλακεῖες ἠλιθίων ἐγωϊστῶν... ὅλοι μας εἴμαστε μὲ δάκρυα στὰ μάτια, μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ξαναπέσει ἡ Σμύρνη στὰ χέρια τοῦ Τούρκου, τὸ χωράει τὸ κεφάλι ἀνθρώπου· τώρα ποὺ σοῦ γράφω τὸ μισοφέγγαρο ἴσως στὸ κονάκι, καὶ ὁ ἥλιος βασιλεύει ἥσυχος σὰν καὶ πάντα... Εἶμαι δυστυχισμένος ἀδερφή μου...»6

Τὸ 1926 ὁ Γιῶργος Σεφέρης θὰ ἀρχίσει τὴν διπλωματική του σταδιοδρομία, διοριζόμενος στὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν ὡς ἀκόλουθος. Μέχρι τὸ 1962 ποὺ συνταξιοδοτεῖται θὰ ὑπηρετήσει ὡς ὑποπρόξενος καὶ πρόξενος στὸ Λονδίνο (1931-1934), στὴν Κορυτσᾶ τῆς Ἀλβανίας (1936-1938), ὡς σύμβουλος τύπου στὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν. Μετὰ τὴν κήρυξη τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου θὰ ἀκολουθήσει τὴν ἑλληνικὴ Κυβέρνηση στὴν Κρήτη, τὴν Αἴγυπτο, τὴν Νότια Ἀφρικὴ καὶ τὴν νότια Ἰταλία, καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση στὴν Ἀθήνα ὅπου καὶ μένει μέχρι τὸ 1948. Κατόπιν διορίζεται σύμβουλος στὶς Ἑλληνικὲς Πρεσβεῖες στὴν Ἄγκυρα καὶ τὸ Λονδίνο, ἀργότερα πρέσβης στὸ Λίβανο, τὴ Συρία, τὴν Ἰορδανία καὶ τὸ Ἰράκ, καὶ τελικὰ στὸ Λονδίνο (1957-1962). 7 Ἀφότου ἀποσύρεται, ἀφοσιώνεται ὁλοκληρωτικὰ στὸ λογοτεχνικό του ἔργο, μέχρι τὸ θάνατό του, τὸ 1971, ὁ ὁποῖος ἐν μέσῳ δικτατορίας καὶ κατόπιν τῆς Δήλωσής του τὸ 1969, εἶχε τὸν χαρακτήρα ἐκδήλωσης ἐναντίον τοῦ καθεστῶτος τῶν συνταγματαρχῶν.

Ἡ ποίηση καὶ τὸ συνολικὸ πνευματικὸ ἔργο τοῦ Γιώργου Σεφέρη γνώρισε πολλὲς καὶ διεθνεῖς διακρίσεις. Τιμήθηκε μὲ τὸ «Ἔπαθλο Παλαμᾶ» (1946) καὶ ἀναγορεύτηκε ἐπίτιμος διδάκτωρ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Cambridge (1960). Ἀκολούθησε τὸ βραβεῖο Foyle στὸ Λονδίνο (1961) καὶ τὸ Νόμπελ Λογοτεχνίας τὸ 1963. Ἐπίσης ἀναγορεύτηκε ἐπίτιμος διδάκτωρ στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1964), στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης (1964) καὶ στὸ Πανεπιστήμιο Princeton (1965). Ἐκλέχτηκε ἐπίτιμο μέλος τῆς Ἀμερικανικῆς Ἀκαδημίας Τεχνῶν καὶ Ἐπιστημῶν (1966) καὶ μέλος τοῦ Institute of Advanced Studies τοῦ Princeton (1968).

Στοιχεία από εδώ, όπου μπορείτε να δείτε περισσότερα βιογραφικά στοιχεία, εργογραφία, σχολιασμούς πάνω στο έργο του, καθὠς και επιλεγμένα έργα του.

- Σεφεριάδης Γιώργος στο Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών

  1. Ὁ ἀδερφός μου Γιῶργος Σεφέρης, 19.
  2. ὅπ. ἄν., 21
  3. ὅπ. ἄν., 36
  4. ὅπ. ἄν., 43
  5. Roderick Beaton, Γιῶργος Σεφέρης: Μιὰ Εἰσαγωγὴ (Διαβάζω 410, 96-98)
  6. Ὁ ἀδερφός μου Γιῶργος Σεφέρης, 172
  7. βλ. ἄρθρο τοῦ Γιώργου Γεωργῆ στὴν ἐφημερίδα Τὰ Νέα (Πρόσωπα 21ος αἰώνας, 5/2/2000). Ἐνδεικτικὰ παραθέτω τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα: «Ὁ Γιῶργος Στυλιανοῦ Σεφεριάδης δὲν εἶναι μόνο ἕνας μεγάλος νεοέλληνας ποητής. Ὑπῆρξε ἕνας ἐξαίρετος διπλωμάτης, ποὺ δὲν εἶχε λαμπρὴ καριέρα. Τὸ διπλωματικὸ κατεστημένο τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, συντηρητικὸ καὶ φιλοβασιλικὸ στὴν πλειοψηφία του, ἀνέχθηκε ἁπλῶς τὸν ποιητὴ Γιῶργο Σεφέρη, ἀλλὰ συστηματικὰ μείωνε καὶ ἀμαύρωνε τὸν διπλωμάτη Γ. Σεφεριάδη, ἕναν φιλελεύθερο βενιζελικό, προοδευτικό, ποὺ στὰ χρόνια της Μέσης Ἀνατολῆς συνεργάστηκε μὲ τὰ ἀντιστασιακὰ σωματεῖα τοῦ Καΐρου, ἦταν φίλος τοῦ Γιώργου Καρτάλη καὶ τοῦ Ἐθνάρχη Μακαρίου Γ´. «Ἄκων ἔκανε τὸ διπλωμάτη» ὑποστηρίζει ὁ Ἄγγελος Βλάχος, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Σεφέρης ἐπιμένει στὸ ἡμερολόγιό του: «Δὲν εἶμαι ἀδιάφορος γιὰ τὴ δουλειά μου, ἀλλὰ μὲ ἀηδιάζει ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς δουλειᾶς μου»«.

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *