Η διαχρονικότητα της προσφυγιάς * με αφορμή τη “Γαλήνη” του Ηλία Βενέζη
Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //
“… Οι χωριάτες τους φιλεύανε ψωμί σταρένιο και γάλα,
ύστερα βγαίναν στις πόρτες,
και τους ευχόντανε ο θεός να είναι μαζί τους, στο δρόμο τους.
Αυτοί οι χωριάτες δεν ξέρανε αν είταν πόλεμος,
ή αν τελείωσε, δεν ξέρανε τίποτα.
Ξέραν μονάχα πως άνθρωποι τους ζητούσαν ψωμί
και το δίνανε με την απλότητα που έχουν όλες οι μεγάλες πράξεις”.(Γαλήνη, σ. 134)
Αυτοί οι σπλαχνικοί χωριάτες ήταν Τούρκοι, απλοϊκοί, κι απονήρευτοι, άκακοι άνθρωποι, που ζούσαν μέσα στη φύση και δε γνώριζαν άλλο Θεό από αυτόν που στέλλει το φως και τη βροχή σ’ όλο τον κόσμο. Δεν ήξεραν άλλον πόλεμο από τον άγριο κι ατέλειωτο πόλεμο με τα στοιχεία της φύσης.
Αλήθεια, τι Τούρκος, τι Έλληνας για τον απλό, τον απλοϊκό άνθρωπο που μόνο με τη γη έχει δοσοληψίες και δεν γνωρίζει διαφορά ανάμεσα στο Θεό των Χριστιανών και τον Αλάχ; “Ένας είναι για όλους ο Θεός”, δίδασκε ο μεγάλος εκείνος απλός Δάσκαλος, ο Κοσμάς ο Αιτωλός.
Όταν άρχισα να σκέφτομαι πώς να αντιμετωπίσω το θέμα της τύχης των Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων στη χώρα μας – όπως το παρουσιάζει μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος “Γαλήνη” ο Ηλίας Βενέζης και τι τον ώθησε να γράψει με τόσο λυρισμό και πονεμένο πάθος αυτό το έπος, που αναμφίβολα, εκτός από επώδυνη και συγκλονιστική μαρτυρία, είναι ένα ποίημα γεμάτο τραγικό μεγαλείο – πρόβαλε μπροστά μου όλο το εφιαλτικό φάσμα της σύγχρονης πραγματικότητας με τις ακατάσχετες βίαιες ή μεθοδευμένες τεχνηέντως μετακινήσεις πληθυσμών.
Η Μικρασιατική καταστροφή, ο αφανισμός της ιωνικής ενδοχώρας και ο διωγμός των Ελλήνων από τις εστίες τους, δεν έχει ίσως προηγούμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας, ωστόσο δεν διαφέρει από τους σύγχρονους, βάναυσους, βίαιους και αιματηρούς εκπατρισμούς αθώων πολιτών. Αλλά οι Μικρασιάτες πρόσφυγες ήταν άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα, χωρίς εξαίρεση, ευκατάστατοι και άνθρωποι υποδεέστεροι οικονομικά, άνθρωποι του πνεύματος, που άφηναν πίσω τους την αρχοντιά, τις σχολές, τα υπάρχοντά τους, την ιστορία και τον πολιτισμό τους, μια ιστορία κι έναν πολιτισμό θαυμαστό, το άνθος των προσπαθειών και των αγώνων αιώνων, που ευδοκιμούσε και άνθιζε εκεί εκατονταετίες ολόκληρες, για να παραδοθεί στη λεηλασία και τη φωτιά.
Οι Μικρασιάτες Έλληνες πρόσφυγες σήκωσαν ό, τι μπόρεσαν από τον πλούτο της ιωνικής ελληνικής οικουμένης, πήραν το θαλασσινό δρόμο της προσφυγιάς και πλέοντας, όσοι πρόλαβαν να σωθούν από τη φωτιά και το μαχαίρι μανιακών εχθρών αλλοθρήσκων και “φίλων Ευρωπαίων”(ή μήπως γινήκαμε επιλήσμονες; Τα γεγονότα επαναλαμβάνονται) κι όσοι κατάφεραν να επιβιβαστούν στα καράβια, με την ψυχή κυριολεκτικά στο στόμα, έφτασαν κι αποβιβάστηκαν στη μητέρα Ελλάδα, ελπίζοντας πως θα βρουν στοργή και αγάπη, μια ζεστή και φιλόξενη γωνιά, για να απαγκιάσουν και να ξεκινήσουν από την αρχή την πάλη με τη γη και τα στοιχεία της άγριας φύσης, για την επιβίωση. Δεν υπολόγιζαν πως θα αντιμετώπιζαν μίσος, εχθρότητα και ανελέητο ως εξοντωτικό πόλεμο από αδερφούς Έλληνες Αρβανίτες στο συγκεκριμένο κείμενο, οι οποίοι υπερασπίζονταν τη γη, που στην πραγματικότητα δεν ήταν δική τους, αλλά την εκμεταλλεύονταν ως βοσκότοπο. Κι είδαν τους πρόσφυγες σαν σφετεριστές αυτής της γης. Και τους φέρθηκαν με το χειρότερο τρόπο. Έβαλαν τα δυνατά τους να τους εξοντώσουν, να τους πνίξουν ή να τους κάνουν τον, όντως μαρτυρικό, βίο αβίωτο και να τους εξαναγκάσουν να πάρουν πάλι τους δρόμους. Αλλά οι Μικρασιάτες πρόσφυγες δεν υποχώρησαν. Είπαν: “Εμείς θα μείνουμε σ’ αυτό το μέρος, εδώ. Με το θέλημα του Θεού”, που τους ακολουθούσε, σακατεμένος, ρημαγμένος, ρακένδυτος, πρόσφυγας κι ο ίδιος μέσα στο ίδιο το κράτος της παντοδυναμίας του και τους έδινε δύναμη, κουράγιο και θέληση για επιβίωση, για νέα ζωή.
Και διαγράφηκε τότε “μια γαλάζια γραμμή απάνω στο χώμα της γης όπου είναι δέντρα και τάφοι, φωτιά της αστραπής που γράφεται και σβήνει, βυθιζόμενη μες στο πέλαγο, πέρα απ’ όλα η σιγή που είναι το τελευταίο όριο του κόσμου”, γυρεύοντας να μάθουν “ποια να είναι, άραγες, η μοίρα του κόσμου (…), η μοίρα μερικών ανθρώπων (…), για τα κόκαλα που θα λευκάνει η θάλασσα όταν θα σκεπάσει και τούτο το καταφύγιο της γης, ύστερα από αμέτρητα χρόνια” και δεν είναι “τίποτα πιο ικανό να σώσει τον άνθρωπο απ’ την πίκρα της αβεβαιότητας, όσο η σιωπή και η αβεβαιότητα των άστρων”.
Σήμερα μιλάμε για “ρατσισμό”, που σημαίνει διάκριση των ανθρώπινων φυλών σε ανώτερες/προνομιούχες και σε κατώτερες, ανάξιες λόγου και έχουμε πλέον εφεύρει και τον πιο ενδεδειγμένο και κατάλληλο όρο, που εμπεριέχει και το νόημα της πιο παράλογης και πιο απάνθρωπης συμπεριφοράς/πράξης, που είναι η περιφρόνηση, η έλλειψη στοργής και σεβασμού της προσωπικότητας του άλλου, η αδιαφορία και η εκμετάλλευση εκείνων που παίρνουν τους δρόμους κυνηγημένοι από την όποια κακή τους μοίρα, ζητώντας κάποιο καταφύγιο. Κι ως ένα σημείο είναι πιθανό να υπάρχουν ανάμεσά τους και κλέφτες και κακοί και απατεώνες και φύσει εγκληματίες.
Το εφιαλτικό αυτό γεγονός το ζούμε έντονα στις μέρες μας, που η χώρα μας, είτε ως “χώρα υποδοχής προσφύγων και μεταναστών” είτε ως “άσυλο πτωχών και ανεπιθύμητων” στον τόπο τους, κατακλύζεται από στίφη εκόντων ακόντων “βαρβάρων”. Ο ρατσισμός είναι μια ακόμα έκφανση του παραλογισμού που χαρακτηρίζει τον τρομερό αιώνα της διαστημικής παραφροσύνης. Του αιώνα που εξέπνευσε κληροδοτώντας στην ανθρωπότητα εκτός από τα όντως θαυμαστά επιτεύγματα της τεχνολογίας σε πολλούς τομείς, δύο από τους πλέον αιματηρούς παγκόσμιους πολέμους, χιλιάδες καταστροφικές συρράξεις, συνεχείς εχθρικές επεμβάσεις με εκατομμύρια νεκρούς, πεινασμένους, άστεγους, άσιτους, διψασμένους, παραμορφωμένους, πληγές απύλωτες και ερείπια ανεπανόρθωτα, για να κοσμούν τις προθήκες του πολιτισμού μας στους αιώνες των αιώνων με την επικράτηση της παντοδύναμης πληροφορικής, που πάει να ανατρέψει και αυτούς ακόμα τους νόμους του σύμπαντος με άγνωστα μέχρι στιγμής αποτελέσματα για την τύχη και το μέλλον του πλανήτη μας. Και όχι μόνο…
“Ήρθαν οι Έλληνες = ήρθαν οι βάρβαροι”. Αυτό σήμαινε η προσφυγιά, οι ξεριζωμένοι Μικρασιάτες πρόσφυγες για τους αυτόχθονες της ελληνικής ενδοχώρας. Ήρθαν εδώ, στη μητέρα πατρίδα, σέρνοντας μαζί τους τη μνήμη των υπαρχόντων τους και την ελπίδα της επιστροφής στη γη τους την ποτισμένη με ιδρώτα, τη φυτεμένη το όμορφο Αύριο…, σηκώνοντας μόνο τα εικονίσματα και λίγο “χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό από την Ιωνία, τη γλυκεία πατρίδα στον κόρφο τους για φυλακτό…
Δεν ζητούσαν τίποτ’ άλλο εξόν από αγάπη και στοργή και λίγη από κείνη την τρυφερότητα, που μόνο οι Ίωνες καλλιεργούσαν κι άνθιζε η γη της Ιωνίας το φως στα τυφλά μάτια του Ποιητή, λαμπικαρισμένη “σαν τις γλυφές κάποιου μαρμάρου/που δίχως να το θες αισθάνεσαι την κρυάδα του να ζωντανεύει”…
Δε γύρευαν παρά λίγο ψωμί και γάλα, ό, τι έδιναν οι απλοί εκείνοι βουνίσιοι χωρικοί, που δεν ήξεραν τι θα πει πόλεμος, εχθρός και φίλος. Κι έδιναν από τα βρισκόμενα σ’ όποιον τους χτυπούσε την πόρτα από ανάγκη. Δε γνώριζαν και δεν τους ενδιέφερε να ξέρουν τι σημαίνει διαφορά, τι Έλληνας, τι Τούρκος, όλοι ήταν ίσοι για κείνους κάτω από το το σπλαχνικό κι ανεξίκακο μάτι του Θεού. Ένας είναι Θεός για τους δυστυχείς, μία η γη και μία η μεγάλη μάνα/πατρίδα/γη…
Έρχονταν κυνηγημένοι από σκοπιμότητες, πένητες και ρημαγμένοι, διωγμένοι από την ιωνική ελληνική γη, όπου άνθιζε και μοσχοβολούσε ο πανάρχαιος εκείνος μύθος που δεν ξεχώριζε πολύ τον άνθρωπο από τους θεούς του γιατί ο άνθρωπος τους είχε δημιουργήσει κατ’ εικόνα περίπου και ομοίωσή του, κι ο πολιτισμός του ανθοβολούσε εκεί τα διαιώνια όνειρα των προγόνων… Πάσχιζαν να ριζώσουν στην αγκαλιά της μάνας πατρίδας, να καλλιεργήσουν ξανά τη γη σπέρνοντας μαζί με το σπόρο της νέας ζωής και το χώμα και την ελπίδα που έφερναν από την κοιτίδα του ιωνικού πολιτισμού, το φως το ιωνικό, οι γεννημένοι, θρεμμένοι και μεγαλωμένοι μέσα στο άπλετο φως της ξανθής Ιωνίας.
Άνθρωποι φωτισμένοι και εγγράμματοι, με ανοιχτό μυαλό, ποιητική διάθεση και φαντασία. Και δεν έσπερναν μόνο σιτάρι, ήθελαν να ομορφύνουν τη ζωή, να ντύσουν με ευωδιά και χρώματα τρυφερά την ελπίδα και φύτευαν τριανταφυλλιές… να ευωδιάσει ο τόπος, η νέα γη τους Ιωνία! Αλλά το σαράκι της συμφοράς φυτρώνει ακόμα και μέσα στα σπλάχνα του ίδιου του ανθρώπου. Ήταν μαζί κι εκείνοι που έφερναν τον όλεθρο στην εξασθενημένη θέληση: η «Ειρήνη»! Τι τραγική ειρωνεία της μοίρας, η Ειρήνη να ξεριζώνει τα όνειρα από τα μάτια κι από τη θέληση του ανθρώπου, οποίος δεν εννοεί να παραδεχτεί την ήττα του κι επιμένει να θέλει να στολίσει το άγονο τοπίο, φυσικό και ψυχικό, με χρώματα, να το γεμίσει ροδοπέταλα…
Όχι, δεν είχε ψευδαισθήσεις ο ηλικιωμένος ρομαντικός γιατρός Βένης, ο πιο τραγικός ανάμεσα στους τραγικούς ήρωες της “Γαλήνης”. Είχε ένα όραμα: να ενδυναμώσει το όνειρο μέσα από την ποίηση της ουτοπίας του, να δώσει άλλη διάσταση στην τραγικότητα και δείξει να πως μέσα στο τραγικό υπάρχει η ελπίδα κι από κει μπορεί να προβάλει, να ξανανθίσει η νέα ζωή, μέσα από τα ερείπια κι από τους τάφους των νεκρών, που λιπαίνουν τη γη. Ήξερε πως “οι νεκροί μας πρασινίζουνε το χώμα…” Η ποίηση δεν είναι χαμένη υπόθεση. Η ποίηση είναι η ίδια η δημιουργία του κόσμου, το πρώτο υλικό της ζωής, η ουσία και το μεγαλείο του κόσμου, το ίδιο το απέραντο και μεγαλειώδες σύμπαν, η γη με τα γόνιμα και τα άγονα τοπία της, που περιμένει τον ποιητή να της δώσει “πρόσωπο”, να την περιβάλει με στοργή και τρυφεράδα και να σπείρει τα οράματά του…
Αυτό ήταν ο τριανταφυλλώνας του Δημήτρη Βένη. Η προσπάθεια ν’ ανθοβολήσει στην απρόσωπη γη της χέρσας αμμουδερής Αναβύσσου, η ιωνική ιδέα, το χρώμα και το άρωμα του πολιτισμού της, το μεγαλείο με τη φροντίδα και τη στοργή των χεριών του ανθρώπου. Και τα όνειρα θέλουν χώμα και ιδρώτα, χέρια στοργικά να οργώνουν, να σκάβουν τη γη, να τα σπέρνουν, και να τα φροντίζουν για να ριζώνουν και να καρπίζουν…
Τα όνειρα του πρόσφυγα έχουν κάτι στέρεο, κάτι από χώμα και νερό, από αέρα κι από θάλασσα κυματώδη και μενεξελιά, από γαλήνη και φουρτούνα… Κάτι, ένα μεράδι από πατρίδα και μνήμη εωθινή. Είναι το άνθος των δυνατοτήτων του ανθρώπου τα όνειρα, που ανοίγουν δρόμους και δίνουν διεξόδους από τις δυσκολίες, που μένουν αλώβητα από την καταστροφή γιατί έχουν και “άυλα” υλικά, που τα σηκώνουν πάνω από τη συμφορά. Κι ανατέλλουν όπου γης και πατρίδα για τον άνθρωπο που δεν χάνει το κουράγιο και την ελπίδα.
Τα τριαντάφυλλα είναι τα όνειρα που ανθίζουν “στον άνω βυθό των ακαταλήπτων πραγμάτων”, κατά που λέει κι ο Σκιαθίτης Αλέξανδρος. Ό, τι δεν μπορεί κανένας κατακτητής, καμιά σκοπιμότητα, καμιά δύναμη, καμιά προσφυγιά να αφανίσει και να μας τ’ αποστερήσει…
Δυστυχώς η προσφυγιά είναι διαχρονική. Οι άνθρωποι από τότε που έπαψαν να ζουν νομαδικά, οπότε οι μετακινήσεις γίνονταν για αναζήτηση καλύτερης τύχης και δεν ήξεραν τι σημαίνει “πολιτισμός”, τι πάει να πει “ανθρώπινα δικαιώματα”, “ειρηνική συνύπαρξη των λαών”, “σεβασμός της περιουσίας του άλλου”, “ατομική ιδιοκτησία”, δεν γνώριζαν, γιατί δεν υπήρχαν, σύνορα, όρια που να κλείνουν περιοχές της γης, δεν είχε ακόμα μοιραστεί το χώμα και στον καθένα αναλογούσαν δυο τετραγωνικά μέτρα γης, αν του αναλογούσαν κι αυτά(είναι η μόνη σταθερή περιουσία και το αναφαίρετο απόκτημα για τον καθένα μας), δεν είχαν ηθικές αναστολές και δεν περιορίζονταν από τίποτα. Υπάκουαν μόνο στην ανάγκη που επέβαλλε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με τη δύναμη της επιβολής για επιβίωση και της διαιώνισης του είδους, όπως όριζαν οι φυσικοί νόμοι, το “δίκαιο του ισχυροτέρου”. Μόνο που τότε ήταν άγνωστη η έννοια της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο και ο ρατσισμός.
Η προσφυγιά είναι φαινόμενο των πολιτισμένων κοινωνιών. Και καμιά σχέση ή ομοιότητα δεν έχει με τις μετακινήσεις των πρωτόγονων λαών. Είναι φαινόμενο και αποτέλεσμα των κατακτητικών πολέμων. Είναι εκπατρισμός, βίαιη έξωση ολόκληρων οικογενειών και λαών από τις εστίες τους, γιατί αυτό επιβάλλει το συμφέρον εκείνων που τον πόλεμο “τολύπευσαν”, διαιωνίζουν και συντηρούν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Η “Γαλήνη” αναφέρεται βεβαίως στους Φωκαείς πρόσφυγες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα και τα υπάρχοντά τους και να αναζητήσουν μια παλάμη γης στη μητέρα Ελλάδα ν’ απιθώσουν το κορμί και τις ελπίδες τους, να ριζώσουν, να παιδοκομήσουν ξανά, να οργώσουν, να σπείρουν, να θερίσουν και να θάψουν εκεί τους νεκρούς τους, όπου γης και μοίρα του ανθρώπου! Κατέληξαν στα βαλτοτόπια και της Αναβύσσου, όπου συνάντησαν την κακία των κοντόφθαλμων βοσκών, που τους είδαν σαν παράσιτα κι ας τους παραχωρήθηκε η χέρσα και άνυδρη εκείνη γη πλάι στις αλυκές…
Ξαναδιαβάζοντας τη “Γαλήνη”, διαπιστώνει κανείς πως τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε ίσαμε σήμερα στον κόσμο. Όλες οι διακηρύξεις, όλοι οι οργανισμοί που ιδρύθηκαν για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι πολυτέλεια και εφαρμόζονται μόνο στα λόγια και στα χαρτιά, δεν έχουν καμιά ισχύ, είναι μια επίφαση, στάχτη στα μάτια. Και τα κινήματα ειρήνης είναι “φωνή βοώντος εν γη αβάτω και ανύδρω”, αφού η μισή ανθρωπότητα είναι πρόσφυγες και μετανάστες. Η γη μας κατάντησε ένας πλανήτης προσφύγων και μεταναστών. Να δούμε στο τέλος ποιος θα “υποδεχτεί” και ποιος θα περιθάλψει ποιον!
Η πατρίδα μας ακόμα δεν έχει λύσει τα προβλήματα των Ελλήνων προσφύγων από την Ιωνία, τη Μικρασιατική ενδοχώρα, τον Πόντο, που χρονίζουν, την Πόλη. Υπάρχουν ακόμα αναποκατάστατοι, άστεγοι κι αδικαίωτοι Μικρασιάτες πρόσφυγες! Και θα πεθάνουν με δυο καημούς: έναν που δεν μπόρεσαν να ξαναγυρίσουν στις “χαμένες” (;) πατρίδες κι έναν που η μητέρα πατρίδα δεν τους έδωσε μια στέρεα γη να μη ζουν στην αβεβαιότητα. Έχει δικές μας ανεπούλωτες πληγές πολλές ακόμα. Και τώρα καλείται να αντιμετωπίσει το νέο και καθημερινά διογκούμενο κύμα μιας άλλου είδους, πρωτοφανούς στην ιστορία της, προσφυγιάς και μετανάστευσης που υπαγορεύει ένας προφανής, ανιστόρητος παραλογισμός, κατευθυνόμενος από τα συμφέροντα εκείνων που εμπορεύονται τη ζωή και τη μοίρα του κόσμου.
Η Ελλάδα πάντα “ξέφραγο αμπέλι”. Κι ο λαός μας ο “αποδιοπομπαίος τράγος” που αίρει εκών άκων τις αμαρτίες του κόσμου όλου. Και είμαστε και ικανοποιημένοι. Και ευχαριστημένοι. Και υπόχρεοι…
Αυτά είχα να πω “στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ’ άλλες”.
Ποιος θα μας σώσει από αυτό τον ανεξέλεγκτο παραλογισμό;
Ο Θεός να βάλει το χέρι του…
* Απόσπασμα τροποποιημένο, από εκτενέστερη εργασία, συμμετοχή στο αφιέρωμα: ΜΝΗΜΗ του ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ, δημοσιευμένη στον 6ο τόμο ΤΕΤΡΑΔΙΑ «ΕΥΘΥΝΗΣ», δεύτερη έκδοση, συμπληρωμένη, Αθήνα, Νοέμβριος 1999, (Πρώτη έκδοση 1978).
Πηγή: Fractal