Η Ελληνική επανάσταση στη Μολδοβλαχία (1821): Μια γεωπολιτική και γεωστρατηγική προσέγγιση
Είναι γνωστό ότι η ελληνική εθνεγερσία άρχισε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Βλαχίας και Μολδαβίας (υποτελείς των Οθωμανών) στις 22 Φεβρουαρίου 1821, χάρη στις ενέργειες του σχετικά λησμονημένου πατριώτη Αλέξανδρου Υψηλάντη και των συναγωνιστών του. Η εξέγερση απέτυχε λόγω εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων και καταπνίγηκε έως τον Σεπτέμβριο, όμως η φλόγα της Επανάστασης είχε ήδη ανάψει στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τα νησιά. Η αποτυχία του ελληνικού Αγώνα στη Μολδοβλαχία ήταν οπωσδήποτε ένα αρνητικό γεγονός για την Επανάσταση, όμως δεν επηρέασε αρνητικά την πορεία της στη νότια Ελλάδα. Αποψη του γράφοντος είναι ότι ακόμη και αν ο Υψηλάντης κατόρθωνε να κερδίσει κάποιες αποφασιστικές μάχες, ο αγώνας του θα καταπνιγόταν λόγω της έλλειψης προθυμίας των Ρώσων, των Σέρβων ή/και των Βλάχων-Μολδαβών να συμπολεμήσουν μαζί του, και της τελικής απόφασης των πρώτων να επιτρέψουν την οθωμανική στρατιωτική επέμβαση στις Ηγεμονίες. Υπενθυμίζουμε ότι μετά από σχετική συνθήκη με τη Ρωσική Αυτοκρατορία, οι Τούρκοι δεν διατηρούσαν δυνάμεις στη Μολδοβλαχία, εκτός από λίγες με αστυνομικά καθήκοντα, και δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν στο έδαφος τους χωρίς την άδεια του εκάστοτε Ρώσου τσάρου. Ο τότε τσάρος Αλέξανδρος έδωσε τη σχετική άδεια στους Οθωμανούς να εισβάλουν στις Ηγεμονίες και έτσι να συντρίψουν το κίνημα του Υψηλάντη. Εντούτοις η απόδοση μομφών σε βάρος των Ρώσων, Σέρβων, Βλάχων και Μολδαβών για την απροθυμία τους – όπως συμβαίνει ενίοτε – είναι μάλλον εσφαλμένη για τους λόγους που ακολουθούν και τους οποίους θα αναλύσουμε.
Οι Ρώσοι μεριμνούσαν ανέκαθεν για την προστασία των ορθοδόξων της οθωμανικής επικράτειας, όμως το κίνημα του Υψηλάντη εμφανίσθηκε τη χρονική στιγμή μίας αρνητικής για εκείνο διπλωματικής συγκυρίας. Η Ρωσία είχε αναλάβει τη δέσμευση έναντι των άλλων τεσσάρων ευρωπαϊκών Δυνάμεων, να μην ενισχύσει οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση ανά την Ευρώπη. Η εξέγερση στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες συνέπεσε χρονικά με το επαναστατικό κίνημα του Πεδεμόντιου ενώ είχαν προηγηθεί οι επαναστάσεις της Ισπανίας και της Νεάπολης και η ανταρσία του συντάγματος Συμεωνόφσκι στην Αγία Πετρούπολη η οποία είχε κλονίσει τον τσάρο Αλέξανδρο. Ετσι ο Αυστριακός Μέττερνιχ, ακούραστος αντίμαχος κάθε επαναστατικού κινήματος, δεν άργησε να πείσει τους μονάρχες των Δυνάμεων ότι οι νέες επαναστάσεις στο Πεδεμόντιο και τη Μολδοβλαχία ανήκαν σε μία κοινή και συντονισμένη κίνηση εξεγέρσεων που απειλούσε την ασφάλεια και την ηρεμία όλης της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η σύμπραξη του Βλάχου «κοινωνικού» επαναστάτη Βλαδιμηρέσκου με τον Υψηλάντη, ενίσχυε αυτόν τον ισχυρισμό του. Εξάλλου η προσπάθεια του Υψηλάντη και των Φιλικών να παρασύρουν «εκβιαστικά» τη ρωσική ηγεσία σε υποστήριξη της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία, ήταν ουσιαστικά αψυχολόγητη, επειδή τέτοιες μεθοδεύσεις δεν καταλήγουν σε θετικά αποτελέσματα. Ο ικανότατος διπλωμάτης Ιωάννης Καποδίστριας υπαινίχθηκε αυτή την πραγματικότητα σε μία περίφημη επιστολή του προς τον Υψηλάντη.
Ο Υψηλάντης, παρότι αγνός και φλογερός πατριώτης, είχε εκθέσει τον τσάρο και τη ρωσική ηγεσία όταν κατά το αγωνιστικό διάγγελμα του στη Μολδαβία υπαινίχθηκε ότι τον υποστήριζαν. Συν τοις άλλοις, έφερε τον βαθμό στρατηγού του ρωσικού στρατού. Ο Υψηλάντης και οι περισσότεροι Φιλικοί ήλπιζαν ότι η Ρωσία θα τους υποστήριζε με κάποιο τρόπο (έστω και με την απαγόρευση της προέλασης οθωμανικών δυνάμεων στις Ηγεμονίες) ακολουθώντας τη σταθερή ανατολική επεκτατική πολιτική της σε βάρος των Τούρκων, όμως η Αγία Πετρούπολη είχε αναστείλει αυτήν την πολιτική για μεγάλο διάστημα. Αργότερα οι Ρώσοι συνέβαλαν τα μέγιστα στην απελευθέρωση της Ελλάδας τόσο με την ευρεία σύμπραξη τους στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, όσο και με την εισβολή μιας στρατιάς τους στην οθωμανική επικράτεια σε εκείνη την κρίσιμη φάση του ελληνικού Αγώνα, παρότι δρούσαν προστατεύοντας τα συμφέροντα τους (όπως και οι Βρετανοί και οι Γάλλοι).
Οι Φιλικοί είχαν κάποιες περιορισμένες επαφές με τον Σέρβο ηγεμόνα Οβρένοβιτς και μερικούς ακόμη Σέρβους ηγήτορες, όμως η πιθανότητα μίας νέας σερβικής επανάστασης ταυτόχρονα με την ελληνική, ήταν πολύ μικρή ή μηδαμινή, παρά τις διάφορες «διαβεβαιώσεις» Φιλικών ότι οι Σέρβοι θα εξεγερθούν μαζί με τους Ελληνες. Οι εν λόγω «διαβεβαιώσεις» ανήκαν στην ευρύτερη προσπάθεια αλληλοενθάρρυνσης μεταξύ των αγωνιστών. Οι Σέρβοι δεν επαναστάτησαν, κυρίως εξαιτίας της εξάντλησης τους από τις απώλειες και τα δεινά που υπέστησαν κατά την πρόσφατη πολυετή εξέγερση τους εναντίον των Τούρκων (1804-1816) και λόγω της αλλαγής της ανατολικής πολιτικής της Ρωσίας, στην οποία προσέβλεπαν για την ανάκτηση της ανεξαρτησίας τους ως μεγάλης σλαβικής και ορθόδοξης «μητέρας».
Οι Σέρβοι και οι σερβικής καταγωγής Μαυροβούνιοι, είχαν έναν ακόμη αποφασιστικό λόγο για να μην επαναστατήσουν το 1821: τον πόλεμο ανάμεσα στον ημιανεξάρτητο Αλβανό Αλή Πασά και τους Οθωμανούς (1820 κ.ε.). Οι Σέρβοι αρχηγοί ανησυχούσαν από χρόνια λόγω της ταχείας ισχυροποίησης του πανούργου Αλή πασά, ο οποίος σκόπευε να ιδρύσει δική του ηγεμονία στο δυτικό τμήμα της Βαλκανικής που θα περιελάμβανε όλα τα ελληνικά, αλβανικά, σερβικά και μαυροβουνιακά εδάφη. Οι Σέρβοι απεχθάνονταν τους Τούρκους αλλά έτρεφαν την ίδια απέχθεια για τους Αλβανούς μουσουλμάνους, και ενδεχομένως προτιμούσαν την τουρκική κυριαρχία (προσωρινή κατά την άποψη τους) από τον αληπασαλιδικό ζυγό. Εξάλλου πίστευαν ότι σε κάθε περίπτωση η σουλτανική επικυριαρχία στη χώρα τους θα εκμηδενιζόταν, και με τη ρωσική επέμβαση. Ο σταδιακός αλβανικός εποικισμός στην ιερή σερβική γη του Κοσσυφοπεδίου (σύγχρονο Κόσσοβο) και στο σαντζάκι του Νόβι Πάζαρ, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους (μεταξύ αρκετών άλλων) της σερβοαλβανικής αντίθεσης. Οι Αλβανοί μουσουλμάνοι ήταν ολιγάριθμοι συγκριτικά με τους ορθοδόξους των δυτικών Βαλκανίων, όμως ήταν ο ανιών πολιτικοστρατιωτικός παράγοντας της περιοχής. Εξάλλου ήταν οι πιο έμπειροι και αρτιότερα οπλισμένοι μάχιμοι της.
Αν ο Αλή πασάς νικούσε τον οθωμανικό στρατό, θα προσαρτούσε στην ηγεμονία του και τους Κοσσοβάρους και Σκοδρανούς Αλβανούς στα βόρεια της. Ετσι όλοι οι Αλβανοί θα ενώνονταν υπό έναν ικανό ηγεμόνα και πολύ γρήγορα θα ενισχύονταν με τους Σλάβομουσουλμάνους του Νόβι Πάζαρ και κυρίως της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, επειδή εκείνοι δεν θα είχαν πλέον εδαφική επαφή με τα οθωμανικά εδάφη. Αλλωστε οι Σλαβομουσουλμάνοι (Βόσνιοι κ.α.) ένοιωθαν την απειλή της περικύκλωσης των Σέρβων της Σερβίας, Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και ανατολικής Σλαβονίας. Αν οι Σέρβοι και Μαυροβούνιοι εξεγείρονταν μαζί με τους Ελληνες, η αληπασαλιδική νίκη επί του σουλτάνου θα ήταν μάλλον βέβαιη. Όμως τότε οι Σέρβοι θα αντιμετώπιζαν την αλβανοβοσνιακή απειλή, που ίσως ήταν ισχυρότερη της οθωμανικής επειδή θα βρίσκονταν ανάμεσα στις δύο μουσουλμανικές δυνάμεις: ανάμεσα στους εμπειροπόλεμους Βόσνιους στα βορειοδυτικά τους και στους αληπασαλιδικούς Αλβανούς στα νότια. Το αντισουλτανικό κίνημα του Αλή πασά έδωσε μεγάλο πλεονέκτημα στον ελληνικό Αγώνα επειδή απασχόλησε τον σουλτανικό στρατό, αλλά για τους εξουθενωμένους από την επανάσταση του 1804-1816 Σέρβους ήταν μέγιστη απειλή. Η σουλτανική αναγνώριση της αυτόνομης ηγεμονίας της βόρειας Σερβίας το 1815/1816 ήταν μία αποφασιστική «πολιτική κατάκτηση» των Σέρβων αγωνιστών προς την απελευθέρωση της χώρας τους, την οποία δεν ήθελαν δικαιολογημένα να χάσουν με μία άκαιρη επανάσταση. Εξάλλου παρά τον τίτλο της ηγεμονίας, η Σερβία παρέμενε υποτελής στους Τούρκους, με το Βελιγράδι και άλλα αστικά κέντρα να κατέχονται από τουρκικές φρουρές. Ο δε ηγεμόνας Οβρένοβιτς ομοίαζε περισσότερο με έναν απλό Σλάβο «φύλαρχο».
Επιπρόσθετα, οι Ελληνες και οι Σέρβοι υποπτεύονταν ο ένας τον άλλον: το 1820, σε ένα γραπτό προσχέδιο της ελληνικής εξέγερσης το οποίο συντάχθηκε στο Βουκουρέστι, ο Λεβέντης, ο Παπαφλέσσας και άλλοι Πελοποννήσιοι ηγήτορες εφιστούν στους Φιλικούς αναγνώστες του κειμένου, την ανάγκη να είναι οι Σέρβοι εκείνοι που θα επαναστατήσουν πρώτοι και ακολούθως οι Ελληνες του Μοριά, έτσι ώστε η σουλτανική στρατιωτική προσπάθεια να επικεντρωθεί στη Σερβία και έτσι οι Μοραϊτες να έχουν ευκολότερη πολεμική αποστολή. Στην αντίθετη περίπτωση, επισημαίνεται ο κίνδυνος οι Σέρβοι αγωνιστές να μη συναντήσουν αξιόλογη τουρκική αντίσταση και να βαδίσουν έως τη Μακεδονία και τη Θράκη που τις εποφθαλμιούσαν. Συμπερασματικά, ο ανταγωνισμός μεταξύ Σέρβων και Ελλήνων για την απόκτηση όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών, ο οποίος εκδηλώθηκε κατά τους Βαλκανικούς Πόλεμους στις αρχές του 20ου αιώνα, υφίστατο ήδη έναν αιώνα ενωρίτερα. Μάλλον και η σερβική ηγεσία έκανε ανάλογους υπολογισμούς με εκείνους του Παπαφλέσσα και των συναγωνιστών του, και ήθελε να αποτρέψει την επέκταση μίας ανεξάρτητης Ελλάδας έως τη Μακεδονία και τη Θράκη. Αλλωστε δεν είχε λησμονήσει ποτέ την εξάπλωση της σερβικής ηγεμονίας του Στέφανου Δουσάν κατά τον Υστερο Μεσαίωνα, έως τη Θράκη και τον Κορινθιακό κόλπο. Πρόκειται πιθανώς για ένα ακόμη αίτιο της σερβικής αδράνειας-ουδετερότητας κατά το 1821. Παρά ταύτα, οι Σέρβοι ενίσχυσαν ακούσια τον ελληνικό Αγώνα έχοντας φθείρει σημαντικά τον σουλτανικό στρατό κατά το 1804-1816, ενώ αρκετοί Σέρβοι-Μαυροβούνιοι μάχιμοι κατήλθαν στην Ελλάδα το 1821 προκειμένου να ενισχύσουν τους ομόδοξους Ελληνες επαναστάτες.
Και για τους άλλους χριστιανικούς λαούς της χερσονήσου του Αίμου έχει εκτιμηθεί ότι θα έπρεπε να είχαν επαναστατήσει μαζί με τους Ελληνες, όμως αυτή η πιθανότητα ήταν μηδαμινή. Οι Βλάχοι και οι Μολδαβοί (σημείωση) δεν είχαν σημαντικούς λόγους για να υποστηρίξουν το κίνημα του Υψηλάντη, επειδή η τουρκική κυριαρχία δεν ήταν ιδιαίτερα πιεστική για εκείνους. Νωρίτερα, δεν είχαν υποστηρίξει ουσιαστικά ούτε τα σερβικά κινήματα. Στη Μολδοβλαχία, οι Οθωμανοί δεν εκδήλωναν εύκολα τη βαρβαρότητα τους, λόγω και της ρωσικής προστασίας. Οι Βλάχοι-Μολδαβοί αντιμετώπιζαν χριστιανούς καταπιεστές: ζούσαν υπό ένα παρωχημένο, σχεδόν φεουδαρχικό κοινωνικοπολιτικό καθεστώς, στο οποίο οι επικυρίαρχοι τους δεν ήταν τόσο οι Οθωμανοί όσο οι εγχώριοι και οι Ελληνες γαιοκτήμονες και ευγενείς, και οι ανώτεροι γηγενείς κληρικοί και επίσκοποι.
Οι Βούλγαροι κατείχαν τη δυσχερέστερη γεωπολιτική θέση (για μία εξέγερση εναντίον των Τούρκων), κατοικώντας στην ανατολική και κεντρική Βαλκανική, ανάμεσα στην Αλβανία, τον Δουναβικό σύνορο και τη Θράκη, δηλαδή ανάμεσα σε περιοχές με πολυάριθμα τουρκικά και αλβανικά στρατεύματα. Επίσης, οι Βούλγαροι (χριστιανοί) περιβάλλονταν από τα εδάφη των Βούλγαρων μουσουλμάνων και των Τατάρων προσφύγων (Μπουτζάκ, Νογκάι, Κριμαϊκοί κ.ά.) της ανατολικής Βουλγαρίας και Δοβρουτσάς, των Πομάκων της Ροδόπης, και των Αλβανών. Επρόκειτο για έμπειρους πολεμικά μουσουλμανικούς λαούς που μπορούσαν να τους συντρίψουν λόγω της γεωστρατηγικής περικύκλωσης της Βουλγαρίας, αν εκείνοι εξεγείρονταν. Ειδικά η ανατολική Βουλγαρία θα δεχόταν την καταστροφική επίθεση των οθωμανικών ναυτικών μοιρών της Κωνσταντινούπολης, Δοβρουτσάς και Σινώπης, οι οποίες μπορούσαν να αποβιβάσουν πλήθος άγριων «βασιβουζούκων» (Bashi-bazuk) και άλλων ατάκτων στην ακτή της. Οι Βούλγαροι δεν διέθεταν ναυτικό, όπως οι Ελληνες επαναστάτες. Οι Βούλγαροι κατάφεραν να αγωνιστούν αποτελεσματικά για την απελευθέρωση τους μόνο μετά την εδαφική εξάπλωση του ελληνικού και του σερβικού κράτους και την ανεξαρτητοποίηση της Ρουμανίας, επειδή η ενδοχώρα «πίσω» από τη χώρα τους ήταν πλέον συμμαχική τους. Παρά τη μείωση των τουρκικών δυνάμεων στα βουλγαρικά εδάφη λόγω του πολέμου με τον Αλή πασά, όσες παρέμειναν εκεί ήταν πολυάριθμες λόγω της ρωσικής απειλής. Επίσης, οι Βούλγαροι δεν διέθεταν την εθνική συνοχή, την αποτελεσματική οργάνωση και τη στρατιωτική κατάρτιση των Σέρβων και των Ελλήνων. Αρκετοί από αυτούς προτιμούσαν να αυτοπροσδιορίζονται ως Ελληνες ή Σέρβοι και όχι ως Βούλγαροι.
Γενικά οι Ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας δεν ευνοούντο γεωπολιτικά για την επιτυχία της εξέγερσης, κείμενες μεταξύ των ενισχυμένων τουρκικών δυνάμεων στη Βουλγαρία, της Αψβουργικής (Αυστριακής) Αυτοκρατορίας που αντιμαχόταν τα φιλορωσικά κινήματα της χερσονήσου του Αίμου (εποφθαλμιώντας την), και της Ρωσίας για την οποία είδαμε ότι δεν μπορούσε να τα υποστηρίξει. Η επανάσταση στις Ηγεμονίες θα μπορούσε να επικρατήσει μόνο με τη τσαρική βοήθεια ή/και με μία ταυτόχρονη νέα σερβική επανάσταση, ενδεχομένως και με μία εξέγερση δυτικών Βουλγάρων. Οι τελευταίοι ήταν οι Σλάβοι των Σκοπίων, της σύγχρονης F.Y.R.O.M., οι οποίοι αυτοαποκαλούντο «Bugari» (παραφθορά του «Βούλγαροι») και έβλεπαν φιλικά στους Σέρβους λόγω της κοινής σλαβικής προέλευσης και της αντιπάθειας τους για τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου και της Αλβανίας. Αν οι Σέρβοι και οι δυτικοί Βούλγαροι εξεγείρονταν, ή έστω μόνο οι Σέρβοι, θα επιτυγχάνετο η εδαφική επαφή των Ελλήνων αγωνιστών της Μολδοβλαχίας με τις επαναστατημένες Μακεδονία και νότια Ελλάδα. Ωστόσο η κακή συγκυρία δεν επέτρεψε ούτε στη Μακεδονία να εξεγερθεί, επειδή η σερβική και βουλγαρική ενδοχώρα στα βόρεια της παρέμεινε υπό τουρκικό έλεγχο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η εξέγερση περιορίσθηκε στους Ελληνες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και στη νότια Ελλάδα, δηλαδή σε δύο περιφέρειες πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους, στα βορειοανατολικά και τα νότια της χερσονήσου του Αίμου αντίστοιχα. Οι προσδοκίες των Φιλικών για μία μαζική επανάσταση των χριστιανών των Βαλκανίων διαψεύσθηκαν και οι Ελληνες απέμειναν με μοναδικό σύμμαχο τους ολιγάριθμους πια Αλβανούς του Αλή πασά. Μοιραία το κίνημα του Υψηλάντη στην ακατάλληλη γεωπολιτικά-γεωστρατηγικά Μολδοβλαχία καταπνίγηκε, αλλά κατά τη διάρκεια του εξεγέρθηκε η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα και τα ναυτικά νησιά. Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία δημιούργησε σοβαρό αντιπερισπασμό υπέρ του αγώνα στην Ελλάδα, επειδή εξαιτίας της πολυάριθμες οθωμανικές δυνάμεις μετακινήθηκαν και «καθηλώθηκαν» στις Θράκη, Κωνσταντινούπολη, Αιολίδα, Ιωνία, ακτές του Ελλησπόντου και του Εύξεινου Πόντου και στα οχυρά του Δούναβη, λόγω του φόβου της επανάστασης των Ελλήνων αυτών των περιοχών και ενδεχόμενης εισβολής των Ρώσων. Ο σουλτάνος δεν εμπιστευόταν τους Ρώσους, παρά τις διαβεβαιώσεις τους. Ετσι η επανάσταση στην Ελλάδα θεμελιώθηκε και κατάφερε να επιβιώσει. Εκεί η εξέγερση «αγκαλιάσθηκε» από τους απλούς ανθρώπους και υποβοηθήθηκε γεωστρατηγικά: βάση της ήταν ο Μοριάς, ο οποίος προστατευόταν από την πλευρά της θάλασσας από τον τρινήσιο (ελληνικό) στόλο, ενώ ο δύσβατος όγκος και οι εμπειροπόλεμοι κλεφταρματολοί της Ρούμελης τον προστάτευαν από τα βόρεια. Με αυτόν τον τρόπο, ο Αγώνας στην Ελλάδα κατόρθωσε μετά από πολλές δραματικές διακυμάνσεις, νίκες και ήττες, επεκτάσεις και συρρικνώσεις, να εδραιωθεί, να προκαλέσει τη δυναμική παρέμβαση των ευρωπαϊκών Δυνάμεων εναντίον των Οθωμανών και των Αιγυπτίων στο Ναβαρίνο («απηυδησμένες» από το αδιέξοδο του ελληνοοθωμανικού πολέμου που απειλούσε το προσοδοφόρο εμπόριο και την πολιτικοκοινωνική σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή), και τελικά να καταλήξει στην απελευθέρωση της Ελλάδας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Το 1821, οι Βλάχοι, Βαλάχοι ή Βολόχοι), οι Μολδαβοί και οι ρωμανόφωνοι της Τρανσυλβανίας, δηλαδή συνολικά οι πρόγονοι των Ρουμάνων, δεν είχαν αναπτύξει αρκετά τη συνείδηση της κοινής προέλευσης τους (μάλλον από λατινόφωνους Ιλλυριούς πρόσφυγες και όχι από τους αρχαίους Δάκες όπως διατείνονται οι σύγχρονοι Ρουμάνοι). Η σχέση των Βλάχων της Βλαχίας με τους Βλάχους της Πίνδου παραμένει έως σήμερα αντικείμενο μελέτης και διαφωνιών. Τα επιχειρήματα υπέρ της κοινής προέλευσης τους είναι ισχυρά, αλλά εξίσου ισχυρά είναι εκείνα που υποστηρίζουν ότι δεν σχετίζονται εθνολογικά: το προλατινικό γλωσσικό υπόστρωμα των Βλάχων της Ρουμανίας είναι θρακοϊλλυρικό, ενώ εκείνο των Βλάχων της Πίνδου είναι ελληνικό. Επίσης οι δύο αναφερόμενες βλαχικές ομάδες δεν έχουν ούτε καν σχετική ανθρωπολογική ομοιομορφία: οι Βλάχοι της Πίνδου ανήκουν κυρίως στον μεσογειακό μορφολογικό τύπο, ενώ οι εκείνοι της Βλαχίας ανήκουν στον αδριατικό-διναρικό.
Οι Βλάχοι της Πίνδου χαρακτηρίζονταν ανέκαθεν από τον κτηνοτροφικό ορεσίβιο βίο και τη νεολατινική-ρωμανική διάλεκτο τους η οποία ομοιάζει εξαιρετικά με τη βλαχική της Ρουμανίας. Γενικά, κατά τον πρώιμο 19ο αιώνα, οι ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι του ελλαδικού χώρου ανήκαν σε τρεις γλωσσικές ομάδες: τους ελληνόφωνους Σαρακατσάνους, τους λατινόφωνους Βλάχους και τους αλβανόφωνους Φρασαριώτες. Οι τελευταίοι έλαβαν το όνομα της κοιτίδας τους, Φράσαρης, κοντά στις πηγές του Αψου.
–
Περικλής Δεληγιάννης