H Παλαιολόγεια Αναγέννησις
του Θάνου Δασκαλοθανάση
Η Υστεροβυζαντινή περίοδος ή Περίοδος των Παλαιολόγων ή Παλαιολόγεια Αναγέννηση είναι μια ιστορική περίοδος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που ξεκινά το 1261, όταν η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, που ως τότε βρισκόταν υπό την κατοχή των Φράγκων, ανακαταλαμβάνεται από τον Mιχαήλ H΄ Παλαιολόγο. Η περίοδος λήγει με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453.
Κατά την περίοδο αυτή, που όπως είδαμε η αυτοκρατορία είναι σκιά του εαυτού της και διαρκώς συρρικνώνεται οικονομικά και πολιτικά, η εσωτερική πολιτιστική και πνευματική ζωή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η τεράστια αυτοκρατορία που απαρτιζόταν από διάφορες εθνότητες μεταβάλλεται σε ένα μικρό και περιορισμένο ελληνικό κράτος.Την εποχή αυτή αναπτύσσεται το πατριωτικό και εθνικό αίσθημα των Ελλήνων, η συνειδητοποίηση της διαφορετικότητάς τους- πέρα από τα θεολογικά - και σε εθνικό επίπεδο με τη Δύση, που συνοδεύεται και τροφοδοτείται από μια προσήλωση προς τον πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας. Ο Αυτοκράτορας εξακολουθεί να φέρει τον τίτλο του Βασιλέως και Αυτοκράτορα των Ρωμαίων, αλλά λαός και διανόηση χρησιμοποιούν πια τον χαρακτηρισμό «Ελλην» που έχει απενοχοποιηθεί από την ειδωλολατρική του χροιά.
Ο Πλήθων, η κορυφαία πνευματική προσωπικότητα της εποχής, υποστηρίζει με πάθος τη νέα ορολογία. Οι ίδιοι οι διανοούμενοι θα πρωτοστατήσουν στην εγκατάλειψη του όρου «Ρωμαίοι» που θα χρησιμοποιείται μόνο για να δηλώσει τη γλώσσα του λαού «ρωμαίικα», σε αντιδιαστολή με τη λόγια γλώσσα. Πόλη με έντονη τη ελληνική συνείδηση θα αναδειχτεί η Θεσσαλονίκη. Ο Θεσσαλονικιός Νικόλας Καβάσιλας γράφει για την «ελληνική μας κοινότητα». Ο νέος όρος «αυτοκράτορας των Ελλήνων» θα επικρατήσει παρόλο που μερικοί παραδοσιακοί τον αντιπαθούν, αν και δε θεωρούνταν απεμπόληση των οικουμενικών αξιώσεων της αυτοκρατορίας και θα θυμίζει την μεγάλη ελληνική κληρονομιά.Η ίδια η Κωνσταντινούπολη θα γίνει μια συνειδητά ελληνική πόλη.Σε αυτή τη διαδικασία «ελληνοποίξησης» του 14ου και 15ου αιώνα μπορούμε να διακρίνουμε τις βάσεις για την αναγέννηση της Ελλάδας μέσα από την επανάσταση του 1821.
Η περίοδος χαρακτηρίζεται από ένα δυναμικό πνευματικό και καλλιτεχνικό πολιτισμό αντιστρόφως ανάλογο θα έλεγε κανείς με την εσωτερική πολιτική κατάσταση. Υπάρχει μια άνθιση και ανανέωση της βυζαντινής τέχνης με προσωποποιήσεις φυσικών στοιχείων και αφηρημένων εννοιών, πορτρέτα αρχαίων φιλοσόφων, στοιχεία και θέματα από τη ζωή στη φύση. Μνημεία Τέχνης όπως είναι τα ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας στην Πόλη και στις εκκλησιές στο Μυστρά αποτυπώνουν την έντονη καλλιτεχνική δημιουργία.
Στον τομέα της φιλοσοφίας υπάρχει μια σαφέστατη στροφή στην κλασική αρχαιότητα. Η παλαιά γενιά των λογίων έχει πεθάνει. Την περίοδο αυτή εμφανίζονται στο Βυζάντιο λόγιοι και μορφωμένοι άνθρωποι και συγγραφείς σε διάφορους τομείς της γνώσης.
Οι φιλοσοφικές απόψεις εκφράστηκαν από το Θεόδωρο Μετοχίτη, ο οποίος συνέγραψε έργα φιλοσοφικού και αστρονομικού περιεχομένου, τον Κων/νο Αρμενόπουλο, Γεώργιο Παχυμέρη, Νικηφόρο Γρηγορά και Μάξιμο Πλανούδη. Οι λόγιοι αυτής της κατηγορίας επιβεβαίωσαν την αδιάσπαστη συνέχεια της βυζαντινής πνευματικής παράδοσης με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Λόγιοι της εποχή είναι ο Δημήτριος Κυδώνης, Ιωάννη Αργυρόπουλος, ο Γεώργιος Γεμιστός.
Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων ήρθε σε επαφή με την Πλατωνική φιλοσοφία, πίστευε ότι η αναγέννηση μπορεί ν' αρχίσει μόνο από την αρχαία κοιτίδα, την Πελοπόννησο. Γι’αυτό επίκεντρο της δράσης του ήταν ο Μυστράς. Εκεί ίδρυσε μια πλατωνική ακαδημία και έγραψε αρκετά βιβλία, συνηγορώντας υπέρ της αναδιοργάνωσης του κράτους σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία. Ως προς την θρησκεία, υποστήριξε μια πλατωνική κοσμολογία με επιρροές από τη φιλοσοφία του Επίκουρου και του Ζωροαστρισμού. Μολονότι τυπικά Ορθόδοξος, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το Χριστιανισμό.Υπήρξε και διορατικός πολιτικός στοχαστής. Στα έργα του αναλύει διάφορα φιλοσοφικά και θεολογικά ζητήματα της αρχαιότητας.Αντιτίθεται στον αριστοτελικό σχολαστικισμό. Διαφωνεί με την έννοια της τύχης ως αιτίας των κοσμικών αλλαγών. Συνέδεε τη θεολογία με τη φυσική. Ο Πλήθων δημιούργησε ένα ευρύ κύκλο μαθητών που διέδωσαν το έργο του.
Σπουδαίες προσωπικότητες ήταν ο Βησσαρίωνας και ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης. Ο πρώτος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη ρητορική, τη φιλοσοφία, τη θεολογία και τη νομική και εντρύφησε ιδιαίτερα στο έργο του Αριστοτέλη. Ήταν επίσης γνώστης της λατινικής γλώσσας. Σε νεαρή ηλικία, άνοιξε σχολή, έγραψε ελληνική γραμματική και μετέφρασε φιλοσοφικά έργα της Δύσης. Ο Χαλκοκονδύλης έγραψε ιστορία με τίτλο «Αποδείξεις Ιστοριών» σε 10 τόμους, η οποία καλύπτει την περίοδο 1298-1463. Η ιστορία του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες πηγές για τη μελέτη της περιόδου. Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η βαθμιαία πτώση της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας, η άνοδος των Οθωμανών Τούρκων και η προσπάθεια των κρατών της περιοχής να αντισταθούν στην τουρκική επεκτατικότητα.
Από τους φιλοσόφους της εποχής αυτής δίνεται έμφαση στην ανθρώπινη δύναμη, επικρατεί η παραδοχή ότι ο κόσμος δεν είναι πάντα κακός. Σημειώνεται στροφή στον πλατωνισμό,μέσω του οποίου εξηγείται η σχέση του ανθρώπου με τους συνανθρώπους και το Θεό.
Άλλη σημαντική μορή ήταν ο Μανουήλ Χρυσολωράς ( 1355 – 1415), από τους κυριότερους συγγραφείς και πρωτεργάτες της εισαγωγής της ελληνικής παιδείας και γραμματείας στη δυτική Ευρώπη.Το συγγραφικό του έργο δεν ήταν εκτεταμένο, ο διδακτικός του όμως ρόλος στην πρώιμη Αναγέννηση υπήρξε αποφασιστικός.
Η Παλαιολόγεια Αναγέννηση έχει συχνά συγκριθεί με την αναγέννηση της Δυτικής Ευρώπης με επίκεντρο την Ιταλία. Οι Έλληνες λόγιοι, με το έργο τους και την φυσική παρουσία τους στη Δύση, υπήρξαν διαμορφωτές και τροφοδότες της πολιτιστικής ανάπτυξης της Δύσης.
Οι απόψεις που κυρίως επηρέασαν την ιταλική Αναγέννηση ήταν του Πλήθωνα, ο οποίος συνέβαλε και στην ίδρυση της Πλατωνικής Ακαδημίας στη Φλωρεντία. Η δεύτερη λαμπρή φυσιογνωμία ήταν η Βησσαρίωνας, ο οποίος έδρασε σε πολιτικό και φιλοσοφικό επίπεδο με μακρά παραμονή στη Δύση.
Ο Χρυσολωράς, ωστόσο, υπήρξε ο λόγιος που έδωσε μεγάλη σοβαρή ώθηση για την άνθιση των ελληνικών σπουδών στην Ιταλία. Αντιμετωπίζοντας τη Δύση όχι ως τον αντίποδα της Ανατολής, συνέβαλε στην πολιτισμική προσέγγιση των δύο μερών της διηρημένης χριστιανοσύνης.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) και η Παλαιολόγεια Αναγέννηση
Η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 και η εγκαθίδρυση της φραγκικής κυριαρχίας στο μεγαλύτερο τμήμα της αυτοκρατορίας αποδιοργάνωσαν τα εργαστήρια τέχνης. Εντούτοις, μακριά από το να εξαφανιστεί, η βυζαντινή τέχνη αναστήθηκε κάτω από μια καινούρια μορφή και, μακριά από το να εξαντληθεί, εκδήλωσε τη ζωτικότητά της με νέες δημιουργίες. Η πολυτελής τέχνη της προηγούμενης περιόδου ήταν η έκφραση της βυζαντινής κοινωνίας και ικανοποιούσε το γούστο της για το πομπώδες, την αυστηρή ιεραρχία, τον αφηρημένο συμβολισμό. Αντίθετα, η τέχνη των Παλαιολόγων χρησιμοποιεί τεχνικές λιγότερο δαπανηρές και φαίνεται ότι βρήκε στα αρχαία πρότυπα το μυστικό της ζωής και της κίνησης, των γραφικών στοιχείων, της παθητικής συγκίνησης.
L.Brehier, La civilisation byzantine, σελ. 442-443.
Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά