Η Αρσακειάδα ξεκινά το έγκλημα στην Κύπρο – Η ιστορία γραμμένη από έναν υποστηρικτή (μέρος Γ’)
Στο τρίτο μέρος του κειμένου του Γ.Παπαγιάννη περιγράφεται πως ο Ιωαννίδης άρχισε να πολεμά τον Μακάριο φθάνοντας μέχρι και την ανατροπή του. Έχει σημασία τα όσα γράφει ένας άνθρωπος που ήταν ενάντια στον Μακάριο.
Το πρώτο μέρος του κειμένου ΕΔΩ και το δεύτερο μέρος ΕΔΩ και ΕΔΩ.
«Η κηδεία του Γρίβα έγινε στην Λεμεσό, κοντά στο κρησφύγετο όπου διέμενε, και ήταν επίσημη. Του απεδώθησαν τιμές στρατηγού εν ενεργεία, όπου προσήλθαν όλοι οι αξιωματικοί της Ε.Φ. με στολή και τα ξίφη μας, και χιλιάδες κόσμου, οι οποίοι με δάκρυα στα μάτια, μας αγκάλιαζαν όταν προσερχόμεθα, μας ασπάζοντο, φωνάζοντας “ένωσις-ένωσις”, και απαιτούσαν να μη εγκαταλείψουμε ποτέ την Κύπρο, έστω και εάν ο Μακάριος το ζητούσε.
Κατά την διάρκεια της νεκρωσίμου ακολουθίας, τέσσερεις ανώτεροι αξιωματικοί κρατούσαν τις τέσσερεις γαλανόλευκες ταινίες που είχε το φέρετρο. Ένας από αυτούς ήμουν και εγώ. Ένας πέμπτος αξιωματικός του Σ.Ξ. κρατούσε σε ένα μαξιλαράκι τα παράσημα και μετάλλια του Γρίβα. Εκ μέρους του Μακαρίου παρέστη ένας εκ των υπουργών της κυβερνήσεως, ο οποίος και απεδοκιμάσθει από το πλήθος κατά την προσέλευσή του. Ως εκπρόσωποι των Ελληνικών Ε.Δ. είχαν έλθει από την Αθήνα, ένας υποστράτηγος και τέσσερεις συνταγματάρχαι, οι οποίοι είχαν συνεργασθεί με τον Γρίβα στην οργάνωση Χ κατά την κατοχή στην Αθήνα, αλλά και το 1964-1967 στην Κύπρο.
Οι Μακαριακοί είχαν ‘εξαφανιστεί’ εκείνες τις ημέρες. Το μεγάλος πλήθος του ‘αγριεμένου’ κόσμου που ήταν στην κηδεία, και η σύσσωμη παρουσία της Εθνικής Φρουράς σε αυτήν, δημιουργούσαν προβλήματα στα σχέδια του Μακαρίου, που σκεπτόταν πλέον με πιο τρόπο θα τα θέσει σε εφαρμογή, με τέτοιες αντιδράσεις του κόσμου, και βεβαίως την διαφαινομένη αντίδραση της Ε.Φ. Την άλλη ημέρα τόσο οι εφημερίδες της Κύπρου όσο και της Ελλάδος είχαν εκτενείς περιγραφές από την κηδεία, και στις περισσότερες υπήρχε η φωτογραφία μου κρατώντας την ταινία του φερέτρου, παρά το ότι είχαμε ζητήσει από τους δημοσιογράφους να μη δημοσιεύουν φωτογραφίες μας για λόγους ασφαλείας.
Μετά μερικές ημέρες, ο Ιωαννίδης από την Ελλάδα, αποφάσισε να εγκαταλήψει την πραγματική ουδετερότητα που κρατούσε μέχρι τότε το ΓΕΕΘΑ έναντι της ΕΟΚΑ Β’ και να την βοηθήσει πλέον στον αγώνα της κατά του Μακαρίου, όχι βέβαια φανερά. Αυτό έγινε γνωστό σε περιορισμένο αριθμό αξιωματικών στην Κύπρο, (εξαιρουμένου του Ντενίση) μεταξύ των οποίων ήμουν και εγώ. Μετά μερικές ημέρες εζητήθει από το ΓΕΕΘΑ η αποχώρησις του υπαρχηγού του Γρίβα αποστράτου αντισυνταγματάρχου Καρούσου και η επιστροφή του στην Αθήνα, διότι ο εν λόγω αξιωματικός ήτο αντίθετος προς στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών. (Μετά την μεταπολίτευση επανήλθε στον Στρατό και έφθασε μέχρι τον βαθμό του αντιστρατήγου).
Την αρχηγία της ΕΟΚΑ Β’ ανέλαβε άλλος συνεργάτης του Γρίβα (Κύπριος) αλλά στην ουσία αρχηγός ήταν πλέον Έλλην αντισυνταγματάρχης εν ενεργεία του Σ.Ξ. υπασπιστής του Γρίβα το 1964-1965, ο οποίος ερχόταν από την Αθήνα στην Λευκωσία, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, ως επίσημος ‘Ταχυδρόμος’ μεταξύ ΓΕΕΘΑ και ΓΕΕΦ. Εν τω μεταξύ συνεχώς λαμβάναμε πληροφορίες για αφίξεις οπλισμού στην Κύπρο, για εξοπλισμό του εφεδρικού σώματος. Μου είχαν αναθέσει να ερευνήσω ένα ‘Μότορσιπ’ στο λιμάνι της Λάρνακας, διότι είχαμε πληροφορίες ότι θα έφερνε όπλα. Πήρα μαζί μου τον Παπαργύρη, δύο υπαξιωματικούς, και δύο ναύτες, και πήγαμε στην Λάρνακα, μπήκαμε στο λιμάνι αδιαφορώντας για τους αστυνομικούς και τελωνειακούς που ήταν εκεί, τοποθέτησα τους δύο ναύτες ένοπλους στην είσοδο του πλοίου με εντολή να απαγορεύσουν την είσοδο και την έξοδο σε οιονδήποτε, και ζήτησα από τον ‘έντρομο’ πλοίαρχο του ‘μότορσιπ’ να μου δώσει τα σχέδια φορτώσεως του φορτίου που έφερε, ενώ ο Παπαργύρης και οι δύο υπαξιωματικοί ερεύνησαν όλο το πλοίο και το φορτίο του, αλλά δεν βρήκαν όπλα. Η πληροφορία που μας είχε έλθει δεν ήταν αληθής. Ζήτησα συγνώμη από τον πλοίαρχο για την ενόχληση και γυρίσαμε στην Λευκωσία.
Μετά μερικές ημέρες λάβαμε την πληροφορία ότι είχαν εκφορτωθεί όπλα στο ακρωτήριο Κορμακίτης και τα είχαν αποθηκεύσει στο κτίριο του εκεί ευρισκομένου φάρου. Από την μελέτη των αναφορών που είχα από το εκεί ευρισκόμενο ραντάρ μου, προέκυπτε ότι δεν είχε προσεγγίσει πλοίο στην περιοχή το τελευταίο δεκαήμερο, παρά ταύτα με μία ομάδα 15 ανδρών της ΝΔΚ πήγαμε νύκτα και ερευνήσαμε όλο το κτίριο του φάρου χωρίς να βρούμε τίποτα. Από τον σταθμό του ραντάρ μου είπαν ότι προ 20ημέρου είχαν παρατηρήσει μεγάλη κίνηση από αυτοκίνητα του εφεδρικού στην περιοχή, και ενόμιζαν ότι ήταν μία από τις συνήθεις επιχειρήσεις του κατά της ΕΟΚΑ Β’. Φαίνεται ότι όταν πήγαμε εμείς τα όπλα είχαν ήδη μεταφερθεί.
Τον Απρίλιο προγραμμάτισα και έκανα μία άσκηση επειγούσης μεταφοράς του επιτελείου μου από τον χώρο που κατείχε στο κτίριο της Ε.Φ., στα οχήματα που είχα ετοιμάσει για αυτό τον σκοπό, και εγκατάσταση του επιτελείου σε υπαίθριο χώρο μακριά από την Λευκωσία. Κατά της 9 το πρωί της ημέρας της ασκήσεως το φορτηγό-κλούβα που είχε μονίμως εγκατεστημένους τους ασυρμάτους και τον θάλαμο επιχειρήσεων, ο τράκτορας με το αντιαεροπορικό ‘έρλικον’, η γεννήτρια επ’αυτοκινήτου, τρία LAND ROVER για την μεταφορά του προσωπικού, και το αυτοκίνητό μου, ήλθαν κάτω από τα γραφεία μας, και αφού μεταφέραμε τους απαραίτητους κώδικες και την άκρως απόρρητη αλληλογραφία στην κλούβα, επιβιβαστήκαμε ένοπλοι στα αυτοκίνητα, και ξεκινήσαμε προς μία περιοχή 5 περίπου χλμ. μακρυά από την Λευκωσία στον δρόμο προς την Λάρνακα, όπου υπήρχε πυκνή συστάδα υψηλών δένδρων.
Προηγείτο ένα αυτοκίνητο με τρείς ναύτες Ν/Α, οι οποίοι στις διασταυρώσεις σταματούσαν την κυκλοφορία για να περάσουμε. Μόλις είχαμε βγή από την Λευκωσία δύο αυτοκίνητα με εφεδρικούς, “κόλλησαν” πίσω από την φάλαγγα. Σταμάτησα την φάλαγγα στην άκρη του δρόμου και έστειλα δύο Ν/Α να τους πούν, να προχωρήσουν στον ‘προορισμό’ τους προσπερνώντας μας. Τι να κάνουν, μας προσπέρασαν κανονικά με κατεύθυνση την Λάρνακα. Συνεχίσαμε την πορεία μας και φθάσαμε στο χώρο που είχαμε επιλέξει. Εγκαταστήσαμε αμέσως περιμετρικά ένοπλους ναύτες και υπαξιωματικούς, και σε ένα λοφίσκο το αντιαεροπορικό, υψώσαμε τις κεραίες επικοινωνιών, τροφοδοτήσαμε με ρεύμα την κλούβα από την γεννήτρια, ενεργοποιήσαμε τα μέσα επικοινωνιών μας, ήλθαμε σε ραδιοτηλεφωνική επαφή με όλα τα πλοία και τις υπηρεσίες μου, με το ΓΕΝ στην Αθήνα, καθώς και με δύο τορπιλλακάτους του Β.Ν. που συμπτωματικά έκαναν ασκήσεις στο Αιγαίον.
Δουλέψαμε περίπου τρείς ώρες ανταλλάσοντας σήματα με απόλυτη ευκολία σαν να βρισκόμαστε στα γραφεία μας στο ΓΕΕΦ. Από το κινητό ‘στρατηγείο’ μου είχα πλήρη έλεγχο των μονάδων μου, και μπορούσα να εξασκήσω πλήρη επιχειρησιακό έλεγχο σε πλοία του Β.Ν. που θα ευρίσκοντο στην περιοχή ευθύνης μου που ήταν ανατολικά του μεσημβρινού των 31 μοιρών ανατολικού μήκους. Με το πέρας της ασκήσεως μαζέψαμε πάλι όλα τα πράγματά μας και επιστρέψαμε στο στρατόπεδο ‘Καποττά’ στην Λευκωσία όπου παρέμεναν τα οχήματα της ΝΔΚ, και το προσωπικό στην συνέχεια μετεφέρθει πίσω στα γραφεία μας.
Τέλος Μαΐου είχα προγραμματίσει επιθεώρηση της ΝΒΧ, και πήγαινα εκεί με το υπηρεσιακό μου αυτοκίνητο, με εμφανή την πινακίδα “Ναυτικός Διοικητής Κύπρου” με τον οδηγό μου και ένα ναύτη Ν/Α οπλισμένο συνοδεία μου. Την ίδια ημέρα ο Μακάριος, επρόκειτο να πάει σε μία εκδήλωση στην Αμμόχωστο. Ο δρόμος από την Λευκωσία στην Αμμόχωστο και από τις δύο πλευρές του, ήταν γεμάτος από ενόπλους εφεδρικούς ένας κάθε περίπου 100 μέτρα, ενώ ένα ελαφρύ αεροσκάφος έκανε συνέχεια διαδρομές από πάνω του, και υπήρχαν και 3-4 σημεία αστυνομικού ελέγχου στην διαδρομή. Με το που μπήκα στον δρόμο αυτό για να πάω στην ΝΒΧ, παρατήρησα ότι ένα αυτοκίνητο – προφανώς της Κυπριακής ΚΥΠ – παρακολουθούσε διακριτικά το δικό μου. Έφθασα στην ΝΒΧ, και γύρισα πίσω στην Λευκωσία χωρίς κανείς να με ενοχλήσει ή σταματήσει το αυτοκίνητο μου στα σημεία ελέγχου.
Φαίνεται ότι είχαν μάθει το μάθημά τους όσον αφορά στο προσωπικό του Ναυτικού στην Κύπρο.
Τον Ιούνιο έγιναν οι ετήσιες μεταθέσεις των αξιωματικών του Σ.Ξ. που υπηρετούσαν στην Κύπρο ήδη δύο χρόνια, και μετετέθει στην Ελλάδα ο επιτελάρχης του ΓΕΕΦ, που είχε ήδη προαχθεί σε υποστράτηγο, αντικατασταθείς από τον συμμαθητή μου στην ΣΕΕΘΑ ταξίαρχο Γιαννακόδημο, καθώς και ο μέχρι τότε διοικητής της ΕΛΔΥΚ συνταγματάρχης Κονδύλης που αντεκατεστάθει από τον ομοιόβαθμό του Νικολαίδη που ήταν μέχρι τότε διευθυντής του 3ου Ε.Γ. του ΓΕΕΦ ( με τον οποίο είχα συγκρουστεί για τις περίφημες οδηγίες μάχης που είχε εκδόσει χωρίς να με ρωτήσει).
Πριν φύγει ο Παπαδάκης είχε συγκεντρώσει ορισμένους αξιωματικούς μεταξύ των οποίων και εμένα, και μας είπε ότι η Ελληνική κυβέρνησις ( δηλ. ο Ιωαννίδης) θα σκλήρυνε την στάση της κατά του Μακαρίου, και ίσως φθάναμε στο σημείο να διαταχθεί η ανατροπή του. Όλοι δηλώσαμε έτοιμοι για κάτι τέτοιο, καθώς απόρρητα σχέδια για μία ενέργεια αυτής της μορφής, υπήρχαν από πενταετίας στο ΓΕΕΦ, γνωστά σε μία μόνο μικρή ομάδα αξιωματικών.
Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ
Η κατάστασις τον Ιούνιο του 1974 είχε φθάσει στο απροχώρητο. Όλοι οι αξιωματικοί αισθανόμεθα σαν να είμαστε σε εχθρικό κράτος. Ακόμα και ο Ντενίσης, που λόγω συζύγου, ήταν πιο κοντά προς τους Κυπρίους, καταλάβαινε ότι γρήγορα θα ξεσπούσε η καταιγίδα. Οι φιλικές προς τον Μακάριο εφημερίδες, και γενικώς η πλειονότης του Κυπριακού τύπου, ο οποίος χρηματοδοτείτο ως συνήθως από τον έχοντα την εξουσία, με δύο ή τρείς εξαιρέσεις, καθημερινά είχε άρθρα συγκεκαλυμμένα κατά της παρουσίας Ελλήνων αξιωματικών στην Κύπρο. Οι Τούρκοι τα διαβάζανε και χαιρόντουσταν. Οι παρακολουθήσεις μας από την Κυπριακή ΚΥΠ ήταν συνεχείς ακόμα και όταν πηγαίναμε για διασκέδαση. Οι επιχειρήσεις κατά της ακεφάλου ΕΟΚΑ Β’ είχαν ενταθεί και με την βοήθεια καταδοτών, είχαν συλληφθεί όλοι σχεδόν οι επικεφαλείς των τομέων της.
Στις 15 Ιουνίου παρουσιάστηκε για κατάταξη στην Ε.Φ. η νέα κληρουχία. Από τους καταταχθέντας ένας αριθμός περί τους 60 θα εγένοντο, σύμφωνα με τον νόμο περί Ε.Φ., έφεδροι ανθυπολοχαγοί. Οι άνδρες αυτοί, συνήθως με πανεπιστημιακή μόρφωση, επελέγοντο από τους αρμοδίους του 1ου Ε.Γ. της Ε.Φ. και φοιτούσαν για 6 μήνες στην σχολή εφέδρων αξιωματικών στο Ηράκλειο της Κρήτης, και μετά επανήρχοντο στην Κύπρο και αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους ως ανθυπολοχαγοί – διμοιρίτες. Ο κατάλογος στελνόταν από το ΓΕΕΦ στον υπουργό εσωτερικών ο οποίος εξέδιδε την σχετική διαταγή για την εκπαίδευσή τους στο εξωτερικό.
Όταν ο κατάλογος υπεβλήθει στον Υπουργό, αυτός τον έδωσε στον Μακάριο που τον ζήτησε, και σε μερικές ημέρες επεστράφει στο ΓΕΕΦ με διεγραμμένα περί τα 45 ονόματα με την παρατήρηση ότι αυτοί δεν μπορούν να γίνουν αξιωματικοί διότι είναι “ενωτικοί”. Προετίνετο δε να συμπληρωθεί ο κατάλογος από το υπουργείο με νέα ονόματα χωρίς να παρεμβάλλεται η Ε.Φ. στην επιλογή τους. Αυτό δεν είχε γίνει ποτέ από της ιδρύσεως της Ε.Φ. το 1964. Ο Ντενίσης ηρνήθει να συμμορφωθεί, και εδήλωσε στον υπουργό ότι εμμένει στον συνταχθέντα από την Ε.Φ. κατάλογο, και ότι εάν δεν χορηγηθεί διαβατήριο στους υποψηφίους για να πάνε στο Ηράκλειο θα τους εκπαιδεύσει στις μονάδες της Ε.Φ. στην Κύπρο. Το θέμα είχε παραμείνει σε εκκρεμότητα μέχρι τις αρχές Ιουλίου, όπου τα επακολουθήσαντα γεγονότα έθεσαν το πρόβλημα στις καλένδες. Ο Μακάριος ο οποίος είχε πλέον εξοπλίσει καλά το εφεδρικό σώμα, που αριθμούσε περί τους 8.000 άνδρες στο τέλος Ιουνίου έκρινε ότι ήλθε η στιγμή να μας διώξει από την Κύπρο.
Στις αρχές Ιουλίου, αντίθετα από οποιανδήποτε δεοντολογία, κοινοποίησε στον τύπο απόρρητη του επιστολή που είχε στείλει στον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας στρατηγό Γκιζίκη, με την οποία τον καλούσε να ανακαλέσει μέχρι τις 15 Ιουλίου στην Ελλάδα όλο το Ελλαδικό προσωπικό της Ε.Φ. με την δικαιολογία ότι συνομωτούσαμε εναντίον του, και συνεργαζόμεθα με την ΕΟΚΑ Β’ για την ανατροπή του, χωρίς βέβαια να παρουσιάζει οποιανδήποτε απόδειξη των ισχυρισμών του. Επί πλέον με διάταγμά του περιόριζε την θητεία των οπλιτών της Ε.Φ. στους 12 μήνες από 30 που ήταν, με αποτέλεσμα η οροφή της Ε.Φ. από 12.000 άνδρες να πέσει στους 4.000. Σε ερώτηση δημοσιογράφων σχετικά με την εξασθένηση της Κυπριακής αμύνης απάντησε ότι δεν διαβλέπει κίνδυνο από την Τουρκία, και ότι το κενό των 400 περίπου Ελλαδιτών αξιωματικών, θα το καλύψει με Κυπρίους ( που ήταν περί τους 30 και πλαισίωναν το εφεδρικό) και με ξένους αξιωματικούς που θα ερχόντουσταν εθελοντικώς (!!!) να υπηρετήσουν στην Κύπρο.
Μετά την λήψη της επιστολής στην Ελλάδα απεφασίσθει η ανατροπή του Μακαρίου, από το Ελληνικό ΓΕΕΘΑ και τον πρόεδρο Γκιζίκη. Με ένα ταγματάρχη που υπηρετούσε στην Κύπρο, και είχε κληθεί στο ΓΕΕΘΑ για ‘ταχυδρομείο’ η απόφασις έγινε γνωστή σε μικρό κύκλο αξιωματικών της Ε.Φ. μεταξύ των οποίων και εμού, από τον ‘ταχυδρόμο’ άμα τη επιστροφή του στην Κύπρο στις 5 Ιουλίου. Η επιχείρησις θα γινόταν στις 15 Ιουλίου, και επί κεφαλής θα ήταν ο αμέσως μετά τον Ντενίση στην αρχαιότητα ταξίαρχος Γεωργίτσης, και ο Ντενίσης – τον οποίο δεν εμπιστεύετο ο Ιωαννίδης – θα εκαλείτο εκείνη την ημέρα στην Αθήνα για σύσκεψη, ώστε να απουσιάζει από την Κύπρο κατά την επιχείρηση. Είχαμε δέκα ημέρες να προετοιμαστούμε. Κάναμε 2-3 μυστικές συναντήσεις στις οποίες καταστρώσαμε το πλάνο της ενεργείας, τους αντικειμενικούς σκοπούς, και την αποστολή κάθε μονάδος που θα ελάμβανε μέρος, βασιζόμενοι σε ήδη υπάρχον από το 1968 απόρρητο σχέδιο επί του αντικειμένου, που υπήρχε στα αρχεία της Ε.Φ..
Το μεγαλύτερο βάρος είχε πέσει στην επιλαρχία αρμάτων που είχε κυρίως Ελλαδίτες, στους καταδρομείς ( τρία τάγματα) που ήταν στην πλειοψηφία τους καλά εκπαιδευμένοι και “ενωτικοί’, στην ΝΔΚ που το προσωπικό της ήταν κατά 85% από την Ελλάδα, και στην ΕΛΔΥΚ που ήταν αμιγώς Ελληνικό σύνταγμα. Το εγχείρημα όπως αποφασίσαμε δεν θα γινόταν νυκτερινές ώρες, όπως συνήθως συμβαίνει με τέτοιου είδος επιχειρήσεις, διότι ολόκληρα τα βράδια τα στρατόπεδά μας ήταν υπό παρακολούθηση από τους εφεδρικούς, και αυτή σταματούσε κατά τις έξη το πρωί, για να ξαναρχίσει κατά τις οκτώ το βράδυ. Θα γινόταν αφού οι παρακολουθούντες εφεδρικοί έφευγαν το πρωί, και το ΓΕΕΘΑ είχε ορίσει, να είναι η 7η πρωινή η ώρα έναρξις του εγχειρήματος.
Επειδή όμως από 06.45 έως 07.45 υπήρχε μεγάλο τράφικ στους δρόμους από το πλήθος που πήγαινε στις δουλειές του ( Μαγαζιά, επιχειρήσεις, γραφεία, τράπεζες άνοιγαν μεταξύ 07.45 -08.00) που θα δυσχέραινε την κίνηση των αρμάτων και των στρατιωτικών οχημάτων που θα χρησιμοποιούσαμε, απεφασίσθει τελικά η ώρα ενάρξεως της επιχειρήσεως να είναι 08.15 όταν πλέον το τραφικ στους δρόμους ήταν μηδαμινό.
Οι πρώτοι αντικειμενικοί σκοποί ήταν το Προεδρικό μέγαρο, για την σύλληψη ή εξουδετέρωση του Μακαρίου, το κτίριο της αστυνομίας στο οποίο συστεγάζετο και το ΓΕΕΦ, το στρατόπεδο των εφεδρικών δίπλα στο κτίριο της αστυνομίας, ο οργανισμός τηλεπικοινωνιών (CYTA), ο ραδιοτηλεοπτικός σταθμός ΡΙΚ, το μέγαρο της αρχιεπισκοπής (που κατά τις πληροφορίες μας είχε οπλισμό των εφεδρικών), και ο αστυνομικός σταθμός Πύλης Πάφου, όπου στρατωνίζετο η αφρόκρεμα των εφεδρικών, και ήταν το ανακριτικό τμήμα για τους συλλαμβανομένους ‘ενωτικούς’. Συνεχίσαμε κανονικά την δουλειά μας, χωρίς να προκαλούμε υποψίες για το εγχείρημα. Εγινε εκείνες τις ημέρες μία συγκέντρωσις όλων των Ελλαδιτών αξιωματικών στο αμφιθέατρο του ΓΕΕΦ, από τον Ντενίση, στην οποία μας ανέλυσε την κατάσταση την οποία ήδη γνωρίζαμε από τον τύπο, μας συνέστησε ψυχραιμία, και εν κατακλείδι μας είπε, ότι εάν η Ελληνική κυβέρνησις αποδεχθεί την απαίτηση του Μακαρίου, πράγμα κατά την γνώμη του δύσκολο, τότε θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε για αναχώρηση από το νησί. Μας συνέστησε να εξακολουθήσουμε την δουλειά μας με ψυχραιμία.
Εκείνες τις ημέρες μου κοινοποιήθηκε από το ΓΕΝ το όνομα του αντικαταστάτου μου ( ήταν ο αντιπλοίαρχος Καρατσώλης, μία τάξις νεώτερός μου) ο οποίος σύμφωνα με την διαταγή θα ερχόταν στην Κύπρο, αφού εγώ θα συμπλήρωνα διετία, περί τα μέσα Αυγούστου, και εγώ θα ετοποθετούμην Κυβερνήτης στο αντιτορπιλλικό Σφενδόνη. Η Λίλυ άρχισε να πακετάρει τα πράγματά μας, τα οποία δεν ήταν και πολλά, διότι νοικιάζαμε επιπλομένα σπίτια, και είχαμε στην ουσία μόνο μερικά καλά σερβίτσια και τα ρούχα μας.
Τρείς ημέρες προ του εγχειρήματος πήγα στην ΝΒΧ, όπου σε συγκέντρωση των μονίμων αξιωματικών μου, που έκανα στο γραφείο του διοικητού της, τους ενημέρωσα για την ‘κίνηση’. Πλήν δύο υποπλοιάρχων, του Κανδαλέπα και του Τσαταλού, οι άλλοι αξιωματικοί εδέχθησαν την πληροφορία σαν κάτι αναμενόμενο, χωρίς αντιρρήσεις, και κάποιοι με υποκρυπτόμενο ενθουσιασμό. Μου εδήλωσαν ότι είναι έτοιμοι να αναλάβουν οιανδήποτε αποστολή τους ανέθετα. Οι δύο υποπλοίαρχοι, που ήταν αυτοί που είχαν έλθει όπως έλεγαν στην Κύπρο, για να αγοράσουν τα ηλεκτρικά του ο ένας, και για να φτιάξει μπουτίκ η γυναίκα του ο άλλος, δεν παρουσιάζοντο αντίθετοι στην κίνηση, αλλά φοβόντουσαν για την ζωή των σε περίπτωση εμπλοκής σε μάχες με τους εφεδρικούς.
Τους επέστησα την προσοχή όσον αφορά στο απόρρητον της ενεργείας, και έδωσα στον διοικητή Παπαδάκη οδηγίες να στείλει με την έναρξιν της ενεργείας αυτοκίνητα με συνοδεία βατραχανθρώπων να μαζέψουν όλες τις οικογένειες των Ελλαδιτών που έμεναν στην περιοχή, και να τις μεταφέρουν στις θερινές εγκαταστάσεις των αξιωματικών στην Αμμόχωστο όπου θα παρέμεναν υπό την προστασία των βατραχανθρώπων όσο διάστημα θα χρειαζόταν, ώστε να μη υποστούν τυχόν αντίποινα από τους εφεδρικούς. Επίσης να έχει σε ετοιμότητα ένοπλη ομάδα εκ 50 ναυτών με 6 υπαξιωματικούς και υπό αξιωματικό, για να την αποστείλει στο επιτελείο μου στην Λευκωσία όταν την ζητήσω.
Ο υποπλοίαρχος (μηχ) Γ. Ντάνος εζήτησε να είναι αυτός επί κεφαλής, και το εδέχθην. Πήγα εν συνεχεία στην Κυρήνεια και ενημέρωσα σχετικά τον Υποπλοίαρχο Τσομάκη, στον οποίο έδωσα εντολή να απομονώση με την έναρξη της επιχειρήσεως τον Ναυτικό Σταθμό κλείνοντας τις πόρτες του φρουρίου, και απαγορεύοντας την είσοδο σε οιονδήποτε, και να τεθεί υπό της διαταγές του διοικητού της εκεί στρατιωτικής διοικήσεως, παρέχοντας βοήθεια και υποστήριξη σε ότι του ζητηθεί. Με ενθουσιασμό συγκατετέθει. Ένα πρόβλημα που με απασχολούσε ήταν το προσωπικό του Ναυτικού Σταθμού Πάφου.
Η Πάφος από όπου κατήγετο ο Μακάριος ήταν το κατ’εξοχήν προπύργιό του. Ο αριθμός των εφεδρικών εκεί ήταν πολύ μεγαλύτερος από τις στρατιωτικές μονάδες της Ε.Φ. και πολύ καλύτερα εξοπλισμένος. Για τον λόγο αυτόν οι μονάδες της Ε.Φ. της Πάφου είχαν μείνει απληροφόρητες για το εγχείρημα, εν γνώσει μας ότι, θα εγκλωβιστούν από τους εφεδρικούς και θα συλληφθούν οι Έλληνες αξιωματικοί.
Αυτό δεν ήθελα να γίνει για το προσωπικό μου. Ειδοποίησα τον κυβερνήτη του περιπολικού ‘Λεβέντης’ τον υποπλοίαρχο Ταβλαρίδη να με συναντήσει και του έδωσα διαταγή περιπολίας με εντολή τα ξημερώματα της 15ης Ιουλίου να καταπλεύσει στον λιμένα της Πάφου εμπρός από τον Ναυτικό Σταθμό, όπου θα προστάτευε τον σταθμό με τα πυροβόλα του πλοίου από οιανδήποτε εισβολή εφεδρικών, και θα επιβίβαζε το προσωπικό του Ναυτικού σταθμού και τις 2-3 Ελληνικές οικογένειες του προσωπικού, στο πλοίο, απομακρυνόμενος του λιμένος, ώστε να μη συλληφθεί κανείς από το προσωπικό του Ναυτικού, από τους εφεδρικούς του Μακαρίου. Και αυτός έφυγε με ενθουσιασμό για την αποστολή του. Τα ΣΕΠ (ραντάρ) δεν είχαν καμία πληροφόρηση διότι δεν χρειαζόταν, και διότι είχαν συνεχή ετοιμότητα, με εξοπλισμένα πάντοτε τα αντιαεροπορικά ‘έρλικον’ των 20 χιλιοστών, που ήταν αρκετά να αποθαρρύνουν οιονδήποτε θα ήθελε να παραβιάσει τα στρατόπεδά των.
Εν συνεχεία ασχολήθηκα με τα του επιτελείου μου. Μίλησα με τους υποπλοιάρχους (μηχ) Παπαργύρη και (ο) Τζεφεράκο. Στον πρώτο ανέθεσα την αποστολή της καταλήψεως του ΟΤΕ (CYTA), την φύλαξή του, και την διακοπή των τηλεφώνων της περιοχής Λευκωσίας το ταχύτερον μετά την εκδήλωση της ενεργείας, και ο δεύτερος θα ήταν βοηθός μου στην κατάληψη του δευτέρου ορόφου της αστυνομίας, την συγκέντρωση όλων των ευρισκομένων εκεί αστυνομικών στον χώρο της καντίνας υπό προσωρινό περιορισμό, και την διακοπή των ραδιοεπικοινωνιών της αστυνομίας, και απενεργοποίηση της σειρήνας που υπήρχε στην οροφή του μεγάρου.
Επίσης την σύλληψη και περιορισμό των δύο φρουρών του εφεδρικού σώματος, που είχαν εγκατασταθεί τελευταία στα δύο άκρα του δευτέρου ορόφου του αστυνομικού μεγάρου, προφανώς για να μας παρακολουθούν. Ο Παπαργύρης θα είχε μαζί του 3 υπαξιωματικούς και τρεις ναύτες, και στην δική μου ομάδα θα είχα εκτός από τον Τζεφεράκο, ένα εφ. Σημαιοφόρο, τρεις υπαξιωματικούς και τέσσερεις ναύτες. Ένας εφ. σημαιοφόρος, δύο υπαξιωματικοί, και δύο ναύτες θα παρέμεναν στα γραφεία του επιτελείου για την φύλαξή των.
Την Πέμπτη 11/7 ο Ντενίσης εκλήθει επειγόντως στην Αθήνα για συνομιλίες επί της δημιουργηθείσης καταστάσεως. Οι διευθυντές κλάδων του ΓΕΕΦ πήγαμε ως γινόταν συνήθως στο αεροδρόμιο και τον αποχαιρετήσαμε. Δημοσιογράφοι παριστάμενοι στην αναχώρηση τον ερώτησαν για τον σκοπό της αναχωρήσεως του, και τους απήντησε ότι στην σύσκεψη που θα έχει με την Ελληνική κυβέρνηση και τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ στρατηγό Μπονάνο θα προσπαθήσουν να βρουν μία λύση στην δημιουργηθείσα κατάσταση.
Την Παρασκευή 12/7 και το Σάββατο 13/7 κάναμε με διάφορες δικαιολογίες αναγνώριση των στόχων των αποστολών μας, για να ξέρουμε τι πιθανώς θα αντιμετωπίσουμε.