Ἡ ἀσθένεια τῆς ἄγνοιας τοῦ ἑαυτοῦ
Οἱ ἄνθρωποι δέν γνωρίζουν ποιοί εἶναι καί γι’ αὐτό δέν εἶναι σέ θέση νά διακρίνουν τό ὀρθό ἀπό τό ἐσφαλμένο, τό ὠφέλιμο ἀπό τό ἐπιβλαβές, αὐτό πού προσφέρει εὐδαιμονία ἀπό τήν ἀλγηδόνα ἡδονή, ἡ ὁποία ἐνδύεται τή λεοντή τῆς ὑπεροχῆς καί τῆς ἀφθονίας πόρων.
«Σώρευσε χρυσάφι, μάζεψε ἀσήμι, στρῶσε μονοπάτια περιπάτων, γέμισε τό σπίτι σου μέ δούλους καί τήν πόλη μέ ὀφειλέτες σου. Ἄν δέν κατανικήσεις τά πάθη τῆς ψυχῆς σοῦ, ἄν δέν βάλεις τέλος στήν ἀπληστία σου καί δέν ἀπαλλαχτεῖς ἀπό τούς φόβους καί τίς ἔγνοιες, εἶναι σάν νά προσφέρεις κρασί σέ κάποιον πού ἔχει πυρετό, σάν νά προσφέρεις μέλι σέ κάποιον πού πάσχει ἀπό χολή καί σάν νά ἑτοιμάζεις φαγητά καί λιχουδιές γιά κάποιους πού πάσχουν ἀπό κοιλιακά καί δυσεντερία, πού δέν μποροῦν νά τά συγκρατήσουν ἤ νά δυναμώσουν ἀπό αὐτά, ἀλλά πού τούς ἐπιδεινώνουν τήν κατάσταση».
Πλουτάρχου «Περί ἀρετῆς καί κακίας», Ἠθικά, τόμος 3, ἐκδόσεις Κάκτος, σελ. 95.
Ὁ παραβολικός τρόπος πού χρησιμοποιεῖ ὁ Πλούταρχος γιά νά παρουσιάσει τόν βασικό παράγοντα τῆς δομικῆς ἀστάθειας τῶν προσωπικοτήτων καί τῶν κοινωνιῶν εἶναι εὐφυής, ἀκριβής καί εὔστοχος. Πετυχαίνει τήν παθογένεια στό
ὑπαρκτικό κέντρο της, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν ἄγνοια, ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου πού αὐτοσυστήνεται ὡς... κανονικότητα. Ἀπό τήν ἀρχή ἔτσι εἶναι καί, καθώς δείχνουν τά πράγματα καί ἡ μέχρι τώρα πορεία τοῦ εἴδους μας στό ἄγνωστο, ἡ ἄγνοια θά μᾶς συνοδεύσει μέχρι τό τέλος.
Οἱ ἄνθρωποι δέν γνωρίζουν ποιοί εἶναι καί γι’ αὐτό δέν εἶναι σέ θέση νά διακρίνουν τό ὀρθό ἀπό τό ἐσφαλμένο, τό ὠφέλιμο ἀπό τό ἐπιβλαβές, αὐτό πού προσφέρει εὐδαιμονία ἀπό τήν ἀλγηδόνα ἡδονή, ἡ ὁποία ἐνδύεται τή λεοντή τῆς ὑπεροχῆς καί τῆς ἀφθονίας πόρων. Οἱ ἄνθρωποι πού δέν γνωρίζουν ποιοί εἶναι καί διά τοῦτο δέν μποροῦν νά ὑποθέσουν, νά ἀντιληφθοῦν καί νά ἐπιδιώξουν ὅ,τι χρειάζονται γιά τήν ἐξέλιξη τούς στρέφονται σ’ αὐτό πού φρονοῦν ὅτι εἶναι παραδεκτό καί ἀποδεδειγμένα ἐπιθυμητό ἀπ’ ὅλους: τήν ὑλική ἰσχύ. Οἱ ἀδαεῖς περί τῆς φύσεώς τους μέ τή σώρευση πλούτου καί δυνάμεως ἐπιτυγχάνουν σέ κάποιον βαθμό τήν αὐτοεπιβεβαίωση τῆς ἀξίας τους καί, ἐπειδή γίνεται αὐτό, ἡ ἀξία τῆς ὕλης, τοῦ χρήματος, τῶν ἀγαθῶν πού πωλοῦνται καί ἀγοράζονται καταλαμβάνει ὅλο τόν διαθέσιμο χῶρο τῆς συνείδησής τους. Μόλις ἀκούσουν κάποιον νά ὁμιλεῖ περί ἐξισορρόπησης τῆς ὕλης μέ τό πνεῦμα καί τόν συντονισμό ἀμφοτέρων πρός τήν ἀρετή ὑπομειδιοῦν - καί ἄν δέν τό κάνουν ἐμφανῶς λόγω ἁβρότητος, τό δηλώνουν μέ τήν ἔμπρακτη ἀδιαφορία τούς γιά ὅσα δέν μποροῦν νά μετρηθοῦν σέ τραπεζογραμμάτια. Κι ἔτσι αὐταπατῶνται ὅτι βρίσκονται κοντά στή γαλήνη, στήν εὐδαιμονία, τήν ἴδια τήν εὐτυχία.
Ὁ Πλούταρχος, στό ἀπόσπασμα πού παρατέθηκε στήν ἀρχή τοῦ κειμένου, ἐξηγεῖ ἐναργῶς γιατί οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονται στήν ἀγκάλη τῆς χίμαιρας τῆς ὑπερσυσσώρευσης ἀγαθῶν ἀδυνατοῦν νά γαληνέψουν. Εἶναι σάν τούς ἀσθενεῖς πού στρώνεται μπροστά τους ἕνα πλούσιο τραπέζι. Ἡ κλονισμένη σωματική ὑγεία τους εἶναι δεσμοφύλακας. Δέν ἀφήνει τήν ἡδονή, τήν ἀπόλαυση νά ἐπισκεφτεῖ τό παγιδευμένο στά βάσανα κορμί καί δέν πρόκειται νά τό κάνει, ἄν τό σῶμα δέν ἀπαλλαγεῖ πρῶτα ἀπό τούς νοσογόνους παράγοντες πού τό κρατούν στά δεσμά του πόνου.
Τά πάθη τῆς ψυχῆς πού περιγράφει ὁ Πλούταρχος εἶναι ἡ ἀπληστία, οἱ φόβοι καί οἱ ἔγνοιες. Ὅλα τοῦτα λειτουργοῦν σάν ἀποτροπές κάθε εὐχαρίστησης. Μόνος τρόπος ξεπεράσματος τοῦ σκοπέλου τῆς ἀχρείαστης ὀδύνης εἶναι ἡ λογική καί ἐργαλεῖο τελειοποίησης τοῦ τεμένους τῆς λογικῆς εἶναι ἡ φιλοσοφία. Ὁ φιλόσοφος σέ χωρίο πού ἀκολουθεῖ διευκρινίζει: «Θά γίνεις αὐτάρκης, ἄν κατανοήσεις ποιιό εἶναι τό καλό καί τό ἀγαθό. Θά ζεῖς πολυτελή ζωή μέσα στή φτώχεια σου καί θά περνᾶς σάν βασιλιάς καί δέν θά βρίσκεις μικρότερη ἱκανοποίηση στήν ἀνέμελη ζωή τοῦ ἁπλοῦ πολίτη ἀπ’ ὅση θά ἔβρισκες στή ζωή τοῦ στρατηλάτη ἤ τοῦ πολιτικοῦ ἡγέτη. Ἄν ἐπιδοθεῖς στή φιλοσοφία, δέν θά ζεῖς δυσάρεστα, ἀλλά σέ ὅλα καί ἀπ’ ὅλα θά μάθεις νά ζεῖς εὐχάριστα. Ὁ πλοῦτος θά σοῦ δίνει χαρά γιά τό καλό πού θά μπορεῖς νά κάνεις σέ πολλούς, ἡ φτώχεια γιά τήν ἀπαλλαγή σου ἀπό πολλές φροντίδες, ἡ διασημότητα γιά τίς τιμές πού θά σοῦ προσφέρονται καί ἡ ἀσημότητα γιά τό ὅτι δέν θά σέ φθονοῦν».
Κάθε βίος εἶναι ὄμορφος, αξιοβίωτος, ἀρκεῖ τό σῶμα καί ἡ ψυχή νά μήν πάσχουν - τό μέν ἀπό ἀσθένειες καί ἡ δέ ἀπό τήν ἄγνοια τοῦ εαυτοῦ.
Πηγή: Οἱ Ἀδιάβροχοι