Γλώσσα καὶ ἔθνος
[Κείμενο τοῦ Κωνσταντίνου Τσάτσου, ἀπόσπασμα τοῦ βιβλίου «Πρὶν ἀπὸ τὸ ξεκίνημα — Μελετήματα», Ἀστήρ, 1988.]
( Ἀξίζει μίας ἀναγνώσεως..)
Γλώσσα καὶ ἔθνος. Δὲν ἀγαπῶ τὴν διατύπωση. Εἶναι πολὺ ἀόριστη. Γλώσσα καὶ ἐθνικὸς πολιτισμός, ἴσως θὰ ἦταν μία καλλίτερη διατύπωση. Ἀλλὰ καὶ πάλι εἶναι διατύπωση ποὺ καλύπτει πλῆθος καὶ πολικίλων καὶ πολλῶν κατηγοριῶν προβλήματα.
Ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ γλώσσα εἶναι δύο ἀέναα ἐξελισσόμενα στοιχεῖα. Ἡ γλώσσα εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ἔνυλες ἐκφράσεις κάθε πολιτισμοῦ. Καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ δὲν εἶναι στατιστικὲς ὀντότητες ἀλλὰ δυναμικές, μὲ λίγες ἀραιὲς κορυφαῖες ἀποκρυσταλλώσεις ποὺ ἀκτινοβολοῦν γιὰ περισσότερον καιρό, λόγῳ τῆς ἀνώτερης πνευματικῆς καὶ αἰσθητικῆς των ποιότητας καὶ ὕστερα καὶ αὐτὲς παρέρχονται....
Κάποτε λέει ὁ Βικτὼρ Οὑγκώ: Car le mot, sachez-le, est un être vivant. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει καὶ κάθε λέξη τὴν ἱστορία της καὶ σημαίνει τὴν ἱστορία της καὶ εἶναι πλούσια ἀπὸ τὴν ἱστορία της. Ὅσο πιὸ προηγμένος εἶναι ὁ πολιτισμὸς ἑνὸς ἔθνους, τόσο πιὸ πλούσιες σὲ προϊστορία, καὶ συνεπῶς καὶ σὲ οὐσία, εἶναι οἱ λέξεις τῆς γλώσσας. Ὅ,τι λέγω γιὰ τὶς λέξεις ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς συντακτικὲς μορφὲς κάθε γλώσσας.
Ἡ γλώσσα ἀποβλέπει στὴ συνεννόηση, ὄχι ὅμως μόνο γιὰ τὰ καθημερινὰ τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διατύπωση ὑψηλότερων διανοημάτων, δηλαδὴ τὴ διατύπωση ἀποχρώσεων μὲ αὐστηρὴ ἀκριβολογία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ γλώσσα χρειάζεται ἱκανότητα νὰ ἐκφράζη καθαρὰ ὅλες τὶς λογικὲς μορφὲς τῆς σκέψης. Ἀλλὰ ἡ γλώσσα πρέπει νὰ ἐκφράζη καὶ ἄλογα στοιχεῖα, καὶ νὰ διεγείρη συναισθήματα σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἀκούει τὰ ἐκφραζόμενα. Μὲ τὴ γλώσσα ἑπομένως μεταδίδομε λογικοὺς συνειρμοὺς καὶ διεγείρομε συναισθήματα.
Γιὰ χάρη αὐτῶν τῶν σκοπῶν ἡ γλώσσα πρέπει νὰ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὸν πολιτισμὸ τοῦ ἔθνους· ἢ ἀκριβέστερα νὰ εἶναι ὁ καθρέφτης τοῦ πολιτισμοῦ του. Ἀπὸ αὐτὸ ὅμως ἀκολουθεῖ ὅτι ἡ γλώσσα, αὐτὴ καθ᾿ αὐτήν, πρέπει νὰ ἔχει καὶ μιὰν ἄλλη ἰδιότητα, νὰ ἔχη αἰσθητικὴ ποιότητα, νὰ ἔχη ὕφος. Καὶ τὸ ὕφος εἶναι πάντα προσωπικό. Le style c'est l'homme. Ἡ γλώσσα εἶναι ὅ,τι τὸ μάρμαρο ἢ ὁ χαλκὸς γιὰ τὸν γλύπτη.
Ἐνῶ ὅμως ἡ γλώσσα εἶναι κάτι τὸ προσωπικό, εἶναι συγχρόνως καὶ ἐθνικό. Κάθε λαὸς ἔχει τὴ γλώσσα ποὺ τοῦ ἀξίζει. Στὴ γλώσσα, ὅπως καὶ στὰ τραγούδια του, ἐναποθηκεύεται ὁ πολιτισμός του.
Ἡ γλώσσα εἶναι γι᾿ αὐτὸ ὁ πιὸ ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς ἱστορικῆς του συνείδησης καὶ τῆς ἱστορικῆς του συνέχειας. Τὸ σημαντικότερο πιστοποιητικὸ ὅτι εἴμαστε ἕνα Γένος ἀδιάσπαστο στὴ συνέχειά του, ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ὣς σήμερα, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἑνότητα τῆς γλώσσας, πιστοποιητικὸ ποὺ ἀνατρέπει ἑκατὸ αἰσθησιοκρατικὲς αἱματολογίες τύπου Φαλμεράγιερ.
Τὴ γλώσσα, αὐτὸ τὸ σπαρταριστὸ δημιούργημα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, δὲν τὴν κατασκευάζουν οἱ γλωσσολόγοι, οὔτε οἱ δάσκαλοι στὰ σχολειά. Τὴν γλώσσα τὴν πλάθει πρῶτα ὁ λαὸς καὶ μὲ τὴν καθημερινή του ὁμιλία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς εὐγενέστερες ἐκδηλώσεις του, ὅπως π.χ. τὸ δημοτικὸ τραγούδι. Τὴν πλάθουν ὅμως καὶ κορυφαῖοι εἴτε στὴν ἔκφραση αὐστηρὰ λογικῶν διανοημάτων (μαθηματικῶν, νομικῶν) εἴτε στὴν ἔκφραση συναισθημάτων. Τὴν πλάθουν καὶ οἱ δυὸ αὐτοὶ ὅταν ἔχουν καὶ αἰσθητικὸ αἰσθητήριο εἴτε βοηθημένοι ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς λογικῆς των σκέψης, εἴτε ἀπὸ τὸ χάρισμα ποὺ τοὺς δόθηκε μὲ λέξεις, ποὺ πάντα ἔχουν καὶ ἕνα λογικὸ νόημα, νὰ ἐκφράζουν τὸ ἄλογο.
Γι᾿ αὐτὸ ὅταν θέλωμε νὰ καταλάβωμε τὸ πνεῦμα μιᾶς γλώσσας δὲν θὰ καταφύγωμε στὶς γραμματικὲς καὶ στὰ συντακτικά, ἀλλὰ στὰ κείμενα τῶν μεγάλων συγγραφέων. Αὐτοὶ ὑπαγορεύουν στοὺς γλωσσολόγους τοὺς νόμους τῆς γλώσσας καὶ ὄχι οἱ γλωσσολόγοι στοὺς δημιουργοὺς τῆς γλώσσας. Δὲν ἔμαθε ὁ Dante τὰ ἰταλικὰ ἀπὸ τοὺς γραμματικούς, αὐτοὶ μάθανε τὰ ἰταλικὰ ἀπὸ τὸν Dante.
*
Ὅλες αὐτὲς οἱ σκέψεις μὲ ὁδηγοῦν σὲ ἕνα ἐπίκαιρο συμπέρασμα γιὰ τὴ δική μας γλώσσα. Ζοῦμε σὲ μιὰ περίοδο ἐντόνως μεταβατικὴ τῆς ἐθνικῆς μας γλώσσας. Αὐτὴν τὴ μεταβατικότητα, μπορεῖ ἁπλῶς νὰ τὴ βοηθήσωμε, ἔργοις καὶ ὄχι λόγοις, ἢ ἀκριβέστερα ἔργοις ποὺ μποροῦν νὰ ἐξελιχθοῦν σὲ πνευματικὰ ἔργα. Δὲν ἐπιτρέπεται ὅμως νὰ τὴ βιάσωμε. Βιάζοντάς την βιάζομε τὴν ἴδια μας τὴ συνείδηση σὲ ὅ,τι ἔχει πιὸ εὐαίσθητο. Βιάζομε τὴν αἰσθητικότητα τῆς γλώσσας μας, δηλαδὴ τὸν αἰσθητικὸ πολιτισμό μας.
Ἀπὸ τὸν ἀντίθετο βιασμό, τὸν εὐτυχῶς ξεπερασμένο βιασμὸ τῶν καθαρευουσιάνων, ριχτήκαμε μὲ πεῖσμα καὶ μὲ πάθος στὸν ἀντίθετο βισμό, καὶ σ᾿ αὐτὸν βρήκαμε ἀρωγὸ τὴν εὔλογη ἐπιθυμία πολλῶν νὰ ἀποτελέση ὁ πρακτικώτερος τρόπος διδασκαλίας τῆς γλώσσας στὰ σχολειά, τὸν ἀποφαστιστικότερο παράγοντα γιὰ τὴ διάπλαση τῆς γλώσσας. Νὰ θυσιασθῆ δηλαδὴ ἡ στὰ πράγματα ἐγγενὴς σημερινὴ ἔντονη μεταβατικότητα στὴν ἐξέλιξη τῆς γλώσσας μας, σὲ αὐτὸν τὸν διδακτικὸ παράγοντα, ποὺ δὲν ὑποτιμῶ, ἀλλὰ ποὺ δὲν μοῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ βιάσω τὴ φυσικὴ ροὴ τοῦ ἴδιου τοῦ πολιτισμοῦ μας.
Σὲ αὐτὴ τὴ μεταβατικὴ περίοδο ἀπεύχομαι ἀλλὰ καὶ δὲν ἀρνοῦμαι τὶς διπλοτυπίες, ὅπου αὐτὲς ἀνταποκρίνονται στὸ γλωσσικὸ αἴσθημα τοῦ λαοῦ καὶ ὅπου τὸ αἰσθητικό μου αἰσθητήριο τὶς χρειάζεται. Προτιμῶ τὴν ἀκαταστασία, ἀκόμη καὶ κάποια ἀντιφατικότητα, παρὰ τὴν ἀκαμψία εἰς βάρος ἑνὸς συνειδησιακοῦ ἢ ἑνὸς αἰσθητικοῦ παράγοντα. Κάποτε θὰ δοθῆ λύση. Ἡ βιασύνη εἶναι βιασμός. Καὶ εἶναι καὶ κάτι χειρότερο: εἶναι ἡ ὑποτίμηση τῶν ἄλλων στοιχείων — μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὰ αἰσθητικὰ — εἰς βάρος μιᾶς τεχνητῆς μονολιθικότητας ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου εἰς βάρος τῆς ἱστορίας. Διότι κάθε γλώσσα καὶ κάθε λέξη ἔχει μιὰ ἱστορία — ἔχει ἕνα ἱστορικὸ βάθος. Καὶ ὅποιος αὐτὸ τὸ παραμερίζει ὑποτιμᾶ τὴν πολιτιστικὴ σημασία τῆς γλώσσας.
Ἕνας λαὸς χωρὶς ἱστορία καὶ μὲ περιωρισμένες πολιτιστικὲς ἐπιδόσεις μπορεῖ ἄνετα νὰ πῆ «Ἐγὼ θὰ γράφω, ὅ,τι ὁ προφορικὸς λόγος ἀκουστικὰ μοῦ ὑπαγορεύει. Ἀλλάζω γραφὴ καὶ γράφω μὲ λατινικὰ στοιχεῖα τοὺς ἤχους ποὺ προφέρω. Ἀκούω ι καὶ γράφω ι, ο καὶ γράφω ο. Τὰ ἄλλα περιττεύουν». Καὶ ὀρθῶς διότι σὲ τέτοιους λαοὺς οὔτε οἱ λέξεις τους, οὔτε ἡ γλώσσα τους εἶναι κομμάτι ἀναπόσπαστο ἑνὸς μεγάλου πολιτισμοῦ. Οἱ ἀγγλοσάξωνες, ἰδίως οἱ ἄγγλοι ποὺ ἄλλα λὲν καὶ ἄλλα γράφουν φαίνεται πὼς εἶναι καθυστερημένοι! Ὅσο γιὰ μένα ἐγὼ δηλώνω ὅτι εἶμαι καὶ θέλω νὰ εἶμαι μπρὸς σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ρηξικέλεθους, καὶ ἐγὼ καθυστερημένος, ξεπερασμένος, ἀγράμματος. Καὶ τὰ εἶμαι ὅλα αὐτὰ γιατὶ ἡ ἱστορία τῆς γλώσσας μου εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς ψυχῆς μου· γιατὶ εἶμαι Ἕλληνας μὲ μιὰ «θεωρία» πίσω τριάντα αἰώνων. Ἀρνοῦμαι νὰ ἀποβάλλω αὐτὸ τὸ βάρος καὶ αὐτὴν τὴν τιμή.
Ἡ ὀρθογραφία δὲν εἶναι μόνο πρακτικὸς τρόπος τοῦ γράφειν εὔκολα, εἶναι καὶ ἱστορία. Ἡ κάθε λέξη πρέπει νὰ ὑποδηλώνει τὴν καταγωγή της. Αὐτὸς εἶναι ὁ νοηματικός της πλοῦτος. Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀνανέωσής της. Γι᾿ αὐτὸ πολὺ σιγά, καὶ κατὰ τὶς ὑπαγορεύσεις ποὺ ὡριμάζουν στὴ μεταβατικὴ περίοδο ποὺ διανύομε, προχωρῶ στὴν ἀλλαγή της. Γι᾿ αὐτὸ σὲ πολλὲς περιπτώσεις προτιμῶ τὴ λεγόμενη ἱστορικὴ ὀρθογραφία ἀπὸ τὴ μὴ ἱστορικὴ καὶ ἁπλοποιητική.
Γιὰ τὴ θεωρία τῶν ἐραστῶν τῆς γρήγορης ἁπλοποίησης θὰ ἔπρεπε νὰ σβήσουν οἱ δίφθογγοι καὶ τὸ ω. Νὰ σβήση ἡ ἱστορία τῶν λέξεων, οἱ συσχετισμοί τους μὲ ὡρισμένους κύκλους ὁμοειδῶν νοημάτων. Ἐγὼ ἀντιδρῶ. Εὔχομαι νὰ ἀργήσουν οἱ Ἕλληνες τοῦ μέλλοντος νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἱστορίας τους.
*
Καὶ δύο λέξεις γιὰ τοὺς τόνους. Οἱ τυπογράφοι γιὰ λόγους οἰκονομίας καὶ μερικοὶ σοφοὶ συνεπαρμένοι ἀπὸ τὴ σαγήνη ποὺ ἔχει κάθε νεωτερισμὸς στὶς τέχνες καὶ στὰ γράμματα, ὑποστηρίζουν τὴν ὁλοκληρωτικὴ κατάργηση τῶν τόνων. Τὰ ἐπιχειρήματα βροχή. Οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχαν τόνους. Ἀλλὰ γιὰ τὴ διευκόλυνση τῶν πραγμάτων οἱ βυζαντινοὶ βάλαν τόνους καὶ μὲ τὴν ἐφεύρεση τῆς τυπογραφίας αὐτὴ ἡ διευκόλυνση καθιερώθηκε. Καὶ εἴπαμε, προκειμένου νὰ νεάσωμε νὰ ἀρνηθοῦμε μιὰ διευκόλυνση ποὺ ἰσχύει μισὴ χιλιετηρίδα καὶ ἀντὶ τόνους νὰ βάζωμε κουκκίδες. Σύμφωνοι. Σύμφωνοι ἐπίσης στὴν κατάργηση τῆς βαρείας γιατὶ ἔσβησε ἀπὸ μόνη της. Περιττεύει καὶ ἡ ψιλή, διότι εἶναι αὐτονόητη. Ἀλλὰ ἡ δασεία; Ἡ δασεία δὲν εἶναι πνεῦμα, εἶναι γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου. Εἶναι τὸ h τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου. Νὰ βάλλωμε κουκκίδα ἀντὶ τὸ ῾ τί τὸ ὄφελος; Ὅλες οἱ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες διατηροῦν τὴ δασεία. Ὅλες λένε Hellas καὶ ὄχι Elas, hybride καὶ ὄχι ibrid, hypothèse καὶ ὄχι ipoteze. Γιὰ ποιὸ λόγο ὁ τόσος ζῆλος νὰ προηγηθοῦμε στὴν κατάργηση ἑνὸς στοιχείου ποὺ θυμίζει τὴν ἑλληνικότητα αὐτῶν τῶν λέξεων, τὴν ἱστορία τους, τὴν οἰκογένεια νοημάτων μὲ τὰ ὁποῖα συνδέεται;
Τώρα ποὺ μπήκαμε στὴν οἰκογένεια τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν, τώρα βρήκαμε καὶ ἐμεῖς τὴν ὥρα νὰ ἀρνηθοῦμε ἕνα στοιχεῖο ἑλληνικό, ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοὶ τὸ διατηροῦνε; Γιατί αὐτὴ ἡ ἀνθελληνική, ἀντιευρωπαϊκὴ προοδευτικότητα; Ἀντὶ νὰ τονίσωμε τὴν ἑλληνικὴ προσφορὰ στὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό, γιὰ ποιὸ σκοπὸ πασχίζομε νὰ τὴν κάνωμε νὰ ξεχαστῆ; Ἀντὶ νὰ ἀγκιστρωνόμαστε σὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ δείχνουν ὅτι ἔχομε μὲ τοὺς Εὐρωπαίους κοινὲς γλωσσικὲς καὶ πολιτιστικὲς καταβολές, σὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ οἱ Εὐρωπαῖοι σέβονται, ἐμεῖς οἱ νεόπλουτοι ἀγωνιζόμαστε νὰ τὰ ἀποσκορακίσωμε.
Οἱ «βάρβαροι» Γάλλοι, Ἰταλοί, Ἱσπανοί, Γερμανοὶ κρατοῦν τοὺς τόνους καὶ τὸ h, εἰδικῶς οἱ Γάλλοι τὸ accent aigu καὶ τὸ accent grave καὶ τὸ accent circonflexe κτλ. Ἀλλὰ αὐτοί, πές, εἶναι βάρβαροι, ἐνῶ ἐμεῖς φορᾶμε ψηλὸ καπέλλο καὶ τσαρούχια. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ γλῶσσες ποὺ πρόσφατα κατάργησαν καὶ γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου των καὶ ἀποχρώσεις τονισμῶν. Ἀλλὰ δὲν συντρέχει λόγος νὰ τοὺς μιμηθοῦμε σὲ αὐτὸ τουλάχιστον τὸ σημεῖο. Ἀρκοῦνε τὰ ἄλλα.
Ἂς διασώσουμε καὶ τὸ ω. Πρῶτα διότι ὅσοι προφέρουν καλὰ τὰ ἑλληνικά, ἀλλοιώτικα ἀρθρώνουν τὸ ω καὶ ἀλλοιώτικα τὸ ο. Καὶ δεύτερο γιὰ χάρη τῆς περιφρονημένης ἱστορίας, ποὺ ὅσοι τὴ θεωροῦμε, στὴν οὐσία της, πλατύτερη ἀπὸ τὴ διαλεκτικὴ τῶν οἰκονομικῶν φαινομένων, τὴ νιώθομε σὰν τὸν ἀνεξάντλητο θησαυρὸ ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀντλοῦμε ἐπὶ αἰῶνες γιὰ τὸ μέλλλον.
Νὰ καταργήσωμε ἀμέσως καὶ τὴν περισπωμένη γιὰ νὰ μαθαίνουν πιὸ εὔκολα γράμματα τὰ παιδιά. Νὰ τὰ βοηθήσωμε τὰ παιδιὰ νὰ μαθαίνουν γρήγορα καὶ εὔκολα. Ἀλλὰ νὰ θυσιάσωμε σὲ αὐτὴ τὴν ποθητὴ εὐκολία τὰ μακρά, τὰ βραχέα, ὅλες τὶς διακρίσεις ποὺ φανερώνουν ὄχι μόνο τὴ γένεση ἀλλὰ καὶ τὴν συγγένεια τῶν λέξεων; Νὰ κάνωμε τὴ γλώσσα μας ἀπὸ στερεομετρία ἐπιπεδομετρία; Καὶ ὅλα αὐτὰ μονομιᾶς! Εἶμαι προφανῶς πολὺ ἀργόστροφος; Ἴσως νὰ δίνω ἁπλῶς μιὰ μάχη ὀπισθοφυλακῶν.
Προβλέπω τὰ εἰρωνικὰ σχόλια ποὺ αὐτὲς οἱ σκόρπιες σκέψεις μου κὰ προκαλέσουν σὲ κορυφαίους ἐπιστήμονες, ποὺ ἀπὸ κάθε ἄποψη βαθύτατα τιμῶ. Αὐτοὶ εἶναι ἐπιστήμονες καὶ ξέρουν. Οἱ λόγοι μου εἶναι ἀνίσχυροι μπρὸς στοὺς δικούς των. Αὐτοὶ μιλοῦν μὲ τὸν ἄρτιο θεωρητικὸ ὁπλισμό τους. Ἐγὼ εἶμαι ἕνας ἁπλὸς ἀντάρτης καλαμαράς. Ἀλλὰ δὲν μ᾿ ἀφήνει νὰ ὑποταγῶ στὰ σοφὰ δόγματά τους ἕνα ἀνελέητο, βαθύτατα ριζωμένο γλωσσικὸ ἔνστικτο, ἕνα αἰσθητήριο αἰσθητικό, καὶ ἱστορικό, ἴσως ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ νυκτοφύλακα, ποὺ κάποιοι ἀνώνυμοι πρόγονοι τὸν βάλαν νὰ φυλάη μερικὰ κειμήλια τῆς ἱστορικῆς των συνείδησης.
Ἂς μοῦ συγχωρέσουν οἱ σοφοὶ τὴν ξεροκεφαλιά μου καὶ τὴν ξεπερασμένη γλωσσική μου ἰδιοσυγκρασία.
ΚωνσταντίνοςΤσάτσος
ἀπόσπασμα τοῦ βιβλίου «Πρὶν ἀπὸ τὸ ξεκίνημα — Μελετήματα», Ἀστήρ, 1988
Πηγή: Το Φανάρι