Ἡ Γέννησις
Φώτη Κόντογλου
Eἱκόνισον βουνὸν βραχῶδες, ἀλλ' εὔχαρι καὶ φωτεινόχρωμον, καὶ εἰς τὴν μέσην σπήλαιον, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ ,τὴν φάτνην μὲ τὸν Χριστὸν νήπιον ἐσπαργανωμένον, καὶ ἐπάνωθέν Του ὲν βόδι καὶ ἓν ἄλογον ἢ ὀνάριον, ὁποὺ τὸν ζεσταίνουν μὲ τὴν ἀναπνοήν των.
Ἡ Θεοτόκος εἷναι ἐξηπλωμένη ἐπάνω εἰς ἓν στρωσίδι, μὲ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς ἀκουμβζισμένην εἰς τὸ δεξιὸν χέρι Της, τυλιγμένη εἰς τὸ μαφόριόν Της. Τὸ ἅγιον πρόσωπόν Της εἷναι σκεπτικὸν καὶ περιχυμένον μὲ γλυκεῖαν μελαγχολίαν.
Ἑπάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιον, εἰκονίζεται ὁ οὐρανός, ἀπὸ ὅπου κατέρχεται ἀκτὶνα θεϊκοῦ φωτός, εἰς τὴν ὁποίαν κρέμεται ὁ Ἁστὴρ, ὡσὰν δροσοσταλίδα κρεμαμένη ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τοῦ Χριστοῦ.
Κατὰ τὸ δεξιὸν μέρος τῆς εἰκόνος παρίστανται Ἁγγελοι εἰς στάσιν προσκυνήσεως, κατὰ δὲ τὸ ἀριστερὸν μὲρος ἕτερος φαεσφόρος ἄγγελος φανερώνεται εἰς τοὺς ποιμένας, λέγοντάς των τὴν χαροποιὸν ἀγγελίαν. Οἱ δύο ἀπὸ τοὺς ποιμένας ἀκουμβοῦν εἰς τὸ ραβδί των καὶ βλέπουν μὲ θάμβος πρὸς τὸν ἄγγελον, ὁ δὲ νεώτερος κάθεται διπλοποδισμένος ἐπάνω εἱς μίαν πέτραν καὶ παίζει τὴν φλογὲραν του. Γύρω τους βόσκουν πρόβατα καὶ αἰγίδια.
Εἰς τὸ κάτω μέρος τῆς εἰκόνος, ἀπὸ τὰ δεξιά, κάθεται συλλογισμένος ὁ δίκαιος Ἱωσήφ, κατὰ τὴν ἱστόρησιν τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπου λέγει ὅτι ἐστενοχωρήθη διὰ τὸ γεννηθὲν παιδίον. Καὶ ἐμπρός του ἵσταται ἕνας τσομπάνης γέρων, ἐνδυμένος μέ προβιάν, ὡσὰν νὰ τὸν ἐρωτᾷ τί ἔχει καὶ εἶναι λυπημένος.
Ἁπὸ δὲ τὸ ἀριστερὸν μέρος τῆς εἰκόνος, εἰς τὴν κάτω γωνίαν, εἷναι ζωγραφισμὲναι δύο γυναῖκες, ἡ μία ἡλικιωμένη ὁποὺ κάθεται, ἔχουσα τὸν Χριστόν, βρέφος, εἰς τὴν ἀγκάλην της καὶ δοκιμάζει μὲ τὸ χέρι της τὸ νερὸν ὁποὺ χύνει ἡ ἄλλη, νέον κοράσιον, μέσα εἰς τὴν κολυμβήθραν. Αὐτὴ ἡ σκηνὴ ἐπιγράφεται τὸ Λουτρόν, καὶ εἷναι ἱστορημένη ἀπὸ τὸ ἀπόκρυφον Εὐαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου, ὁποὺ γράφει ὅτι εὑρέθη εἰς τὴν στάνην, ὅπου ἐγεννήθη ὁ Κύριος, μία μαῖα Σαλώμη ὁποὺ ἔπλυνε τὸ βρέφος.
Καὶ διὰ νὰ μὴ λείπη τίποτε ἀπὸ ὅσα γράφονται εἰς τὸ ἅγιον Εόαγγέλιον περὶ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, ἀνάμεσα εἰς τὰ βουνὰ ὁποὺ φαίνονται ὄπισθεν τοῦ σπηλαίου, κατὰ τὸ δεξιὸν μέρος, κάτω ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, εἰκονίζοντοιι οἱ Τρεῖς Μάγοι, ἐρχόμενοι γρήγορα ἐπάνω εἰς ἄλογα, τὸ ἓν ἄσπρον, τὸ δεύτερον μαῦρον καὶ τὸ τρίτον κόκκινον, δεικνύοντες μὲ χαρὰν τὸν Ἁστέρα, καὶ σπεύδοντες νὰ προσκυνήσουν τὸν ἐνανθρωπήσαντα Κύριον. Ζωγραφίζονται καὶ πεζοί.
Ὁ περίγυρος τῆς ἁγίας ταύτης εἰκόνος, μὲ τὰ καθέκαστά του, εἷναι τερπνός, διὰ τὸ φαιδρὸν καὶ σωτήριον μυστήριον τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ χρωματισμὸς τῶν βουνῶν εἷναι χαριέστατος καὶ γλυκύς, μὲ ἐλαφρὰ ἰσκιώματα. Ἁγρια πρινάρια καὶ εὐώδη χόρτα, μυρσίνες, θυμάρια καὶ ἄλλα, στολίζουν ταπεινὰ τοὺς βράχους, ὅπως τά βλέπει κοινένας εἰς τὰ εὐλογημένα βουνὰ τῆς πατρίδος μας.
Φέρει δὲ ἡ εἰκὼν αὕτη τὴν ἐπιγραφὴν: Η ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΣ
Πηγή: Φώτης Κόντογλου