Γῆς ὀρφανὴ
Γῆς ὀρφανὴ
Εἰς τῆς καρδιᾶς τὸ πύρωμα,
περπατώντας μὲ δροσούλα,
ἐσυνάντησα μίαν κόρη,
ὅμοιαν μὲ τὴν αὐγούλα.
Τραγουδοῦσε εἰς τὸν δρόμο,
κι ἔλεγε γιὰ τὴν ζωήν,
πὼς τὴν ξέχασεν ὁ κόσμος,
πὼς δὲν ἄκουε φωνήν.
Ἦλθεν δίπλα εἰς τὸ αὐτί μου,
νὰ μοῦ ψιθυρίσῃ μυστικόν,
- ἡ παιδεία εἶμαι, μοῦ εἶπε
κι εἶχε μέγιστον καημόν.
Κοντοστάθηκε γιὰ λίγο
κι ἔβγαλε ἀναστεναγμόν,
-δὲν ἀναγνωρίζω πλέον
τί, ποῖον εἶναι Ἑλληνικόν.
Χαρακώνουν τὸ κορμί μου,
μὲ ἀνύπαρκτον γραφὴν
καὶ ἀφήνουν τὸ παιδί μου
μόνον, νὰ λησμονηθῇ.
Κι ὅλον κλαίω πιὰς μ’ ἐτοῦτα,
διότι ὅλοι εἶσθε τυφλοί,
ἐὰν χάσω τὸ παιδί μου,
θὰ ᾿ναι ἡ γῆς σας ὀρφανή.
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
30-4-2012