Η εκλογική άνοδος ως μέσο συστημικής ενσωμάτωσης – Η Αριστερά ως θεραπαινίδα του καπιταλισμού.

«Δίας και Αντιόπη»

«Δίας και Αντιόπη»

«Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν»

Μιχάλης Κατσαρός

Γράφει ο Σωτήρης Αμάραντος

Ορισμένοι από τους οξυδερκέστερους στοχαστές του παρελθόντος είχαν την άποψη ότι η αποδοχή από την πλευρά της Αριστεράς αστικών τρόπων κομματικής οργάνωσης, με στόχο την κατάληψη της εξουσίας, θα σήμαινε διαδοχικά την αλλοτρίωση της ηγετικής ομάδας, τη δεξιόστροφη μεθερμηνεία της ιδεολογίας της και την τελική αφομοίωση του συνόλου της κομματικής οργάνωσης στο καπιταλιστικό σύστημα.

Πρόκειται για ζητήματα, τα οποία υπερβαίνουν τα συμπτώματα των προσωπικών κινήτρων και επιθυμιών, βάσει των οποίων επιχειρείται, σε πλείστες περιπτώσεις, η ανάλυση της πολιτικής πραγματικότητας. Άλλωστε, η ένταξη και η λειτουργία των προσώπων σε καθεστώς κομματικής υποτέλειας προϋποθέτει έναν αρχικό βαθμό αλλοτρίωσης έναντι της ελευθερίας της ατομικής συνείδησης. Εάν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε μια από τις σημαντικότερες αρχές συμμόρφωσης προς την αστική αρχή του πολιτεύματος και την αντίστοιχη προς αυτήν κοσμοαντίληψη είναι το γεγονός της κομματικής συγκρότησης και βέβαια η κατάληψη της εξουσίας. Θα μπορούσαμε απευθυνόμενοι σε κάθε πολίτη που αγωνιά, κάπως κυνικά και με ύφος ειρωνικής προτροπής να διατυπώσουμε πως: εάν φοβάστε τη Χρυσή Αυγή, να της δώσετε την εξουσία. Να είστε σίγουροι ότι με αυτό τον τρόπο θα έχετε συμβάλλει στη μετατροπή της σε ένα κόμμα αστικής ευπρέπειας! Αυτό ακριβώς δε συνέβη με τον σχεδόν αναρχίζοντα ΣΥΡΙΖΑ του 3%; Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι την ίδια περίοδο στελέχη του μιλούσαν για αφοπλισμό των ΜΑΤ, ενώ με άλλες δηλώσεις τους παρείχαν λόγους συμπαράστασης σε πράξεις εξτρεμισμού.

Η προσέγγιση αυτή, θα είχε πολλές πιθανότητες να κριθεί ως ανεδαφική χωρίς μια εννοιολόγηση ικανή να παράσχει ερμηνεία των φαινομένων, σε ένα ευρύτερο της άμεσης εμπειρίας επίπεδο, ώστε να καταδειχτεί η δομή εκείνη των κοινωνικών σχέσεων, που προκαλεί την ανάδυση αντίστοιχων φαινομένων. Η νεωτερική ιδέα και πρακτική της πολιτικής, αναπτύσσεται με τρόπο που συγχέει τη λευκή εντολή που παρέχεται από τους πολίτες στους εκάστοτε εξουσιαστές, δια μέσου των εκλογών, με την ίδια την άσκηση της εξουσίας από το λαό. Ως εάν δηλαδή, με έναν μεταφυσικό τρόπο το πνεύμα του κάθε ψηφοφόρου να μεταγγίζεται στην πολιτική πρακτική του κυβερνήτη. Υπό την προοπτική αυτής της στρέβλωσης, η νεωτερική σύλληψη της πολιτικής κατονόμασε ως δημοκρατία την αποκλειστική διάθεση της εξουσίας στους ολίγους.

Ταυτόχρονα, η έννοια της ελευθερίας περιορίστηκε στο ατομικό επίπεδο, και το οικονομικό και πολιτικό σύστημα μεταβλήθηκαν σε πεδία πραγμάτωσης και συντονισμού της παραγωγικής και καταναλωτικής δυνατότητας της κοινωνίας. Έτσι, κατά τη νεωτερική εποχή διαπιστώνουμε μια διττή κίνηση, στο πεδίο της πολιτικής και σε αυτό της οικονομίας. Αφενός την απώθηση των πολιτών από τη δυνατότητα άμεσης παρουσίας στη διαδικασία της λήψης των πολιτικών αποφάσεων, καθώς η τελευταία γίνεται αντικείμενο που μονοπωλείται αποκλειστικά από την κυβερνώσα κομματική ελίτ και αφετέρου την πολιτική ανοχή στη σχετική αναρχία της οικονομίας, η οποία αφήνεται πλέον να διαχειρίζεται το πεδίο της, την αγορά, με δική της ευθύνη, κατορθώνοντας έτσι να απομακρυνθεί ακόμη και από τις μνήμες των ωμών παρεμβάσεων της παλιάς απολυταρχικής εξουσίας και των εμποδίων του φεουδαρχικού συστήματος.

Η πολιτική εξουσία και οι κρατικοί μηχανισμοί τους οποίους ελέγχει αυτοπεριορίζονται στο ρόλο του «νυχτοφύλακα», δηλαδή του απλού υποστηρικτή των μεγεθών που αναπτύσσονται στην αγορά. Με άλλα λόγια, το οικονομικό πεδίο εκθέτει στο φως του ιστορικού γίγνεσθαι δυνάμεις, οι οποίες αποκρυσταλλώνονται και λειτουργούν υπό τους όρους της ισχύος και όχι της εξισορρόπησης. Μπορούμε να αντιληφθούμε το εγχείρημα της εξισορρόπησης μόνο ως αποτέλεσμα ενός πολιτικού γινομένου που δεν θα ήταν αποκομμένο από το κοινωνικό σώμα και τη ίδια στιγμή θα ήταν ενεργητικά παρεμβατικό έναντι της οικονομίας. Αντίθετα, από τη στιγμή που τίποτα από τα προηγούμενα δεν συμβαίνει, η οικονομία συνεχίζει να αρθρώνεται ως «πρόταγμα» κατάκτησης της απόλυτης δύναμης.

«Νομοτελειακά» οδηγούμαστε στην ολιγοπωλιακή ή μονοπωλιακή ανασυγκρότηση του οικονομικού πεδίου, με την πολιτική εξουσία να είναι απλώς υποχρεωμένη να στηρίζει την ολιγοπωλιακή ιδιοποίηση του οικονομικού συστήματος. Κατακτώντας οι μεν το πολιτικό και οι δε το οικονομικό κεφάλαιο της κοινωνίας, σχηματίζεται ένα πλέγμα φανερών και παρασκηνιακών αλληλεξαρτήσεων, συγκερασμών και συγκρούσεων μεταξύ των νομέων της πολιτικής και οικονομικής ισχύος, οι οποίοι όμως οφείλουν να έχουν ως όριο τους, την αναπαραγωγή της ταξικής ηγεμονίας των ελίτ συνολικά. Η τάξη των πραγμάτων αυτή, ωθεί τα κομματικά μορφώματα, ειδικά όταν βρίσκονται σε τροχιά εξουσίας, στην οικειοποίηση ενός όλο και πιο ουδέτερου φαινομενικά λόγου, γεγονός που καταγράφεται στις πολιτικές έννοιες του κεντρώου ή πολυσυλλεκτικού κόμματος.

Η τεχνοκρατική αντίληψη, μεταρσιώνει σε τοτέμ το υφιστάμενο κοινωνικό σύστημα, καθώς και τη διάταξη της ισχύος στο εσωτερικό του, σε σχέση με την οποία, στη χειρότερη περίπτωση, αναλαμβάνει τον ρόλο της θεραπαινίδας, ενώ στην καλύτερη αποδέχεται σιωπηρά. Η τεχνοκρατία επιφέρει μια ουσιώδη αλλοίωση στην πολιτική δραστηριότητα, η οποία εργαλειοποιείται στην παροχή των αποτελεσματικότερων μέσων στην υπηρεσία των σκοπών του συστήματος της ολιγαρχίας. Στην ακραία του εκδοχή, ο τεχνοκρατικός λόγος καταργεί κάθε είδους συζήτηση περί πολιτικής. Η ειδική γνώση παρουσιάζει ως άχρηστη τη δημόσια αντιπαράθεση των γνωμών, με αποτέλεσμα την έκλειψη του δημόσιου χώρου, ως χώρου ελεύθερης πραγμάτωσης του ατόμου και της συλλογικότητας. Ένα τελεστικό λεξιλόγιο κάνει την εμφάνισή του για να καλύψει τις λειτουργικές ανάγκες του συστήματος, με αποτέλεσμα της υποστασιοποίηση της ανθρώπινης ετερότητας σε στατιστική μονάδα και τον αναπροσανατολισμό της εξουσίας προς τον ολοκληρωτισμό. Θα είχε σημασία να λεχθεί, πως μέσα από τους ίδιους μηχανισμούς, η εξουσία υποτάσσεται στο έργο της και ολόκληρη η κοινωνία καταδυναστεύεται τελικά από την ετερονομία.

Εφαρμόζοντας την προσέγγιση αυτή στα τρέχοντα πολιτικά ζητήματα, δεν θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να προβλεφθεί η αιφνίδια, για πολλούς, αλλαγή πλεύσης του ΣΥΡΙΖΑ και να μην αποτελεί παραδοξότητα η μεταβολή που σημειώθηκε, εξίσου αιφνίδια, στις θέσεις και στη συνθηματολογία του πρωθυπουργού. Έτσι μπορούμε να αποτιμήσουμε την όψιμη υιοθέτηση, από τους μηχανισμούς προπαγάνδας του ΣΥΡΙΖΑ, ενός «ρεαλιστικού λόγου», ο οποίος άρχισε να κατακλύζει την επιχειρηματολογία των, μέχρι πρότινος, υποστηρικτών της ευρωπαϊκής ανατροπής υπέρ μιας κάποιας μορφής «ήπιου σοσιαλισμού». Σχετικά με τα βασικά σχήματα αντίληψης, τα οποία μας βοηθούν να διακρίνουμε αυτή την ουσιώδη μετατόπιση νοήματος στον ιδεολογικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσαν να ειπωθούν τα εξής: έχουμε την υποκατάσταση μιας έστω ασαφούς επιχειρηματολογίας περί λαϊκών-εργατικών αιτημάτων και δικαίου με αυτήν του «εθνικού συμφέροντος». Με άλλα λόγια, ένα ταξικά προσδιορισμένο κριτήριο δίνει τη θέση του σε ένα σαφώς ευρύτερο, το οποίο πλέον υπερβαίνει όλες τις ταξικές αντιθέσεις, εκθειάζοντας ένα συνολικό, μεταξύ των επιμέρους κοινωνικών ομάδων, όφελος. Από τη μετατόπιση αυτή προκύπτει ένα σύνολο δευτερευουσών συνεπειών, οι οποίες συνιστούν περεταίρω εκλογικεύσεις της φιλελευθεροποίησης της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ. Κατ΄ αναλογίαν, προτάσσεται η έννοια της εθνικής ενότητας, την οποία εκφράζει η «υπερταξική» πλέον κυβέρνηση. Την κατηγορική προσταγή περί ενότητας θα πρέπει να αποδεχθεί κάθε πολίτης που αναγνωρίζει τον εαυτό του πίσω από την έννοια της εθνικής ταυτότητας. Ταυτόχρονα, προβάλλεται η τεχνητή διάκριση μεταξύ κυβέρνησης και κόμματος. Σύμφωνα με αυτή, το κόμμα μπορεί να κέρδισε τις εκλογές, υποστηρίζοντας ένα χ΄ πρόγραμμα γενικών σκοπών ή ειδικών πολιτικών στοχεύσεων, αλλά από τη στιγμή που αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση θα πρέπει να εγκαταλείψει τις όποιες δεσμεύσεις και ιδεολογικές ορίζουσες των προεκλογικών του διακηρύξεων, ώστε να πολιτευτεί προς το συμφέρον του συνόλου. Φυσικά, όλα αυτά τα αναπαυτικά και εξωραϊστικά, προς την πραγματικότητα, σχήματα, συγκαλύπτουν το κομβικό προς τη φύση του πολιτεύματος ζήτημα, αναφορικά με το ποιος ορίζει την έννοια του έθνους, όπως και τα συμφέροντα που απορρέουν από αυτή. Ακριβώς, η μεθοδολογία της εικονικής διάκρισης κόμματος και κυβέρνησης επιχειρεί να διασώσει την κομματική εξουσία από τις συνέπειες της μη τήρησης των προεκλογικών της υποσχέσεων.

Προφανώς, το πρόβλημα δεν απασχολεί τους εμπνευστές και τους διαχειριστές αυτών των ιδεολογημάτων, διότι η εξίσωση που υποβαστάζει όλη αυτή τη δραστηριότητα, όπως είδαμε, εκπηγάζει από την καθαρά ολιγαρχική φύση του πολιτεύματος, η οποία ενώ αναγνωρίζει ως θεμέλιο της πολιτειακής κυριαρχίας το λαό, την ίδια στιγμή επιφυλάσσει την ερμηνεία του νοήματος και την άσκηση αυτής της κυριαρχίας στις ηγετικές ομάδες των πολιτικών κομμάτων. Η πλήρης ιδιοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας από τις ελίτ των κομμάτων, τις καθιστά ικανές να συνδέσουν αυθαίρετα τα συμφέροντά τους με εκείνα της κοινωνίας και να επιβάλλουν τα προνόμιά τους ως εθνικής σημασίας, στιγματίζοντας, στη βάση της ίδιας προκείμενης, τον αντιφρονούντα ως κίνδυνο για την ύπαρξης τόσο του κοινωνικού σώματος όσο και της εθνικής ακεραιότητας.

Κλείνοντας την παρούσα κριτική επιθεώρηση της πολιτικής μας κατάστασης, θα θέλαμε να εκφράσουμε την πεποίθησή μας για τον αδιέξοδο χαρακτήρα της αναζήτησης πολιτικής λύσεως μέσα από την ιεραρχικά διατεταγμένη οργάνωση των κομμάτων και να συμβάλλουμε στην επανεξέταση της κρισιμότητας του ζητήματος που αφορά στην αλλαγή του πολιτεύματος προς τη δημοκρατία.



εικόνα «Δίας και Αντιόπη» [η Βοιωτή], έργο του Αντουάν Βαττώ, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι (1715), από: wikipedia



Πηγή: Αντιφωνικό Ιστολόγιο, Το Πρελούδιο της Σκέψης
Το είδαμε: ΑΒΕΡΩΦ Διαδικτυακό Θωρηκτό

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *