Η ΕΠΙΚΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΒΑΣ 25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1826
Αντιστράτηγος ε.α. Νικόλαος Αθ. Κολόμβας,
Επίτιμος Διοικητής Γ Σώματος Στρατού
«το ενδοξότερο μνημείο της νέας μας ιστορίας»
Κ.Παλαμάς
Η επική μάχη της Κλείσοβας, της ιστορικής μικρονησίδας της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου στις 25 Μαρτίου 1826, υπήρξε η ύστατη εκτυφλωτική αναλαμπή, αλλά και η κορυφαία ηρωική πράξη των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», κατά τη διάρκεια της τρίτης πολιορκίας της πόλης (15 Απριλίου 1825 - 10 Απριλίου 1826), λίγο πριν τη μεγαλειώδη και ανεπανάληπτη Έξοδο της 10ης Απριλίου 1826. Η πρωτοφανών διαστάσεων επονείδιστη και πολυαίμακτη ήττα, που υπέστησαν τότε οι πολυάριθμες ορδές των Τουρκοαιγυπτίων του σκληροτράχηλου Κιουταχή και του αγέρωχου Ιμπραήμ από μια δράκα ηρώων, δεν έχει προηγούμενο, ακόμη και στην Ιστορία των Εθνών. Δυστυχώς, από τότε το συνταρακτικό αυτό γεγονός, δεν έτυχε της ανάλογης αναγνώρισης και προβολής και έχει περάσει στα «ψιλά γράμματα» της Ιστορίας.
Η παρούσα μελέτη συνιστά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μια μικρή συμβολή στην ασύγκριτη ιστορία της ιερής πόλης του Μεσολογγίου και γενικότερα της Εθνεγερσίας του 1821 και στοχεύει να ανασύρει από τη λήθη του παρελθόντος το φοβερό αυτό συμβάν και να δώσει έτσι το ερέθισμα να εγκύψουν και άλλοι στην έρευνα των σχετικών πηγών και να καταγράψουν τα επιμέρους στοιχεία που το συνθέτουν, ώστε να καταστεί ευρύτερα γνωστό ιδίως στις μέλλουσες γενιές. Ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς με τους εμπνευσμένους στίχους ύμνησε και περιέγραψε παραστατικά όσο και επιγραμματικά, την ανεκτίμητη συμβολή της Κλείσοβας στην ανεπανάληπτη ιστορία του Μεσολογγίου και όχι μόνο, κατά την περίοδο της Εθνεγερσίας. Ο ίδιος ο Παλαμάς την αποκαλεί «το ενδοξότερο μνημείο της νέας μας ιστορίας». Γιατί δικαιωματικά το απαράμιλλο αυτό κατόρθωμα, αν και επισκιάστηκε από το κορυφαίο μετά από λίγες μέρες γεγονός της ηρωικής Εξόδου στις 10 Απριλίου 1826της αθάνατης φρουράς των «Ελευθέρων Πολιορκημένων», αξιολογήθηκε σαν το σημαντικότερο περιστατικό στην ατελεύτητη σειρά των περίλαμπρων μαχών και «στρατηγημάτων», που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της τελευταίας - της μεγάλης όπως λέγεται - πολιορκίας του Μεσολογγίου (15 Απριλίου 1825 - 10 Απριλίου 1826).
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ - ΤΑ ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΑ
Ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ, αφού το 1825 κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, εκτελώντας τώρα εντολές του Σουλτάνου, έρχεται να συνδράμει τον οικτρά αποτυχόντα επί 8μηνο στην εκπόρθηση του Μεσολογγίου, Κιουταχή. Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου 1825 «υπό τους ήχους σαλπίγγων και τυμπάνων»1, όπως διαβάζουμε στα «Ελληνικά Χρονικά»2 της 13ης Δεκεμβρίου, μετακινεί από τον όρμο του Κρυονερίου επιδεικτικά εν πομπή και εγκαθιστά το στρατόπεδό του στις ΒΑ παρυφές της πόλης. Παράλληλα, δεν παρέλειπε να κομπάζει για τα πρόσφατα κατορθώματά του στο Μωριά και ταυτόχρονα να χλευάζει τον Κιουταχή, που επί οκτώ μήνες μέχρι τότε, δεν είχε καταφέρει να πάρει «μια φράχτη», όπως περιφρονητικά έλεγε για τα τείχη του Μεσολογγίου, ενώ γι' αυτόν θα αρκούσαν μόνο 15 ημέρες!
Η αιχμή μάλιστα αυτή προκαλεί οξύτατη διαμάχη μεταξύ των δύο αρχηγών, που καταλήγει στη μετάθεση της ευθύνης για την άλωση της πόλης, από τους Τούρκους στους Αιγυπτίους. Αλλά, μετά την υπερήφανη απόρριψη στις αρχές του 1826 από το γενναίο Αρχηγό των Μεσολογγιτών Θανάση Ραζηκότσικα (1798-1826) των νέων προτάσεων του υπερόπτη Ιμπραήμ για συμβιβασμό και αφού οι πρώτες αψιμαχίες καταλήγουν εις βάρος των επιτιθεμένων, ο τελευταίος αιφνιδιάζεται δυσάρεστα. Όταν μάλιστα ευθύς εν συνεχεία στις από 12-16 Φεβρουαρίου πολύνεκρες και σφοδρότατες συγκρούσεις, οι αμυνόμενοι υπερισχύουν κατά κράτος των Αράβων, με τις γνωστές όσο και οδυνηρές για τον εχθρό, εκτός των τειχών του Μεσολογγίου, εφόδους τους, ο επηρμένος Αιγύπτιος στρατηλάτης κυριολεκτικά θορυβείται. Και συνειδητοποιεί πλέον, ότι οι πύλες του «φράχτη» εκείνου δεν είναι δυνατόν να εκβιασθούν με τα όπλα, εφ' όσον από τη μεριά της θάλασσας θα συνεχιζόταν, έστω και με δυσκολία, ο ανεφοδιασμός της.
Η σκληρή αυτή πραγματικότητα προσγειώνει τον Ιμπραήμ και τον αναγκάζει να συμφιλιωθεί πρόσκαιρα με τον Κιουταχή, και από κοινού πλέον να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο κατάληψης των στρατηγικής σημασίας νησίδων, που φράσσουν από νότια τη λιμνοθάλασσα και ελέγχουν τους φυσικούς διαύλους προς την πόλη, ήτοι της Κλείσοβας, του Βασιλαδιού και του Ντολμά.
ΣΧΕΔΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ - ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Για την επίτευξη του αντικειμενικού αυτού σκοπού, αποδύονται σε σύντονες προσπάθειες, ναυπηγώντας επί τόπου μικρά σκάφη και μεταφέροντας από τα μέσα Φεβρουαρίου τόσο δια ξηράς από το Κρυονέρι στις Άσπρες Αλυκές Φοινικιάς 32 λαντζόνια (μεγάλες κανονιοφόρες βάρκες, χωρίς καρίνα και ξάρτια) όσο και δια θαλάσσης από την Πάτρα στην περιοχή της νησίδας του Αη – Σώστη «εν δίκροτον ατμοκίνητον Ρυμουλκών», όπως αναφέρει ο Λάμπρος Κουτσονίκας3, 50 μεγαλύτερα πλοιάρια και 5 κανονιοφόρες σχεδίες. Παράλληλα, από τις 19 Φεβρουαρίου ο Αιγυπτιακός στόλος, ενισχύοντας τον Τουρκικό, κλείνει όλα τα περάσματα της λιμνοθάλασσας από τον Πατραϊκό κόλπο, ενώ ταυτόχρονα επιχειρούν ακόμη και να τα προσχώσουν με άμμο4. Εξάλλου, καταλαμβάνοντας ο εχθρός τα «μάτια» αυτά της λιμνοθάλασσας, δηλαδή τις μικρονησίδες, όπως αναφέρει ο Στρατηγός Νικόλαος Μακρής5 γιος του ξακουστού οπλαρχηγού Δημήτρη Μακρή, «θα απεστέρει τους πολιορκουμένους της νωπής και θρεπτικής τροφής των ιχθύων της λιμνοθαλάσσης».
Οι Έλληνες, έχοντας από τις 18 Φεβρουαρίου ενημερωθεί για τα σχέδια του εχθρού, έλαβαν πρόσθετα μέτρα για τη βελτίωση της υφισταμένης οχύρωσης και την ενίσχυση της επάνδρωσης των νησίδων.
Επίσης ο Δημήτρης Φωτιάδης6 γράφει, ότι για να αντιμετωπίσουν αναμενόμενο ντισμπάρκο (απόβαση): «Πήρανε ακόμη την απόφαση για να σιγουράρουνε την πολιτεία από τη μεριά της λίμνης, να φτιάσουνε από τόνα στο άλλο σπίτι, ένα πέτρινο τειχί και να στήσουνε κει τα πιότερα κανόνια...».
Μετά τις αμοιβαίες αυτές προκαταρκτικές ενέργειες, οι Τουρκοαιγύπτιοι προχωρούν τώρα στην υλοποίηση των σχεδίων τους. Και μετά επικό και άπελπι αγώνα των φρουρών, κυριεύουν διαδοχικά το Βασιλάδι στις 25 Φεβρουαρίου, τον Ντολμά και τον Πόρο στις 28 Φεβρουαρίου και εξαναγκάζουν το Αιτωλικό να συνθηκολογήσει την 1η Μαρτίου.
Έτσι, απομένει η Κλείσοβα, το τελευταίο επιθαλάσσιο προπύργιο των πολιορκουμένων. Η κατάληψή της κρίνεται απαραίτητη, τόσο για την εγκατάσταση κανονιοστασίων και προσβολή της πόλης κι από το νότο, όσο και για την αποκοπή της μοναδικής πλέον γραμμής ανεφοδιασμού των πολιορκουμένων από τη θάλασσα, μέσω της «φάλσα - μπούκας» (κρυφής εισόδου) που βρίσκεται περίπου 2 χλμ. ανατολικά των σημερινών αλυκών Τουρλίδας.
Την Κλείσοβα, της οποίας η στρατηγική αξία -όπως αφηγείται ο Κανέλλος Δεληγιάννης-είχε επισημανθεί από την Α' Πολιορκία (25 Οκτ. - 31 Δεκ. 1822), όπου το Νοέμβριο είχαν συναφθεί φονικότατες μάχες, την είχαν περιβάλλει με πρόχωμα ύψους οργυιάς για να μη κατατρώγει η θάλασσα το νησί. Επίσης, για τη βελτίωση της οχύρωσής της, ο Κασομούλης7 μας λέει: «Εσήκωσεν η φρουρά λοιπόν γύρωθεν της Εκκλησίας οχύρωμα έως 5 πόδας το πλάτος και έως 6 το ύψος. Ο τάφρος γύρωθεν έμεινε τόσον ανοικτός, όσον χώμα έλειψεν... Εστάλησαν και 2 πυροβόλα των 18 λίτρων και 2 μικρά των 6 και τα μεν δύο έστησαν (βλέποντα) κατά τα νησίδια (Ανατολικά), τα δε κατά το Μεσολόγγι».
Στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος είχαν κατασκευάσει πολεμίστρες ολόγυρα από τη σαμαρωτή κεραμοσκέπαστη στέγη, αλλά και στο μικρό κωδωνοστάσιο, τοποθετώντας πανέρια γεμάτα με χώμα. Ακόμη, όπως ιστορούν ο Γάλλος ιστορικός Αύγουστος Φάμπρ8 και ο Στρατηγός Ιωάν. Ιωαννίδης9, η φρουρά, γύρω σχεδόν από το νησί, είχε μπήξει σειρές πασσάλων λίγο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, για να παρεμποδίζουν την προσέγγιση στην ακτή των εχθρικών πλοιαρίων, έτσι ώστε ν' αναγκάζονται οι άνδρες τους ν' αποβιβάζονται μέσα στον πηλώδη βυθό (βούρκο) και πελαγωγά «θαλασσοβατούντες», όπως μας λένε οι ιστορικοί, να πλησιάζουν με μεγάλη δυσκολία στη στεριά. Τέλος, στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Ανεμόμυλου -ήτανε νησάκι τότε- και Κλείσοβας, είχαν ταχθεί και υποστήριζαν το νησί οι μονοκάνονες Μεσολογγίτικες πάσσαρες του Δήμου Δενδραμή και του Κωνσταντή Τρικούπη, αδελφού του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Υπόψη επίσης, ότι γύρω από την Κλείσοβα τα νερά προς το νότο και τη δύση έχουν κάποιο σχετικό βάθος, ενώ προς τον βορρά και την ανατολή είναι πιο ρηχά και σχεδόν εύκολα, πελαγωτά (θαλασσοβατών) μπορεί κάποιος να κινηθεί. Ακόμη, ανατολικά της πόλης και από τη θέση «Αρμυρικάκι» (στο προπολεμικό πεδίο βολής) εκσπάται σειρά νησίδων που εκτείνονται κατά τη γενική έννοια βορράς - νότος και διέρχονται κοντά από την Κλείσοβα, με ποιο γνωστή τη Μολόχα.
Η Φρουρά του νησιού αποτελείτο από 130 περίπου άνδρες, μεταξύ των οποίων αρκετοί Μεσολογγίτες. Φρούραρχος στις 18 Φεβρουαρίου είχε ορισθεί ο Σωματάρχης - οπλαρχηγός Χριστόδουλος Χατζηπέτρος από το Βετέρνικο Τρικάλων με 70 άνδρες του, ο οποίος όμως στις 22 Μαρτίου είχε μεταφερθεί επειγόντως στο Μεσολόγγι με υψηλό πυρετό και οξύτατους ρευματικούς πόνους. Γι' αυτό, καθήκοντα φρουράρχου εκτελούσε ο Υποσωματάρχης Παναγιώτης Σωτηρόπουλος από τα Μεγάλα Λομποτινά, τη σημερινή Άνω Χώρα των Κραβάρων της Ναυπακτίας. Ο Σωτηρόπουλος είχε ήδη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας διακριθεί για την παλληκαριά του. Άλλωστε, κυρίως για να επιμεληθεί της οχύρωσης του νησιού είχε διορισθεί πριν λίγο καιρό με 26 - 30 άνδρες του στην Κλείσοβα, «ζηλωτής της εργασίας αυτής» σύμφωνα με τον Κασομούλη και «τερτιπιτζής εις τον πόλεμον», κατά τον Μακρυγιάννη10. Ήταν δε αυτός ο εμπνευστής της τοποθετήσεως των πασσάλων στον υποθαλάσσιο χώρο μπροστά απ' τα κράσπεδα του νησιού, που αποδείχθηκε κατά την εξέλιξη της μάχης σωτήρια.
Ο Ιμπραήμ, έχοντας ήδη στο ενεργητικό του την άλωση του Βασιλαδιού, του Ντολμά, και του Ανατολικού (Αιτωλικού), συγκατατέθηκε τώρα ν' αφήσει τον Κιουταχή να εκπορθήσει την Κλείσοβα, ο οποίος για το σκοπό αυτό διέθεσε 3.000 άνδρες περίπου.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
- Σύμφωνα με τα «Ελληνικά Χρονικά» αποβιβάστηκαν: «Στρατεύματα τακτικά μετά των πυροβολιστών του Ιμπραήμ, οδηγούμενα από αξιωματικούς Γάλλους 8.600 Στρατεύματα άτακτα του ιδίου, από Κρήτης, Μοθώνης, Λάλα κλπ. 2.400, Αλβανοί μισθωτοί του ιδίου 2.200, Μαμελούκοι 1.200, Κοζάκοι του Τοπάλ 500, Ιατροί, υποϊατροί, υπηρέται των ασθενών και φροντισταί των τροφών 350, το άθροισμα 15.250». ↩
- Την εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά» εξέδιδε στο Μεσολόγγι ο Ελβετός φιλέλληνας Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγερ (1798-1826) από 1 Ιαν. 1824 έως 20 Φεβ. 1826, όταν από εχθρική οβίδα καταστράφηκαν οι εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα του τυπογραφείου. ↩
- Λάμπρος Κουτσονίκας: «Γενική Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων», Αθήναι 1863, Τ. Β' σ. 115. ↩
- Ο Ιταλός γιατρός Alfonso Nuzzo Mauro στην υπηρεσία του Ιμπραήμ στο βιβλίο του «La Catastrofe di Mesolongi», Napoli 1830, σχετικά αφηγείται: «Ένας Λόχος γενναίων Τούρκων μπαλτατζήδων (σκαπανέων) γέμισε αυτά τα περάσματα με άμμο κάτω από τα αδιάκοπα πυρά τον φρουρίου (Βασιλαδιού)». ↩
- Νικόλαος Μακρής: «Ιστορία του Μεσολογγίου», Μεσολόγγιον 1908, σελ. 47. ↩
- Δημήτρης Φωτιάδης: «Μεσολόγγι», Αθήνα, 1958. ↩
- Νικόλαος Κασομούλης: «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων», Αθήνα 1939-1942, τ. Β'. σ. 199, 200. ↩
- Auguste Fabre: «Histoire du Siege de Missolonghi», Paris 1827. ↩
- Ιω. Ιωαννίδης: «Πολιορκίαι, Έξοδος και Ηρώον Μεσολογγίου», Μεσολόγγιον 1926. ↩
- Ι. Μακρυγιάννης: «Απομνημονεύματα», Αθήναι 1904. ↩