Η υμνογράφος Κασσιανή

kassiani

Διήγημα της Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη
Επιμέλεια: Θάνος Δασκαλοθανάσης

Ήταν Μεγάλη Σαρακοστή, εποχή περισυλλογής, προσευχής και νηστείας. Τις ώρες που δεν απασχολούσε τις μοναχές η ακολουθία, η αδελφή Εικασία έμενε στο κελί της συγκεντρωμένη στην έξαρση της δημιουργίας. Ήταν η ώρα της τέλειας λύτρωσης. Τα εγκώμια χάνονταν κι άνοιγαν οι πύλες των ουρανών για να στείλουν στη νέα ποιήτρια τα οράματά τους. Τις μέρες αυτές, που στη μνήμη των χριστιανών ο Θεάνθρωπος βάδιζε προς το Θείο Πάθος, ο νους οραματιζόταν τις βιβλικές τρισμακάριες μορφές που αξιώθηκαν να συνοδέψουν τον Κύριο στο μαρτύριο του πάνω στη γη. Ανάμεσα σε αυτές η Κασσιανή έστηνε μπροστά της μια νέα γυναίκα που είχε αγαπήσει πολύ και γι΄ αυτό συγχωρήθηκε. Τη γυναίκα που είχε πολύ αμαρτήσει προτού γνωρίσει τον Ιησού και που μ΄ένα βλέμμα λυτρώθηκε κι εξαγνίστηκε, σαν να γεννήθηκε δεύτερη φορά. Εκείνης την τέλεια αφοσίωση και το τέλειο δόσιμο στην πίστη και στην αγάπη ζήλευε η κόρη του Βυζαντίου, Πώς την έλεγαν; Η παράδοση τη συνταύτιζε με τη μυροφόρο Μαγδαληνή, μα το Ευαγγέλιο δεν ανάφερε το όνομά της. Ήταν η γυναίκα της αμαρτίας, η μολυσμένη από τις ίδιες της τις πράξεις, σκλάβα των παθών της. Πόσα χρόνια να ζήτησε μάταια τη χαρά στην περιοχή της εγκόσμιας ευτυχίας! Πλούτη, κάλος, ατίμητοι θησαυροί, θαυμασμός και λιβανωτά, δύναμη κι επίγεια λάμψη στάθηκαν ανίκανα να της δώσουν τη λύτρωση. Επτά δαιμόνια- επτά πάθη- τάραζαν τη ζωή της κι ο Κύριος τη θεράπευσε από τη μανία τους. Να ήταν τάχα η ίδια που έβαλα στόχο τους κάποια μέρα οι Φαρισαίοι και πρόσταξαν το λαό να σηκώσει τεράστιες πέτρες και να τη λιώσει σαν σκουλήκι; Να ΄ταν τάχα εκείνη που έσωσε ο Χριστός σταματώντας τα χέρια τα δολοφονικά με τη φράση « ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω».

Η Εικασία δεν ήξερε. Την ξανάβλεπε τρομαγμένη ακόμα, να μην τολμά να πιστέψει στο θαύμα.

-Πού είναι γυναίκα, αυτοί που ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν; Κανένας δεν σε κατάκρινε λοιπόν; Πήγαινε, τότε. Ούτε κι εγώ σε κατακρίνω. Πήγαινε και μην αμαρτάνεις πια.

Και κάποια μέρα που πήγαινε στα Ιεροσόλυμα ο Θεάνθρωπος για το Πάσχα, το Πάσχα που θα εξαγίαζε ο Γολγοθάς, στάθηκε για λίγο στη Βηθανία, στο σπίτι του Σίμων. Εκεί ήρθε η γυναίκα της αμαρτίας, που ήταν τώρα μια νέα ύπαρξη από τότε που αντίκρισε το χαμόγελο του Χριστού. Σαν τα μακριά μεταξένια μαλλιά της ήταν πλήθος τα κρίματά της , μα τώρα τα ξέπλεναν οι ακτίνες του ήλιου που αναβάπτισαν με το φως την αμαρτωλή. Όμορφη και αβρή, σαν νεογέννητη ήταν η μορφή της. Γαλάζια και καθαρά, σαν ακύμαντη θάλασσα τα μεγάλα της μάτια. Πού βρήκε τόση αγιότητα, ένα πλάσμα που αναστήθηκε από τη λάσπη;

Αλάβαστρο μύρο κρατεί στο χέρι της. Το πιο ακριβό, το πιο ηγεμονικό. Βαρύτιμο νάρδο πιστικής. Μια σταγόνα του φτάνει να πνίξει με τ΄ άρωμά της την πλάση. Να σε τι χρησίμευσαν οι θησαυροί και τα πλούτη της αμαρτίας: έγιναν τίμημα για το μύρο αυτό της μετάνοιας. Τα πούλησε όλα κι αγόρασε αυτό το αλάβαστρο. Κι έκλεισε μέσα, μαζί με το νάρδο, και την ψηχή της. Χωρίς αυτήν, δε θα είχε καμιά ευωδιά.

Πόση αγάπη κι ευγνωμοσύνη, πόση λατρεία δεν είχαν τα βήματα που την έφεραν στο σπίτι του Σίμωνα. Η Κασσιανή την έβλεπε να σιμώνει δειλά τον Ιησού και να γονατίζει μπροστά του. Χρυσό κύμα σκέπασαν τα γυμνά ακονισμένα του πόδια τα ξανθά της μαλλιά. Και, κάτω απ΄ τη σκέπη τους, η γυναίκα άνοιξε το πώμα κι έχυσε όλο το μύρο στα πόδια του Ιησού. Μα δεν ήταν μόνο το μύρο που έλουζε τ΄ άχραντα πόδια. Ένα άλλο λουτρό στάθηκε πιο άξιο: τα θερμά της μετάνοιας δάκρυα, που αργοστάλαζαν από τα μάτια. «Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ».

Να ο πρώτος στίχος που ανάβρυσε από το όραμα της αμαρτωλής με το μύρο. Μα ο θρήνος κι η ικεσία από το στόμα της μεταφέρθηκαν στο στόμα της νέας ποιήτριας κι οι βαριοί αναστεναγμοί της καρδιάς της φούσκωσαν το νέο παρθενικό στήθος της Εικασίας.
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.

«Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις…»

Εδώ σταμάτησε η περίπαθη υμνογράφος. Ποιος τα ΄λεγε τα θερμά αυτά λόγια; Θα μπορούσαν να γίνουν ένα τροπάριο που να ψάλλεται τη Μεγάλη Τρίτη, τότε που γιορτάζει η εκκλησία μας τη γυναίκα που άλειψε με το μύρο τα πόδια του Θεανθρώπου. Γύρισε τώρα να βρει μια αρχή για το ποίημα. Άνοιξε το κείμενο του Ευαγγελίου, διάβασε με πάθος, ύστερα πήρε στο χέρι της το φτερό κι άρχισε να γράφει:

«Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας…».

Εδώ ταίριαζαν τώρα σαν συνέχεια οι στίχοι που είχε γράψει για τα δάκρυα και τους στεναγμούς.

Πήρε τη βάρβιτο κι άρχισε να δίνει τη μελωδία της στο τροπάρι. Ιδιόμελο το έλεγε, με μια μελωδία ανάλογη με το αίσθημα που ανάβλυζε από τους στίχους.

Κατανυκτική και βαθιά, όλο πάθος κι ανάταση. Πότε πότε κοβόταν από λυγμό η φωνή, πότε πότε ανέβαινε σαν κελάηδημα προς τα ύψη… Με το μέλος, οι στίχοι δέθηκαν καλύτερα, πήραν τη σειρά τους...

Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας…

Άξαφνα γύρισε τη ματιά της κατά την είσοδο της μεγάλης αυλής. Ποιος ήταν αυτός ο ψηλός καβαλάρης πέζευε στο κατώφλι;… Θεέ και κύριε, ο Θεόφιλος! Τι ζητούσε στο μοναστήρι της Περιβλέπτου ο βασιλέας της γης, τη στιγμή που οι πύλες του ουρανού ήταν ανοιχτές κι η ψυχή της Κασσιανής επικοινωνούσε με τον υπέργειο βασιλέα; Ποιος ήταν και τι εξουσία μπορούσε να ΄χει πάνω της πια. Τα χρυσά του σπιρούνια, τα πορφυρά του σαντάλια κι η αλουργίδα που σκέπαζε το θνητό του κορμί ήταν πρόσκαιρη δόξα, που κάποτε θάμπωσε την καρδιά της. Μπορεί και ν΄ αγάπησε τη μορφή που πλαισίωνε η λάμψη τους.! Να κολάκευσε τη ψυχή της η σκέψη πως ένας αύγουστος είχε ρίξει πάνω της τη ματιά του.Αλήθεια τι ήθελε; Ποιον ζητούσε; Τον έφερε εδώ μια αξέχαστη θύμηση, οδηγούσε η αγάπη τα βήματά του; Ένα άθελο καρδιοκτύπι της έφερε την ανάμνηση της εγκόσμιας ζωής. Μα αμέσως σηκώθηκε έξαλλη. Όχι, για κείνην είχε πεθάνει ο Θεόφιλος κι η πορφύρα κι η δόξα του εφήμερου κόσμου.

Ήταν νύμφη Εκείνου που δίνει την έξαρση, που λυτρώνει και σώζει. Δεν έπρεπε να αντικρίσει τον άλλο, που κάποτε είχε αγαπήσει. Και μόνο αν έμενε θα ΄ταν προδοσία, μια φιλαρέσκεια, ένας πειρασμός.

Άκουσε τα βήματα που πλησίαζαν στο διάδρομο, έξω από το κελί. Άκουσε τη φωνή της ηγουμένης…

- Είναι κλεισμένη στο σπουδαστήριο, αύγουστε. Μην πειράξεις την ησυχία της.
- Έρχομαι από μέρους της Εκκλησίας, είπε ο Θεόφιλος. Εκτελώ το χρέος!

Η βάρβιτος κύλησε στο πάτωμα, ο αγέρας από το ράσο της, καθώς πήδησε από το πίσω παράθυρο στο βουνό, ανατάραξε τα χειρόγραφα. Όταν άνοιξε η πόρτα, το ρεύμα τα σκόρπισε στο πλακόστρωτο του κελιού. Ο Θεόφιλος έκλεισε πίσω του την πόρτα. Έριξε μια ματιά φευγαλέα κι είδε το άδειο κελί. Η φωνή του απλώθηκε απαλή, σαν παράκληση:

-Αδελφή Εικασία! Πού είσαι ; Κασσιανή μίλησέ μου! Κασσιανή!

Ήχος κανείς δεν αποκρίθηκε. Η φωνή ξανακούστηκε μόνη κι ερημική.

- Δεν είναι κανείς εδώ; Κανείς;

Ο αγέρας σάλεψε τα χαρτιά, π΄ αναθρόισαν πάνω στις πλάκες. Ήταν η μόνη απάντηση.

Ο Θεόφιλος είδε τη βάρβιτο που είχε πέσει μες στο κελί κάτω από το παράθυρο. Έσκυψε έξω κι είδε ένα σκισμένο σαντάλι στα βράχια…Ναι είχε φύγει στ΄ αντίκρισμά του. Δε θέλησε να τον δει για μια τελευταία φορά…

Ένα δάκρυ κύλησε από μάτια του κι έβρεξε το χειρόγραφο που κρατούσε. Διάβασε τους θείους εκείνους στίχους. Κατάπληκτος έμεινε από τον οίστρο τους, το θερμό τους πάθος. Και τότε κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να ξανάρθει στο μοναστήρι. Μια τέτοια έξαρση μαρτυρούσε υπέργεια χάρη κι αγάπη ακένωτη για τον Κύριο που ήταν η επίκληση του ύμνου. Για την Κασσιανή δεν υπήρχε πια τίποτα άλλο από τη Μούσα και την αγάπη. Ο Θεόφιλος ήταν γι΄ αυτήν πεθαμένος…

Αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις…

Είδε κι αυτός – ποιητής κι υμνογράφος ήταν- τ΄ άχραντα πόδια τουΚυρίου. Μα στη δική του σκέψη παρουσιάστηκε μια εικόνα αλλιώτικη.

Γυμνά περπατούσαν τα πόδια εκείνα μέσα στον κήπο του Παραδείσου. Κι όμως ακούγοντας τον ανάλαφρο ήχο τους, τρόμαξε η Εύα, που είχε γευτεί τον καρπό της ανυπακοής. Τρόμαξε και κρύφτηκε… Τι ζητούσε πάλι, ανάμεσα στην Κασσιανή και σε κείνον η Εύα;

Κι όμως, δεν άντεξε ούτε τώρα τον πειρασμό. Θα της έλεγε με έναν στίχο κι αυτός το παράπονό του… Εκείνα τα άχραντα πόδια!

ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινό
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα
τω φόβω εκρύβη.

Ύστερα έβαλε τα χειρόγραφα στη σειρά και κατέβηκε στην αυλή. Να που ήταν κι αυτό γραφτό. Να μην τον δεχτούν σε ένα μοναστήρι του βασιλείου του. Να ΄ταν φόβο ή μίσος; Ό,τι κι αν ήταν, ας είναι ευλογημένο, γιατί μαρτυρούσε ανάμνηση. Θλιμμένη παρηγοριά στον εγωισμό του Θεόφιλου. Τα χειρόγραφα που ΄χαν μείνει πίσω έλεγαν πως δεν ήταν αυτή η αιτία. Τη φυγή της Κασσιανής την προκάλεσε η πίστη στο νέο έρωτά της, που δεν άφηνε θέση για τίποτε άλλο.

Όταν γύρισε η νέα ποιήτρια έτρεξε με λαχτάρα να δει αν ήταν σωστά τα χαρτιά της. Διάβασε τους στίχους που είχε προσθέσει ο λόγιος επισκέπτης. Κι άθελα έκανε τη σκέψη:
-Με την Εύα και πάλι!Δυστυχισμένος! Δεν αξιώθηκε λοιπόν να πειστεί πως στη ζωή δεν είναι μόνο πηγή του κακού η γυναίκα: ο Κύριος ας του δώσει το φως!

Για μια στιγμή σκέφτηκε να σβήσει τους ξένους εκείνους στίχους. Μα καθώς τους διάβασε ξανά, γοητεύτηκε από την εικόνα. Ώρα του δειλινού και μες στη σιγή της Εδέμ αντιλάλησε ο κρότο από τα άχραντα πόδια του Πλάστη. Κι η Εύα που είχε μες στη ψυχή της το δέος του σφάλματος, άκουσε τον ήχο τους κι από το φόβο της κρύφτηκε…Όχι, ήταν ωραίοι οι στίχοι και ταιριαστοί στο ρυθμό και στο μέτρο…Ας έμεναν ένας γήινος κρίκος για δυο ψυχές που συναπαντήθηκαν κάποτε στη ζωή και δεν μπόρεσαν να γνωρίσουν η μια την άλλη. Και κλείνοντας το τροπάριο, ύψωσε τη δέηση με την ίδια θέρμη για όλους: για τη γυναίκα της Βίβλου, την Εύα, τον ευατό της, τον Θεόφιλο.

Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη
καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς,
ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

Λίγες μέρες αργότερα ήρθε ο ίδιος ο Πατριάρχης και πήρε το ιδιόμελο της Κασσιανής, καθώς και τα άλλα τροπάρια που ΄χε γράψει για τη γυναίκα του μύρου και τον Ιούδα και όρισε να τα ψέλνουν στον όρθρο της Μεγάλης Τετάρτης, αποβραδίς τη Μεγάλη Τρίτη. Ο πρώτος που τα ΄ψαλε ήταν ο Θεόφιλος κι ήταν γεμάτος κατάνυξη και χαρά που η μεγάλη ποιήτρια δέχτηκε φιλόξενα το φτωχό του παράπονο μέσα στους εξαίσιους στίχους της. Να λοιπόν που τους έδενε τώρα η τέχνη, με τ΄ όλόχρυσο νήμα της, ανάμες απ΄ τους αιώνες.

Ἡ Κασσιανή

Κύριε, γυναίκα ἁμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριὰ τὰ κρίματά μου.
Μά, ὦ Κύριε, πῶς ἡ θεότης Σου μιλᾶ
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου!
Κύριε, προτοῦ Σὲ κρύψ᾿ ἡ ἐντάφια γῆ
ἀπὸ τὴ δροσαυγὴ λουλούδια πῆρα
κι ἀπ᾿ τῆς λατρείας τὴν τρίσβαθη πηγὴ
Σοῦ φέρνω μύρα.
Οἶστρος μὲ σέρνει ἀκολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι ἀφέγγαρο, ἄναστρο μὲ ζώνει,
τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας φωτιὰ
μὲ καίει, μὲ λιώνει.
Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὰ πέλαα τὰ νερὰ
τὰ ὑψώνεις νέφη, πάρε τα, Ἔρωτά μου,
κυλᾶνε, εἶναι ποτάμια φλογερὰ
τὰ δάκρυά μου.
Γύρε σ᾿ ἐμέ. Ἡ ψυχὴ πῶς πονεῖ!
Δέξου με Ἐσὺ ποὺ δέχτηκες καὶ γείραν
ἄφραστα ὡς ἐδῶ κάτου οἱ οὐρανοί.
καὶ σάρκα ἐπῆραν.
Στ᾿ ἄχραντά Σου τὰ πόδια, βασιλιᾶ
μου Ἐσὺ θὰ πέσω καὶ θὰ στὰ φιλήσω,
καὶ μὲ τῆς κεφαλῆς μου τὰ μαλλιὰ
θὰ στὰ σφουγγίσω.
Τ᾿ ἄκουσεν ἡ Εὔα μέσ᾿ στὸ ἀποσπερνὸ
τῆς παράδεισος φῶς ν᾿ ἀντιχτυπᾶνε,
κι ἀλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονῶ,
σῶσε, ἔλεος κάνε.
Ψυχοσῶστ᾿, οἱ ἁμαρτίες μου λαός,
Τὰ ἀξεδιάλυτα ποιὸς θὰ ξεδιαλύσῃ;
Ἀμέτρητό Σου τὸ ἔλεος, ὁ Θεός!
Ἄβυσσο ἡ κρίση.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *