Η δημιουργία επιστημονικών όρων στην Αρχαία Ελληνική Γλώσσα
…Μόνο στην Ἑλλάδα δημιουργήθηκε ἡ θεωρητική σκέψη αὐτόνομα, μόνον ἐδῶ ὑπάρχει γηγενής ἐπιστημονική ὁρολογία…
…Ἡ γλώσσα εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς δομῆς τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος πού ἐξελίσσεται παράλληλα με τη ἐξέλιξη τοῦ λόγου και κορυφώνεται στη φιλοσοφία…
Αποσπάσματα από το 12ο κεφάλαιο στο έργο του συγγραφέα
«Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ»
Ἑλληνικά, γιατί μόνον ἐδῶ οἱ ἔννοιες προκύπτουν ὀργανικά ἀπό τη γλώσσα. Μόνο στην Ἑλλάδα δημιουργήθηκε ἡ θεωρητική σκέψη αὐτόνομα, μόνον ἐδῶ ὑπάρχει γηγενής ἐπιστημονική ὁρολογία. Ὅλες οἱ ἄλλες γλώσσες ἀντλοῦν ἀπό αὐτήν· εἴτε δανείζονται αὐτούσια τους ὅρους εἴτε τους μεταφράζουν και τους διευρύνουν. Αὐτό το κατόρθωμα τῶν Ἕλλήνων συνέβαλλε ὥστε οἱ ἄλλοι λαοί να ἀναπτυχθοῦν στον τομέα τῆς ὁρολογίας περισσότερο ἀπό ὅ, τι ἐπέτρεπε ἡ δική τους γλώσσα…
Δεν μποροῦμε π.χ. να φανταστοῦμε πῶς θα ἦταν δυνατό να δημιουργηθοῦν ἐπιστήμη και φιλοσοφία στην Ἑλλάδα, ἄν δεν ὑπῆρχε στη γλώσσα το ὁριστικό ἄρθρο…Πῶς θά ἦταν δυνατό να ἐξεικευτεῖ το καθολικό, να ἀναπτυχθεῖ μια ἀφηρημένη ἔννοια ἀπό ἕνα ἐπίθετο ἤ ἕνα ρῆμα, ἄν δεν πρόσφερε το ὁριστικό ἄρθρο τη δυνατότητα να σχηματιστοῦν τέτοιες «ἀφαιρέσεις», ὅπως θα τις ὀνομάζαμε σήμερα; Ἡ ὁμηρική γλώσσα εἶναι περισσότερο ἄναπτυγμένη ἀπό τά κλασικά λατινικά ὅσον ἀφορᾶ στη χρήση τοῦ ὁριστικοῦ ἄρθρου. Ὁ Κικέρων καταβάλλει προσπάθεια, για να ἀποδώσει και τις πιο ἁπλές φιλοσοφικές ἔννοιες, γιατί δεν ἔχει στη διάθεσή του το ἄρθρο, και ἔτσι μόνο περιφραστικά μπορεῖ να σχηματίζει ἔννοιες, οἱ ὁποίες στα ἑλληνικά εἶναι σύντομες και φυσικές…
Το ὁριστικό ἄρθρο, πού ἀποτελεῖ μιά ἀφετηρία για τη δημιουργία έπιστημονικῶν ὅρων, ἀναπτύχθηκε στα ἑλληνικά βαθμιαῖα ἀπό τη δεικτική ἀντωνυμία, ἡ ὁποία ἔγινε πρῶτα εἰδικό και ἔπειτα γενικό ἄρθρο…
Και ὁ Ἡσίοδος δεν γνωρίζει ἀκόμη τη χρήση τοῦ ἄρθρου πού συνοδεύει τους ἐπιστημονικούς ὅρους…
Ἡ τραγωδία το χρησιμοποιεῖ ἀπό την ἀρχή, ἰδιαίτερα πρίν ἀπό οὐσιαστικοποιημένα ἐπίθετα πού δηλώνουν κάποια ἀξιολόγηση. Ἀλλά ὁ Αἰσχύλος δεν το χρησιμοποιεῖ ἀκόμη με ἀφηρημένες ἔννοιες…
Την ἐποχή τοῦ Αἰσχύλου ὁ Ἡράκλειτος μιλᾶ για «τή» λειτουργία τῆς σκέψης (ἀπ. 112, 113), για «τό» καθολικό (ἀπ. 2, 14), για «τόν» Λόγο (ἀπ. 50), παρόλο πού χρησιμοποιεῖ τό ἄρθρο σπανιότερα ἀπό ὅ, τι ὁ Πλάτων. Ἡ φιλοσοφική σκέψη του ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτή τη χρήση τοῦ ἄρθρου, και ὁ σχηματισμός τοῦ ἄρθρου εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση για τις ἀφαιρέσεις του. Το ἄρθρο ἔχει την ἰδιότητα να οὐσιαστικοποιεῖ ἕνα ἐπίθετο ἤ ἕνα ρῆμα. Αὐτές οἱ «οὐσιαστικοποιήσεις» τῆς ἐπιστημονικῆς και φιλοσοφικῆς γλώσσας προσφέρουν στη σκέψη σταθερά «ἀντικείμενα»…
Ὑπάρχουν προφανῶς τρεῖς διαφορετικοί τύποι οὐσιστικῶν: τά κύρια ὀνόματα, τά συγκεκριμένα και ἀφηρημένα οὐσιαστικά. Το κύριο ὄνομα χαρακτηρίζει κάτι μεμονωμένο· το συγκεκριμένο οὐσιαστικό ὅμως περικλείει την ἀρχή ἑνός συστήματος, ἀποτελεῖ την κυτταρική μορφή ἐπιστημονικῆς ἀναγωγῆς και ταξινόμησης…
Ὄνομα και συγκεκριμένο οὐσιαστικό εἶναι μᾶλλον δύο παράλληλες μορφές τῆς γλώσσας πού χαρακτηρίζουν τά υλικά ἀντικείμενα τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος περιβάλλει τον ἄνθρωπο. Ὡστόσο τά οὐσιαστικά δεν περιορίζονται μόνο στό ρόλο αὐτόν. Ἀφαιρέσεις ὅπως «ἡ σκέψη», «το καθολικό» οὔτε ὀνόματα εἶναι, γιατί δεν δηλώνουν κάτι τό ἀτομικό και προσωπικό, οὔτε περιλαμβάνουν, ὅπως τά συγκεκριμένε οὐσιαστικά, ἕνα πλῆθος ἀντικείμενα· γι’ αὐτόν τον λόγο ἄλλωστε και δεν μποροῦν να σχηματίσουν πληθυντικό ἀριθμό…Το ἀφηρημένο οὐσιαστικό ὅμως, δημιουργεῖται για πρώτη φορά στην ἐξελιγμένη σκέψη…Πολλές λέξεις, πού ἀργότερα θεωροῦνται ἀφηρημένα οὐσιαστικά, ἦταν ἀρχικά (μυθικά) ὀνόματα…
Μια δεύτερη προδρομική μορφή ἀφηρημένης σκέψης εἶναι ἡ ἀναφορά στα ὄργανα τοῦ σώματος, κάθεφορά πού πρέπει να δηλωθεῖ ἡ λειτουργία τους…
Αὐτές οἱ δύο προδρομικές μορφές τῶν ἀφηρημένων οὐσιαστικῶν, το μυθικό ὄνομα και το συγκεκριμένο οὐσιαστικό, πού χρησιμοποιεῖται μεταφορικά, ἀφοροῦν σε κάτι ἄυλο – ζωντανό, ἔμψυχο, πνευματικό, δυναμικό κ.τ.λ. – το ὁποῖο δεν μπορεῖ να το ἐκφράσει το κύριο ὄνομα ἤ το συγκεκριμένο οὐσιαστικό. Τόσο ἡ μεταφορά ὅσο και ἡ προσωποποίηση συλλαμβάνουν το ἄυλο στοιχεῖο ἀνθρωπομορφικά ἤ φυσιογνωμικά, δηλαδή ὡς ἀποτέλεσμα ἤ ἔκφραση ἑνός ὑλικοῦ ὄντος. Ἡ ὕπαρξη ὅμως ἐπιστήμης εἶναι δυνατή μόνο ὅταν ὑλικό και ἄυλο διαχωρίζονται ἀπόλυτα, ὅταν γίνεται διάκριση ἀνάμεσα σε κινοῦν και κινούμενο, ἀνάμεσα σε ὕλη και δύναμη, ἀνάμεσα σε αντικείμενο και ἰδιότητα. Αὐτές οἱ διακρίσεις δημιουργοῦνται για πρώτη φορά, ὅταν μπορεῖ να περιγράψει κάποιος το ἄυλο με ἀξιόπιστο και ἀπαρεξήγητο τρόπο. Ἡ κατάλληλη γλωσσική μορφή στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ἡ οὐσιαστικοποίηση τῶν ρημάτων και τῶν ἐπιθέτων. Οἱ ἀφαιρέσεις τοῦ Ἡράκλειτου ἀποτελοῦν ἑπομένως ἀπαραίτητη προϋπόθεση για την ἀνάπτυξη τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης, ἔστω κι ἄν ὁ ἴδιος δεν ἐνδιαφέρεται γι αὐτήν. ἀλλά θέλει να συλλάβει το νόημα τῆς ζωῆς στο σύνολό της, δηλαδή τόσο την ὑλική ὅσο και την ἄυλη πλευρά της.
Ἡ λειτουργία τοῦ ὁριστικοῦ ἄρθρου στις οὐσιαστικοποιήσεις εἶναι τριπλή: (α) ὁρίζει το μη συγκεκριμένο· (β) το καθιστᾶ καθολικό, και (γ) ἐπαναπροσδιορίζει και ἐξειδικεύει το καθολικό, ὥστε να μποροῦμε να ἐκφέρουμε κρίσεις σχετικά με αὐτό…
Ἡ ἀνάγκη σχηματισμοῦ τοῦ ἄρθρου προκύπτει ὅταν σ’ ἕνα συγκεκριμένο οὐσιαστικό ἡ γενική σημασία του ὑπερισχύει σε τέτοιο βαθμό, ὥστε για να δηλωθεῖ το μεμονωμένο, το συγκεκριμένο ἀντικείμενο, ἀπαιτεῖται ἡ προσθήκη ἑνός προσδιορισμοῦ πού ἐξατομικεύει…
Ἑπομένως ἡ ἔννοια παρουσιάζει τά χαρακτηριστικά πού ἀνήκουν στους τρεῖς τύπους τοῦ οὐσιαστικοῦ: το ὄνομα, το συγκεκριμένο και το ἀφηρημένο οὐσιαστικό. Ἡ λογική σκέψη εἶναι προϊόν διασταύρωσης και τῶν τριῶν τύπων, γι’ αὐτό και εἶναι δύσκολο να συλλάβουμε την ἰδιότυπη φύση της.
Τά ἀφηρημένα οὐσιαστικά πού δημιουργήθηκαν ἀπό οὐσιαστικοποίηση ἐπιθέτων και ρημάτων ἐκφράζουν αὐτόν τόν μετασχηματισμό μιᾶς κρίσης σε ἀντικείμενο μιᾶς κρίσης με την ἴδια σαφήνεια ὅπως και τά γνήσια οὐσιαστικά…
Πραγματικά, τά ὅρια ἀνάμεσα στο οὐσιαστικό και το ἐπίθετο εῖναι ρευστα.
Ἡ ἀφετηρία οὐσιαστικοποίησης τοῦ ρήματος βρίσκεται στους λεγόμενους ὀνοματικούς τύπους τοῦ ρήματος, το ἀπαρέμφατο και τη μετοχή, πού ἀποτελοῦν συγχρόνως και τις μοναδικές δυνατότητες οὐσιαστικοποίησης τοῦ ρήματος…Το πρῶτο βῆμα στο σχηματισμό μιᾶς ἀφηρημένης ἔννοιας εἶναι ἡ χρήση τοῦ ἀπαρεμφάτου στη θέση κατηγορουμένου, γιά να δηλωθεῖ το «καθολικό». Το ἑπόμενο βῆμα εἶναι ἡ προσθήκη τοῦ ὁριστικοῦ ἄρθρου στο ἀπαρέμφατο, το ὁποῖο με τη σειρά του μετασχηματίζεται σε ἄντικείμενο μιᾶς κρίσης πού ἔχει ὡς κατηγορούμενο μιά ἀκόμη πιο γενική ἔννοια…
Ἡ ἐνεργητική μετοχή ἀποτελεῖ ἕνα περιεκτικό τύπο πού χαρακτηρίζει ἕνα ὄργανο και τη λειτουργία του…Η παθητική μετοχή ἐκφράζει το ἀποτέλεσμα μιᾶς δράσης καί εἶναι ἰδιαίτερα σημαντική για το σχηματισμό ἀφηρημένων οὐσιαστικῶν, ἰδίως στήν περιοχή τῆς νόησης, ὅπου το ἀποτέλεσμά της, δηλαδή ἡ συγκεκριμένη σκέψη, δεν ὑπάρχει χωριστά ἀπό τη δράση, ἑπομένως ἔξω ἀπό τη νοητική διαδικασία…
Τά οὐσιαστικά πού παράγονται ἀπό ρήματα μποροῦν να δηλώνουν συγχρόνως το ὄργανο, τη λειτουργία του και το ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς λειτουργίας…
Ἡ πολυσήμαντη ζωτικότητα τοῦ ρήματος ἐγκαταλείπεται για χάρη τῆς ἐννοιολογικῆς σαφήνειας, και ἔτσι ὁλοκληρώνεται μι α ἐξέλιξη πού ἄρχισε ἤδη στην πρωτόγονη γλώσσα. Σε μια μακρόχρονη και σύνθετη ἐξελικτική πορεία διασταυρώνονται μεταξύ τους ὀνοματικοί και ρηματικοί γλωσσικοί τύποι, καθώς ἐπίσης και οἱ τρεῖς βασικές μορφές τοῦ οὐσιαστικοῦ - το ὄνομα, το συγκεριμένο και το ἀφηρημένο ουσιαστικό. Χάρη σ’ αὐτές τις διασταυρώσεις δημιουργεῖται το λογικό στοιχεῖο, ἡ ἔννοια…
Ἡ ἴδια τέλος δασταύρωση παρατηρεῖται και στην ἀφηρημένη σύλληψη τοῦ πνεύματος, την ὁποία προετοίμασαν οἱ λυρικοί ποιητές και ὁλοκλήρωσε ὁ Ἡράκλειτος….
Ἡ λογική ἐπίσης δεν εἰσέρχεται στη γλώσσα ὡς ξένο στοιχεῖο· ἡ ἀρχική της θέση εἶναι στην ἴδια τη γλώσσα. Ὡστόσο ἡ γλώσσα ἀνέπτυξε βαθμιαῖα ὅλα ἐκεῖνα τά μέσα με τά ὁποῖα ἐκφράζει τη λογική σκέψη…
Ἀπό τη στιγμή ὅμως πού καβάλλεται ἡ προσπάθεια να γίνει κατανοητό το αὐτονόητο, το πνεῦμα ἀποκτᾶ την ἀκπληκτική ἱκανότητα να ἀνακαλύπτει τον ἑαυτό του. Ἡ ἀνακάλυψη τοῦ πνεύματος δεν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἀνακάλυψη τοῦ πνεύματος ἀπό τον ἴδιο τον ἑαυτό του…
Το γεγονός αὐτό κάνει δυνατή την παρμενίδεια ταύτιση ἀνάμεσα σ’ αὐτό πού ὑπάρχει και στη σκέψη…
Οἱ Ἕλληνες δεν προχώρησαν πέρα ἀπό τη μέτρηση ἀποστάσεων, βαρῶν και τοῦ χρόνου, Σε ἕνα μόνο σημεῖο προσπάθησαν να προχωρήσουν βαθύτερα. Οἱ Πυθαγόρειοι ἐξίσωσαν το ὕψος τῶν ἤχων με το μῆκος τῶν χορδῶν…
Ἦταν εὔκολο για τους Ἕλληνες να συλλάβουν τις ἰδιότητες ὡς μορφές στο χῶρο, γιατί πίστευαν ὅτι οἱ μορφές αὐτές ἀναπαριστοῦν τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα. Βασικά, ἐδῶ συναντοῦμε την ἀρχή τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης, ἡ ὁποία ἀνάγει τά δεδομένα τῶν αἰσθήσεων σε μορφές μαθηματικά κατανοητές, ἐνῶ ἡ μη ἐπιστημονική μεταφυσική τοῦ Ἡράκλειτου π.χ. προσπαθεῖ να κατανοήσει τις ἀντιθέσεις πού προστατεύουν οἱ αἰσθήσεις ὡς ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς πραγματικότητας…
Ὁ Πλάτων ἐνδιαφέρεται κυρίως για τη «δράση», ἐνῶ ὁ Ἡράκλειτος για την ψυχή, ἡ ὁποία στην πραγματικότητα οὔτε δρᾶ οὔτε κνεῖται, ἀλλά «ζεῖ» και «μεταβάλλεται» χάρη στις ἀντιθέσεις. Ὁ Δημόκριτος, ἀντίθετα, τονίζει με ἔμφαση την κίνηση ὄχι μόνο στον τομέα τῆς ψυχολογίας, ἀλλά και στην παρατήρηση τῆς φύσης, γιατί ἡ ἐπιστημονική σκέψη θεωρεῖ κίνηση ὅ, τι συλλαμβάνεται και ἐκφράζεται με ρῆμα…
Ὁ Ἀριστοτέλης διαχωρίζει για πρώτη φορά με σαφήνεια το πνευματικό ἀπό το σωματικό στοιχεῖο θεωρώντας το πρῶτο αἰτία και το δεύτερο ἀποδέκτη τῆς κίνησης…
Ἡ γλώσσα συλλαμβάνει τις δραστηριότητες ἀνάλογα με τις ἐντυπώσεις πού προκαλοῦν στις αἰσθήσεις. Ἡ ἑλληνική γλώσσαα ἀντιλαμβάνεται μια πράξη εἴτε ὡς κατάσταση – πού ἐκφράζεται με το ἐστωτικό θέμα – εἴτε ὡς συμβάν - ὁπότε χρησιμοποιεῖται ὁ ἀόριστος – εἴτε ὡς ἀποτέλεσμα - ὁπότε χρησιμοποιεῖται ὁ παρακείμενος…
Οἱ Ἕλληνες δεν ἀναγνώρισαν την ἀποσία τῆς λογικῆς στην κίνηση. Μόνο ὁ Ζήνων πλησίασε, ἀλλά ἡ ἀπουσία τῆς λογικῆς τον ὁδήγησε στο συμπέρασμα ὅτι δεν μπορεῖ να ὑπάρχει κίνηση. Οἱ Ἕλληνες δεν γνωρίζουν την πραγματική ἔννοια τῆς κίνησης. Δε εἶναι ἑπομένως περίεργο το γεγονός ὅτι δεν διατύπωσαν κανόνες για την κίνηση, ἐκτός ἴσως ἀπό τη διαπίστωση τῶν ἁπλῶν περιόδων.
Ἀπό τους τομεῖς τῆς σύγχρονης φυσικῆς μόνο ἡ μηχανική και ἡ ὀπτική ἀπέκτησαν ἐπιστημονική σημασία στη Ἑλλάδα. Ἴσως θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την ἀκουστική πού καλλιέργησαν οἱ Πυθαγόρειοι. Αὐτές οἱ περιοχές ἔρευνας ἀσχολοῦνται με τις σταθερές, τις στατικές θέσεις…
Ἡ γλώσσα εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς δομῆς τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος πού ἐξελίσσεται παράλληλα με τη ἐξέλιξη τοῦ λόγου και κορυφώνεται στη φιλοσοφία…
Πηγή: ΕΚΗΒΟΛΟΣ