Η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α’ – (μέρος Γ’ )
Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος εδώ και το δεύτερο μέρος εδώ.
Του Γιάννη Ράγκου
Αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε ο Αλ. Σχινάς;
Μετά τις πρώτες εβδομάδες και καθώς η υπόθεση ήταν ιδιαζόντως σοβαρή, τις ανακρίσεις για τη δολοφονία ανέλαβαν ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάμπρου, ο πρόεδρος Πρωτοδικών Βάσης και ο εισαγγελέας Εφετών Ρωμανός. Την κρισιμότητα της κατάστασης υπογράμμισε και το γεγονός ότι η βασίλισσα Όλγα επισκέφθηκε δύο ή τρεις φορές τον Αλ. Σχινά στο κελί του. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, μετά την τελευταία επίσκεψή της βγήκε από το κελί συντετριμμένη. Πολλοί εκτιμούν ότι ο Αλ. Σχινάς τής είχε αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας. Η Όλγα δεν μίλησε σε κανέναν για το περιεχόμενο των συνομιλιών της με τον δράστη, παρά μόνο στον πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος όμως ποτέ δεν τοποθετήθηκε ανοικτά για το θέμα αυτό. Ωστόσο, ορισμένοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη μεραρχία του, τον είχαν ακούσει αργότερα να οικτίρει τους Αυστριακούς ως δολοφόνους του πατέρα του.
«Η ανάμιξις της αειμνήστου Βασιλίσσης Όλγας […] είναι σαφής απόδειξις ότι ευθύς αμέσως εισέδυσεν εις το πνεύμα της η υπόνοια ότι οι ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος ευρίσκοντο πιθανώτατα ενταύθα και ήσαν πρόσωπα ισχυρά προ των οποίων θα εκάμπτετο και θα έκυπτεν η δικαιοσύνη. Προς διαλεύκανσιν του μυστηρίου η αξιοπρεπής και αγέρωχος Βασίλισσα, δεν εδίστασε να εισδύση μέχρι και αυτού του αθλίου δωματίου της ειρκτής και να αντικρίζη κατά μόνας τον απαίσιον δολοφόνον του πεφιλημένου συζύγου της» θα παρατηρήσει, αργότερα, ο Λ. Παρασκευόπουλος.
Εξάλλου, και ο Γεννάδιος Χατζηαποστόλου, που υπηρετούσε τότε ως επίσκοπος στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και κατόπιν παράκλησης της Όλγας είχε επισκεφθεί τον Αλ. Σχινά στο κελί του για να τον εξομολογήσει, θα γράψει το 1962: «Δις επεσκέφθην τον δολοφόνον, εντός μιας και της αυτής εβδομάδος, ευρόν δε τούτον κείμενον εντός ιδιαιτέρου δωματίου επί της τοποθετημένης επί του εδάφους σούστας κλίνης, και έχοντα πλησίον του πτυελοδοχείον δια τα πτύελά του, διότι ούτος ήτο φυματικός διανύων το δεύτερον στάδιον της ασθενείας ταύτης. […] [Ο Σχινάς] είπε ότι διεπνέετο […] υπό τοιούτων αρχών (σ.σ.: αναρχικών), αίτινες αποτελούσι την αιτίαν του εγκλήματος, αφορμή όμως της εκτελέσεως τούτου υπήρξε η επιδειχθείσα αστοργία και σκληρότης του Βασιλέως, έναντι των εκ της πενίας και δυστυχίας δεινοπαθημάτων του. […] Μήπως υπό την πρόφασιν ταύτην, υποκρύπτεται άλλος σκοπός και εγένεσο όργανον ξένης προπαγάνδας, γείτονος Κράτους ή άλλης εποφθαλμιώσης την Θεσσαλονίκην Ευρωπαϊκής Δυνάμεως και προέβης εις το αποτρόπαιον έγκλημα με την βεβαιότητα, ότι εκλείποντος του αγρύπνου φρουρού της Μακεδονικής πρωτευούσης, Βασιλέως Γεωργίου, θα επέλθη ανατροπή της πολιτικής καταστάσεως και θα εξυπηρετηθώσι τα συμφέροντα ξένων ισχυροτέρων ίσως δυνάμεων; Τότε ούτος επικαλούμενος θεούς και δαίμονας απέκρουε πάσαν τοιαύτην πρόθεσίν του και ισχυρίζετο ότι κατά τη γνώμη του είναι περιττοί οι Βασιλείς, τρεφόμενοι εκ του ιδρώτος του πενομένου λαού, εκδηλών τρόπον τινά αναρχικάς και αντικαθεστωτικάς ιδέας. […] Η σχηματισθείσα τότε γνώμη μου, την οποία και διετύπωσα εις την αείμνηστον Βασίλισσαν είναι ότι ο απαίσιος κακούργος ήτο αναρχικός και ως τοιούτος ίσως να εχρησίμευσεν ως όργανον ξένης εποφθαλμιώσης την Θεσσαλονίκην Δυνάμεως. […] Παρά την διακρίνουσαν δε αυτόν ευστροφίαν πνεύματος, περιείρχετο εις πολλάς και διαφόρους αντιφάσεις».
Καθώς, όμως, οι ανακρίσεις προχωρούσαν, ένα «απρόοπτο» γεγονός έκλεισε για πάντα το στόμα Αλ. Σχινά: έπεσε από το παράθυρο του ανακριτικού γραφείου και σκοτώθηκε ακαριαία. Οι συνθήκες του θανάτου του παραμένουν ομιχλώδεις. Οι περισσότεροι μελετητές υποστηρίζουν πως ο Αλ. Σχινάς εκπαραθυρώθηκε από αστυνομικούς, μετά από προσωπική εντολή του Κ. Ρακτιβάν ή του πρίγκιπα Πέτρου, ενώ ορισμένοι άλλοι αναφέρουν ότι, στην πραγματικότητα και παρά την επίσημη ανακοίνωση, ο Αλ. Σχινάς εκτελέστηκε μυστικά σε κάποιο ερημικό σημείο, έξω από την πόλη. Τα ερωτηματικά γύρω από το θάνατό του μεγάλωσαν και από το γεγονός πως το πτώμα του εξαφανίστηκε και μια πληροφορία πως είχε ταφεί στο νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής αποδείχθηκε ανακριβής.
Σύμφωνα με τον Γ. Κορδάτο, ο Β. Κανταρές δήλωνε για το θέμα: «Είμαι βέβαιος ότι ο Σχινάς δεν αυτοκτόνησε. Τον έριξε από το παράθυρο του διοικητηρίου ανώτατος αξιωματικός της χωροφυλακής ύστερα από τις ανακοινώσεις που έκανε στη βασίλισσα Όλγα. […] Όταν έφυγε η βασίλισσα, δεν πέρασε πολλή ώρα και ο πρίγκιπας Νικόλαος μου ζήτησε τη δικογραφία» («Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», 5ος τόμος, σελ. 314).
Μετά τον θάνατο του Αλ. Σχινά, το τελευταίο στοιχείο που απέμενε και θα μπορούσε να οδηγήσει στους ηθικούς αυτουργούς -οι φάκελοι με το ανακριτικό υλικό- καταστράφηκε ολοσχερώς. Εκείνη την εποχή διαδόθηκε πως οι φάκελοι κάηκαν το 1914 όταν στο ατμόπλοιο «Ελευθερία», με το οποίο μεταφέρονταν στην Αθήνα, εκδηλώθηκε πυρκαγιά. Αν και η πληροφορία δεν επιβεβαιώνεται από κανέναν έγκυρο ερευνητή ή ιστορικό, είναι βέβαιο ότι, σε κάθε περίπτωση, όλα τα σχετικά με τη δολοφονία έγγραφα εξαφανίστηκαν και έτσι χάθηκε κάθε αξιόπιστο στοιχείο που θα μπορούσε να διαλευκάνει την υπόθεση. Όσοι κρύβονταν στο σκοτάδι της υπόθεσης, μπορούσαν πλέον να είναι ήσυχοι…
Στοιχεία για τον Αλέξανδρο Σχινά υπάρχουν και ΕΔΩ.
Οι πολιτικές συνέπειες
Εν κατακλείδι και σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου επιδίωξε από την αρχή να «κλείσει» την υπόθεση της δολοφονίας στη βάση της θεωρίας του «μοναχικού και παράφρονα» δολοφόνου που έδρασε από, αποκλειστικώς, προσωπικά κίνητρα, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί ο ρόλος των Γερμανών και των Αυστριακών. Σε αυτή την περίπτωση, ήταν πολύ πιθανό να προκληθεί αναταραχή στον ευαίσθητο χώρο της Μακεδονίας και της βαλκανικής χερσονήσου, με την Θεσσαλονίκη να κινδυνεύει άμεσα. Οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι θα έσπευδαν να επωφεληθούν, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (πολεμικά πλοία των οποίων είχαν καταπλεύσει, εκείνη την εποχή, στο λιμάνι της πόλης), χωρίς προσχήματα πλέον, δεν θα δίσταζαν να επιβάλλουν τη θέλησή τους με τη «λογική των κανονιοφόρων». Έτσι, ο Ελ. Βενιζέλος προτίμησε να κερδίσει την Θεσσαλονίκη και να χάσει ένα βασιλιά.
Όμως, η στάση αυτή του Έλληνα πρωθυπουργού πρόσφερε μόνο προσωρινά πολιτικά και διπλωματικά οφέλη. Οι περισσότεροι ιστορικοί συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως αν ζούσε ο μετριοπαθής Γεώργιος, ο οποίος στο παρελθόν είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει επιτυχώς εθνικές κρίσεις, ενδεχομένως να μην είχε οδηγηθεί η χώρα στον Εθνικό Διχασμό και να ήταν διαφορετικές οι μετέπειτα εξελίξεις στο χώρο της Μικράς Ασίας.
Η απόπειρα δολοφονίας του 1898
Η δολοφονική επίθεση της 5ης Μαρτίου 1913 δεν ήταν η μοναδική που εκδηλώθηκε εναντίον του Γεωργίου Α’, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη απόπειρα του 1898, μερικούς μήνες μετά την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Συγκεκριμένα, το απόγευμα της 14ης Φεβρουαρίου 1898, ο βασιλιάς και η κόρη του Μαρία επέστρεφαν με τη βασιλική άμαξα στην Αθήνα, μετά από περίπατό τους στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου. Καθώς βρισκόταν στη θέση Ανάλατος, κατά μήκος της λεωφόρου Φαλήρου – Αθηνών (σημερινής λεωφόρου Συγγρού), η άμαξα δέχτηκε πυροβολισμούς από τον δημοτικό υπάλληλο Γ. Καρδίτση και τον Ι. Γεωργίου ή Κυριακό, που παραφυλούσαν στο σημείο. Οι σφαίρες δεν βρήκαν τον στόχο τους και τραυμάτισαν ελαφρά στο πόδι μόνο τον συνοδό της άμαξας.
Χαρακτηριστικό είναι το δίστηλο ρεπορτάζ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» την επόμενη μέρα: «Χθες περί την 3.30 μετά μεσημβρίαν ώραν η Α.Μ. ο Βασιλεύς μετά της πριγκιπίσσης Μαρίας ανελθών εφ’ αμάξης ανακτορικής, με τον γνωστόν κυνηγόν του κ. Περικλή Νέρην επί της θέσεως του λακκέ, διηυθύνθη εις το Παλαιόν Φάληρον˙ εκεί κατελθών της αμάξης εντεύθεν του ξενοδοχείου Ξηροταγάρου, διηυθύνθη πεζή μετά της πριγκιπίσσης μέχρι Πιρνόπουλου, όπου ο συνήθης περίπατος της Α. Μεγαλειότητος, ένθα συνήντησε την κυρίαν Κοντοσταύλου μετά τινός άλλης κυρίας και παρέμεινε μετ΄ αυτών φαιδρώς συνδιαλεγόμενος μέχρι της 5 και 10’, καθ’ ην επανελθών εις το μέρος όπου είχεν εγκαταλείψει την άμαξάν του εισήλθε μετά της πριγκιπίσσης και διηυθύνθη προς Αθήνας, δια της αυτής οδού του Φαλήρου, ενώ η φέρουσα την κυρίαν Κοντοσταύλου άμαξα ηκολούθη εις απόστασιν ολίγων βημάτων. Δεν είχε όμως υπερβή η βασιλική άμαξα, ήρεμα βαδίζουσα, το ήμισυ της οδού, ότε περά την θέσιν Ανάλατος, ευρισκομένη μεταξύ του πρώτου σταθμού (εγκαταλελειμμένου ήδη) και της μικράς παράγκας της κειμένης επί της μεγάλης οδού και της διακλαδώσεως αυτής, ήτις οδηγεί εις το παρακείμενον νηματουργείον του κ. Μ. Καψάνη, δύο άνδρες φέροντες όπλα Γκρα, και κατερχόμενοι προς το δεξιόν της ανερχομένης αμάξης μέρος (το λεγόμενον της Κατσιποδούς), έστησαν αίφνης αποτόμως και λαβόντες στάσιν πυροβολούντος επυροβόλησαν αμφότεροι κατά της βασιλικής αμάξης, ανεπιτυχώς μεν κατ’ ευτυχίαν, κατά του Βασιλέως και της πριγκιπίσσης, επιτυχόντες όμως δια δευτέρας και τρίτης επαναλήψεως των πυροβολισμών των, τον επί του εμπροσθίου μέρους καθήμενον κυνηγόν της Α. Μεγαλειότητος κ. Νέρην».
Οι δράστες συνελήφθησαν την επόμενη μέρα και στις 19 Μαρτίου καταδικάστηκαν σε θάνατο. Η ποινή εκτελέστηκε στις 27 Απριλίου του ίδιου έτους στις φυλακές Παλαμηδίου, στο Ναύπλιο.
Όπως ήταν φυσικό, η απόπειρα συνοδεύτηκε από πλήθος διαδόσεων και φημών. Στην κοινή γνώμη της εποχής δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ήταν σκηνοθετημένη, ώστε ο βασιλιάς να ελκύσει εκ νέου τη συμπάθεια του λαού, καθώς μετά την στρατιωτική ήττα του προηγούμενου έτους είχε αναπτυχθεί ένα βίαιο αντιδυναστικό ρεύμα ανάμεσα στους πολίτες και τους αξιωματικούς του στρατού, που θεωρούσαν υπεύθυνη για την εξέλιξη αυτή την πολιτική των ανακτόρων. Τις φήμες αυτές, υιοθέτησε και μερίδα του Τύπου της εποχής, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Π. Κανελλίδης, ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Καιροί» που δημοσίευσε τη συγκεκριμένη θεωρία, διώχθηκε δικαστικά «επί εξυβρίσει του Βασιλέως δια του Τύπου». Μάλιστα, ο ίδιος ο Γεώργιος, προκειμένου να διασκεδάσει αυτές τις αιτιάσεις, αρνήθηκε να απονείμει χάρη στους δύο δράστες, αν και η ποινή τους είχε θεωρηθεί από όλους τους παράγοντες ως ιδιαιτέρως αυστηρή.
Από την πλευρά τους, οι δράστες απέκρουσαν την κατηγορία ότι ήταν μέλη συνωμοτικής ομάδας και υποστήριξαν σθεναρά πως έδρασαν μεμονωμένα από αποκλειστικώς πατριωτικό φανατισμό (θεωρείται η εγκυρότερη ιστορική εκδοχή). «Ο Τύπος και ολόκληρος η κοινή γνώμη εγνώριζεν και έλεγεν ότι ο βασιλεύς και οι υπουργοί του ήσαν οι αίτιοι του επαίσχυντου πολέμου. Απεφάσισα να εκδικήσω την προσβληθείσαν τιμήν της πατρίδος μου και δια τούτο εξετέλεσα την πράξιν», είπε ο Γ. Καρδίτσης κατά την απολογία του στη δίκη.
Αντίθετα, ο ιστορικός Γ. Κορδάτος, όπως και στην περίπτωση της δολοφονίας του Γεωργίου, το 1913, υποστήριξε την άποψη της συνωμοσίας από εξωελληνικά κέντρα. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως οι δύο δράστες έδρασαν σύμφωνα με τις οδηγίες αξιωματικών του Γερμανικού Επιτελείου, έχοντας λάβει διαβεβαιώσεις πως δεν θα έχουν συνέπειες για την πράξη τους. Ο Γ. Κορδάτος συμπληρώνει, ακόμα, ότι τις φήμες για σκηνοθετημένη απόπειρα διέδωσαν οι ίδιοι κύκλοι, επιδιώκοντας να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη και τις διωκτικές αρχές.
Σε κάθε περίπτωση, η απόπειρα αυτή έδωσε την αφορμή να ξεκινήσουν διώξεις σε βάρος προσώπων που είχαν αντιμοναρχικές απόψεις και να επιβληθεί λογοκρισία στον Τύπο. Πάντως, ο Γεώργιος, πραγματοποιώντας συστηματική εκστρατεία, κατάφερε στο τέλος να ανατρέψει το εις βάρος του κλίμα, να επιρρίψει τις ευθύνες για την ήττα στους πολιτικούς και να αποκαταστήσει το κύρος του στα μάτια των πολιτών.
Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι μία εβδομάδα μετά την απόπειρα, τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση ναού στο σημείο, αφού όπως ανέφεραν ανακτορικοί κύκλοι «ο Θεός σώζει τον Βασιλέα και το Έθνος». Για την χρηματοδότηση του έργου, διενεργήθηκε από τους μητροπολίτες όλης της Ελλάδας έρανος μεταξύ των πιστών, με αποτέλεσμα ως τον Ιούνιο του 1901 να συγκεντρωθεί το ποσό των 74 χιλ. δραχμών και ο ναός να εγκαινιαστεί τον Νοέμβριο του 1902. Πρόκειται για τη γνωστή, σήμερα, εκκλησία του Αγίου Σώστη (Σωτήρος), που βρίσκεται στην περιοχή του Νέου κόσμου, στη λεωφόρο Συγγρού.
ΠΗΓΕΣ
- Αρχείο εφημερίδων «Εμπρός», «Νέα Αλήθεια» και «Πατρίς»
- Σ. Καργάκου: «Η δολοφονία του Γεωργίου Α’», εφημερίδα «Απογευματινή» (17 Μαΐου 1992)
- Walter Christmas: «King George of Greece», Λονδίνο 1914
- Γεωργίου Φιλάρετου: «Σημειώσεις από του 75ου υψώματος», Αθήνα 1928
- Λεωνίδα Παρασκευόπουλου «Αναμνήσεις 1896-1920», Αθήνα 1933-34
- Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», Αθήνα 1957-1959
- Θεόδωρου Πάγκαλου: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1959
- Γενναδίου Δ. Χατζηαποστόλου: «Η αυτοβιογραφία μου, η εγκατάλειψις του Επισκοπικού αξιώματος και η υψηλόφρων και αδιάβλητος στάσις της Εκκλησίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου», Αθήνα 1962
- Σπύρου Μαρκεζίνη: «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος» (3ος τόμος), εκδόσεις «Πάπυρος», Αθήνα 1966
- Συλλογικό: «Ιστορία του ελληνικού έθνους» (τόμος ΙΔ’), «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα 1977
- Γεώργιου Μελά: «Ο Κωνσταντίνος: Αναμνήσεις του πρώην γραμματέως του» (επιμ.: Π. Πετρίδης), εκδόσεις «UniversityStudioPress», Αθήνα 2000
* Μια συντετμημένη εκδοχή του άρθρου αυτού, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 61, Απρίλιος 2007