Η Αριστοτέλεια Μηδενική Ανοχή κατά τής Διαφθοράς
γράφει ο κ. Ιωάννης Δ. Παπακωνσταντίνου, [email protected]
Τα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας δημοσιεύουν κατ' αποκλειστικότητα προσαρμοσμένο απόσπασμα στην Ελληνική από διεθνή δημοσίευση [1] στην ακαδημαϊκή επιθεώρηση The St. John's Review [2] των Η.Π.Α. Το παρόν απόσπασμα περιλαμβάνει μία συναφή εισήγηση τού συγγραφέως [3] για άμεση ανεξαρτητοποίηση τής Δικαστικής Εξουσίας στην χώρα μας. Από ιστορική άποψη, στην παρούσα μονογραφία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αξιολογική άποψη ότι οι Έλληνες ηττήθηκαν πολιτισμικώς από τούς Πέρσες στον 5ο π.χ. αιώνα, επί λέξει ως εξής: “Παρ' όλο που οι Έλληνες επεκράτησαν στρατιωτικώς κατά την διάρκεια των δύο περσικών εισβολών το 490-479 π.Χ., εν τούτοις τελικά οι Πέρσες επεκράτησαν τότε των Ελλήνων πολιτισμικώς”.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν υφίσταται “μεσότητα” σε ζητήματα δικαιοσύνης και πολιτικής ηθικής.[4] Κάθε πολιτικοοικονομικό σύστημα που ανέχεται την αδικία — έστω και την παραμικρή αδικία — μιάς κοινωνικής τάξεως σε βάρος μιας άλλης τάξεως και συνακολούθως καλλιεργεί συναφείς πελατειακές σχέσεις και πρακτικές διαπλοκής, ήτοι, σε “σύγχρονη” ορολογία, κάθε κοινωνία που διχοτομείται υβριστικώς μεταξύ αυτών που αδηφάγως “μαζί τα φάγανε” και των υπολοίπων που στερητικώς “δεν τα φάγανε”, είναι νομοτελειακώς καταδικασμένη σε νεμεσιακή κατάρρευση ή και εθνικό αφανισμό, όπως ιστορικώς συνέβη στην κλασσική Ελλάδα. Ουδείς επομένως μπορεί να ισχυρισθεί ότι ο Αριστοτέλης δεν προειδοποίησε τούς πάντες (ηγέτες, ηγετίσκους, πολιτικούς και λαούς), ακόμη και εκείνους που ιδιοτελώς εθεώρησαν προς στιγμήν εαυτούς σοφοτέρους τού Αριστοτέλους.Η πολιτισμική ήττα των Ελλήνων στους Περσικούς Πολέμους
Ο Αριστοτέλης (384-322 π.χ.) έζησε στην εποχή τής παρακμής τής κλασσικής Ελλάδος και τής ανόδου τής Μακεδονικής ηγεμονίας. Ο Πλάτων, διδάσκαλος τού Αριστοτέλους, κατέστη αυτόπτης μάρτυς τής καταρρεύσεως τής Αθηναϊκής δημοκρατίας κατά τον υβριστικό Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.). Εκείνος ο εμφύλιος πόλεμος, που διεξήχθη μεταξύ ελληνικών πόλεων-κρατών, κατέδειξε ότι, παρ' όλο που οι Έλληνες είχαν επικρατήσει στρατιωτικώς κατά την διάρκεια των δύο περσικών εισβολών το 490-479 π.Χ., εν τούτοις τελικά οι Πέρσες επεκράτησαν τότε των Ελλήνων πολιτισμικώς. Συνοπτικά, οι Έλληνες υπέστησαν ως νικητές από τούς ηττηθέντες Πέρσες ότι υπέστησαν αργότερα οι Ρωμαίοι ως νικητές από τούς κατακτηθέντες Έλληνες.
Ειδικότερα, κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων, οι Έλληνες εξετέθησαν σε (και εξοικειώθησαν βιωματικά με) Ασιατικές υλιστικές αξίες και ηγεμονικές φιλοδοξίες. Στον βαθμό που εκείνες οι αξίες εμόλυναν την ελληνική κοινωνία, τελικά κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος τής Ελλάδος. Μεταφορικά, σε μεγάλο βαθμό οι Πέρσες αντιστάθμισαν τις απώλειές τους στο πεδίο τής μάχης νικώντας τον Όμηρο, τον Ηράκλειτο, και τούς τραγικούς ποιητές στην πολιτική αρένα τής ματαιοδοξίας και τής φιλοδοξίας. Μετά τούς Περσικούς πολέμους, οι νικηφόροι Αθηναίοι απώλεσαν την μετα-Ομηρική τους αίσθηση τού μέτρου, και κατά συνακολουθία έχασαν την επαφή τους με την πραγματικότητα. Μία ένδειξη περί αυτού είναι ότι οι Αθηναίοι εθεώρησαν την σφαγή που διέπραξαν κατά των κατοίκων τής Μήλου, το 416 π.Χ., ως μία επαρκώς αιτιολογημένη πράξη (δήθεν) στρατηγικού πραγματισμού, επικαλούμενοι το λεγόμενο δίκαιο τού ισχυρότερου, επί λέξει ως εξής σύμφωνα με τον Θουκυδίδη: [5]
“Το δίκαιο καθορίζεται στον ανθρώπινο λόγο βάσει τού κριτηρίου των αναγκών των ίσων σε δύναμη, αλλά στην πραγματικότητα οι ισχυροί κάνουν ό,τι δύνανται και οι αδύναμοι υποφέρουν ό,τι πρέπει.”
(“Δίκαια μὲν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάγκης κρίνεται, δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν.”)
Μετά τούς Περσικούς Πολέμους οι Αθηναίοι είχαν καταστεί πλέον ανίκανοι να αξιολογήσουν το τρομακτικό, υβριστικό έγκλημά τους ως αυτό που πράγματι ήταν, ήτοι ως μία πράξη γενοκτονιακής βαρβαρότητος — για το οποίο έγκλημα επέπρωτο να υποστούν τελικά την τιμωρία που απαιτείται από την κοσμική Δικαιοσύνη (Νέμεσις), όπως ορίζεται από τον Ηράκλειτο,[6] και όπως περιγράφεται εναργώς από τον Θουκυδίδη στα επόμενα κεφάλαια τού έργου του.[7]
Εκείνη την εποχή, ήταν προφανές στον Αριστοτέλη ότι η Ελλάδα είχε αρχίσει την αυτοκαταστροφική παρακμιακή τροχιά εκτροπής της από το μέτρο αμέσως μόλις οι ανεξάρτητες πόλεις-κράτη μετεξελίχθησαν σε αλληλοεξαρτώμενα μέλη αλληλοανταγωνιζομένων συνομοσπονδιών και επεκτατικών συμμαχιών που ενεπλέκοντο μεταξύ τους σε πολεμικές επιχειρήσεις αποβλέπουσες σε ένα υβριστικό και εξωπραγματικό έπαθλο: στην πολιτικοοικονομική κυριαρχία τους εφ' όλης τής Ελλάδος και ακόμη πιο πέρα—κάτι που συνιστούσε σαφώς μία εξομοίωση τού ασιατικού (εξουσιαστικού-υλιστικού) υποδείγματος.
Ενδεικτικά, αποτελεί χαρακτηριστικό τής κλασσικής περιόδου ότι ο Παρθενώνας ανηγέρθη με τις χείριστες των αρχικών προθέσεων: Δι' αυτού, ο Περικλής επεδίωκε να προβάλει την πολιτισμική, υλική και εξουσιαστική δύναμη μιας ηγεμονικής Αθήνας. Ευτυχώς όμως, μόνο και μόνον λόγω τής καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας τού Φειδίου, η Αθήνα κατόρθωσε τελικά να ανεγείρει μια αξιοθαύμαστη, διαχρονική εκδήλωση τού μέτρου (δηλαδή, τής ωραιότητος, ισορροπίας και αρμονίας) αντί για ένα τερατώδες μνημείο ματαιοδοξίας και φιλοδοξίας. Ο Φειδίας, υπό την εξουσιαστική ηγεμονία τής “ἑνός ἀνδρός ἀρχής” τού Περικλέους, κατόρθωσε τελικά να δημιουργήσει μία διαχρονική αποτύπωση τού αισθητικού μέτρου στην γεωμετρία και την αρχιτεκτονική αναδεικνύοντας την Ευκλείδια χρυσή αναλογία [8], ήτοι μορφοποιώντας και “σκαλίζοντάς” την σε μάρμαρο.[9] Σε μία εναγώνια προσπάθεια να αποτρέψει τον αφανισμό τού κλασσικού Ελληνικού πολιτισμού, ο Αριστοτέλης προσπάθησε δια τής φιλοσοφίας του να προσδιορίσει με ακριβολογική σαφήνεια τα βασικά χαρακτηριστικά, τις ηθικές αξίες και τις πολιτικές αρχές που συμβολίζονται από την αρχιτεκτονική και την γλυπτική τού Παρθενώνος. Στην πραγματικότητα ο Αριστοτέλης προσπάθησε να αναβιώσει το Aπολλώνιο πνεύμα τής Μάχης τού Μαραθώνος, όπου δύο αντιδιαμετρικώς αντίθετα συστήματα αξιών συνεκρούσθησαν για πρώτη φορά στην ιστορία: το σύστημα υλιστικών αξιών τής Ασίας και το σύστημα ιδεαλιστικών αξιών τής προκλασσικής Ελλάδος, το πρώτο με στόχο την εξουσία, το δεύτερο με σκοπό την αρετή. Εκείνη η σύγκρουση αξιών υποδηλώνεται στο επίγραμμα στο πεδίο τής Μάχης τού Μαραθώνος, που λέγεται ότι συνετάγη από τον Σιμωνίδη τον Κείο (περ. 556-468 π.Χ.):“Οι Αθηναίοι, μαχόμενοι ως εμπροσθοφυλακή των Ελλήνων,
απεστέρησαν την δύναμη από τούς χρυσοφόρους Πέρσες.”(“Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι,
χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν.”)
Οι δυσκολίες τού Αριστοτέλους ενετείνοντο από τον υλισμό τής εποχής του. Οι Έλληνες, ήδη κατεστραμμένοι από Ασιατικές επιρροές, είχαν τότε απωλέσει την αίσθηση τού μέτρου και είχαν παρασυρθεί από τον (χρυσοθηρικό) πόθο για υλική ευημερία και εξουσιαστική δύναμη. Η απώλεια μίας διαισθητικής επιγνώσεως τού μέτρου είναι μάλλον δύσκολο να αναπληρωθεί. Κατά συνέπεια ο Αριστοτέλης προσπάθησε να παρωθήσει τούς Έλληνες να αποκαταστήσουν εν μέρει την αισθητική τους αντίληψη περί μέτρου και ύβρεως, απευθυνόμενος στην διανόησή τους παρά στην ψυχή τους, μάλλον δι' επιχειρηματολογίας παρά δια διαισθητικής προσεγγίσεως, ήτοι μάλλον δια τής λογικής παρά δια τής αισθητικής.
Ειδικότερα, ο Αριστοτέλης δεν προσήγγισε την έννοια τού μέτρου απλώς ως μιας αυτονοήτου προϋποθέσεως που εμφανίζεται κατά προφανή τρόπο ως ισόρροπη φυσική ευμορφία (αισθητική ομορφιά). Δεν επιχειρηματολόγησε ότι η σφαγή τής Μήλου συνιστούσε μία υβριστική πράξη επειδή ήταν αισθητικώς εκτρωματική, ήτοι άγρια αιμοσταγής και αφύσικα άσχημη. Αντ' αυτού, προσπάθησε να προσδιορίσει το μέτρο και την ύβρι ρητώς, δια σαφούς ορισμού, και τοιουτοτρόπως να καταδείξει στους Έλληνες ότι κάθε πράξη βαρβαρότητος είναι υβριστική διότι υπερβαίνει κατά πολύ το μέτρο. Για τον Αριστοτέλη, οι ακραίες ενέργειες είναι κατά κανόνα αυτοκαταστροφικές και προσωρινές, ενώ οι εν μέτρω δραστηριότητες είναι εποικοδομητικές και βιώσιμες.[10] Σε αυτή τη βάση, ήτοι με την ορθολογική προσέγγισή του για τον προσδιορισμό τού μέτρου, ο Αριστοτέλης απέβλεπε στο να απευθυνθεί μάλλον στο ένστικτο αυτοσυντηρήσεως των συνελλήνων του παρά στην τότε υποβαθμισμένη αίσθητική τους αντίληψη περί ωραιότητος.
Η Ομηρική έννοια τού μέτρου
Συνοπτικά, σε εκείνο το πλαίσιο πολιτισμικής και εξουσιαστικής παρακμής τής Ελλάδος, ο Αριστοτέλης προσπάθησε να δώσει απαντήσεις σε διαχρονικά ερωτήματα: Υπάρχει μέτρο στις δημοκρατικές ελευθερίες, ή στην άμυνα τής πατρίδος, ή στην ισχύ τής πόλεως, ή στην εντιμότητα των πολιτών, ή στην διαφθορά των πολιτικών, κ.ο.κ. Γενικώς, υπό ποίες προϋποθέσεις η εξουσία ασκείται εν μέτρω ώστε να διασφαλίζονται μακροχρονίως η συνοχή και η ευημερία τής πόλεως;Ο Αριστοτέλης εγνώριζε ότι έννοια τού μέτρου αποτελούσε ένα κομβικό θέμα στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, όπως εμφαίνεται από την συχνή επανάληψη αυτής τής εννοίας στην Οδύσσεια τού Ομήρου, παρ' ότι ο Όμηρος χρησιμοποιεί προς τούτο την λέξη αἴσιμα αντί τής λέξεως μέτρον.[11] Ως παράδειγμα, ο Αλκίνοος αντιμετωπίζει τον Οδυσσέα[12] με την ίδια φράση που χρησιμοποιεί Μενέλαος όταν απευθύνεται στον Τηλέμαχο:[13] “Το μέτρο είναι πάντοτε άριστο.” (“ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα”).
Στο ομηρικό λεξιλόγιο, αἴσιμα σχετίζεται με Αἶσα, την θεά των αρχαίων Ελλήνων που προσωποποιεί την ανθρώπινη μοίρα. Επομένως, κατά ετυμολογική συνάφεια, η εκπεφρασμένη αντίληψη τού Ομήρου περί μέτρου περιλαμβάνει τις έννοιες τού εκ φύσεως κατανεμηθέντος μεριδίου, τύχης ή διαρκείας ζωής, σύμφωνα με την μοίρα ή το πεπρωμένο κάθε ανθρώπου — δηλαδή σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του και σε συνάφεια με κοινωνικούς περιορισμούς και φυσικά όρια. Σε σημαντικό βαθμό, το αριστούργημα τού Ομήρου αποτελεί μία ποιητική απόδοση τεσσάρων αλληλένδετων εννοιών: (1) ανθρώπινο μέτρον· (2) ύβρις, ήτοι ακραία εκτροπή από το μέτρο, όπως η Σφαγή τής Τροίας, ή όπως η περιφρόνηση τού Οδυσσέως προς την δύναμη τής Φύσεως, με την μορφή τής ρητώς και έργω εκπεφρασμένης περιφρονήσεώς του έναντι των θεών, ή όπως η καταχρηστική συμπεριφορά των μνηστήρων τής Πηνελόπης κατά την διάρκεια τής απουσίας τού Οδυσσέως· (3) Άτη, η θεά που προσωποποιεί την αυταπάτη και την ανοησία ή “κουτοπονηριά”, που διέπουν την διάνοια κάθε υποκειμένου ύβρεως, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση τής παρακμής ή πτώσεώς του· (4) Νέμεσις, η θεά που προσωποποιεί την δικαιοσύνη και αποκαθιστά την κοινωνική ισορροπία.
Πολύ πριν από τον Όμηρο, οι έννοιες αυτές απεικονίσθησαν συμβολικά στον μύθο τού Ικάρου. Ο Ίκαρος προσπάθησε να ξεφύγει από την Μινωϊκή Κρήτη πετώντας στον αέρα με ένα τεχνητό σύστημα δύο πτερυγίων, κατασκευασμένων από κερωμένα πτερά μικρών πτηνών, αλλά υπερτίμησε τις δυνατότητές του και παραγνώρισε τις δυνάμεις τής Φύσεως. Αγνόησε τις συμβουλές τού πατέρα του, Δαιδάλου, να ακολουθήσει κατά την πτήση του μία “μέση πορεία” μεταξύ τής θαλάσσης και θερμότητος τού ηλίου, προκειμένου τα πτερύγιά του ούτε να βαρύνουν υγραινόμενα ούτε να αφανισθούν καιόμενα. Ο Ίκαρος όμως πέταξε στα ύψη κατά υβριστικό τρόπο προς τον ήλιο, ο οποίος σύντομα έλιωσε το κερί στα φτερά του, με τελικό αποτέλεσμα να πέσει στην θάλασσα και να χάσει την ζωή του.
Αλλά ο Όμηρος ήταν ο πραγματικά πρωτοπόρος φιλόσοφος όσον αφορά στην έννοια τού μέτρου. Δια των ποιητικών του αναπαραστάσεων σκιαγράφησε μία στέρεα φιλοσοφική βάση σχετικά με τις λεπτές (οριακές) σχέσεις μεταξύ μέτρου, ύβρεως, παρανοίας και δικαιοσύνης. Αυτή η βάση απετέλεσε το εννοιολογικό θεμέλιο για τα μετέπειτα επιμελημένα έργα των φιλοσόφων και των τραγικών στην προκλασσική και κλασσική περίοδο. Για παράδειγμα, η έννοια τού Ομήρου περί μέτρου επαναδιατυπώθηκε πολύ αργότερα από τον Κλεόβουλο τον Ρόδιο (απ. περί το 560 π.Χ.), έναν από τούς Επτά Σοφούς τής αρχαίας Ελλάδος, με το πλέον δημοφιλές απόφθεγμά του “μέτρον ἄριστον”, που προφανώς είναι παρόμοιο με το Ομηρικό “ἀμείνω δ᾽ αἴσιμα πάντα”. Επίσης, αργότερα, ένας άλλος φιλόσοφος, ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης (περ. 490-420 π.Χ.), όρισε την έννοια τού μέτρου στην υποκειμενικιστική βάση τού Ομήρου,[14] όπως εμφαίνεται σε ένα απόσπασμα που εμφανίζεται στον Θεαίτητο τού Πλάτωνος (170d-e): “Ο άνθρωπος είναι (ορίζει) το μέτρο όλων των χρησίμων πραγμάτων”. (Πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος.)
Λίγο νωρίτερα, ο Ηράκλειτος (περ. 535-475 π.Χ.) είχε ήδη προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα, διαλαμβάνοντας το μέτρο ως ένα φυσικό φαινόμενο, ή ακόμα και ως την θεμελιώδη αρχή τού κοσμικού συστήματος. Ειδικότερα, ο Ηράκλειτος διατύπωσε την θεωρία ότι κάθε εκδήλωση ύβρεως επιφέρει αδυσώπητη θεία τιμωρία, που προσωποποιείται από την ανελέητη θεά Νέμεσι. Το όνομα τής θεάς είναι σχετικό με το ρήμα νέμειν, που σημαίνει το “να διανέμω καταλλήλως”, από το οποίο παράγεται επίσης η ελληνική λέξην νόμος, που σημαίνει “έθιμο” ή “δίκαιο” (όπως στην οικονομία ή economy και αστρονομία ή astronomy). Κάθε παραβίαση ή κατάφωρη αδικία (ύβρις) από θνητούς εναντίον άλλων θνητών διασαλεύει το “εκ φύσεως αναλογούν” ποσοστό (φυσικών) δικαιωμάτων που πρέπει να αποδίδεται στους αδικουμένους (υβριζομένους) σύμφωνα με το πεπρωμένο ή την μοίρα ενός εκάστου. Σε αυτό το πλαίσιο ηθικού και φυσικού νόμου, ως ύβρις ορίζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα ή φυσικό φαινόμενο που εξελίσσεται πέραν των ορίων τού μέτρου ή άνευ μέτρου, όπως π.χ. υποδηλοίται δια των λέξεων υβρίδιο/υβριδικός, υβριδοποιώ, υβριδοποίηση κ.τ.λ. (αγγλιστί hybrid, hybridize, hybridization αντίστοιχα). Τέτοιες παραβιάσεις αποκλίνουν από την πρωταρχική ουσία και την τελεολογική εξέλιξη τής φύσεως· τότε παρεμβαίνει η εκδικητική Νέμεσις ως δίκαιος εξισορροπιστής που αποκαθιστά την φυσική τάξη, ανάγοντάς την σε ένα νέο επίπεδο ισορροπίας. Συνεπώς, από την Ηρακλείτεια αναλυτική γωνία θεάσεως τού κοσμικού συστήματος, η φύση τείνει προς μία αρμονική βιοποικιλότητα μέσω ισορρόπου εξελίξεως, ήτοι δια δυναμικής ισορροπίας, η οποία εμποδίζει (δια τής Νεμέσεως) κάθε ένα πλάσμα ή είδος από το να αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό που τελικά να εκτοπίσει όλα τα άλλα πλάσματα ή είδη στην φύση.[6]Ένα ιστορικό παράδειγμα εφαρμογής τού Ηρακλειτείου αναλυτικού πλαισίου περί μέτρου είναι η διαλεκτική προσπάθεια τού Αρταβάνου να αποτρέψει τούς Πέρσες από το να επιδιώξουν να διευρύνουν την αυτοκρατορία τους στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, ο Αρτάβανος έδωσε την παρακάτω στρατηγική συμβουλή στον Ξέρξη, που προετοιμάζετο τότε να εισβάλει στην Ελλάδα:[15]
Ο Ξέρξης διέπραξε το καταστροφικό υβριστικό λάθος να αγνοήσει την Ηρακλείτεια συμβουλή τού Αρταβάνου (όπως πολύ αργότερα, στην πρόσφατη ιστορία, έκανε και ο Χίτλερ διατάσσοντας την υβριστική εκστρατεία τής Βέρμαχτ στις αχανείς στέπες τής Σοβιετικής Ενώσεως), διότι διατελούσε υπό την επήρεια τής Άτης: Η πάγια σύζευξη ύβρεως και νεμέσεως — η οποία εμφανίζεται σε πολλές τραγωδίες όπως Οιδίπους Τύραννος τού Σοφοκλέους, Αγαμέμνων τού Αισχύλου και Ιππόλυτος τού Ευριπίδη — σχετίζεται σχεδόν πάντοτε με την Ομηρική θεά Άτη, όπως συνοψίζεται επιγραμματικά στο παρακάτω απόσπασμα από χορικό τού Σοφοκλέους στην Αντιγόνη (621-625):“Βλέπεις πώς ο Θεός δεν επιτρέπει στα μεγαλύτερα ζώα να καταστούν αναιδώς περιφανή, δεδομένου ότι κατ΄ αυτών ο Θεός εξακοντίζει τούς κεραυνούς Tου [ως υψηλοτέρων] παρά κατά των μικροτέρων ζώων που ουδέποτε Tον προσβάλλουν; Βλέπεις επίσης ότι ρίχνει αυτά τα βέλη Tου [κεραυνούς] στα υψηλότερα δένδρα; Διότι ο Θεός τείνει να ανασχέσει και σμικρύνει κάθε τι που υπερέχει. Παρομοίως, ακόμη και ένας ισχυρός στρατός κατατροπώνεται από έναν μικρό στρατό, κάθε φορά που ο Θεός λόγω τής οργής Tου εκθέτει τον πρώτο σε φόβο [αισθήματα τρόμου] ή καταιγίδα [φυσικές καταστροφές], δια των οποίων μεγάλοι στρατοί καταστρέφονται κατά τρόπο που δεν συνάδει με την αξία τους. Επειδή ο Θεός δεν επιτρέπει σε κανέναν να θεωρεί ότι είναι μέγας, εκτός από τον Εαυτόν Του.”
(“῾Ορᾷς τὰ ὑπερέχοντα ζῷα ὡς κεραυνοῖ ὁ θεὸς οὐδὲ ἐᾷ φαντάζεσθαι, τὰ δὲ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει· ὁρᾷς δὲ ὡς ἐς οἰκήματα τὰ μέγιστα αἰεὶ καὶ δένδρεα τὰ τοιαῦτα ἀποσκήπτει τὰ βέλεα· φιλέει γὰρ ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα πάντα κολούειν. Oὕτω δὲ καὶ στρατὸς πολλὸς ὑπὸ ὀλίγου διαφθείρεται κατὰ τοιόνδε· ἐπεάν σφι ὁ θεὸς φθονήσας φόβον ἐμβάλῃ ἢ βροντήν, δι᾽ ὦν ἐφθάρησαν ἀναξίως ἑωυτῶν. οὐ γὰρ ἐᾷ φρονέειν μέγα ὁ θεὸς ἄλλον ἢ ἑωυτόν.”)
“Το κακό φαίνεται ότι είναι (δήθεν) καλό, νωρίτερα παρά αργότερα,
σε εκείνον που το μυαλό του ο Θεός το προσάγει στην Άτη·
Κατά συνέπεια αυτός ο άνθρωπος διατελεί μόνο για ελάχιστο χρόνο εκτός τού ελέγχου τής Άτης.”(“τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ᾽ ἐσθλὸν τῷδ᾽ ἔμμεν ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν· πράσσει δ᾽ ὀλίγιστον χρόνον ἐκτὸς ἄτας.”)
Συνοπτικά, η Άτη ενσταλάζει σύγχυση στο μυαλό κάθε υποκειμένου υβριστικής συμπεριφοράς, και τοιουτοτρόπως προσωποποιεί αυτοκαταστροφικά σύνδρομα, όπως αμυντική αποφυγή (defensive avoidance), υπερεγρήγορση (overvigilance), αντιδραστικότητα (reactivity), και άρνηση τής πραγματικότητος (denial), ήτοι εμμονικές ψυχοδιανοητικές διαταραχές που έχουν οδηγήσει πολλές οικονομίες, στρατούς, κράτη και αυτοκρατορίες στην καταστροφή ή ακόμη και σε παταγώδη κατάρρευση. Υπό το πρίσμα των σοβαροτάτων συνεπειών τής ύβρεως, καθίσταται προφανές ότι ένας ορισμός τού μέτρου έχει κρίσιμη σημασία: Εάν δεν υπάρχει ένας σαφής και ολοκληρωμένος ορισμός τού μέτρου, τότε οι άνθρωποι ίσως να μην είναι σε θέση να ανιχνεύσουν και αποφύγουν καταστροφικές υβριστικές εκτροπές από αυτό. Τότε το μέλλον κάθε κράτους θα είναι επισφαλές, διότι οι ηγέτες του θα διατελούν σε κατάσταση αγνωσίας ή συγχύσεως περί τού τι συνιστά αποτελεσματική και βιώσιμη άσκηση πολιτικής, η οποία προϋποθέτει μέτρο στην ανθρώπινη συμπεριφορά και ισορροπία στην πολιτικοοικονομική οργάνωση.
Αυτές οι εκτιμήσεις κατέτρυχαν τον Αριστοτέλη. Εντούτοις, υπό το βάρος αυτής τής πλούσιας πολιτισμικής κληρονομιάς και τής συσσωρευμένης ιστορικής εμπειρίας περί των εννοιών τού μέτρου και τής ύβρεως, ο Αριστοτέλης ανέλαβε το έργο τής ρητής διατυπώσεως ενός σαφούς ορισμού τού μέτρου κατά τρόπο που θα ήταν χρηστικός σε πολιτικό επίπεδο. Η δυσκολία αυτού τού έργου επετείνετο από τις εξουσιαστικές σκοπιμότητες κατά την εμφυλιακή συγκυρία τής εποχής του, τότε που οι Έλληνες φλέρταραν όλο και περισσότερο με την επιδεικτική κατανάλωση, την καταχρηστική εξουσία, και την δίωξη — ή ακόμα και εκτέλεση — εναρέτων ανδρών. Ένας ορισμός που θα προσδιόριζε τούς τότε εμφυλιακούς ηγετίσκους των Ελλήνων ως υβριστές θα επέφερε την μήνιν τους ομαδόν κατά τού Αριστοτέλους, όπως συνέβη στον Σωκράτη… Προκειμένου δηλαδή να ορίσει ρητώς την έννοια τού μέτρου, ο Αριστοτέλης καλείτο να επιδείξει όχι μόνον αναλυτική ικανότητα και διανοητική δημιουργικότητα αλλά επιπροσθέτως και προσωπική ανδρεία στην παρακμιακή και επομένως άκρως επικίνδυνη εποχή του.
Το Αριστοτελικό μέσον
Επιπροσθέτως όμως ο Αριστοτέλης αντιμετώπιζε και ένα εννοιολογικό πρόβλημα. Ο προσδιορισμός τής εννοίας τού μέτρου δια τής λογικής με μία μη αμφιλεγομένη διατύπωση, ίσως να υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες. Μία ένδειξη περί τούτου είναι το γεγονός ότι ακόμη και η χρυσή αναλογία, φ (=1,6180339 ...), διέπει μεν τον Παρθενώνα αλλά εντούτοις είναι ένας άρρητος αριθμός που αψηφά την μαθηματική ακρίβεια, όπως παρατηρεί ο Joe Sachs:[16]
Εφ' όσον λοιπόν η έννοια τού μέτρου σε ποσοτικές γεωμετρικές διαστάσεις αψηφά την μαθηματική ακρίβεια, τότε πόσο πιο δύσκολο είναι το έργο για την επινόηση ενός ακριβούς ορισμού τού μέτρου σε ποιοτικές παραμέτρους των ανθρωπίνων σχέσεων και δραστηριοτήτων;“Ποια είναι η αναλογία τού πλάτους [τού ναού] ως προς το ύψος του; Μπορώ να σας πω ακριβώς τι είναι, αλλά όχι με αριθμούς. Μπορώ επίσης να σας την εκφράσω με αριθμούς, αλλά όχι επακριβώς. Είναι περίπου 61,8 μονάδες πλάτος και 38,2 μονάδες ύψος. Αυτό θα σας πάει στο κέντρο τού στόχου και τότε θα πρέπει να προσαρμόσετε περαιτέρω το μάτι σας ώστε να να δείτε την επακριβή αναλογία, αλλά μπορεί να αποδειχθεί ότι κανένα ζεύγος αριθμών, σε οποιοδήποτε επίπεδο πεπερασμένης ακριβείας, δεν μπορεί να εκφράσει επακριβώς αυτόν τον λόγο, που προκύπτει από την τομή ενός ευθυγράμμου τμήματος σε τέτοιο σημείο ώστε η ολότητά του να έχει ως προς το μεγαλύτερο τμήμα του τον ίδιο λόγο που έχει το μεγαλύτερό του ως προς το μικρότερο. Γνωρίζουμε πολλά πράγματα περί μετρήσεως, και η συνήθης μέθοδος μετρήσεως εδράζεται επ' αριθμών, αλλά σε αυτή την περίπτωση (τής εννοίας τού μέτρου) οι αριθμοί είναι ένα πολύ ακατέργαστο και “αργό” εργαλείο για να μάθουμε κάτι που τα μάτια μας το αναγνωρίζουν με μία φευγαλέα ματιά.”
Σωφρόνως ο Αριστοτέλης δεν συνέλαβε έναν ολοκληρωμένο (απόλυτο) ορισμό τού μέτρου, ούτε αποπειράθηκε να ορίσει τι συνιστά μέτρο στις ανθρώπινες σχέσεις, διότι ένας μη επακριβής (ταυτολογικός) ορισμός θα ήταν αμφιλεγόμενος, και ως εκ τούτου θα είχε περιορισμένη πρακτική χρησιμότητα στην χάραξη πολιτικής σε οποιοδήποτε επίπεδο. Εν τούτοις, σε αντίθεση με την ιδεαλιστική αναζήτηση τού Πλάτωνος για ένα σύστημα απολύτων αξιών, ο Αριστοτέλης διατύπωσε έναν πραγματιστικό και σχεσιακό ορισμό τού μέτρου: Ανέλυσε την έννοια τού μέτρου μέσω διαδοχικών λογικών προσεγγίσεων που περιελάμβαναν παραδείγματα από την πραγματική ζωή, μεταφορές και αναγωγικές αναλογίες.
Δείτε τη συνέχεια του άρθρου στη σελίδα των Θεμάτων Ελληνικής Ιστορίας