Ἡ διαγραφὴ τοῦ νοήματος
Κάποτε – ἔχει περάσει αἰώνας – οἱ ἄνθρωποι διερωτώμασταν ποιό εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Σήμερα βρισκόμαστε ἕνα βῆμα πιὸ πίσω: Διερωτώμαστε ἂν ὑπάρχει τὸ νόημα.
Σὲ μιὰ τέτοια καμπὴ τῆς Ἱστορίας ἐπιστρέφουμε, λοιπόν, στὸ σημεῖο ἐκκινήσεως ὅλων τῶν συνειδητοποιήσεων.
Τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ ζωὴ ἔχει νόημα εἶναι ἀπολύτως συναφὲς μὲ τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ ζωὴ ἔχει λόγο. Ἂν δηλαδὴ ὑπάρχει λόγος νὰ ὑπάρχει ἡ ὕπαρξη…
Τὸ ἀντίθετο ἐνδεχόμενο εἶναι ἡ ζωὴ νὰ βαίνει ἀλόγως. Θὰ ἐμφανιστοῦν ἀσφαλῶς συνομιλητὲς ποὺ θὰ ἐπιλέξουν αὐτὴ τὴν ἀπάντηση. Δὲν θὰ ἔχουν καταλάβει τί μᾶς εἶπαν, ὡστόσο. Διότι ἡ μόνη συνεπὴς προέκταση τῆς προκείμενης ἐπιλογῆς θὰ ἦταν ἡ ματαίωση (κατόπιν αὐτοῦ τούτου τοῦ λόγου) καὶ οἱουδήποτε διαλόγου...
Αὐτὸ ποὺ ἔχουν παραβλέψει, ὑπὸ μιὰ τέτοια ἀνάγνωση, εἶναι ὅτι κάθε ἐπιμέρους ἄποψη συνιστᾶ φορέα μιᾶς ἀκέραιης σημασίας. Ἀντιστρόφως, κάθε συνομιλία προϋποθέτει ἕναν ὁρίζοντα νοήματος γιὰ νὰ ἀνάγει, ἐκεῖνος, τὰ σκόρπια ρήματα σὲ λόγο συνεκτικό.
Τὸ τελικὸ ἐρώτημα ὁπότε εἶναι ἂν ἐννοοῦμε ποιό ἀκριβῶς μήνυμα ἀρθρώνουν οἱ, ἑκάστοτε, λέξεις μας. Ὅπως εἴπαμε παραπάνω: Ἂν ἀρθρώνονται ἔλλογα ἢ ἂν ἀρθρώνονται ἄλογα.
Ἡ φράση τώρα «νόημα εἶναι ἡ ἀπουσία νοήματος» ἀποτελεῖ – καὶ ὅμως – κάτι… περισσότερο ἀπὸ λογοπαίγνιο: Ὁμολογεῖ μιὰ νοσταλγία κατάφασης… καταμεσῆς μιᾶς διακήρυξης ἀπορρίψεως! Παραδέχεται συγκεκριμένα ὅτι μόνο ὡς ὑποκατάσταση νοήματος, ἡ ἀπονοηματοδότηση, ἔρχεται σὲ θέση νὰ μᾶς γοητεύσει.
Ὅτι ὁ μύχιός μας ἐαυτός, δηλαδή, μόνο μέσῳ βεβαιώσεων ἔλλογων βρίσκει τὴν πληρότητα ποὺ νοσταλγεῖ ἡ ζωή του.
Ἡ φιλοσοφία τῶν νεωτέρων χρόνων τὰ ἀντιλαμβάνεται αὐτὰ τὰ πλαίσια. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπὶ δύο συναπτοὺς αἰῶνες ἐπεδίωξε νὰ προσκομίσει λόγο. Ἕναν λόγο, ὡστόσο, ἀφιερωμένο στὴν ἀποϊέρωση. Ἕνα λόγο, δηλαδή, ποὺ κυοφοροῦσε ἀφεύκτως τὴν ὑποστροφὴ στὸ τίποτα.
Τὴν ἦττα της στὸ πεδίο τοῦ λόγου ἡ κρατοῦσα, αὐτή, φιλοσοφία μόνο κατὰ τὶς πολὺ πρόσφατες δεκαετίες (καὶ μόνο ἔμμεσα) τὴν παραδέχθηκε. Ἦταν τότε εἰδικὰ ποὺ ἄρχισε νὰ ὑπερασπίζεται τὴν Ἀποδόμηση – ἀποδόμηση, αὐτοῦ καθεαυτόν, παντὸς λόγου.
Τὸ μήνυμα λοιπὸν περὶ «ἀπουσίας νοήματος» (τοῦ ὁποίου βιωματικὸ ἰσοδύναμο εἶναι μιὰ θλίψη σὲ βαθμὸ κατάθλιψης) ὁλοκληρώνει ἁπλῶς τὴν ὁμολογία ὅτι, ἂν τὸ νόημα δὲν θεωρηθεῖ κατὰ τὴν εὐχαριστιακή του ὑπόσταση, τότε δὲν βρίσκει τόπο νὰ σταθεῖ πουθενά.
Ὄχι λίγοι ἄνθρωποι, βεβαίως, τοῦ παρόντος χρόνου δὲν ἔχουν ἀντιληφθεῖ ἀκόμα τὶς τεκτονικὲς αὐτὲς μετατοπίσεις τῆς κρατοῦσας σκέψης, καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ὁρίζονται ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις οἱ ὁποῖες εἶχαν ἐπιστρατευτεῖ κατὰ τοὺς δύο πρώτους αἰῶνες τῆς «διαφωτίσεως».
Ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις αὐτές, οἱ τρεῖς «δημοφιλέστερες» συνοψίζονται σὲ ἰσάριθμες γνωστές μας λέξεις: νόημα εἶναι τὸ Χρῆμα, νόημα εἶναι ἡ Ἡδονή, νόημα εἶναι ἡ Δόξα.
Ὅτι νόημα ὡστόσο δὲν εἶναι αὐτά, διαπιστώνεται διὰ τῆς ἄμεσης παρατηρήσεως: Ὅσοι ἄνθρωποι (συνήθως ἄνδρες) ἔχουν τὸ χρῆμα, περισσότερο ἀπ’ αὐτὸ θέλουν τὴν ἡδονή, ὅσοι ἄνθρωποι (συνήθως γυναῖκες) ἔχουν τὴν ἡδονή, ἐπιζητοῦν περισσότερο ἀπ’ αὐτὴν τὸ χρῆμα, ἐνῷ ὅσοι ἄνθρωποι (καλλιτέχνες συνήθως ἢ διανοούμενοι) ἔχουν τὴ δόξα δὲν παύουν νὰ φέρονται εὐθέως ἀνταγωνιστικὰ πρὸς τόν… ἁπλὸ λαό – δηλαδὴ πόρρω ἀπέχουν ἀπὸ τὸ νὰ ξεχειλίζουν.
Μιὰ ἀπάντηση σὲ σαφῶς ὑψηλότερο ἐπίπεδο βέβαια – γι’ αὐτὸ καὶ μὲ προφανὲς τὸ βιωματικὸ ὤφελος – εἶναι ἡ παραπομπὴ στὴν πολιτικὴ ζωή: Εἴτε ὡς ἀγώνας γιὰ ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία, εἴτε ὡς πάλη γιὰ ἐλευθερία ἔκφρασης, εἴτε ὡς ὅραμα γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη. Καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὅμως, ἡ ματαιότητα πιστοποιεῖται εὐθὺς ὅταν ἐπιχειρηθεῖ μιὰ μακροϊστορικὴ ἀποτίμηση: Τόσος προοδευτικὸς ἀκτιβισμὸς πῶς ἄραγε ἐξηγεῖται (πέρα κι ἀπὸ τὶς ἑκατόμβες τῶν νεκρῶν ποὺ ἔχει ἐπισυσσωρεύσει ὅπου διάβηκε) νὰ μᾶς ἔχει φέρει σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία, γιὰ πρώτη φορὰ στὰ χρονικά, ἡ Ἱστορία ὀπισθοβατεῖ πρὸς μιά – ἴσα ἴσα – ὁλοένα σαφέστερη ἀφαίρεση δικαιωμάτων;
Ἐνώπιον μιᾶς τέτοιας ἀμηχανίας, διατίθεται ἀσφαλῶς πρὸς δοκιμὴν ἡ ἀκόμα ὑψηλότερη ἐφεδρεία ἐννοήσεων: Αὐτὴ ποὺ ἀνάγει τὴ ζωὴ τῆς τέχνης σὲ περιοπὴ νοήματος. Κάτι δηλαδὴ σὰν ἄνοιγμα στοὺς ὁρίζοντες τῆς ὡραιότητος. Εἶναι μιὰ ἀπάντηση ποὺ μᾶς φέρνει σὲ πλεονεκτικώτερο δρόμο, ἀρκεῖ τὴν Ὡραιότητα αὐτὴ νὰ τὴν ὑποδεχόμαστε ὡς ἀπολαμπὴ τῆς Ἀλήθειας. Διαφορετικά, στὸ ἀμέσως ἑπόμενο βῆμα καιροφυλακτεῖ τὸ μήνυμα «ἡ τέχνη γιὰ τὴν τέχνη», τὸ ὁποῖο πάλι θὰ προέβαινε… θαυμάσιο ἂν τυχὸν ὅμως πρῶτα δὲν κατόρθωνε νὰ ἔχει ἀφήσει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὸ στερέωμα σφιχτά… περίκλειστο: Κάτι σὰν ἐπιζήτηση τῆς ἀπόλαυσης γιὰ τὴν ἀπόλαυση – χωρὶς καμμιὰ δηλαδὴ ὑποψία τῆς βαθύτατης ἀνάγκης (μὲ τὴ μορφὴ τῆς σύγκορμης αὐτοπαράδοσης τοῦ «ἐγώ» στὸ «ἐσύ») μιᾶς ἀφιέρωσης.
Βρισκόμαστε στὸ σημεῖο ὅπου οἱ κρίσιμες λέξεις ἀνακτοῦν τὴν ἀκέραιη σημασία τους. Ἀρχίζει τότε καθεμιά τους νὰ σηματοδοτεῖ τὸ πᾶν. Ἤ, προβαίνουν αἴφνης ὅλες νὰ ὁμολογοῦν τὸ ἴδιο: «Καλό». «Μετάνοια». «Κατάφαση». «Εἰρήνη». «Ἄσκηση». «Ἀγάπη». «Προσφορά». «Ἱερό». «Θυσία». «Ἐλευθερία». «Ἀμοιβαιότητα». «Σχέση». «Ἐκπλήρωση». «Ἔρωτας». «Χαρά». «Θεός».
Ὄχι βέβαια… κάπου… ἀνάμεσα σ’ ὅλες αὐτές: Στὸ ἔσχατο βάθος καθεμιᾶς ἐτούτων εἶναι ποὺ περιέχεται (κρύπτεται καὶ ταυτόχρονα μεσουρανεῖ) τὸ ἀκέραιο νόημα μιᾶς ζωῆς στὸ φῶς.
Τὸ νόημα τῆς ζωῆς, ἐπὶ τέλους, μᾶς τὸ ὁμολογεῖ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἀνα-κυοφορεῖται: Καὶ τὸ Νόημα αὐτὸ εἶναι ἡ Ἑνότητα ἑαυτῶν καὶ ἀλλήλων. Οἱ δύο ποὺ γίνονται ἕνα, μᾶς φωτίζουν τὸν δρόμο ὥστε οἱ πάντες νὰ ἀναγνωριστοῦμε ὡς κοινωνία ἐκπληρώσεων.
Διατρέχουμε βέβαια μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία αὐτὴ τούτη ἡ ἕνωση διερμηνεύεται ὡς χωρισμὸς καὶ ἐχθρότητα. Εἶναι φυσικὸ ὅλες οἱ παρεπόμενες κατανοήσεις νὰ ἀναποδογυρίζουν τότε. Σύμπαντες οἱ κώδικες ἐπικοινωνίας νὰ ἐγκαθιστοῦν τὴν Βαβέλ. Κι ὅλες μαζὶ οἱ ἀνταλλαγές μας νὰ κοινοποιοῦν τὸ κενό.
«Νόημα τῆς ζωῆς», τότε, γίνεται πράγματι ἡ «ἀπουσία νοήματος». Τῆς δικῆς μας ζωῆς!
Ἡ συνέπεια εἶναι νὰ ἀποσύρονται, ἔτσι, οἱ ἴδιες οἱ πέντε αἰσθήσεις μας ἀπὸ τὸν βίο μας: Καθεμιὰ ἀπ’ τὶς πτυχὲς τῆς βιοτῆς μας νὰ ψάχνει χωρὶς ξανὰ νὰ βρίσκει τὴ γεύση της. Νὰ νομίζουμε, ἀμέσως μετά, ὅτι θὰ λύσουμε τὸ πρόβλημα ὄχι ἀναιρώντας μὰ ἐπιτείνοντας τὶς αἰτίες του: Νὰ τιμωροῦμε ἀκόμα βαθύτερα τὴ ζωὴ διαστρέφοντάς την.
Νὰ νομίζουμε μάλιστα ὅτι θὰ κρυφτοῦμε ἀπ’ ὅλα μας τὰ δεινὰ εὐτελίζοντας, στὸ μὴ περαιτέρω, καὶ τὴ γλῶσσα διὰ τῆς ὁποίας (αὐτο)διηγούμαστε τὴν πτώχευσή μας.
Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ νοήματος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴ συνοδεύεται ἀπὸ τὸ κόστος της. Δὲν θέλουμε νὰ ξέρουμε, σήμερα, ὅτι τὸ νόημα τῆς ζωῆς προβαίνει πολυτιμώτερο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ ζωή. Τὸ πρῶτο παραπέμπει ἀσφαλῶς στὴ δεύτερη. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἡ δεύτερη ἐπιλέγει νὰ μὴν παραπέμπει – μὲ τὴ σειρά της – στὸ πρῶτο, μποροῦμε φυσικὰ νὰ νοιώθουμε ὅτι πάντα κάτι μᾶς λείπει, δὲν μποροῦμε ὅμως ποτὲ πιὰ ξανὰ νὰ τὸ ἔχουμε.
Από το αφιέρωμα «Tο μηδέν και το νόημα» του περιοδικού Πειραϊκή Εκκλησία, τεύχος 29, Ιανουάριος 2018.
Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει την ανάρτηση είναι δημιουργία του Σάββα Χαρατσίδη.
Πηγή: Αντίφωνο