Η ΑΔΙΑΚΡΙΤΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

Αφιερωμένο από το Θεόδοτο στη Μακεδονία...

Άρθρο του Roberto Pecchioli
Μετάφραση: Ιωάννης Αυξεντίου

σκηνή από την ταινία

Στην ταινία με τίτλο Smila’s Sense of Snow, η δολοφονία ενός παιδιού αποκαλύπτεται στην πρωταγωνίστρια, μέσα από την ικανότητά της να καταλάβει ότι τα ίχνη του μικρού παιδιού στο χιόνι ήταν η ένδειξη του φόβου και όχι ενός παιχνιδιού. Η εμπειρία της ζωής και οι βαθιές ρίζες στο περιβάλλον είχαν μεταμορφωθεί σε δύναμη, σε εμπειρία και σε βάθος κατανόησης.

Στον κόσμο μας υπάρχει μία ακατανίκητη αίσθηση που μετατρέπεται σε γοητεία για ό,τι είναι ισχυρό. Αυτό είναι κάτι που εκδηλώνεται κυρίως υπό την υλική έννοια, καθώς θαυμάζουμε και ζηλεύουμε τη φυσική δύναμη, αλλά επίσης ελκυόμαστε από πράγματα και πρόσωπα που μεταδίδουν αποφασιστικότητα και εγκυρότητα· και αυτό παρά το γεγονός πως η εποχή μας είναι επιρρεπής στην αδύναμη σκέψη, στον ανούσιο προβληματισμό και στο σχετικισμό. Υπάρχει στο μέσο άνθρωπο ο φόβος να πάρει συγκεκριμένη θέση για οτιδήποτε, αλλά ο ισχυρός ελκύει και κατακτά. Χρειάζεται λοιπόν να τον επαναφέρουμε στο προσκήνιο για να του αποδώσουμε τη θετική λειτουργία του. Διότι μόνο δυνατές ιδέες που μεταφέρονται από ισχυρές προσωπικότητες μπορούν να μεταμορφώσουν ένα πλήθος σε έναν λαό και να του δώσουν έναν κοινό στόχο.

Ο 20ος αιώνας ύμνησε και έπλεξε το εγκώμιο της αδυναμίας και της αναποφασιστικότητας. Ο Eugenio Montale στην ποιητική συλλογή “Ossi di Seppia” (ελ. Οστά σουπιάς) έγραφε, «μη ζητάτε λέξεις που μπορούν να σας ανοίξουν κόσμους», και κατέληγε ότι μόνον ένα πράγμα μπορούσε να ειπωθεί, «αυτό που δεν είμαστε, αυτό που δεν θέλουμε». Σεισμογράφος μιας εύθραυστης εποχής (την οποία δεκαετίες αργότερα ο Zygmunt Bauman θα ονομάσει “ρευστή κοινωνία”), ο ποιητής ήταν γιός του αστικού κόσμου, του κόσμου (δηλ. της κοινωνικής τάξης) που είχε ηγεμονική θέση στον προηγούμενο αιώνα. Ο Donoso Cortés αποκάλεσε εκείνη την κοινωνική τάξη, που ήλθε στην εξουσία πάνω στις στάχτες μιας εξαντλημένης αριστοκρατίας, ως εμπορική, επιφυλακτική και διαλλακτική. H τελετουργία της συζήτησης ως αυτοσκοπός, γίνεται αντιληπτή ως η πιο βαθιά τάση κληρονομημένη από τη μοντερνικότητα. Είναι ανίκανη για νέες ιδέες και ασφαλώς είναι η εχθρός των μεγάλων σχεδίων και επιχειρήσεων. Αυτό που την χαρακτηρίζει ειναι πάντα η δυσπιστία και είναι εγκλωβισμένη εντός της λογικής του “δίνω-παίρνω”. Mε λίγα λόγια, τα χαρακτηριστικά της είναι το ατομικό συμφέρον, η μικρότερη δυνατή προσπάθεια και το απαραβίαστο της ιδιωτικότητας, κάτι που εκφράζεται με ακρίβεια με την αγγλική φράση “not in my backyard”.

Από αυτό προέρχεται η άρνηση της ευθύνης που εκφορτώνει τη συνείδηση, η ανικανότητα να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις, αποδεχόμενοι το ρίσκο της πιθανής ήττας. Έτσι, όσοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε αυτή τη νοοτροπία, είναι ανίκανοι να επιλέξουν μία κατεύθυνση, οι περισσότεροι προτιμούν τη στάση ή το πολύ ένα μάταιο γύρω-γύρω, όπως τα ινδικά χοιρίδια στα κλουβιά. Εν τέλει, η γνώμη που υπερισχύει είναι αυτή που είναι ρευστή, ιριδίζουσα, ετεροκατευθυνόμενη. Η προσαρμογή είναι η πιο άνετη στάση και ασφαλώς έχει και την έγκριση των κομφορμιστών. Αντίθετα, το να έχει κάποιος μια συγκεκριμένη πεποίθηση γίνεται αντιληπτό ως κάτι ύποπτο, εφόσον είναι σαφές πως πρόκειται για το προϊόν μιας δομημένης σκέψης και κατά συνέπεια άρα δυνατής.

Η Ελληνική μυθολογία, ο φάρος του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μας έδωσε το θρύλο του Γόρδιου Δεσμού. Ο Γόρδιος ήταν ο επώνυμος βασιλιάς μιας πόλης της Φρυγίας. Ο περίφημος Γόρδιος Δεσμός ήταν εκείνος που έδενε το ζυγό στο πηδάλιο του άρματός του. Σύμφωνα λοιπόν με το θρύλο, όποιος κατάφερνε να λύσει το δεσμό αυτό, θα γινόταν ο κυρίαρχος της Ασίας. Ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος που τον έκοψε με το σπαθί και έγινε ο κατακτητής των εδαφών μέχρι τον Ινδό ποταμό. Οι δεσμοί πρέπει να λύνονται, γι’ αυτό ή μάλλον, παρά ταύτα, αναδύθηκε στην καρδιά του ηγήτορα η αίσθηση της δύναμης.

Η δυνατή σκέψη υπερισχύει διότι δίνει Νόημα, πρόκειται για τη μεγάλη εχθρό του “Τίποτα”. Η Ελλάδα οικοδομήθηκε ως πολιτισμός πάνω στην έρευνα του θεμελίου, δηλαδή στον εντοπισμό μιας αρχής που θεμελιώνει, θεσπίζει και εξηγεί. Οι Αρχαίοι Έλληνες την ονόμασαν “Αρχή” ή “Καταγωγή”, ανακαλύπτοντας χωρίς να το γνωρίζουν τη φιλοσοφία, τη δίψα για τη γνώση. Ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας έρχονται σε αντίθεση μόνον φαινομενικά, υποστηρίζοντας ο ένας ότι το όμοιο γνωρίζει το όμοιο του και ο άλλος το αντίθετο, θεμελιώνοντας τη γνώση πάνω στην ιδέα της ανομοιότητας. Και οι δύο αποκάλυψαν την αρχή της ταυτότητας, εμείς δεν είμαστε παρά ο σπόρος εκείνης της ιδέας της αυτοσυνειδησίας που διατρέχει όλη την ιστορία μας.

Σήμερα, αρνούνται την ύπαρξη της αλήθειας η οποία ασφαλώς είναι μια δυνατή σκέψη. Η Αρχή, στερούμενη από μία βαθιά ηθική έννοια, απαξιώνεται μέχρι να διαλυθεί ή να εκδηλωθεί ως κούφια δύναμη.

Προτρέπουν το σημερινό άνθρωπο να θαυμάζει αυτό που είναι ασταθές, διότι αυτό επιτρέπει στις κυρίαρχες ολιγαρχίες να μεταβάλλουν και να πλάθουν τα μυαλά των ανθρώπων όπως αυτές το επιθυμούν. Να παρουσιάζουν και να αναδεικνύουν ως αξιόλογο μόνο αυτό που είναι μόδα, το νέο που είναι προγραμματισμένο και αυτό με τη σειρά του να αντικατασταθεί σύντομα από κάτι άλλο, μια νέα μόδα. Αντίθετα, δυνατό είναι αυτό που είναι σταθερό και ασφαλώς το σταθερό έχει διάρκεια. Μόνον αυτό που είναι δυνατό και σταθερό έχει τη δυνατότητα να γίνει ζωτικό πρότυπο και κανόνας να ακολουθηθεί. Η αδύναμη σκέψη λοιπόν είναι συνεργός της συλλογικής ευπάθειας, με δραματικές συνέπειες όταν μεταβάλλεται σε μαζικό μηχανισμό.

Ωστόσο, παρατηρείται ένα παρήγορο σημάδι που δείχει πως οι λαοί έχουν ακόμα κάποια σωστά αντανακλαστικά. Αυτό διαφαίνεται σε μια ανέκφραστη αίτηση που διαμορφώνεται σιωπηλά, για δυνατές ιδέες, για ενέργεια, για προσωπικότητες ικανές για λάβουν αποφάσεις και για καθαρές αρχές. Διαφαίνεται να υπάρχει μια κοινή αίσθηση επιθυμίας να επιστρέψει το Καλό και το Κακό, το Λευκό και το Μαύρο. Εάν είναι αλήθεια αυτό που είπε ο Άμλετ στο φημισμένο διάλογο με τον Οράτιο, ότι «υπάρχουν περισσότερα πράγματα στον ουρανό και στη γη από όσα μπορεί να περιέχει κάθε φιλοσοφία» είναι ασφαλώς καλό να αποφεύγουμε τις απλοποιήσεις. Ωστόσο, ο άνθρωπος έχει ανάγκη από σημεία αναφοράς, από σαφή όρια, από ας πούμε έναν χάρτη ύπαρξης που να τον συνοδεύει και κατευθύνει προς το Καλό. Κάθε δυνατή σκέψη είναι ίσως ελλιπής σε αποχρώσεις, αλλά παράγει έννοια, προσφέρει μία κατεύθυνση, εμψυχώνει και προσανατολίζει. Η γοητεία που εξασκεί πρέπει να ενθαρρύνεται, όπως όλα εκείνα που ανακουφίζουν την αδυναμία της ανθρώπινης κατάστασης.

Άγαλμα του Ελ Σιντ

Διαφαίνεται λοιπόν μία επιστροφή σε ένα παλαιότερο πνεύμα και ίσως μπορούμε να ελπίζουμε στην γέννηση νέων ηρώων. Διότι ενάντια στη λανθασμένη σκέψη του Bertolt Brecht, τυχερός είναι ο λαός που έχει ήρωες ή έστω απλά, αναγνωρισμένα θετικά σύμβολα, παραδείγματα προς μίμηση, διαδρομές να ακολουθήσει προς το Καλό.

Ο Ugo Foscolo έγραψε: «σε σπουδαία πράγματα τη δυνατή ψυχή ανάβουν οι τάφοι των ισχυρών». Όμως, όχι μόνον τάφοι αλλά και ζωντανά πρότυπα, όπως ήξεραν να είναι πολλοί γονείς μας, ικανοί να μεταδώσουν την έννοια της ύπαρξης, την ήρεμη δύναμη της καθημερινής ζωής, την αγάπη για τα καλά πράγματα, την επιμέλεια της Οικογένειας, της Πατρίδας, της Κληρονομιάς και της Πίστης.

Αυτό πού είναι δυνατό ενώνει, συνδέει και υφαίνει νέα στημόνια. Καταφέρει να χτίσει. Αυτό που είναι αδύναμο θρυμματίζει, χωρίζει, σβήνει. Παράγει το κενό.

Στο Cantar de Mio Cid ο ήρωας του ποιήματος Ελ Σιντ (Rodrigo Díaz de Vivar), αντιμετωπίζει τον Alfonso VI, τον αδύναμο βασιλιά του, με βαριά λόγια: «πολλά δεινά έρχονται για τους βασιλείς που απέχουν».

Ελ Σιντ (Rodrigo Díaz de Vivar)



Πηγή: Θεόδοτος

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *