Η Ιστορία των Κρίσεων
Η κρίση ως δίαυλος πολιτειακής μετάβασης
«Ην γαρ καλούσιν οι πλείστοι των ανθρώπων ειρήνην, τούτ’ είναι μόνον όνομα, τω δ’ έργω πάσαις προς πάσας τας πόλεις αεί πόλεμον ακήρνητον κατά φύσιν είναι». (= Αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι ονομάζουν ειρήνη δεν είναι τίποτα άλλο παρά όνομα, ενώ στην πραγματικότητα όλες οι πόλεις βρίσκονται κατά φυσική ανάγκη σε ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ τους).
(ΠΛΑΤΩΝ: Νόμοι)
IΣΩΣ, καμμιά περίοδος του ελληνικού χώρου να μην εμφανίζει το φαινόμενο των κρίσεων σε τόση χρονική διάρκεια και σε τόση έκταση αλλαγών και μεταβολών, όσο η περίοδος που συνδέεται με τη λεγόμενη «Κάθοδο των Δωριέων» και τους μετέπειτα χρόνους που οι παλαιότεροι ιστορικοί απεκάλεσαν «σκοτεινούς χρόνους», αλλ’ όπως έδειξαν οι νεώτερες έρευνες, κάθε άλλο παρά σκοτεινοί ήσαν. Προσωπικά δεν ασπαζόμαστε τις παλαιές απόψεις περί καθόδων «ελληνικών φυλών από το Βορρά. Πιστεύουμε ότι οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στον ελλαδικό χώρο είναι πολιτισμοί αυτοχθόνων πληθυσμών, χωρίς να αποκλείσουμε προσελεύσεις πληθυσμών και εισαγωγή πολιτιστικών στοιχείων από διάφορες κατευθύνσεις, κυρίως από την Ανατολή ή από το Νότο (Αφρική). Οι λεγόμενες «κάθοδοι Αχαιών, Δωριέων κ.λπ. υποδηλώνουν ανάδυση και ανάδειξη νέων εξουσιών μέσα από τον ίδιο τον ελληνικό χώρο. Οι «κάθοδοι», από τον μανδύα του μύθου, χρησιμοποιήθηκαν σαν δικαιολογητικό άλλοθι για την κυριαρχία μιας φυλετικής ομάδας έναντι άλλης, κ.ο.κ.
Έτσι και η λεγόμενη «Κάθοδος των Δωριέων» μπορεί να εκφράζει Σε μορφή κρίσης που πέρασε ο λεγόμενος Μυκηναϊκός κόσμος, ο οποίος δεν εξαφανίζεται αλλά μετασχηματίζεται. Άλλωστε ουδεμία καταστροφή μυκηναϊκού κέντρου βεβαιώνεται από τις ανασκαφές. Το στο ισχύει και για τα μινωικά κέντρα. Απλώς σε κάποια χρονική περίοδο η κοινωνικο – οικονομική και πολιτειακή οργάνωση εισέρχεται Σε μια βαθειά περίοδο κρίσης, που αντανακλάται και στις πολιτιστικές εκφράσεις. Την περίοδο αυτή -ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα – διαδέχεται μια άλλη περίοδος με νέα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά δεδομένα.
Αυτό συνέβη και κατά τη μεταδωρική περίοδο, την οποία κάποιοι Ιστορικοί, που δουλεύουν με έτοιμα μοντέλα σκέψης ή μεταφέρουν στο παρελθόν καταστάσεις των δικών μας καιρών, ονόμασαν «Ελληνικό Μεσαίωνα». Χωρίς ν’ αμφισβητείται ότι ο πολιτισμός της περιόδου υστερεί έναντι του προηγουμένου (Μυκηναϊκού), δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις μεγάλες φυλετικές και κοινωνικές ανακατατάξεις και τις οικονομικές αναδιατάξεις που προετοίμασαν το «θαύμα» των μεταγενέστερων, των ελληνικών πια χρόνων. Επισημαίνουμε επιγραμματικά τα ακόλουθα:
α) Ορισμένες θεότητες προσλαμβάνουν πανελλήνιο χαρακτήρα και εγκαινιάζονται οι Ολυμπιακοί – και άλλοι αγώνες που σφυρηλάτησαν δεσμούς ενότητας μεταξύ των πληθυσμών, που μετά τον Όμηρο ονομάστηκαν Έλληνες. Επίσης ιδρύονται ορισμένες αμφικτιονίες, οι οποίες συνέβαλαν στο ίδιο αποτέλεσμα. Και επειδή η κυριότερη, η Δελφική ή Πυλαία προ του Ζ’ αιώνα είχε την έδρα της στο ναό της Δήμητρας «Αμφικτυονίδας» στην Ανθήλη, στην περιοχή όπου κατά τον Όμηρο, ζούσαν οι Μυρμιδόνες, οι αλλιώς καλούμενοι Έλληνες, μαζί με τη διεύρυνση της αμφικτιονίας, είχαμε και διεύρυνση του ονόματος Έλλην, σαν δηλωτικό αρχικά των μετεχόντων στην αμφικτιονία και αργότερα σαν δηλωτικό καταγωγής. (Απαρχή σχηματισμού εθνικής συνειδήσεως)[1].
β) Αρχίζει η αποικιακή εξάπλωση που είναι απότοκος μιας κρίσης, που δημιουργήθηκε από την πληθυσμιακή αύξηση (δημογραφικό πρόβλημα) και την έλλειψη καλλιεργήσιμων εδαφών. Ο Θουκυδίδης ονομάζει το πρόβλημα «στενοχωρία» και την αναζήτηση ζωτικού χώρου δια του αποικισμού «ευρυχωρία». Έτσι οι Έλληνες έγιναν, όπως λέει ο Πλάτων, «λαός βατράχων» διότι αναπτύχθηκαν στις ακτές των δύο μεγαλυτέρων και ιστορικοτέρων «θαλασσολιμνών» της Μεσογείου και του Ευξείνου.
γ) Μαζί με την αποικιακή εξάπλωση αρχίζει και ο εμπορικός ανταγωνισμός προς τους Φοίνικες. Όμως από τους Φοίνικες οι Έλληνες παρέλαβαν το και σήμερα χρησιμοποιούμενο αλφάβητο, ανεξάρτητα αν οι Φοίνικες το παρέλαβαν παλαιότερα από την Κρήτη ή την Κύπρο. Κι ακόμη στην περίοδο αυτή δημιουργούνται οι ορφικοί ύμνοι και τα ομηρικά έπη, που δεν αποτέλεσαν απλώς πνευματική τροφή αλλά ομοψυχοποίησαν τους Έλληνες.
Η πολιτική και κοινωνική κατάσταση
Η ΑΛΥΣΙΔΩΤΗ εξέλιξη μέσα από μια διαδικασία κρίσεων -αλλού έντονων και αλλού ήπιων – αποτυπώνεται εναργέστερα στην εξέλιξη των πολιτευμάτων. Όμως είναι αναγκαίο, για την παρακολούθηση αυτής της εξελίξεως, να εξετάσουμε την πολιτική και κοινωνική οργάνωση κατά τους «μεταδωρικούς χρόνους». Η κοινωνική οργάνωση στηρίζεται σε φυλετικές ενότητες που δηλώνονται με τους όρους φατρία, φράτρα, πάτρα, πατριά. Οι αρχηγοί των φυλετικών κρατών» αποκαλούνται «αρχαγέται», «ταγοί» ή «βασιλείς». Στις επιγραφές της Πύλου ο γενικός αρχηγός αποκαλείται Fάναξ – άναξ, ενώ βασιλείς ονομάζονται διάφοροι τοπάρχες. Οι «αρχαγέται» στο απώτερο παρελθόν ήσαν αιρετοί και εκλέγονταν από τη συνέλευση των πολεμιστών («αγορά ανδρών»). Μεταγενεστέρως γίνονται κληρονομικοί. Η συνέλευση χάνει την αρχική ισχύ της και συγκαλείται για να εγκρίνει δια βοής τις αποφάσεις ή τις ενέργειες των βασιλέων. Πάντως ο αρχικός δημοκρατικός χαρακτήρας – έστω και τυπικά – διασώζεται. Και αυτό θα παρατηρηθεί σε όλη τη μακρά διάρκεια των εξελίξεων. Κάποιο στοιχείο παλαιό διασώζεται μέσα στο νέο, πράγμα που δείχνει τη συνέχεια και το οποίο συχνά αποτελεί το εμπύρευμα για νέες κρίσεις, μεταβολές και εξελίξεις. Οι αρμοδιότητες του πατριαρχικού βασιλιά ήταν στρατιωτικές, διοικητικές, δικαστικές και θρησκευτικές. Ζούσαν απλά, χωρίς πολυτέλειες, σε άμεση επαφή με το λαό τους. Μετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις και στις αγροτικές εργασίες. Η προσωπική τους αξία προσέδιδε κύρος στο αξίωμα και στο «κράτος» τους.
Σε ό,τι αφορά στην κοινωνική διαστρωμάτωση διακρίνουμε δύο τάξεις, τους ευγενείς και το λαό. Οι ευγενείς («άριστοι») είναι κυρίως πολεμιστές, προέρχονται από τους αρχηγούς των φυλών κι έχουν δικαίωμα λόγου στις συνελεύσεις. Στην τάξη του λαού («δήμος, «πληθύς», «πλήθος», «πολλοί») ανήκουν κατά χρονικές περιόδους ποικίλες κοινωνικές κατηγορίες: α) Ελεύθεροι πολίτες, με κλήρο γης και πολιτικά δικαιώματα. β) Ελεύθεροι πολίτες, χωρίς κλήρο γης και πολιτικά δικαιώματα (π.χ. θήτες). γ) Δουλοπάροικοι, δηλαδή παλαιοί κάτοικοι μιας περιοχής που υποχρεώθηκαν από επιδρομικά φύλα να καλλιεργούν τη γη με άνιση διανομή της παραγωγής (π.χ. «είλωτες» στη Λακωνία, «πενέστες» στη Θεσσαλία, «γυμνήτες» στο Άργος, κ.λπ.). δ) Δούλοι: Αυτοί προέκυψαν αρχικά από λείες πολέμου. Αργότερα δια του εμπορίου και δια της τεκνοποιίας. Αρχικά ήσαν λίγοι. Οι ανάγκες όμως της παραγωγής και η αποκλειστική απασχόληση των ελευθέρων με τα κοινά επέβαλαν την αύξησή τους. (Στα χρόνια της ακμής της αθηναϊκής δημοκρατίας τα 2/3 των κατοίκων της Αττικής ήσαν δούλοι).
Εξυπακούεται ότι τον κύριο τόνο στην οικονομική ζωή έδινε αρχικά η γεωργία. Η βιοτεχνία κάλυπτε τις εσωτερικές ανάγκες μιας περιοχής και η εμπορική δραστηριότητα ήταν περιορισμένη και στηριγμένη στον αντιπραγματισμό (βασικό συναλλακτικό μέτρο τα βόδια). Η περαιτέρω ανάπτυξη του εμπορίου θα προκαλέσει τους πρώτους τριγμούς στο παλαιό status (κοινωνικό – πολιτικό), θα δημιουργήσει μια σειρά από κρίσεις που θα φέρουν τις νέες εξελίξεις και μεταπηδήσεις σε νέα σχήματα ζωής.
Η πολιτειακή εξέλιξη
ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ εξέλιξη – που συναρτάται με τους οικονομικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις – έγινε κατά στάδια και σε μεγάλα χρονικά διαστήματα. Διέφερε από περιοχή σε περιοχή. Σχηματικά, στην εξέλιξη αυτή διακρίνουμε τα εξής στάδια, που το νεώτερο εμπεριέχει και στοιχεία του παλαιότερου:
- Πατριαρχική βασιλεία: Αντιστοιχεί προς την αρχαία κοινωνία των γενών. Ο βασιλιάς περιστοιχίζεται από συμβουλευτικό σώμα που το αποτελούσαν οι αρχηγοί των γενών («βουληφόροι»), κατά το πρότυπο του Αλκίνου, βασιλιά των Φαιάκων.
- Αριστοκρατία (8ος – 7ος αι.): Με την πάροδο του χρόνου η εξουσία του βασιλιά περιορίζεται και σταδιακά περιέρχεται στους ευγενείς («αρίστους»). Μόνο στους Μακεδόνες και στους Μολοσσούς της Ηπείρου ο θεσμός της βασιλείας – παρά την ύπαρξη ισχυρών τοπαρχών – θα παραμείνει ισχυρός. Ο βασιλιάς είτε εξαφανίζεται (σπανίως), είτε γίνεται διακοσμητικό πρόσωπο συνδεόμενο με την παράδοση, κυρίως την ιερατική (θύτης). Η εξουσία ασκείται από τους αριστοκράτες, με τους οποίους, ύστερα από μακρά περίοδο αντιπαλότητας, θα ενωθούν και οι ισχυροί του χρήματος.
- Αισυμνήτες: Η ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυτιλίας και της βιοτεχνίας θα συντελέσει στο σχηματισμό μιας νέας τάξης, χρηματιστικής, που άρχισε να προβάλει ορισμένα πολιτικά αιτήματα, όπως η καταγραφή των νόμων ή η σύνταξη νέας νομοθεσίας. Γιατί οι ευγενείς δίκαζαν αλλού με βάση την άγραφη κι αλλού με βάση την καταγεγραμμένη αριστοκρατική νομοθεσία. Για ν’ αποτραπούν εμφύλιες διαμάχες και ν’ αμβλυνθούν οι κοινωνικές αντιθέσεις, σε μερικές πόλεις ανέθεσαν τη σύνταξη νομοθεσίας σε ανθρώπους κοινής εμπιστοσύνης, που ήταν έμπειροι και γνωστοί για τη σοφία και την αρετή τους. Αυτοί ονομάστηκαν αισυμνήτες. (Κατά τους αρχαίους η λέξη παράγεται από το «αίσα» (= μερίδιο) + νέμω. Αισυμνήτης, δηλαδή, είναι αυτός που κατανέμει στον καθένα το μερίδιο που του αναλογεί. Κατ’ άλλους η λέξη ετυμολογείται από το αίσα + μιμνήσκομαι). Κατά τον Αριστοτέλη, η αρχή των αισυμνητών ήταν ένα είδος αιρετής τυραννίας· μια μοναρχία κατόπιν εκλογής. Διατηρείτο όσο χρόνο χρειαζόταν, για να διευθετηθεί ένα πρόβλημα. Ως αρχαιότερος αισυμνήτης μνημονεύεται ο Επιμένης της Μιλήτου.
Εάν επρόκειτο για απλή σύνταξη νόμων, οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τους λεγόμενους «νομοθέτες». Ως αρχαιότεροι μνημονεύονται ο Ζάλευκος (622 π.Χ.) στους Επιζεφύριους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας και ο Χαρώνδας στην Κατάνη.
Γενικά, οι αισυμνήτες και οι νομοθέτες απετέλεσαν μια μεταβατική βαθμίδα μεταξύ αριστοκρατικής και πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, έφεραν τον κατευνασμό των κοινωνικών παθών και έπαιξαν το ρόλο του «καταπαύτη». Άφησαν αγαθή μνήμη και μερικούς οι αρχαίοι τους κατέταξαν στους «Επτά Σοφούς» (Πιττακός, Σόλων). Λειτούργησαν σαν είδος ασφαλιστικής δικλείδας σε περιόδους οξυτάτων οικονομικών και πολιτικών κρίσεων.
- Τιμοκρατία: Η σύνταξη νέας νομοθεσίας ευνόησε την τάξη των πλουσίων, που πια δεν είναι οι ευγενείς. Το εμπόριο έφερε μια μεγάλη ανατροπή: το διαζύγιο του πλούτου με τις αριστοκρατικές καταγωγές. Οι πλούσιοι του 6ου αιώνα είναι έμποροι, ναυτικοί, βιοτέχνες που προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα. Και χάρη στους αισυμνήτες εξασφάλισαν δικαίωμα συμμετοχής στη διοίκηση. Έτσι διαμορφώθηκε ένα νέο ολιγαρχικό πολίτευμα, το τιμοκρατικό. (Οι αρχαίοι το ονόμαζαν: «τμοκρατία», «από τιμημάτων πολιτεία», «τιμοκρατική πολιτεία» ή «πλουτοκρατία»). Το σύστημα αυτό παρείχε δικαίωμα συμμετοχής στη διοίκηση σε όσους διέθεταν οικονομική ισχύ, άσχετα από καταγωγή. Ήταν μια μορφή οικονομικής ολιγαρχίας, με ελαστικά όρια, εφόσον μπορούσε στο σύστημα αυτό να ενταχθεί όποιος είχε τη δυνατότητα να είναι ή την ικανότητα να γίνει πλούσιος. Πολίτευμα της μορφής αυτής εισήγαγε στην Αθήνα ο Σόλων.
- Τυραννία: Σε μερικές πόλεις τις αντιθέσεις ευγενών και πλουσίων και τη δυσχερή οικονομική κατάσταση του αγροτικού στοιχείου εκμεταλλεύτηκαν με επιτηδειότητα διάφορα άτομα με δημοτικότητα και ικανότητα, ηγέτες χαρισματικοί, που κατέκτησαν την εξουσία «δι’ απάτης και βίας», όπως λέγει ο Αριστοτέλης, και εγκαθίδρυσαν προσωπική αρχή, που ονομάστηκε τυραννίδα. Οι τύραννοι (αρχικά η λέξη σήμαινε τον ηγέτη, αργότερα έλαβε τη σημερινή ονειδιστική σημασία) προέρχονταν από την τάξη των ευγενών αλλ’ είχαν στήριγμα το λαό («δήμο»). Ήσαν απόλυτοι άρχοντες και η εξουσία τους δεν είχε κανέναν περιορισμό. Έδωσαν το πρότυπο της «λαϊκής δικτατορίας», μιας δικτατορίας που στηριζόταν στο λαό, χωρίς να επιτρέπει ανάμειξη του λαού στη διοίκηση. Πολλοί τύραννοι άφησαν δυσάρεστη ανάμνηση στους μεταγενεστέρους. Μερικοί όμως, που διέθεταν αξιόλογα πολιτικά προσόντα, άφησαν αξιόλογο έργο, οικονομικό και πολιτιστικό. Ακόμη, απέτρεψαν τον κίνδυνο να συγκεντρωθεί όλη η αγροτική ιδιοκτησία στα χέρια λίγων, κυρίως ευγενών, συνέτριψαν τα βάθρα των ευγενών και άνοιξαν το δρόμο στη δημοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε μόνο σε πόλεις, όπου είχε προηγηθεί τυραννία.
- Δημοκρατία: Την τυραννίδα σε πολλές πόλεις διαδέχθηκε νέο πολίτευμα, η δημοκρατία[2]. Με αυτό η εξουσία περιήλθε στο λαό. Εξασφαλίστηκε η ισονομία και σταδιακά καταργήθηκαν οι κοινωνικές διακρίσεις σ’ ό,τι αφορά βέβαια τις κατηγορίες των ελεύθερων πολιτών. Το σύστημα στη βάση του παρέμεινε δουλοκτητικό. Μάλιστα όσο προόδευε μια δημοκρατία, τόσο περισσότερους δούλους χρειαζόταν. Εκτός από τους δούλους, πολιτικά δικαιώματα δεν είχαν οι μέτοχοι και οι γυναίκες. Άρα, η δημοκρατία των αρχαίων, ήταν υπόθεση ανδρών και ελευθέρων πολιτών.
Η πόλη, που, αφού πέρασε απ’ όλα τα στάδια που προαναφέραμε, εγκαθίδρυσε πρώτη δημοκρατία είναι η Αθήνα. Το 510 π.Χ. ο Κλεισθένης, αρχηγός της εξόριστης οικογένειας των Αλκμαιωνιδών, ανέτρεψε την τυραννίδα των Πεισιστρατιδών, εξετόπισε τον αρχηγό των ολιγαρχικών Ισαγόρα, προσεταιρίστηκε το δήμο και το 508/7[3] π.Χ. με εισηγήσεις του στην Εκκλησία του Δήμου, μπόρεσε να πετύχει τις θεσμικές εκείνες αλλαγές που επέτρεψαν την εμφάνιση του νέου πολιτεύματος, της δημοκρατίας. Για την εποχή εκείνη δημοκρατία εσήμαινε ισονομία, ισηγορία, ισότητα σε ό,τι αφορά την ανάληψη αξιωμάτων. Οι καινοτομίες του Κλεισθένη δεν έχουν τίποτα το ανατρεπτικό. Προεκτείνονται απλώς οι καινοτομίες του Σόλωνα. Ίσως δύο είναι τα νέα στοιχεία που εμφανίζονται: η διαίρεση των Αθηναίων σε 10 φυλές που έχουν διοικητικό κι όχι γεναρχικό χαρακτήρα και το αξίωμα των 10 στρατηγών, μολονότι τούτο μπορεί να θεωρηθεί παρέκταση του παλαιού αξιώματος του πολεμάρχου, που διασώζεται και επί δημοκρατίας. Δεν καταργήθηκε κανένας από τους παλιούς θεσμούς. Απλώς, μπήκε νέος οίνος στους παλαιούς ασκούς. Το ίδιο θα πράξουν και οι συνεχιστές του, κυρίως ο Εφιάλτης και ο Περικλής.
Η δημοκρατία της Αθήνας θα είχε μια εξέλιξη ηπίας μορφής, χωρίς τριγμούς, τρανταγμούς, κρίσεις, κ.λπ., αν η πόλη κρατούσε τον παλιό αγροτικό χαρακτήρα της. Από τη στιγμή όμως που αποκτά ναυτική δύναμη και γίνεται πρώτη ναυτική πόλη της Ελλάδος, κυρίως όμως, εφόσον το ναυτικό στοιχείο εξασφάλισε το τρόπαιο της Σαλαμίνας και αμέσως μετά την ηγεμονία της Ελλάδας, δημιουργείται ένας εσωτερικός κλονισμός, μια κοινωνική αναστάτωση, που προκάλεσε τις πιο γόνιμες πολιτικές σκέψεις και δημιούργησε τον πολιτικό στοχασμό, που αποτελεί ακόμη και σήμερα το πλαίσιο κάθε πολιτικής σκέψης. Το γεγονός – καταλύτης που δημιούργησε τη μεγάλη αυτή πολιτική κρίση και τις μεγάλες περί πολιτικής κρίσεις είναι πως, μετά τη νίκη της Σαλαμίνας, η αθηναϊκή δημοκρατία στηρίζεται στο ναυτικό στοιχείο, στους παλαιούς θήτες, που θεωρούνταν το κατώτερο, το ευτελέστερο κοινωνικό στοιχείο. Που σημαίνει πλήρη ανατροπή της κοινωνικής πυραμίδας, μια και οι ναυτικοί ως το υπέρτερο και λαϊκότερο πληθυσμιακό στοιχείο είχαν τον έλεγχο της Εκκλησίας του Δήμου και συνακόλουθα από την ψήφο τους καθοριζόταν η ανάδειξη των 10 στρατηγών.
Η κρίση της δημοκρατίας και οι κρίσεις περί δημοκρατίας
ΑΝ ΤΟ δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας δεν περνούσε από μακρές περιόδους κρίσεις, δεν θα γεννιόταν ο πολιτικός στοχασμός, που κατά την ταπεινή άποψή μας, είναι η πλουσιότερη συνεισφορά του αρχαίου ελληνικού πνεύματος στον παγκόσμιο πολιτισμό. Και άλλοι λαοί διαμόρφωσαν κατά την αρχαιότητα πολιτικό βίο. Πολιτική σκέψη μόνο οι Έλληνες. Τα πάντα γι’ αυτούς ήταν πολιτική. Η λέξη «πολίτης» ήταν το αυστηρό τους ιδανικό. Η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων λεγόταν ατιμία, λέξη που μεταγενεστέρως πήρε ηθική σημασία. Η αρχαία δημοκρατία ήταν άμεση κι απαιτούσε προσωπική συμμετοχή στα κοινά. Ο μη ασχολούμενος με τα κοινά λεγόταν ιδιώτης, λέξη που πήρε σταδιακά τη σημασία του απαίδευτου ή του ηλίθιου[4], που λόγω ανικανότητος δεν συμμετέχει στα κοινά. Θαυμάσια υποτύπωση της αντίληψης αυτής έχει δώσει στον Επιτάφιο ο Περικλής: «Τον μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα αλλ’ αχρείον νομίζομεν» (= Αυτόν που δεν συμμετέχει στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλ’ άχρηστο). Ο Ηρόδοτος για να εξάρει το πολίτευμα της δημοκρατίας βάζει τον Πέρση Οτάνη να λέγει τα ακόλουθα: «Όταν κυβερνά ο λαός, πρώτον, η εξουσία του φέρει το πιο ωραίο όνομα, καλείται ισονομία. Δεύτερον, δεν διαπράττονται εκείνα τα εγκλήματα τα οποία ανέφερα ότι πράττει ο μονάρχης. Διότι τα αξιώματα δίνονται με ψήφο («πάλω») σε υπεύθυνους άρχοντες και οι αποφάσεις ανακοινώνονται στο κοινό» (ΙΙΙ, 80).
Όμως, αυτό το ιδεώδες, όπως προβάλλεται, πολίτευμα, απαιτεί και ιδεώδεις ανθρώπους. Και, όπως παρατηρεί ο Θουκυδίδης, «έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η», τότε «πολλά και χαλεπά» θα συμβαίνουν στις πόλεις και στα πολιτεύματα. Η δημοκρατία των Αθηναίων «έπασχε» λόγω της τελειότητάς της, που απαιτούσε τέλειους πολίτες. Γιατί, όπως λέει ο Πίνδαρος, το μεγαλύτερο μέρος του λαού έχει σκοτισμένη λογική («Τυφλόν δ’ έχει ήτορ όμιλος ανδρών ο πλείστος»). Σε τελευταία ανάλυση, η κρίση της αρχαίας δημοκρατίας οφείλεται στην πολλή… δημοκρατία.
Τα συστατικά που συνθέτουν την κρίση της δημοκρατίας – τουλάχιστον στην Αθήνα – είναι τα ακόλουθα:
- Κατάληψη αξιωμάτων με κλήρο και μισθό: Με εξαίρεση τα αξιώματα του στρατηγού και του ταμία, που ήσαν αιρετά (εκλογή με ψήφο), όλα τ’ άλλα αξιώματα ήσαν κυαμευτά (εκλογή με κλήρο, με «κυάμους» = κουκκιά). Αυτό επέτρεπε σ’ όλους τους πολίτες να καταλαμβάνουν αξίωμα και ν’ ασκούν εξουσία. Ήταν δείγμα εμπιστοσύνης που έδειχνε η αθηναϊκή πόλη προς όλους τους πολίτες της. Αλλ’ αυτή η μεγίστη δημοκρατική κατάκτηση είχε μέσα της το σπέρμα της αυτοϋπονόμευσής της. Διότι επέτρεπε στους τυχόντες (ικανούς και ανίκανους) να γίνονται βουλευτές, ηλιαστές κ.λπ. Βέβαια, επειδή οι αποφάσεις ήσαν συλλογικές, τον πρώτο καιρό η ανικανότητα των ανικάνων εκαλύπτετο από την ικανότητα των ικανών. Αφότου όμως, χάρη στις καινοτομίες του Εφιάλτη (αρχηγός της δημοκρατικής παρατάξεως δολοφονήθηκε το 457 π.Χ.) και του Περικλή, καθιερώθηκε ο βουλευτικός μισθός (μία δραχμή κατ’ άτομο για κάθε συνεδρία), ο δικαστικός ή ηλιαστικός μισθός (αρχικά ένας οβολός και από τα χρόνια του Κλέωνα τρεις οβολοί) και ο εκκλησιαστικός μισθός, ναι μεν παρείχετο σε όλους τους Αθηναίους δυνατότητα συμμετοχής στα κοινά –απερίσπαστοι από βιοτικές μέριμνες– αλλά σιγά – σιγά οι Αθηναίοι εγκατέλειπαν στους δούλους και στις γυναίκες τους τις βιοτικές μέριμνες και αποζούσαν από την ενασχόληση με τα κοινά, φυσικά εις βάρος των κοινών. Mutatis mutandis οι Αθηναίοι πολίτες είχαν μεταβληθεί σε κάτι ανάλογο με το σύγχρονο σώμα των συνδικαλιστών, που, για να έχουν καιρό ν’ αγωνίζονται υπέρ των εργαζομένων, δεν εργάζονται. Τελικά, το ενδιαφέρον των Αθηναίων δεν αφορούσε πια στα κοινά αλλά στο μισθό και δημιουργούσαν τεχνητές καταστάσεις για να γίνονται συνεδριάσεις, που τους εξασφάλιζαν αμόχθως τα προς το ζην.
- Η ισότητα: Αυτή η μεγάλη κατάκτηση λειτούργησε σαν καταπακτή για τις αρχαίες δημοκρατίες, γιατί ευνόησε την αναξιότητα, αφού επέβαλε την ισότητα μεταξύ αξίων και αναξίων. Γιατί η αριθμητική ισότητα της δημοκρατίας έφαγε την αναλογική ισότητα, πάνω στην οποία στηρίζεται η αξιοκρατία. Το «όλοι ίσοι» – αντίστοιχο προς το ισπανικό todos cabaleros – επέτρεψε στην αμάθεια και στην ανικανότητα να έχουν παρεμβατικά δικαιώματα στην πολιτική λειτουργία.
- Οι συγκεντρώσεις: Όλες οι αποφάσεις παίρνονταν στις συνελεύσεις του λαού («Εκκλησία του Δήμου»). Στην Αθήνα ακόμη και το δικαστήριο της Ηλιαίας, παρόλο που συνεδρίαζε κατά τμήματα (κάθε τμήμα 500 άτομα), είχε χαρακτήρα συγκεντρώσεως. Όπως συμβαίνει σε κάθε συγκέντρωση, συχνά στις αποφάσεις παρεμβαίνουν εξωεκλογικά στοιχεία. Κυριαρχεί η ψυχολογία του όχλου, που ευνοεί την οχλαγωγία και την ανάδειξη οχλαγωγών, που δεν απευθύνονται στο λογικό αλλά στο θυμικό του πλήθους, ιδίως όταν αυτό αποφασίζει όχι με ψήφο αλλά διά βοής. Μοιραία ακόμη και κάποιες πολύ σοβαρές αποφάσεις παίρνονταν κάτω από την πίεση εντόνων συγκινησιακών καταστάσεων, βίαιων παθών και σφοδρών επιθυμιών (π.χ. απόφαση για τη σικελική εκστρατεία, θανάτωση Μυτιληναίων, θανάτωση των νικητών στρατηγών της ναυμαχίας των Αργινουσών). Αυτά τα πάθη ο Θουκυδίδης ονομάζει σε διάφορα χωρία του «δυσέρως», «δύσποτμος έρως» και «επιθυμούν». Η έξαψη των λαϊκών παθών στις συγκεντρώσεις από επιτήδειους δημοκόλακες, που ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» αποκαλεί «δημοπιθήκους» (στ. 1085) μετέτρεπε το πολίτευμα σε δικτατορία λαϊκής βάσεως, όπου η λαϊκή κυριαρχία έδινε πρόσκαιρα εξουσία στον πολιτικό που συμβάδιζε με τη λαϊκή επιθυμία, το «επιθυμούν» του Θουκυδίδη. Έτσι, η λαϊκή δικτατορία γινόταν τελικά όχι δικτατορία του λαού, αλλά δικτατορία ενός ατόμου επί του λαού.
- Αστάθεια αποφάσεων: Ο Αριστοφάνης ονομάζει στους «Αχαρνής» τους Αθηναίους «ταχυβούλους» και «μεταβούλους». Έπαιρναν βιαστικά τις αποφάσεις και γρήγορα μετάνοιωναν και τις άλλαζαν. Π.χ. έστειλαν ουσιαστικά αρχιστράτηγο στη Σικελία τον Αλκιβιάδη, και μόλις αυτός έφθασε εκεί, για ασήμαντο λόγο ασεβείας, τον ανεκάλεσαν. Τη μια μέρα αποφάσισαν θανάτωση των Μυτιληναίων και την άλλη την ανεκάλεσαν. Αυτή η αμφίβουλη ταλάντευση ανάμεσα στο «ναι» και στο «μη ναι» έφερνε συχνά τους Αθηναίους στην κατάσταση που εκφράζει ο γνωστός στίχος του Γρυπάρη: «Στο ναι και στο όχι στέκεται η δίβουλή τους γνώμη». Από τη διβουλία μοιραία έπεφταν στην αβουλία, στην αδυναμία εκλογής που παραπέμπει ευθέως στο περίφημο θεώρημα του Όνου του Μπουριντάν[5]. Αυτή η αστάθεια, το «παλίμβολον» ή «παλίμβουλον» που αναφέρουν πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, ευνοούσε και το «αμφίγλωσσον», αυτό δηλαδή που στη σύγχρονη πολιτική ορολογία ονομάζουμε «διπλή γλώσσα». Η αμηχανία περί του πρακτέου έκανε πολύ συχνά τους Αθηναίους να περιέρχονται σε μια παθητική κατάσταση, να γίνονται λογοφάγοι και όχι εργοπόνοι, μίσεργοι και εργοσκόποι και όχι εργοφόροι, όπως σαφώς το λέγει ο Θουκυδίδης με την περιλάλητη ρήση: «Ειώθατε θεαταί μεν των λόγων γίγνεσθαι, ακροαταί δε των έργων» (Γ, 38, 3).
Πέρα από την ανάπτυξη της λογοκοπίας και την επαύξηση της απραξίας, πάντα υπήρχε ο κίνδυνος της απερισκεψίας.
- Υποταγή των πολιτικών στις επιθυμίες των πολιτών: Ο Θουκυδίδης λέει για τον Περικλή ότι «κατείχε πλήθος ελευθέρως και ουκ ήγετο μάλλον υπ’ αυτού ή αυτός ήγεν». Με το θάνατο του Περικλή έχουμε το τέλος των μεγάλων ανδρών και την αρχή των «χαρισματικών ηγετών», που για να ασκήσουν εξουσία δεν διστάζουν να ξεπέσουν στη δημοκολακεία, να υποταχθούν στις πιο ευτελείς επιθυμίες του λαού και να βάλλουν έτσι τις βάσεις μιας πολιτικής που σήμερα ονομάζεται «λαϊκισμός». Όπως λέγει ο Θουκυδίδης, οι δημαγωγοί «επί τα πονηρότερα εξήγον τον όχλον» (VIII, 53, 3) και τον εξωθούσαν σε μια πολιτική πρακτική, την «ευτέλεια», που σημαίνει παραγωγή «φθηνών» πολιτών, που για να ζήσουν έκαναν την πολιτική ασχολία, επάγγελμα και δημιούργησαν για πρώτη φορά αυτό που σήμερα ονομάζουμε «πελατειακές σχέσεις». Φυσικό επακόλουθο μιας τέτοιας συμπεριφοράς είναι η αναρχία την οποία καταδικάζουν πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο σοφιστής Αντιφών: «Αναρχίας ουδέν κάκιον ανθρώποις». Η αναρχία συνυφαίνεται με τη δομή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα αναγκαίο κακό, αλλ’ η δράση των δημαγωγών έκανε το κακό μεγαλύτερο, με αποτέλεσμα η αναρχία να υπερκαλύπτει τη δημοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που λέγει στον «Γοργία» ο Πλάτων: όταν ο αθηναϊκός λαός, την ώρα που μιλάς, δεν συμφωνεί μαζί σου, αλλάζεις αμέσως γνώμη και λες αυτά που θέλει. Ο Αριστοφάνης στους «Ιππής» μας δίνει μ’ έξοχο ποιητικό τρόπο αυτή την ιδιότυπη μορφή λαϊκής κυριαρχίας που μεταβάλλεται σε κυριαρχία επί του λαού, διότι χάνεται το στοιχείο του πολιτικού νου από τις λεκτικές θωπείες του δημαγωγού:
Ω δήμε, καλήν γ’ έχεις
αρχήν, ότε πάντες άν-
θρωποι δεδίασι σ’, ώσπερ άνδρα τύραννον.
Αλλ’ ευπαράγωγος ει,
θωπευόμενος τε χαί-
ρεις, καξαπατώμενος,
προς τον τε λέγοντα αεί
κέχωνας· ο νους δε σου
παρών αποδημεί
Μετάφραση: Λαέ, ωραία εξουσία έχεις, όταν όλοι σε φοβούνται σαν τύραννο. Αλλά παρασύρεσαι εύκολα κι ευχαριστιέσαι όταν σε χαϊδεύουν και σ’ εξαπατούν. Και πάντα μένεις με το στόμα ανοιχτό, ακούγοντας τα λόγια των πολιτικών. Κι ο νους σου, μολονότι παρών, βρίσκεται στα ξένα».
Η απροθυμία του λαού ν’ ακούει ή να βλέπει την αλήθεια έφερε τον αθηναϊκό δήμο σε μια κατάσταση που εκφράζει μια σπάνια αρχαία λέξη: οφθαλμοπλανία. Η Γαλλίδα ακαδημαϊκός J. de Romilly ονoμάζει το πολιτικό αυτό νόσημα «λαϊκή τύφλωση» και το θεωρεί ως κύριο παράγοντα των μεγάλων κρίσεων που πέρασε το δημοκρατικό πολίτευμα «σε όλη τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα και σε μέρος του τετάρτου».
- Η πτώση του πατριωτικού συναισθήματος: Μοιραία η κρίση των ηθικών αξιών και πιο συγκεκριμένα η κρίση της πολιτικής ηθικής έφερε την πτώση του πατριωτικού συναισθήματος και την υποκατάσταση της αξιοκρατίας από την αναξιοκρατία. Οι Αθηναίοι ομιλούν για την εκπλήρωση των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων και προσφεύγουν στους μισθοφόρους, δηλαδή εμπιστεύονται την ασφάλειά τους σε εισαγόμενους στρατιώτες, οι πολεμικοί αρχηγοί ενδιαφέρονται για τον ατομικό πλουτισμό τους ή για την ατομική τους ανάδειξη κι όχι για το μεγαλείο της πόλης. Και το χειρότερο: δεν είναι πολιτικοί άξιοι των περιστάσεων, ικανοί ν’ αντιμετωπίσουν σοβαρές καταστάσεις. Δεν έχουν πλάνο ενεργειών. Όπως λέει σ’ έναν από τους «Φιλιππικούς του ο Δημοσθένης, αντιμετωπίζουν τον Φίλιππο, όπως πυγμαχούν οι βάρβαροι, που μόλις κάποιος από αυτούς δεχθεί ένα χτύπημα, φέρνει το χέρι του προς το μέρος που τον βάρεσαν κι αν το κτυπήσουν αλλού. πάλι φέρνει τα χέρια του εκεί. Να αποκρούσει όμως το χτύπημα ή να το προβλέψει ούτε ξέρει, ούτε το διανοείται. (Σ.Σ. Πάσα ομοιότητα των λόγων του Δημοσθένη προς τη σύγχρονη εξωτερική και οικονομική μας πολιτική είναι εντελώς συμπτωματική).
Είναι χαρακτηριστικό πως η φιλοπατρία συνδέεται με το ατομικό ή το κομματικό συμφέρον. Όταν ο Αλκιβιάδης μετά την ανάκλησή του προσφεύγει στη Σπάρτη και υποδεικνύει στους μέχρι χθες αντιπάλους του το πώς να νικήσουν την πατρίδα του, δικαιολογεί ως εξής την προδοτική στάση του:
«Το τε φιλόπολι ουκ εν ώ αδικούμαι έχω, αλλ’ εν ώ ασφαλής επολιτεύθην. Ουδ’ επί πατρίδα ούσαν έτι ηγούμαι νυν ιέναι, πολύ δε μάλλον την ουκ ούσαν ανακτάσθαι. Και φιλόπολις ούτος ορθώς, οι π ος αν την εαυτού αδίκως απολέσας μη επίη, αλλ’ ος αν εκ παντός τρόπου διά το επιθυμείν πειραθή αυτήν αναλαβείν» (Θουκ. VI, 92, 34 Αυτά σε απλά λόγια σημαίνουν: Και την φιλοπατρία δεν την τοποθετώ εκεί που αδικούμαι αλλ’ εκεί που με ασφάλεια πολιτεύομαι. Ούτε νομίζω ότι τώρα στρέφομαι εναντίον της πατρίδας μου αλλά περισσότερο αγωνίζομαι για ν’ ανακτήσω πάλι αυτήν που δεν είναι, δηλαδή την πατρίδα μου. Και σωστός φιλόπατρης δεν είναι αυτός που αφού έχασε την πατρίδα του άδικα, δεν μάχεται να την ανακτήσει αλλ’ αυτός που επειδή τη λαχταρά, προσπαθεί με κάθε τρόπο να την ξαναπάρει!
Με την πατριωτική λογική του είδους αυτού δεν είναι ο πολίτης που ανήκει στην πόλη αλλά η πόλη στον πολίτη. Αυτό τον ατομικό «πατριωτισμό» ενισχύει μια άλλη μορφή «πατριωτισμού», ο «κομματικός Βέβαια κόμματα, όπως τα σημερινά, στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν. Υπήρχαν όμως παρατάξεις με απόκλιση ολιγαρχική ή δημοκρατική που εκφράζονταν με τους όρους κολίγοι», «πλείονες» κ.ά. Συχνά το κομματικό συμφέρον, που σχετίζεται με το συμφέρον μιας κοινωνικής κατηγορίας, επισκιάζει το γενικότερο πολιτικό, σε σημείο που το κόμμα να ταυτίζεται με την πόλη, πράγμα που δίνει την ευχέρεια σε τυχοδιώκτες πολιτικούς, όπως ο Αλκιβιάδης, να δηλώνουν πως δεν μάχονται κατά της πόλης σαν ολότητας αλλά κατά της μερίδας που έχει υποκαταστήσει την πατρίδα. Και το χειρότερο: εξαιτίας της κομματικής αντιπαλότητας συνέβαινε συχνά την πατριωτική αλληλεγγύη να υποκαθιστά π κομματική.
- Η αλαζονεία της δύναμης: Όταν η αθηναϊκή δημοκρατία βρισκόταν στα πρώτα βήματα της είχε ένα υψηλό εθνικό ήθος έτσι που στο γνωστό επιτύμβιο επίγραμμα των Μαραθωνομάχων να τονίζεται το «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι». Και όταν οι Σπαρτιάτες έμφοβοι έσπευσαν να τους ικετεύσουν να μην δεχθούν τις προτάσεις του Μαρδονίου για συμμαχία έδωσαν υψηλόφρονα απάντηση: «Η ελληνική συνείδηση, το κοινό αίμα, η κοινή γλώσσα, οι κοινοί θεοί και θυσίες και τα κοινά ήθη κι έθιμα δεν τους επιτρέπουν να γίνουν προδότες[6]». Οι Αθηναίοι έως την εποχή του Κίμωνος εμφορούνταν από πανελλήνια συναισθήματα και ήσαν εκφραστές της πανελλήνιας ιδέας. Από την εποχή που η Α ́ Αθηναϊκή ή Δήλιος Συμμαχία εξασφάλισε στην Αθήνα δυνατότητες για θαλασσοκρατορία και από συμμαχία μεταβλήθηκε σε ηγεμονία των Αθηναίων, μοιραία η Αθήνα μεταβάλλεται σε μια ιμπεριαλιστική δύναμη που βλέπει την ελευθερία μόνο στα πλαίσια της ελευθερίας των δικών της πολιτών, τη δημοκρατία μέσα στο στενό χώρο της Αττικής, ενώ οι άλλες συμμαχικές πόλεις δορυφοροποιούνται. Η αύξηση της οικονομικής και πολιτικής δυνάμεως πρέπει συνεχώς να τροφοδοτείται με νέα δύναμη, με αποτέλεσμα η Αθήνα να εμπλακεί σε μια ατελείωτη σειρά ενδοελληνικών πολέμων και την «ύβριν» να επακολουθήσει η «τίσις» (= τιμωρία). Σχεδόν όλη η τραγωδία, που είναι ένα υψηλό μάθημα δημοκρατίας, είναι μια προειδοποίηση προς τους Αθηναίους. Την αλαζονεία («ύβρις») ακολουθεί πάντα η «τίσις» και η «νέμεσις». Η ήττα από τη Σπάρτη και τους Συρακουσίους, κατά τον Πελοποννησιακό και από τον Φίλιππο, επαλήθευσε τις προειδοποιήσεις των τραγικών.
- Η δικομανία: Εφόσον το «δικάζειν» ήταν πόρος ζωής για πολλούς αργόσχολους Αθηναίους, μοιραία ευνοήθηκε η ανάπτυξη ενός κακοήθη κοινωνικού και πολιτικού όγκου, του φθόνου που εκφράστηκε με τη συνεχή παραπομπή πολιτών στα δικαστήρια. Όσο κι αν λέει ο Αισχίνης στον «Κατά Τιμάρχου» πως οι προσωπικές εχθρότητες (που μεταφέρονται στα δικαστήρια) επανορθώνουν πάρα πολλά από τα δημόσια πράγματα[7], ωστόσο η αλήθεια είναι πως έβλαψαν καιρίως τη δημόσια ζωή, γιατί η ευκολία παραπομπής στα δικαστήρια εξέθρεψε τη συκοφαντία (ο συκοφάντης εξελίχθηκε σε επάγγελμα), στην κατάχρηση και γελοιοποίηση των νόμων και τελικά στην ανομία. Η ανομία ευνοήθηκε από την πολυνομία, που ευνοούσε την αντιφατικότητα, τους δικανικούς δαιδάλους και την επιβράδυνση στην απονομή της δικαιοσύνης. Τελικά, οι πολλοί νόμοι, αντί να θωρακίσουν τη δημοκρατία, υπέσκαψαν το κύρος της. Γι’ αυτό ο Δημοσθένης σ’ ένα λόγο του θυμάται τον πρώτο νομοθέτη της Ευρώπης, τον Ζάλευκο, που για να εμποδίσει την πολυνομία και να εξασφαλίσει νομοθετική σταθερότητα θέσπισε τα ακόλουθα: «Εάν τις βούληται νόμον καινόν τιθέναι, εν βρόχω τον τράχηλον έχων νομοθετεί και εάν δόξη (= φανεί) καλός και χρήσιμος είναι ο νόμος, ζη ο τιθείς και απέρχεται, ει δε μη, τέθνηκεν επισπασθέντος του βρόχου» (Κατά Τιμάρχου, 24, 139).
Η πολυνομία έκανε αδύνατη τη λειτουργία της δικαιοσύνης, τη δε υπακοή στους νόμους σχεδόν προαιρετική: ο πολίτης υπακούει στο νόμο, όποτε του αρέσει κι αν του αρέσει. Οπότε, παρά το τυπικό όνομα δημοκρατία, στην πραγματικότητα σε περιόδους κρίσης είχαμε αναρχία, λέξη που πρώτος χρησιμοποίησε με πολιτική έννοια ο Αισχύλος. Διότι η δημοκρατία, σε αντίθεση με τη μοναρχία και την ολιγαρχία, γίνεται αναρχία, όταν δεν υπάρχει υποταγή στο νόμο. Αλλ’ η υποταγή προϋποθέτει ένα υψηλό επίπεδο αγωγής, που κατά τον Πλάτωνα, δεν μπορούσε να έχει το λαϊκό πολιτικό υπόστρωμα των Αθηνών, αποτελούμενο κυρίως από ναυτικούς. Διότι η θάλασσα «ήθη παλίμβολα και άπιστα ταις ψυχαίς εντίκτουσα, αυτήν τε προς αυτήν την πόλιν άπιστον και άφιλον ποιεί και προς τους άλλους ωσαύτως».
Ανεξάρτητα από το αν φταίει ή δεν φταίει η γειτνίαση με τη θάλασσα και η επίδοση των Αθηναίων στα θαλασσινά έργα, τούτο είναι βέβαιο: η κρίση της αθηναϊκής δημοκρατίας είναι πρωτίστως κρίση ηθική. Η κρίση των δομών, των θεσμών κ.λπ. είναι απότοκος του αμβλυμένου ηθικού, άρα και πολιτικού αισθήματος των πολιτών. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι πολιτικές αντιπαραθέσεις συχνά έπαιρναν χαρακτήρα διωγμού. Μόλις μία παράταξη υπερίσχυε, απέκλειε από την πολιτική δράση την άλλη, προσφεύγοντας στο πρόσφορο μέσο της εξορίας όχι μόνο του ηγέτη αλλά και των οπαδών του, πράγμα που έκανε τους εξορίστους να συνωμοτούν εναντίον των αντιπάλων τους, να ρέπουν προς τις δολοφονίες ή στην αίτηση ξενικών παρεμβάσεων. Οι πολιτικές αντιπαλότητες υπέσκαψαν το κύρος των δημοκρατικών θεσμών, έτσι που οι τραγικοί, ως δάσκαλοι του λαού, να κάνουν κύριο μοτίβο στα έργα τους τη σύγκρουση των δύο αδελφών, του Ετεοκλή και Πολυνείκη. Η σύγκρουση αυτή εκφράζει την αγωνία των τραγικών για την εσωτερική διαίρεση. Ο λόγος της Ιοκάστης («ουκ επαισχύνεσθε, χώρας ούτω νοσούσης, ίδια κινούντες κακά») είναι ένα κήρυγμα ομονοίας και συμφιλιώσεως.
- Κρίση της παιδείας: Οι περισσότεροι από τους «πολιτικούς αναλυτές» ή τους «δημοσιολόγους» ή «συνταγματολόγους» της αρχαιότητας ήταν δάσκαλοι. Και ως δάσκαλοι απέδιδαν την ηθική κακοδαιμονία, που φέρνει την πολιτική κακοδαιμονία, στην έλλειψη παιδαγωγίας. Οι σοφιστές με τον υποκειμενισμό τους υπέσκαψαν τον καθιερωμένο κώδικα ηθικής κι έδωσαν ευχέρεια στους νέους «τον ήττω λόγον μείζω ποιείν». Πλάτων, Ισοκράτης, Αριστοτέλης είναι πρωτίστως παιδαγωγοί και βλέπουν την κρίση της πολιτικής σαν κρίση παιδείας. Ουσιαστικά το έργο τους έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Οι λύσεις που προτείνουν στο πολιτικό πρόβλημα είναι ένα νέο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, που όλοι να μαθαίνουν όσα πρέπει να ξέρουν ως πολίτες και αυτά που πρέπει να σέβονται ως πολίτες. Απαιτείται μια παιδεία που να δημιουργεί πολίτες και όχι οπαδούς. Και το δίδαγμα αυτό παραμένει επίκαιρο για όλες τις εποχές, ιδιαίτερα για τη δική μας. Η J. d. Romilly τελειώνοντας το περισπούδαστο βιβλίο[8] της γράφει: «Η δημοκρατία που αφήνει την εκπαίδευση να πέσει στα χέρια των εχθρών του καθεστώτος, η δημοκρατία που δεν προσπαθεί καν να διατηρήσει για την παιδεία το χαρακτήρα όχι της πολιτικής μόρφωσης αλλά της μόρφωσης πολιτικού ήθους, αυτή η δημοκρατία είναι χαμένη» (σ 271).
Οι κρίσεις του Πλάτωνος για τα τότε για τα τότε (και όχι μόνο) κοινωνικά ήθη
ΣΥΜΦΩΝΑ με τα προηγηθέντα, αν η δημοκρατία είχε προ- βλήματα δυσλειτουργίας, αυτό, κατά την κρίση των εγκυρότερων αρχαίων μελετητών, οφείλεται στην κρίση της παιδείας που από φορέας αξιών γινόταν φορέας αντι-αξιών. Είναι γεγονός πως η εξέλιξη του πολιτεύματος, η άνοδος νέων κοινωνικών στρωμάτων στο πολιτικό προσκήνιο και η εμφάνιση και απόλυτη σχεδόν κυριαρχία των λεγόμενων «νέων ανθρώπων» στην πολιτική κονίστρα, έφερε μια πλήρη ανατροπή των αξιών, που μεταβιβάζονταν μέσω μιας παραδοσιακής ηθικής από γενεά σε γενεά. Ίσως μάλιστα η άνοδος αυτών των στρωμάτων και αυτού του είδους ανθρώπων, που δεν είχαν κανέναν ηθικό ενδοιασμό, προκειμένου ν’ ανέλθουν πολιτικά, να είναι μία από τις βασικές παραμέτρους της κρίσης.
Βέβαια, ποτέ από τις αρχαίες δημοκρατικές πολιτείες δεν έλειψαν οι σοφοί, οι διαθέτοντες πολιτική ευφυΐα, ιδιότητα που ο Αριστοφάνης και ο Ευριπίδης ονομάζουν «νουν» και ο Θουκυδίδης «κρίσιν». Αλλά η κρίση της δημοκρατίας οφείλεται στην «ακρισία» και στην «άνοια». Ο Θουκυδίδης μάλιστα δεν διστάζει να βάλει τον Αλκιβιάδη να παρομοιάσει τη δημοκρατία με τρέλα («Αλλά περί ομολογουμένης ανοίας ουδέν αν καινόν λέγοιτο VI, 89, 6). Αυτού του είδους την άνοια» εκφράζει με τρόπο επιγραμματικό ο Ανάχαρσις στο «Bίο του Σόλωνος» του Πλουτάρχου, λέγοντας το περίφημο: «Στην Ελλάδα ομιλούν οι σοφοί, αποφασίζουν όμως οι αμαθείς». Τότε….
Είναι γεγονός ότι η σοφιστική διδασκαλία ενίσχυσε την κοινωνική και πολιτική ανηθικότητα ή μάλλον συνέβαλε στην ιδεολογικοποίηση της ανηθικότητας. Με το να μαθαίνουν οι νέοι την τέχνη του «κατισχύειν παρά το δίκαιον», άρχισε να επικρατεί στα κοινωνικο-πολιτικά ήθη ο «άδικος λόγος». Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα των «Νεφελών» του Αριστοφάνη, όπου ο Στρεψιάδης, εκπρόσωπος της παλαιάς ηθικής, βρίσκεται αντιμέτωπος με το γιο του που ανήκει στην κατηγορία των «νέων ανθρώπων» και εκπροσωπεί τη νέα «ηθική» σύμφωνα με την οποία δικαίως ένας γιος μπορεί να δέρνει τον πατέρα του («Καποφανώ γε, νη Δία, ως εν δίκη σ’ έτυπτον»). Και όταν ο Στρεψιάδης εξανίσταται λέγοντας,
«Ω μιαρώτατε,
και πώς γένοιτο αν πατέρα τύπτειν εν δίκη;»,
ο νεαρός Φειδιπίδης απαντά με διανοητική έπαρση:
«Εγώ γ’ αποδείξω και σε νικήσω λέγων».
Μέσα από τη στιχομυθία πατέρα και γιου μαθαίνουμε πως η καινούργια αγωγή μαθαίνει τους νέους ότι «έντιμο είναι καθετί επαίσχυντο και επαίσχυντο καθετί έντιμο», με αποτέλεσμα ο γέροντας Στρεψιάδης να μπλέκεται μέσα στους μαιάνδρους της «διαλεκτικής» του γιου του και στρεφόμενος προς τους θεατές να λέγει: «Εμοί μεν, ω άνδρες ήλικες, δοκεί δίκαια λέγειν» (Νομίζω, συνομήλικοί μου, πως δίκαια τα λέγει)!
Όμως την αυστηρότερη κριτική των κοινωνικών – πολιτικών ηθών και του παιδαγωγικού κλονισμού της εποχής έχει κάνει στην «Πολιτεία» του ο Πλάτων. Παραθέτουμε εκτενή αποσπάσματα, γιατί η κριτική που άσκησε τότε κατά της ηθικής αναρχίας ο μεγάλος Αθηναίος φιλόσοφος είναι σαν να γράφτηκε σήμερα για να καυτηριάσει τα δικά μας ήθη. Πράγμα που σημαίνει ότι οι κρίσεις έχουν κυκλικό χαρακτήρα, άρα κοινά σημεία και ομοιότητες:
«Και την μεν αιδώ ηλιθιότητα ονομάζοντες ωθούσιν έξω ατίμως φυγάδα, σωφροσύνην δε ανανδρίαν καλούντες τε και προπηλακίζοντες εκβάλλουσι, μετριότητα δε και κοσμίαν δαπάνην ως αγροικίαν και ανελευθερίαν ούσαν πείθοντες υπερορίζουσι μετά πολλών και ανωφελών επιθυμιών (…) ύβριν μεν ευπαιδευσίαν καλούντες, αναρχίαν δε ελευθερίαν, ασωτίαν δε μεγαλοπρέπειαν, αναίδειαν δε ανδρείαν» (Πολιτεία, 560-561). Μετάφραση: Και με το να ονομάζουν το σεβασμό ηλιθιότητα τον απωθούν σαν πολίτη που χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα. Με το ν’ αποκαλούν ανανδρία τη σωφροσύνη την αποδιώκουν με προπηλακισμούς, ενώ την μετριοπάθεια και την ευπρεπή δαπάνη, πείθοντος πως είναι χωριατιά και ανελευθερία, τις απορρίπτουν με περιφρόνηση. (…) Αντίθετα, αυθάδεια αποκαλούν την ευγενή ανατροφή, την αναρχία ελευθερία, την ασωτία μεγαλοσύνη και την αναισχυντία παλληκαριά».
Παρακάτω ο Πλάτων θα θέσει το ερώτημα, πώς από την ολιγαρχία προκύπτει δημοκρατία και από τη δημοκρατία τυραννίδα; (Αρ’ ουν τρόπον τινά τον αυτόν εκ τε ολιγαρχίας δημοκρατία γίγνεται και εκ δημοκρατίας τυραννίς;»). Ως προς το δεύτερο ερώτημα, η απάντηση δίνεται με τη γνωστή παρομοίωση της μέθης που υποδηλώνει έλλειψη μέτρου. Όταν δηλαδή μια πόλη που έχει δημοκρατικό πολίτευμα διψάσει για πολλή ελευθερία και συμβεί να έχει σαν άρχοντες κακούς οινοχόους και της δώσουν να πιει περισσότερο από το κανονικό, τότε έχουμε μια μεθυσμένη πολιτεία που ακολούθως τιμωρεί τους αρχηγούς της, αν δεν είναι πάρα πολύ πράοι και της δώσουν πολλήν ελευθερία, κατηγορώντας αυτούς πως είναι ασεβείς και ολιγαρχικοί («Όταν, οίμαι, δημοκρατουμένη πόλις ελευθερίας διψήσασα κακών οινοχόων προστατούντων τύχη και πορρωτέρω δέοντος ακράτου αυτής μεθυσθή, τους άρχοντας δη, αν μη πάνυ πράοι ώσι και πολλήν παρέχωσι την ελευθερίαν, κολάζει αιτιωμένη ως μιαρούς και ολιγαρχικούς» 562, C, D).
Ιδού και τα κοινωνικο – πολιτικά παρεπόμενα:
«Οίον, έφην, πατέρα μεν εθίζεσθαι παιδί όμοιον γίγνεσθαι και φοβείσθαι τους υιείς, υιόν δε πατρί, και μήτε αισχύνεσθαι μήτε δεδιέναι τους γονέας, ίνα δη ελεύθερος η (…). Διδάσκαλός τε εν τω τοιούτω φοιτητάς φοβείται και θωπεύει, φοιτηταί τε διδασκάλων ολιγωρούσιν, ούτω δε και παιδαγωγών· και όλως οι μεν νέοι πρεσβυτέροις απεικάζονται και διαμιλλώνται και εν λόγοις και εν έργοις, οι δε γέροντες ξυγκαθιέντες τοις νέοις ευτραπελίας τε και χαριεντισμού εμπίπλανται, μιμούμενοι τους νέους, ίνα μη δοκώσιν αηδείς είναι μηδέ δεσποτικοί (…). Το δε γε (…) έσχατον, ω φίλε, της ελευθερίας του πλήθους, όσον γίνεται εν τη τοιαύτη πόλει, όταν δη οι εωνημένοι και αι εωνημέναι μηδέν ήττον ελεύθεροι ώσι των πριαμένων».
Που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνουν: «Για παράδειγμα, ο πατέρας συνηθίζει να φέρεται όμοια με το γιο του και να φοβάται τους γιους του και ο γιος να φέρεται όμοια με τον πατέρα, κι ούτε να ντρέπεται ούτε να φοβάται τους γονείς, για να είναι τάχα ελεύθερος (απελευθερωμένος, θα λέγαμε σήμερα) (…). Και ο δάσκαλος σ’ ένα τέτοιο πολίτευμα φοβάται τους μαθητές και τους κολακεύει, ενώ οι μαθητές αδιαφορούν για τους δασκάλους όμοια δε και για τους παιδαγωγούς. Και γενικά οι νέοι προσπαθούν να γίνουν ίσοι με τους μεγαλύτερους και τους ανταγωνίζονται σε λόγια και σε έργα. Και οι γέροντες, αφού κατέλθουν στο επίπεδο των νέων, εμφανίζονται γεμάτοι φαιδρότητα και αστεϊσμούς, μιμούμενοι τους νέους, για να μη φανούν δύστροποι και αυταρχικοί (…). Και το πιο σοβαρό, φίλε μου, για το πού μπορεί να φθάσει η ελευθερία του λαού σε μια τέτοια πόλη είναι όταν οι αγορασμένοι άντρες και οι αγορασμένες γυναίκες έχουν την ίδια ελευθερία με τους αγοραστές.
Και το τελικό συμπέρασμα του Πλάτωνος συμπυκνώνεται στα ακόλουθα:
α) «Η γαρ άγαν ελευθερία έοικεν ουκ εις άλλο τι ή εις άγαν δουλείαν μεταβάλλειν και ιδιώτην και πόλιν» (= Καθώς φαίνεται η απόλυτη ελευθερία μεταφέρει πολίτη και πόλη όχι σε τίποτα άλλο παρά σε απόλυτη δουλεία).
β) «Ουκ εξ άλλης πολιτείας τυραννίς καθίσταται ή εκ δημοκρατίας, εξ οίμαι της ακροτάτης ελευθερίας δουλεία πλείστη τε και αγριωτάτη» (= Το τυραννικό πολίτευμα είναι φυσικό ν’ απορρέει από τη δημοκρατία και από την πιο ακραία μορφή ελευθερίας ν’ απορρέει η πιο μεγάλη και άγρια δουλεία) (Πολιτεία, η 564).
Υ.Γ. Η λέξη «απεργός» δεν είναι νέα. Απαντά στον Αρτεμίδωρο (1,42) και προέρχεται από το ρήμα «απείργω», «απέργω». Σε πρώτη σημασία η λέξη εσήμαινε αυτόν που απείχε από κάποιο έργο. Ακολούθως εσήμαινε τον «αργό», τον άεργο, τον εμποδίζοντα τους άλλους να εργασθούν.
Όποιος ζητάει τα αίτια της σημερινής κρίσης, της σημερινής κοινωνικής και πολιτικής παθολογίας, δεν έχει παρά ν’ ανατρέξει στους αρχαίους συγγραφείς: είναι οι καλύτεροι παθολόγοι.
Η παθολογία του πολέμου
ΚΑΤΑ κοινή ομολογία οι μεγαλύτεροι «ιατροί» της αρχαιότητας είναι ο Ιπποκράτης και ο Θουκυδίδης. Ο πρώτος μελέτησε τα νοσήματα της ψυχής και του σώματος, ο δεύτερος τα νοσήματα του πολιτικού σώματος. Για να φανεί η «ιατρική» εμβρίθεια του παραθέτουμε ένα μικρό – σαν πρόγευση – απόσπασμά του: «Δίκαια μεν εν τω ανθρωπείω λόγω από της ίσης ανάγκης κρίνεται, δυνατά δε οι προύχοντες πράττουσι και οι ασθενείς ξυγχωρούσιν» (Ε, 89). Που σημαίνει: Σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, τα δίκαια κρίνονται με βάση την ίση ισχύ (όταν δηλαδή το ένα μέρος δεν είναι ισχυρότερο από τ’ άλλο). Όμως αυτοί που έχουν τη δύναμη, πράττουν όσα μπορούν να πράξουν, ενώ οι αδύνατοι ανέχονται αυτά που πράττονται (φυσικά εις βάρος τους).
Η πολιτική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας διαβάζεται σαν μια «πολιτική περιπέτεια», με «συγκοπές». Περιπέτεια σημαίνει περιστροφή, σημαίνει και αιφνίδια μεταβολή της τύχης, συνηθέστερα προς το κακό (ανάλογα από την οπτική γωνία που βλέπει το ζήτημα ο ιστορικός). Οι συγκοπές είναι τα μεταβατικά στάδια, οι περίοδοι κρίσης που προετοιμάζουν ή προοιωνίζονται ένα άλλο πολιτικό ή κοινωνικό ή οικονομικό κλίμα. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως χάνεται η συνέχεια και η συνοχή ανάμεσα στο περασμένο και στο μελλούμενο. Και επειδή οι κρίσεις είναι ένα περιοδικό φαινόμενο, αενάως επαναλαμβανόμενο, ο πολιτικός δια- στοχασμός των αρχαίων πολιτικών συγγραφέων δίνει και σήμερα το πλαίσιο ενός διαστοχασμού και για τα συγκαιρινά γεγονότα. Είναι άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι η πολιτική επιχειρηματολογία της εποχής αντλεί υλικό από τη δεξαμενή του πολιτικού στοχασμού των αρχαίων.
Σημειώσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο ότι η υποβάθμιση της ηθικής έφερε την πολιτική κρίση στις δημοκρατικές πολιτείες. Οι πόλεμοι και ιδιαίτερα ο Πελοποννησιακός, δημιούργησαν τις τοξίνες εκείνες που προκάλεσαν την παράλυση και στο στρατόπεδο των δημοκρατικών και στο στρατόπεδο των ολιγαρχικών. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είναι ο σημαιοφόρος της κρίσης του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο πόλεμος αυτός κράτησε 27 χρόνια. Κυρίως χαρακτηρίζεται σαν πόλεμος ανάμεσα στην Αθήνα και Σπάρτη (χωρίς να είναι αποκλειστικά υπόθεση Αθήνας και Σπάρτης) ή σαν πόλεμος φυλετικός ή πολιτικός: σύγκρουση ιωνικού και δωρικού στοιχείου, σύγκρουση δημοκρατικών και ολιγαρχικών. Η αναγωγή σε αίτια φυλετικά ή πολιτικά είναι σχηματική. Καθότι στον πόλεμο Ίωνες υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Δωριέων και η δημοκρατική Αθήνα να πολεμήσει εναντίον δημοκρατικών. Εκφράζεται μάλιστα η άποψη πως η αποτυχία της Σικελικής εκστρατείας οφείλεται στο ότι μια δημοκρατική πόλη (Αθήνα) πολέμησε εναντίον άλλης δημοκρατικής πόλης (Συρακούσαι). Οι Αθηναίοι έτσι δεν βρήκαν πολιτικά στηρίγματα μέσα στην πόλη εναντίον της οποίας εξεστράτευσαν.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431-404 π.Χ.), ως ενδοελληνική σύγκρουση ευρείας χρονικής και τοπικής εκτάσεως (πέρα από την κυρίως Ελλάδα, εκτάθηκε έως τη Δυτική Μεσόγειο και την Προποντίδα), απορρέει από την κρίση που γεννά η ανάγκη διευρύνσεως του λεγόμενου «ζωτικού χώρου». Η Σπάρτη στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα έχει κυριαρχήσει ολοσχερώς στην Πελοπόννησο (και λίγο έξω από αυτή) και έχει εγκαθιδρύσει ένα πολίτευμα ημιολιγαρχικό με δημοκρατική δομή (οι 5 έφοροι ήσαν αιρετοί). Η Αθήνα περιορίζεται εδαφικά στην Αττική. Ούτε προς την Πελοπόννησο, λόγω Σπάρτης, ούτε προς τη Βοιωτία, λόγω Θηβών, είναι δυνατόν να εκταθεί. Μοιραία στρέφεται προς τη θάλασσα που ναι με της έδωσε πλούτο και ηγεμονία αλλά παράλληλα αυτό δημιούργησε ανυπέρβλητα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Η θαλασσοκρατορία απαιτεί τρομερά έξοδα, άρα απαιτεί συνεχή εδαφική διεύρυνση για τοποθέτηση ή αγορά προϊόντων ή είσπραξη φόρων, ευνοεί επίσης την περαιτέρω «λαϊκοποίηση» του πολιτεύματος από το ναυτικό στοιχείο και την υποκατάσταση της παλιάς αριστοκρατίας της γης από τη νέα αριστοκρατία του πλούτου. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τη μακρά διάρκεια λειτουργίας των πολιτικών σωμάτων (Βουλή, Εκκλησία, Ηλιαία, Δέκα Στρατηγοί) η Αθήνα δεν βρήκε την προσφορότερη φόρμα διακυβερνήσεως. Γιατί το πολίτευμα είχε μια ελαστικότητα που προσαρμοζόταν άλλοτε στις φιλοδοξίες δυναμικών ηγετών και άλλοτε στις επιθυμίες του πλήθους ή μιας δυναμικής κοινωνικής ομάδας.
Οι αιτίες του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι πολλές και δύσκολα ανιχνεύσιμες. Άλλες βαθειές και άλλες επιφανειακές. Ούτε εξάλλου, μπορούμε να αποκλείσουμε αυτό που λένε οι Γάλοι: «L’ inattendu se fautile partout» (= Το τυχαίο διεισδύει παντού). Είναι όμως ευτύχημα ότι για τον πόλεμο αυτό βρέθηκε ο κατάλληλος ιστορικός, ο Θουκυδίδης, ο οποίος εκάλυψε με τη γραφίδα του το μεγαλύτερο και κρισιμότερο μέρος (έως το 411 π.Χ. το υπόλοιπο μέρος συμπληρώνει στα «Ελληνικά» ο Ξενοφών).
Ο Θουκυδίδης (460 – 397 π.Χ.) δεν ήταν ένας απλός ιστορικός, ένας στοχαστής. Ήταν και πολιτικός και στρατιωτικός. Έζησε εκ των ένδον και τα πολιτικά και τα στρατιωτικά γεγονότα και πλήρωσε με ισόβια υπερορία την ενδεχόμενη στρατιωτική ολιγωρία ή ανεπάρκειά του (άλλωστε δεν ήταν εύκολο να νικήσει ένα κατ’ εξοχήν πολεμικό κύτταρο, τον Βρασίδα). Η υπερορία έδωσε στο Θουκυδίδη την ευχέρεια και την ευκαιρία να μελετήσει και να περιγράψει τον πόλεμο όχι σαν αφήγηση, αλλά σαν επιστημονική διατριβή. Είναι «ιατρός ιστορικός» που εξετάζει τον πόλεμο σαν νόσημα κοινωνικο – πολιτικό αλλά συγχρόνως και σαν αποτέλεσμα της ανθρώπινης ατέλειας, της αδυναμίας δηλαδή των ανθρώπων να λειτουργούν με κριτήριο τη σωφροσύνη. Αυτό που ωθεί τον ιστορικό άνθρωπο στη δράση είναι το ισχυρό πάθος, το «επιθυμούν».
Έτσι ο Θουκυδίδης δεν μελετά τα γεγονότα για να μας δώσει απλώς μια ακριβή περιγραφή του πολέμου, αλλά για να χρησιμοποιήσει μια μέθοδο ερμηνείας του κοινωνικο – πολιτικού παθολογικού φαινομένου που λέγεται πόλεμος. Θέλει με άλλα λόγια να μας δώσει την παθολογία του πολέμου. Ο πόλεμος, ως παθολογικό φαινόμενο, αποτελεί την πιο ισχυρή, την πιο συγκλονιστική και οδυνηρή μορφή κρίσης. Οι άνθρωποι τότε μόνο θα μάθουν να ξεπερνούν (και καλύτερα να μην περνούν από τέτοιες μορφές κρίσης, όταν ξέρουν τι ακριβώς είναι πόλεμος, ποιες αιτίες τον προκαλούν, ποιες δυνάμεις τον γεννούν και τον κινούν και κυρίως τι συνέπειες έχει. Και επειδή διαισθάνθηκε ότι η «Ξυγγραφή» του θα είναι πολύτιμο «εργαλείο» για την ερμηνεία των πολεμικών περιπλοκών, επιπλοκών και συμπλοκών, χαρακτήρισε ευστόχως το έργο του «κτήμα ες αεί».
Για το πώς βλέπει ο Θουκυδίδης την παθολογία του πολέμου, αρκεί μόνο η ανάγνωση του Γ ́ Βιβλίου, ιδίως κάποιων χωρίων (Γ,82, 1-8) που είναι από τα πιο πυκνά και δυσερμήνευτα. Όμως μια μετάφραση, όσο καλή κι αν είναι, δεν αρκεί, αν δεν κάνουμε μια αναγωγή. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος μόνο πελοποννησιακός δεν ήταν. Ήταν πόλεμος πανελλήνιος. Πρέπει να θεωρείται, mutatis mutandis, σαν πόλεμος με οικουμενικό βεληνεκές, ενώ κάποιοι εσωτερικοί, ενδοπαραταξιακοί πόλεμοι (π.χ. Κερκυραϊκός) σαν πόλεμοι τοπικοί, κυρίως εμφύλιοι, όπως οι σημερινοί πόλεμοι Αράβων εναντίον Αράβων. Παρ’ όλο που προτιμούμε αντί μεταφράσεως το πρωτότυπο, θα επιχειρήσουμε μια επιλεκτική μετάφραση των πιο δυσερμήνευτων χωρίων του Γ ́ βιβλίου:
Γ,82,1-8: «Σε τέτοιες αγριότητες έφθασε ο εμφύλιος πόλεμος και φάνηκε ακόμη πιο άγριος, γιατί ήταν ο πρώτος που έγινε, αφού αργότερα βέβαια συγκλονίστηκε σχεδόν όλη η Ελλάδα, επειδή σ’ όλα τα μέρη υπήρχαν διαφορές στους αρχηγούς των δημοκρατικών, ώστε να καλούν σε βοήθεια τους Αθηναίους και στους ολιγαρχικούς (ώστε να καλούν σε βοήθεια) τους Λακεδαιμονίους. Και στη διάρκεια της ειρήνης (δεν τους καλούσαν), επειδή δεν είχαν ούτε πρόσχημα, ούτε διάθεση να τους καλέσουν, όμως εν όσω βρίσκονταν σε πόλεμο και οι δύο (αντίπαλες παρατάξεις) είχαν συμμάχους για να βλάπτουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους και να αποκτήσουν από αυτό παραπανίσια δύναμη. Έτσι με ευκολία προκαλούσαν τις επεμβάσεις όσοι ήθελαν ν ̓ ανατρέψουν το καθεστώς. Και συνέβησαν στις πόλεις εξαιτίας των εμφυλίων πολέμων πολλές και μεγάλες συμφορές, που γίνονται και πάντοτε θα γίνονται, ενόσω οι άνθρωποι μένουν ίδιοι, (συμφορές) βαρύτερες παρά ηπιότερες και διαφορετικές στη μορφή, όπως ενδεχομένως παρουσιάζεται καθεμιά μεταβολή των περιστάσεων (ανάλογα δηλαδή με την αλλαγή κάθε φορά των περιστάσεων).
Αυτή όμως η τελευταία περίοδος αξίζει να διαβασθεί όχι με τη μορφή της δικής μας πλαδαρής μεταφράσεως, αλλά όπως γράφτηκε από τον ίδιο τον Θουκυδίδη:
«Και επέπεσε πολλά και χαλεπά κατά στάσιν ταις πόλεσι, γιγνόμενα μεν και αεί εσόμενα, έως η αυτή φύσις ανθρώπων ή, μάλλον δε και ησυχαίτερα και τοις είθεσι διηλλαγμένα, ως αν έκασται αι μεταβολαί των ξυντυχιών εφιστώνται».
Γ, 82, 2-4: «Γιατί στον καιρό της ειρήνης και της ευημερίας και οι πόλεις και τα άτομα σκέπτονται ευγενέστερα, επειδή δεν υποβάλλονται σε ακούσιους καταναγκασμούς” ο πόλεμος όμως, αφού αφαιρέσει την άνεση της καθημερινής ζωής, γίνεται δάσκαλος της βίας και προσαρμόζει τις διαθέσεις των περισσοτέρων (ανθρώπων) στην κατάσταση της στιγμής («Ο δε πόλεμος υφελών την ευπορίαν του καθ’ ημέραν, βίαιος διδάσκαλος και προς τα παρόντα των πολλών ομοιοί»). Γίνονταν, λοιπόν, τότε εμφύλιοι πόλεμοι στις πόλεις, κι εκείνες που κάπως υστερούσαν, επειδή μάθαιναν όσα έγινα πριν, προσπαθούσαν να ξεπεράσουν σε επινοητικότητα (τους άλλους) και στις ύπουλες επιθέσεις και στη σκληρότητα των εκδικήσεων. Ακόμη και τη συνηθισμένη (αντικειμενική) σημασία των λέξεων σχετικά με τις πράξεις αντικατέστησαν με τη δική τους αυθαίρετη κρίση. Γιατί η ασυλλόγιστη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η δε προνοητική επιφυλακτικότητα (θεωρήθηκε) δειλία προσχηματική, η σωφροσύνη πρόφαση της ανανδρίας και η σύνεση στο καθετί (θεωρήθηκε) αδράνεια για το καθετί».
Η τελευταία αυτή περικοπή δεν αποτυπώνει την τότε αλλά και τη σημερινή κρίση από την οποία δοκιμάζεται η χώρα μας. Γι’ αυτό την παραθέτουμε στο πρωτότυπο και προτρέπουμε τους νέους αναγνώστες μας να την απομνημονεύσουν. Θα έχουν έτσι έναν σύμβουλο βίου διά βίου:
«Και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων εις τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει. Τόλμα μεν γαρ αλόγιστος ανδρία φιλέταιρος ενομίσθη, μέλλησις δε προμηθής δειλία ευπρεπής, το δε σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα και προς άπαν ξυνετόν επί παν αργόν».
Γ, 82, 4-6: «Η παράφορη ορμητικότητα λογαριάστηκε σαν ανδρική αρετή και η προσεκτική εξέταση για λόγους ασφαλείας (θεωρήθηκε) ωραίο πρόσχημα για υπεκφυγή. Και ο μεν έξαλλος θεωρούνταν έμπιστος πάντα, ενώ αυτός που του έφερνε αντίρρηση (εθεωρείτο) ύποπτος. Αν πάλι κάποιος επιβουλευόταν κάποιον και πετύχαινε, (εθεωρείτο) έξυπνος, και αν υποψιαζόταν (μια επιβουλή εθεωρείτο) ακόμα πιο έξυπνος[9]. Οσάκις όμως κάποιος μεριμνούσε να μη χρειαστεί τίποτα από αυτά (εθεωρείτο) διαλυτικό στοιχείο του κόμματος («της τε εταιρίας διαλυτής») και τρομοκρατημένος από τους αντιπάλους. Με δύο λόγια, όποιος προλάβαινε αυτόν που επρόκειτο να κάνει κάποιο κακό, επαινείτο και επίσης (επαινείτο) αυτός που παρακινούσε (στο κακό) αυτόν που δε το ‘χε βάλει στο μυαλό του. Ακόμα και οι συγγενείς έγιναν πιο ξένοι από τους κομματικούς συντρόφους. («Και μην και το ξυγγενές του εταιρικού αλλοτριώτερον εγένετο»). Γιατί έδειχναν μεγαλύτερη προθυμία στο να αποτολμούν αδίστακτα (το καθετί). Γιατί τέτοιου είδους κόμματα δεν ήσαν για να ωφελούν (τα μέλη τους) σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, αλλά για να ικανοποιούν την πλεονεξία κατ’ αντίθεση προς τους υπάρχοντες νόμους. («Ου γαρ μετά των κειμένων νόμων ωφελία αι τοιαύται ξύνοδοι, αλλά παρά τους καθεστώτας νόμους πλεονεξία»).
6-8: «Και δεν στήριξαν την αμοιβαία εμπιστοσύνη στο νόμο των θεών τόσο, όσο στη συνενοχή στις παράνομες ενέργειες. Και τις προτάσεις των πολιτικών αντιπάλων τις δέχονταν οσάκις υπερτερούσαν, όχι από μεγαλοψυχία, αλλά για να προφυλαχθούν από επιθετικές ενέργειες. Και θεωρούσε κανείς καλύτερο ν’ ανταποδώσει την τιμωρία παρά να την πάθει ο ίδιος από πριν. Και κάθε φορά που δίνονταν όρκοι συμφιλίωσης, ίσχυαν προσωρινά επειδή ο καθένας έδινε (τους όρκους), για να βγει από τη δύσκολη θέση, γιατί δεν περίμενε από αλλού υποστήριξη. Όμως μόλις παρουσιαζόταν ευκαιρία όποιος πρόφταινε να δείξει την τόλμη του, όποτε έβλεπε αφύλακτο (τον αντίπαλο), τον εκδικιόταν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση γιατί την πίστη του (στους όρκους) απ’ ό,τι αν τον κτυπούσαν φανερά και λογάριαζε τη σιγουριά και ότι έπαιρνε έπαθλο εξυπνάδας επειδή υπερτερούσε με την απάτη. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι, αν είναι κακούργοι, πιο εύκολα ανέχονται ν’ αποκαλούνται επιδέξιοι, παρά (ν’ αποκαλούνται) άπειροι, αν είναι έντιμοι. Και για το μεν ένα ντρέπονται, ενώ για το άλλο τέρπονται. («Ράον δ’ οι πολλοί κακούργοι όντες δεξιοί κέκληνται ή αμαθείς αγαθοί και τω μεν αισχύνονται, επί δε τω αγάλλονται»).
Αν φυσικά το κείμενο αυτό ήταν δυνατόν να διδαχθεί στο σχολείο (δεν διδάσκεται τάχα λόγω δυσκολίας αλλά εγώ υποψιάζομαι λόγω υστεροβουλίας τους αρχαίους δεν τους ερμηνεύουμε μόνο, μας ερμηνεύουν δηλαδή μας αποκαλύπτουν, μας ξεσκεπάζουν), οι μαθητές θα έπρεπε να προσέξουν τον χιασμό (των μεν… των δε…). Με το βιασμό όμως που έχει υποστεί η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, τώρα δεν μπορούν να προσέξουν τίποτα. Ιδού ένας ακόμη ενισχυτικός λόγος για να μη διδάσκονται τ’ αρχαία στο σχολείο:
8: «Για όλα αυτά αιτία ήταν η φιλαρχία που οφείλεται στην πλεονεξία. Και από αυτά τα δύο, προερχόταν η επιθυμία (κάθε παράταξης) να υπερισχύσει, οπότε πια άρχιζαν οι διαμάχες. Οι αρχηγοί, δηλαδή, των πολιτικών παρατάξεων, ο καθένας τους με ωραία συνθήματα («μετ’ ονόματος εκατέρου ευπρεπούς») υποστηρίζοντας, δηλαδή οι μεν τη δημοκρατία, οι δε τη συνετή κυβέρνηση των αρίστων, παρ’ όλο που μόνο με τα λόγια υπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον, το έκανα προσωπικό τους έπαθλο και επειδή αγωνίζονταν με κάθε μέσο να υπερισχύσει ο ένας πάνω στον άλλο, αποτόλμησαν τα πιο φοβερά πράγματα και επιδιώκανε ακόμη μεγαλύτερες τιμωρίες, χωρίς να τις επιβάλλουν μέσα στα πλαίσια της δικαιοσύνης και του συμφέροντος της πόλεως, αλλ’ επιβάλλοντας τιμωρίες μέχρι του σημείου που κάθε φορά ευχαριστούσε την παράταξη του καθενός και ήταν έτοιμοι να κορέσουν τη φιλοδοξία της στιγμής, καταδικάζοντας άδικα τους αντιπάλους τους ή παίρνοντας με τη βία την εξουσία…».
ΑΠΑΞ και ξεσπάσει ο πόλεμος, το λόγο πια παύει να έχει λογική το λόγο έχουν τα πάθη, τα οποία και τον προκαλούν. Και υπό συνθήκες πολέμου είναι δύσκολο να λειτουργήσει δημοκρατία, μια και οι αρχηγοί του στρατού γίνονται και αρχηγοί του λαού. Και επιπλέον η φατρία τοποθετείται πάνω από την πατρίδα ή η δική μας πατρίδα τοποθετείται πάνω από κάθε άλλη πατρίδα. Ο Θουκυδίδης, με τον ψυχρό ρεαλισμό του, μας έδωσε την παθολογία του πολέμου. Αλλά και ο Πλάτων, με τον ψυχρό ιδεαλισμό του, σ’ έναν από τους πιο ευαίσθητους διαλόγους του, τον «Φαίδωνα», μας δίνει με εκπληκτική ενάργεια την πιο βασική αιτία που οδηγεί στις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις και στα αδιέξοδα των πολέμων. Γράφει, προλαβαίνοντας κατά 2.400 χρόνια τον Μαρξ: «Και γαρ πολέμους και στάσεις και μάχας ουδέν άλλο παρέχει ή το σώμα και αι τούτου επιθυμίαι· δια γαρ την των χρημάτων κτήσιν πάντες οι πόλεμοι γίγνονται, τα δε χρήματα αναγκαζόμεθα κτάσθαι διά το σώμα, δουλεύοντες τη τούτου θεραπεία».
Άραγε, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος σαν το αποκορύφωμα της μεγάλης τραγωδίας, μόλις τελείωσε, έφερε τουλάχιστον την δι ελέου και φόβου καθάρσιν»; Ο Έγελος (Hegel) έχει πει ότι το μόνο πράγμα που διδάσκει η ιστορία, είναι ότι ο άνθρωπος δεν διδάσκεται τίποτα από αυτήν. Η ατελείωτη αλυσίδα των πολέμων συνεχίστηκε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν βγήκε και κάτι καλό. Όχι μόνο οι στοχαστές αλλά και ο λαός έκαναν πολιτικό αίτημα τη συμφιλίωση, την ομόνοια, την ειρήνη. Το αίτημα αυτό εκφράζει ο Αριστοφάνης με τους υπέροχους στίχους:
«Μίξον δ’ ημάς
τους δ ̓ Έλληνας πάλιν εξ αρχής
φιλίας χυλώ, και ξυγγνώμη
ανί πραοτέρα κέρασον τον νουν».
(Ειρήνη, 995-998)
Και η ευχή του Αριστοφάνη δεν έμεινε μόνο ευχή. Είναι χαρακτηριστικό πως μετά την ανατροπή του ολιγαρχικού πολιτεύματος (τυραννία των Τριάκοντα) που είχαν εγκαθιδρύσει στην Αθήνα οι Σπαρτιάτες και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος από τον Θρασύβουλο, στην πόλη δεν κυριάρχησε πνεύμα αντεκδικήσεως αλλά συμφιλιώσεως. Το νέο δημοκρατικό πολίτευμα (403 π.Χ.) θεμελιώθηκε πάνω στην Ομόνοια. Μεταξύ νικητών δημοκρατικών και ηττημένων ολιγαρχικών υπογράφτηκε συμφωνία, ώστε για μια χρονική περίοδο, μέχρι να σιγάσουν τα πάθη, οι δεύτεροι να εγκατασταθούν στην Ελευσίνα. Δεσμεύθηκαν μάλιστα και οι δύο παρατάξεις να λησμονήσουν το παρελθόν, να απαλλαγούν από τα πάθη του παρελθόντος και κυρίως να μην προσάψουν σε κανένα το παρελθόν του. Και ακόμη έδωσαν όρκο να λησμονήσουν τις παλιές έχθρες[10]. Για πρώτη φορά η Αθήνα έβλεπε προς τα εμπρός κι όχι προς τα πίσω. Παρ’ όλο που οι κρίσεις δεν έλειψαν στα επόμενα χρόνια, ωστόσο ένα είναι βέβαιο: τον Πέμπτο αιώνα οι Αθηναίοι εξασφάλιζαν κέρδη διά του πολέμου. Τον τέταρτο αιώνα προσπάθησαν να εξασφαλίσουν κέρδη διά της ειρήνης. Το πάθος διαδέχεται η απάθεια και με τις δύο έννοιες. Η θετική έδωσε νέα έκλαμψη στην Αθήνα η αρνητική προετοίμασε τη μεγάλη κρίση που επέτρεψε την ανάδυση μιας νέας ελληνικής δύναμης, των Μακεδόνων, που υπερείχαν σε πάθος, σφρίγος και δυναμισμό, αλλά κυρίως γιατί στήριξαν τη δύναμή τους σε άλλη μορφή στρατιωτικής και κρατικής συγκροτήσεως.
Η κρίση της στρατιωτικής τακτικής
ΕΦΟΣΟΝ η ιδιότητα του πολίτη στις αρχαίες ελληνικές πόλεις συνυφαίνεται με την ιδιότητα του οπλίτη και εφόσον πολιτικά δικαιώματα έχουν κυρίως οι δυνάμενοι να υπηρετήσουν ενόπλως την πατρίδα («τοις όπλα παρεχομένοις»), μοιραία η στρατιωτική οργάνωση και τακτική ανακλά και την πολιτική δομή. Και εφόσον από πόλη σε πόλη διαφέρει η πολιτική δομή, μοιραία διαφέρει και η άσκηση στρατηγικής.
Υπό μιαν γενικότερη θεώρηση, ο όρος στρατηγική σημαίνει την προσφορότερη χρησιμοποίηση του στρατού για την επιτυχία μιας πολεμικής επιχειρήσεως. Η στρατηγική προϋποθέτει πολιτική κατεύθυνση. Στις αρχαίες δημοκρατικές πολιτείες, όπως και στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη, υπήρχε συνεργασία, όχι πάντοτε αρμονική, ανάμεσα στη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία. Και εδώ επισημαίνεται η υπεροχή της μακεδονικής στρατιωτικό – πολιτικής ηγεσίας έναντι της αθηναϊκής.
Ο Φίλιππος, λόγω βασιλικού αξιώματος συνεδύαζε και μάλιστα επιτυχώς την ιδιότητα του στρατιωτικού και πολιτικού. Και αυτό ήταν το μεγάλο παράπονο του μεγάλου αντιπάλου του Δημοσθένη. Λέγει ο μεγάλος ρήτορας: «Το γαρ είναι πάντων εκείνον εν όντα κύριον και ρητών και απορρήτων και άμα στρατηγόν και δεσπότην και ταμίαν». Κι ακόμη ότι ο Φίλιππος «έπραττεν α δόξειεν αυτώ, ου προλέγων εν τοις ψηφίσμασιν, ουδ’ εν τω φανερώ βουλευόμενος, ουδ’ υπό των συκοφανούντων κρινόμενος, ουδέ γραφάς παρανόμων, ουδ’ υπεύθυνος ων ουδενί, αλλ’ απλώς αυτός δεσπότης, ηγεμών, κύριος πάντων»[11]. Ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους Άγγλους στρατιωτικούς ιστορικούς, ο G.T. Griffith, γράφει επ’ αυτού: «Οι πολιτικές αποφάσεις και η υψηλή στρατηγική, ακόμη και επί ανωτάτου επιπέδου, η απόφαση να προβεί σ’ αυτές τις ενέργειες, να προβεί σε άλλες αντί αυτών ή να μην κάμει απολύτως τίποτε, στη Μακεδονία εναπόκειντο στον βασιλέα και μόνον, ο οποίος είχε την ελευθερία να συμβουλεύεται όποιον και όταν έκρινε σκόπιμο»[12].
Σήμερα, αλλά και πάντα, ένας στρατιωτικός ηγέτης κρίνεται από την δυνατότητά του ν’ αφομοιώνει και να εφαρμόζει προγενέστερες αρχές στρατηγικής, κυρίως όμως όταν δημιουργεί νέες αρχές της λεγόμενης Μεγάλης ή Υψηλής Στρατηγικής. Με το τελευταίο τούτο εννοούμε την αξιοποίηση και εκμετάλλευση των εμψύχων και αψύχων πόρων μιας χώρας για τον εφοδιασμό και ποιοτική βελτίωση του στρατού, τον υψηλό σχεδιασμό (σκοποί, στόχοι), αλλά και το πότε, πού και πώς θα χτυπηθεί ο αντίπαλος ή πώς με κατάλληλο τρόπο θα αντιμετωπισθεί, εάν επιτεθεί, ώστε αντί να αιφνιδιάσει να αιφνιδιασθεί. Το επίπεδο της Στρατηγικής, ιδίως σε καιρό πολέμου, καθορίζεται από την ικανότητα του ηγέτη και των επιτελών του, ώστε να χτυπηθεί ο αντίπαλος στην κατάλληλη χρονική στιγμή και σε καίρια σημεία, ώστε να καμφθεί και να υποκύψει. Το αν πρέπει να συντριβεί ολικώς ή μερικώς, είναι θέμα Υψηλής Στρατηγικής, δηλαδή πολιτικής σκοπιμότητας. Συγκεκριμένα, ο Φίλιππος μετά τη μάχη της Χαιρωνείας, δεν επεδίωξε τη συντριβή αλλά τη φιλία των Αθηναίων, γιατί χρειαζόταν την Αθήνα για άλλα πιο υψηλά και μακρόπνοα σχέδια.
Η τακτική
ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ των πολεμικών επιχειρήσεων είναι θέμα ενός άλλου κλάδου της στρατιωτικής επιστήμης που λέγεται Τακτική. Είναι η τέχνη της παρατάξεως και χρησιμοποιήσεως των πολεμικών δυνάμεων για την κατανίκηση του αντιπάλου. Στρατηγική και τακτική συχνά συγχέονται. Στηρίζονται δε και οι δύο σε αρχές και αξιώματα που βγήκαν από τη μελέτη των πολέμων του παρελθόντος. Ιδίως του ελληνικού παρελθόντος. Γιατί το ελληνικό δαιμόνιο, όπως επρωτοπόρησε σ’ όλους τους τομείς της πνευματικής και πολιτικής δράσεως, επρωτοπόρησε και στον τομέα της Τακτικής. Πριν από τους Έλληνες, οι μάχες ήταν απλές συγκρούσεις συμπαγών όγκων που είχαν σχήμα πλινθίου. Η πρώτη εφαρμογή αρχών τακτικής εμφανίζεται στην αρχαία Ελλάδα. Η ελληνική φάλαγγα δεν βασίζεται στην αρχή της πυκνότητας αλλά της ευκαμψίας και της δυνατότητος ελιγμών. Η συνήθης παράταξη ήταν η ακόλουθη: εμπρός από την φάλαγγα που συνήθως είχε βάθος 5-6 ανδρών, τοποθετούνταν οι ψιλοί (ελαφρά οπλισμένοι) και στα πλάγια οι ιππείς[13]. Ο μεγαλοφυής στρατιωτικός νους του Μιλτιάδη φέρνει την πρώτη επανάσταση στον τομέα της τακτικής. Στον Μαραθώ να ενισχύει τα άκρα και αδυνατίζει το κέντρο, με σκοπό την κύκλωση των Περσών. Επί τα ίχνη του, ο Επαμεινώνδας υπερενισχύει το ένα άκρο και δημιουργεί τη λεγόμενη Λοξή Φάλαγγα, με σκοπό την άμεση δημιουργία ρήγματος και πλευρική κρούση του αντιπάλου. Παράλληλα ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης δημιουργεί ειδικά σώματα πελταστών – καταδρομέων, ώστε να μπορεί να προσβάλλει τον αντίπαλο απροσδοκήτως σε σημείο που δεν το περιμένει.
Οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Επαμεινώνδα και Ιφικράτη
Επαμεινώνδας ανήκει στις μεγάλες μορφές του αρχαίου κόσμου, «ο μέγιστος ανήρ της Ελλάδος», κατά τον υπερβολικό ισχυρισμό του Κικέρωνα. Παρά τη θρυλούμενη πενία του, έλαβε σπάνια για την εποχή του πνευματική, μουσική και σωματική αγωγή πλησίον επιφανών διδασκάλων. Κάτω από την επίδραση των πυθαγορείων διαμόρφωσε χαρακτήρα άκαμπτης ηθικής αυστηρότητας. Αποστρεφόταν την πολυτέλεια και διακρινόταν για την πρωτοφανή λιτότητα και ολιγάρκειά του. Διέθετε οξύτατο πνεύμα και αξιόλογη ευγλωττία άλλ’ απέφευγε τους πολλούς λόγους. Η φιλοσοφία του τον οδηγούσε στον ασκητισμό, αλλ’ οι ιστορικές συγκυρίες τον οδήγησαν στη δόξα. Αναδείχτηκε στον μεγαλύτερο θεωρητικό του πολέμου. Είναι ο Κλαούζεβιτς της αρχαιότητας, μόνο που κατ’ αντίθεση προς τον Κλαούζεβιτς τη δική του τέχνη του πολέμου δεν την έγραψε σε βιβλίο, αλλά στα πεδία των μαχών. Βάσει των αντιλήψεών του σχηματίστηκε ο Ιερός Λόχος σαν μονάδα κρούσης, και άλλαξε η πατροπαράδοτη τακτική της κατά μέτωπον επιθέσεως. Ο Επαμεινώνδας δημιούργησε την τακτική της Λοξής Φάλαγγας, που συνίσταται στην πύκνωση, με εκλεκτά τμήματα της μιας πλευράς και εξαπόλυση επιθέσεως εν είδει σφήνας στο ασθενέστερο σημείο του αντιπάλου. Με τις καινοτομίες αυτές ο Επαμεινώνδας κατόρθωσε να νικήσει τους μέχρι τότε ακατάβλητους στην ξηρά Σπαρτιάτες.
Ο Λίντελ Χαρτ λέγει πως ο Επαμεινώνδας έθεσε τέρμα στην από αιώνων σπαρτιατική ηγεμονία χάρη στην επιστημονική διεξαγωγή του πολέμου. Από την αρχή της πολεμικής του δράσεως έως την τελευταία μάχη της ζωής του, στην οποία έχασε και τη ζωή του, ο Επαμεινώνδας εφάρμοζε την Υψηλή Στρατηγική της εμμέσου προσπελάσεως. Αρχικά, όταν η υπεροχή των Σπαρτιατών ήταν συντριπτική, εφάρμοσε τη στρατηγική του «κενού χώρου», δηλαδή της υποχωρήσεως και της αποφυγής της μάχης. Πρόκειται για την τακτική που αργότερα ονομάσθηκε «Φαβεία μέθοδος» από τ’ όνομα του υπάτου Φαβίου, ο οποίος εφάρμοσε τη μέθοδο αυτή κατά του ακατανικήτου σε μάχη εκ παρατάξεως Αννίβα. Όταν όμως ο Επαμεινώνδας οργάνωσε και εξεπαίδευσε το στρατό του όπως ήθελε, τότε συγκρούστηκε με τους Σπαρτιάτες στα Λεύκτρα (371 π.Χ.)[14] και στη Μαντίνεια (362 π.Χ.), με τις οποίες μάχες άλλαξε τη μορφή του πολέμου και δημιούργησε την καθαυτό Υψηλή Στρατηγική, που ενωτίσθηκαν μετά από αυτόν όλοι οι μεγάλοι στρατηλάτες της ιστορίας, από το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο έως το Μεγάλο Φρειδερίκο, τον Μόλτκε, τον Χίντεμπουργκ, τον Γκουντέριαν, τον Ρόμμελ, τον Πάττον και τον Μοσέ Νταγιάν. Ο θάνατος του Επαμεινώνδα στη μάχη της Μαντινείας, η οποία μάχη είναι ένα αριστούργημα Υψηλής Στρατηγικής και Τακτικής, έδειξε και κάτι άλλο: ένας στρατός παραλύει, όταν χαθεί ο καθοδηγητικός του εγκέφαλος.
Ο Ιφικράτης ήταν γιος διαπρεπούς στρατηγού, του Τιμόθεου. Καταγόταν από το δήμο της Ραμνούντος. Νέος έλαβε μέρος στον Κορινθιακό Πόλεμο (395-387), όπου διακρίθηκε για τις καταδρομικές επιχειρήσεις του. Το 386 π.Χ. κάνει επιδρομές στη Θράκη και το 379 π.Χ. έλαβε μέρος στην επιχείρηση κατά της Αιγύπτου. Ακολούθως η πολεμική δράση του απλώθηκε σε πολλά μέτωπα. Πέθανε (άγνωστο πώς) το 354 ή 351. Λόγω της μακράς πολεμικής εμπειρίας από πολέμους κατά Σπαρτιατών, Θρακών, Περσών έκανε πολλές στρατιωτικές καινοτομίες και σε θέματα τακτικής και οπλισμού. Η τακτική του στηριζόταν στην ταχύτητα και στον αιφνιδιασμό. Προς τούτο απάλλαξε τους στρατιώτες του από τις βαρειές ασπίδες και τις αντικατέστησε με ελαφρές που λέγονταν «πέλτες». Γι’ αυτό και οι επίλεκτοι στρατιώτες που λέγονταν «πελταστές». Άλλαξε επίσης τους δυσβάστακτους μεταλλικούς θώρακες με λινούς και τις βαρειές κνημίδες με ελαφρά ευκολοφόρετα υποδήματα, τις «Ιφικράτειες υποδέσεις». Ακόμη τα δόρατα έγιναν πιο ελαφρά και τα ξίφη πιο κοντά. Η δύναμη του στρατού δεν ήταν τα όπλα αλλά η άσκηση και η πειθαρχία. Δημιούργησε σώμα ευκινήτων και ταχυκινήτων στρατιωτών, που λόγω αφοσιώσεως στον αρχηγό τους ονομάστηκαν «Ιφικράτειοι».
Οι Μακεδόνες θα αξιοποιήσουν και θα τελειοποιήσουν στο έπακρο όλες αυτές τις τακτικές, επιπλέον δε έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση του ιππικού. Ο Φίλιππος ξεπέρασε τους Θηβαίους, που διέθεταν τότε τον καλύτερο στρατό ξηράς, στο συντονισμό πεζικού και ιππικού. Η χρήση του ιππικού, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν για τις τότε συνθήκες ό,τι και η χρήση των αρμάτων μάχης στον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον «Πόλεμο των έξι ημερών».
Η τακτική στη θάλασσα
Αλλά και στη θάλασσα οι πρώτες αρχές τακτικής εμφανίζονται στην Αρχαία Ελλάδα, αφότου ο Κορίνθιος ναυπηγός Αμεινοκλής κατασκευάζει κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα το πρώτο πολεμικό πλοίο της ιστορίας, την τριήρη. Η πρώτη μορφή τακτικής καθορίζεται από το κύριο όπλο του πλοίου, το έμβολο και λέγεται διεμβολισμός. Στα Μηδικά και κυρίως κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο θα χρησιμοποιηθεί η τακτική του «διέκπλου» (= διάσπασης) και της «αναστροφής» (ελιγμός προς επίτευξη πλευρικού διεμβολισμού).
Η έμμεση προσπέλαση
ΕΝΑ στοιχείο τακτικής είναι η προσπέλαση, που συνίσταται στην άμεση και κατά μέτωπο προσβολή του αντίπαλου στρατού. Οι μεγαλοφυέστεροι στρατηλάτες κατά την αρχαιότητα αλλά και σε νεώτερους χρόνους απέφευγαν την άμεση προσπέλαση και κάνοντας χρήση της Μεγάλης Στρατηγικής, προτιμούσαν την έμμεση προσπέλαση. Προσωπικά, συμφωνώ απόλυτα με το μεγάλο θεωρητικό του πολέμου σερ Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, που στο περίφημο έργο του «Οι μεγάλοι πόλεμοι της Ιστορίας» γράφει: «Η ιστορία της στρατηγικής είναι βασικά, μια αλληλουχία εφαρμογής και αναπτύξεως της εμμέσου προσπελάσεως». (ελλην. μεταφρ. σ. 20). Η μελέτη όλων των μεγάλων πολέμων κατέδειξε την υπεροχή της εμμέσου προσπελάσεως επί της αμέσου. Και τούτο γιατί η έμμεση προσπέλαση απαιτεί μια πνευματική υπεροχή για την εφαρμογή της. Προϋποθέτει όχι απλώς έναν γενναίο ηγέτη, αλλά στρατηγό – φιλόσοφο, που ξέρει να πετυχαίνει τη χαλάρωση, το μούδιασμα, την αμηχανία, την απραξία και τελικά την παραπλάνηση του αντιπάλου, ώστε να τον απομακρύνει από τη θέση που είχε προκρίνει για μάχη. Με την έμμεση προσπέλαση αποφεύγεται η μετωπική επίθεση εναντίον αντιπάλου καλά τοποθετημένου, παρατεταγμένου ή οχυρωμένου και επιδιώκεται η υπερφαλάγγιση με πλευρικές κινήσεις, έτσι που ν’ ανευρίσκεται η πιο εύτρωτη πλευρά για επίθεση. Ο Φίλιππος θα αποδειχθεί αριστοτέχνης σε όσα αναφέραμε παραπάνω.
Ο Φίλιππος και οι στρατιωτικές καινοτομίες του
Οργάνωση «εθνικού στρατού
ΤΟ 369 π.Χ. ο Πελοπίδας, εκστρατεύει στη Μακεδονία. Για να υποχρεώσει τους Μακεδόνες να προσδεθούν στο άρμα των Θηβών, πήρε σαν εγγύηση 30 ευγενείς νέους. Μεταξύ αυτών και ο 15ής Φίλιππος. Ασφαλώς ο μεγάλος Θηβαίος στρατηγός δεν μπορούσε να διανοηθεί πως φέρνοντας τον Φίλιππο στην πόλη του, θα έφερνε και την καταστροφή της. Ούτε ότι θ’ άλλαζε η μορφή του ιστορικού χάρτη. Ο νεαρός Φίλιππος έμεινε 3 χρόνια στην οικία του φιλόσοφου και στρατηγού Παμμένη και κοντά του σπούδασε τη «στρατιωτική γραμματική» του Επαμεινώνδα.
Ο Φίλιππος δημιούργησε την τελειότερη πολεμική μηχανή του αρχαίου κόσμου. «Καθιέρωσε την υποχρεωτική στρατολογία, την οποία και εσυστηματοποίησε και ούτως εδημιούργησε πρώτος και συστηματικώς αυτός, «εθνικόν» στρατόν, όστις πάλιν συνέβαλε μεγά λως εις την ανάπτυξιν μεταξύ των Μακεδόνων ισχυρού πνεύματος εθνικής ενότητας[15]». Αυτό διαφοροποιεί τον μακεδονικό στρατό από τους στρατούς των ελληνικών πόλεων. Ο δικός τους στρατός ήταν «πολιτικός» αποτελούμενος από ενόπλους πολίτες, οι οποίοι στρατεύονταν, όταν το επέβαλλε η ανάγκη. Ο στρατός του Φιλίππου ήταν κατ’ εξοχήν «στρατιωτικός» αποτελούμενος από ένα εθνικό σύνολο ευρώστων αγροτοποιμένων, που εξελίχθηκαν σταδιακά σε επαγγελματίες πολεμιστές και διευθύνονταν από ειδικό σώμα επαγγελματιών αξιωματικών. Οι στρατιώτες αυτοί υποβάλλονταν σε καθημερινές σκληρές ασκήσεις, εθίζονταν σε μακρινές πορείες, είχαν μεγάλη αντοχή και φοβερή πειθαρχία[16]. Ο στρατός αυτός ήταν το εσωτερικό στήριγμα του Φιλίππου κατά των φυγόκεντρων τάσεων που παρουσίαζαν πάντοτε οι τοπικοί άρχοντες της Μακεδονίας.
Η φάλαγγα: Ο Φίλιππος χώρισε τη Μακεδονία σε δώδεκα στρατιωτικές περιφέρειες. Καθεμιά ήταν υποχρεωμένη να δίνει μια μονάδα Ιππικού, μια μονάδα βαρειά οπλισμένου πεζικού και μια μονάδα ελαφρά οπλισμένου πεζικού. Βάση του μακεδονικού στρατού ήταν η Μακεδονική Φάλαγγα. Οι φαλαγγίτες έφεραν ειδικό οπλισμό, ήτοι περικεφαλαία, θώρακα, κυκλική ασπίδα και την περίφημη σάρισα, δόρυ μήκους 6-7 μέτρων, που σημαίνει πως η σάρισα είχε μήκος τριπλάσιο του ελληνικού δόρατος και έδινε στο φαλαγγίτη το πλεονέ κτημα του πρώτου κτυπήματος[17]. Οι φαλαγγίτες παρατάσσονταν κατά στοίχους. Κάθε στοίχος είχε βάθος 16 άνδρες. Ένα τετράγωνο 16 ανδρών σε μήκος, και 16 σε βάθος ήτοι 256 άνδρες, αποτελούσαν ένα «λόχο». Δύο λόχοι, ήτοι 512 άνδρες, αποτελούσαν την «πεντακοσιαρχία». Τρεις πεντακοσιαρχίες αποτελούσαν την «τάξιν». Οι άνδρες των 5 πρώτων γραμμών κρατούσαν με τα δύο χέρια τη σάρισα με τρόπο που η σάρισα του πέμπτου στρατιώτη να προεξέχει 5 πόδια από τον πρώτο στρατιώτη. Έτσι σχηματιζόταν ένα κινούμενο τείχος από σάρισες, που βάδιζε προς τα εμπρός σαν χιονοστιβάδα[18]. Εκτός των φαλαγγιτών, το μακεδονικό πεζικό διέθετε και το ειδικό σώμα των «υπασπιστών», που είχαν οργανωθεί κατά το πρότυπο των πελταστών του Ιφικράτη και οι οποίοι χρησιμοποιούνταν σε έκτακτες περιστάσεις, γιατί η φάλαγγα μόνο επί ομαλού εδάφους μπορούσε να δράσει. Υπάρχει μια αντιγνωμία σχετικά με το αν ο Φίλιππος ή ο Αλέξανδρος σχημάτισαν ειδικό επίλεκτο σώμα τους «πεζεταίρους». Προσωπικά πιστεύω ότι ο Φίλιππος ονόμασε πεζεταίρους όλους τους φαλαγγίτες για να τους κολακεύσει και να δείξει πως τους εξομοιώνει προς τους άρχοντες που εκ παραδόσεως σχημάτιζαν το ιππικό και λέγονταν εταίροι.
Το ιππικό: Ήταν η μονάδα κρούσης του μακεδονικού στρατού. Ο οπλισμός των ιππέων περιελάμβανε: περικεφαλαία, περιτραχήλιο, θώρακα, κνημίδες και ξίφος. Επίσης τα άλογα έφεραν προμετωπίδα και προστερνίδια. Ανάλογα με το επιθετικό όπλο, το ιππικό χωριζόταν σε ιππικό γραμμής, του οποίου οι ιππείς κρατούσαν σάρισα μικρότερη σε μήκος από εκείνη των φαλαγγιτών, και σε βαρύ ιππικό, που ήταν οπλισμένο με λόγχη, τον περίφημο ξυστόν. Το μακεδονικό ιππικό ενισχύθηκε πολύ χάρη στην προσθήκη του επίσης εκλεκτού αλλά προ του Φιλίππου ανοργάνωτου θεσσαλικού ιππικού.
Το «πυροβολικό»: Αν η μεγάλη στρατιωτική καινοτομία του Ναπολέοντα ήταν η χρήση του πυροβολικού ως τακτικού όπλου, μια επίσης μεγάλη καινοτομία του Φιλίππου ήταν η ευρεία χρήση «πυροβολικού» κατά των οχυρωμένων πόλεων. Ο Φίλιππος ως στρατιωτικός ήταν υπέρ της ταχύτητας. Ήθελε άμεσο και γρήγορο αποτέλεσμα. Προκειμένου, λοιπόν, να εκπορθήσει τις αναρίθμητες ελληνικές πόλεις στη Μακεδονία, τη Χαλκιδική και τη Θράκη ή άλλες πόλεις βαρβαρικές, δεν μπορούσε να περιμένει το αποτέλεσμα με μακρά πολιορκία. Γι’ αυτό έφερε από την Ελλάδα τους καλύτερους μηχανικούς, για να διδάξουν στους Μακεδόνες την κατασκευή και χρήση πολιορκητικών μηχανών. Κορυφαίοι μηχανικοί ήταν ο Θεσσαλός Πολύειδος, που θεωρείται εφευρέτης ενός πιο ισχυρού και αποτελεσματικού καταπέλτη, κατά το σύστημα των «τόνων», και ο Αινείας, ο επιλεγόμενος Τακτικός, που κατασκεύασε μηχανές που εξαπέλυαν «βλήματα». Οι μηχανές αυτές λέγονταν «ελεπόλεις».
Το ναυτικό: Η στρατιωτική ιδιοφυΐα του Φιλίππου αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο από τη δημιουργία μακεδονικού στόλου και από το γεγονός ότι συνέλαβε τη σημασία του όπλου αυτού ως βασικού στοιχείου της Υψηλής Στρατηγικής. Για να λυγίσει τους Αθηναίους, κατάλαβε πως δεν του αρκούσε ο ισχυρός στρατός έπρεπε να δημιουργήσει και ισχυρό στόλο. Μόλις κατέλαβε τη χρυσοφόρο περιοχή του Παγγαίου κατασκεύασε στόλο με νέου τύπου πλοία, τις τετρήρεις και πεντήρεις, κάλεσε μάλιστα κοντά του τον περίφημο ναύαρχο από την Κρήτη, τον Νέαρχο. Κι ακόμη ο Φίλιππος, ένας κατ’ εξοχήν στεργιανός, χρησιμοποίησε το στόχο του με περισσότερη τόλμη – παρ’ ό,τι οι κατ’ εξοχήν ναυτικοί Αθηναίοι, που περιόρισαν το ρόλο του στόλου τους και έρριξαν το βάρος τους στον πόλεμο της στεριάς, στον οποίο ο Φίλιππος ήταν ακατανίκητος. Και ναι μεν οι Αθηναίοι στρατηγοί Χάρης και Χαρίδημος έδρασαν συχνά με τα πλοία τους εναντίον του Φιλίππου στη Χαλκιδική και στη Θράκη, όμως, δεν κατόρθωσαν ούτε -το βασικότερο- να επιβάλουν αποκλεισμό στο Φίλιππο. Αντίθετα, ο Φίλιππος με το στόλο του κυρίευσε την Ίμβρο και Λήμνο που ανήκαν στους Αθηναίους, αιχμαλώτισε Αθηναίους πολίτες, έφθασε ως τη Γεραιστό (το νότιο ακρωτήριο της Εύβοιας) έβγαλε ναυτικά αγήματα στο Μαραθώνα και εμπόδισε σιτοφορτία να φθάσουν στην Αθήνα. Με άλλα λόγια επέβαλε ένα είδος μικρού αποκλεισμού κατά το πρότυπο του Λυσάνδρου.
Όλα αυτά δείχνουν πως η στρατιωτική ιδιοφυΐα του Φιλίππου είχε μια ευαισθησία που δεν διέθετε ούτε ο Ναπολέων, ούτε το γερμανικό επιτελείο του Α ́ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που έβλεπαν τον πόλεμο μέσα από μια πεζικοκρατική αντίληψη. Η επιθυμία του Φιλίππου να δημιουργήσει στόλο, δείχνει πόσο ελληνικά κύτταρα διέθετε. Γιατί αυτό που ονομάζουμε Ελλάδα, δεν είναι κάτι που δημιουργήθηκε σε μια γλώσσα στεριάς. Η Ελλάδα είναι δημιούργημα της θάλασσας. Ίσως όλα αυτά φαίνονται κάπως αισθητικά. Αλλά μήπως ο πόλεμος -κατά μία έννοια- δεν είναι τέχνη; Τι ήταν ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος; Ο Φίλιππος ήταν ο πεζογράφος του πολέμου ο Αλέξανδρος ήταν ο ποιητής του πολέμου. Έγραψε με το ξίφος το μεγαλύτερο έπος της ιστορίας.
Ολικός πόλεμος: Αλλά ας έλθουμε πάλι στο θέμα μας. Ο Φίλιππος είχε κηρύξει κατά των Αθηναίων ολικό πόλεμο. Κι ένας ολικός πόλεμος προϋποθέτει δράση και στη στεριά και στη θάλασσα και στον οικονομικό τομέα. Γι’ αυτό δημιούργησε ναυτική δύναμη την οποία πάντα χρησιμοποίησε επιτυχώς. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ πολεμούσε κατά των Φωκεών του Ονομάρχου στον Β ́ Ιερό Πόλεμο (355-346 π.Χ.), έφτιαξε στις Παγασές (δίπλα στο λιμάνι της Άλου που ναυλοχούσε ο αθηναϊκός στόλος) ναύσταθμο και ναυπηγείο κι έτσι άρχισε να εκμεταλλεύεται το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο του Παγασητικού. Αντίθετα, οι Αθηναίοι, παρά το πολιτικό δαιμόνιο του Δημοσθένη, δεν ήξεραν οι πόλεμο διενεργούσαν εναντίον του και συνεπώς δεν ήξεραν πώς να ενεργήσουν και τί δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν. Δεν είχαν Υψηλή Στρατηγική, τους έλειπε το σχέδιο μακράς δράσεως. Ενεργούσαν σπασμωδικά, παίρνοντας τις αποφάσεις βιαστικά, κυρίως την τελευταία στιγμή. Ο Φίλιππος από την αρχή τους «έκλεψε» την πρωτοβουλία των κινήσεων. Κι ακόμη τους έλειπε η προοπτική, ενώ ο Φίλιππος δεν ήταν απλώς διορατικός, ήταν στρατιωτικός μεγάλων προοπτικών. Γι’ αυτό μετά τη μάχη της Χαιρωνείας επιζητεί τη φιλία των Αθηναίων όχι μόνο από μεγαλοψυχία, αλλά και από σκοπιμότητα πολιτική. Από το έτος 346 π.Χ. εντάσσεται στο πλαίσιο της Υψηλής Πολιτικής του όχι μόνο η κυριαρχία επί της Ελλάδος και της Βαλκανικής, αλλά και επί του Αιγαίου και της Μ. Ασίας. Αυτό αναποφεύκτως θα τον έφερνε σε σύγκρουση με την Περσία. Οι ναυτικές του δυνάμεις δεν αρκούσαν. Χρειαζόταν λοιπόν τη ναυτική βοήθεια των Αθηνών, που παρά την κρίση που περνούσαν, είχαν την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία στο Αιγαίο. Ένιωθε πως χωρίς τη ναυτική βοήθεια των Αθηνών μια υπερπόντια εκστρατεία θα ήταν δυσχερής, αν όχι ανέφικτη.
Ο Φίλιππος ως ηγέτης
Ο ΘΕΟΠΟΜΠΟΣ, που καταμαρτυρεί πολλά σοβαρά και επίμεμπτα για την προσωπική ζωή του Φιλίππου, αναγκάζεται ωστόσο να ομολογήσει ότι «ουδέποτε η γη της Ευρώπης γέννησε άνδρα σαν τον Φίλιππο». Ο Φίλιππος διέθετε όλα εκείνα τα συστατικά που καθιστούν τον ηγέτη ηγήτορα.
Στρατιωτική τακτική ή δολιότης; Προσωπικά πιστεύουμε ότι πολλοί που έγραψαν επίμεμπτα εις βάρος του Φιλίππου κάνουν ένα λάθος αξιολογικού χαρακτήρα. Συγχέουν την ηθική με τη στρατιωτική τακτική. Ο Φίλιππος δεν ήταν ιεροκήρυκας ήταν στρατηλάτης. Και για έναν στρατηλάτη ισχύει πάντα αυτό που έγραψε ο στρατηγός Μακ Άρθουρ: «Στον πόλεμο τίποτα δεν υποκαθιστά τη νίκη». Αυτά που καταλογίζουν στον Φίλιππο σαν ηθικά ατοπήματα, ήσαν απλά στρατηγήματα. Δεν είναι θαυμαστός μόνο γιατί δημιούργησε τη Μακεδονική Φάλαγγα, αλλά και γιατί πρώτος αυτός δημιούργησε την «Πέμπτη Φάλαγγα»! Σε κάθε πόλη υπήρχε μερίδα οπαδών του που δρούσε σύμφωνα με το σχέδιό του. Τον ενδιέφερε πάντα η νίκη και όχι η μάχη για τη νίκη. Χωρίς να του λείπει ο ηρωισμός (τραυματίστηκε τέσσερις φορές βαρειά), προτιμούσε να κερδίζει χωρίς ηρωισμό. Δεν ήταν ο τύπος του κλασικού ομηρικού ήρωα, του Αχιλλέα, αλλά ο τύπος του Οδυσσέα, έστω και μ’ ελαττώματα Θερσίτη. Εφάρμοσε και ποτέ δεν μετάνοιωσε αυτό που του συνέστησε η Πυθία: «Αργυρέαις λόγχαισι μάχου και πάντα νικήσεις».
Η κατασκοπία. Φυσικά σαν ιδιοφυής στρατιωτικός δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει το αρχαιότερο μετά την πορνεία επάγγελμα: την κατασκοπία[19]. Οι κατάσκοποι είναι «οι οφθαλμοί και τα ώτα» ενός κράτους μέσα στα όρια του αντίπαλου κράτους. Ο Φίλιππος είχε κατακλύσει τις ελληνικές πόλεις και την περσική αυλή με κατασκόπους. Ο Δημοσθένης το είχε καταλάβει και είχε βάλει να παρακολουθούν τους υπόπτους. Ιδιαίτερα την αλληλογραφία τους. Κάποτε συνέλαβε κάποιον Ανάξιμο από τους Ωρεούς, που ήλθε στην Αθήνα ν’ αγοράσει κοσμήματα για την Ολυμπιάδα. Στην ανάκριση μαρτύρησε πως είναι κατάσκοπος του Φιλίππου. Δικάστηκε και παρά τις προσπάθειες του Αισχίνη, καταδικάστηκε κι εκτελέστηκε. Αν όμως σκεφθούμε πόσα πολλά κοσμήματα είχε η Ολυμπιάδα, μπορούμε να καταλάβουμε πόσοι άλλοι «αγοραστές» κοσμημάτων δεν πιάστηκαν!
Η εκμετάλλευση του θρησκευτικού στοιχείου. Ακόμη, πολύ πριν η σύγχρονη κοινωνική ψυχολογία μελετήσει την «ψυχολογία του πλήθους» και τη σημασία που παίζει το θρησκευτικό συναίσθημα στα ψυχοκίνητρα των λαών, φαίνεται πως ο Φίλιππος, αυτός που χαρακτηριζόταν βάρβαρος από τους αντιμακεδονικούς κύκλους των Αθηνών και των άλλων ελληνικών πόλεων, είχε μελετήσει τη λαϊκή ψυχολογία και χρησιμοποίησε σαν όπλο θρησκευτικό και πολιτικό τη θρησκεία. Για να συντρίψει τους Φωκείς έλαβε μέρος στον Β ́ ιερό πόλεμο, αφού πρώτα η αμφικτιονία εκήρυξε τους Φωκείς ιερόσυλους. Επίσης, σαν ιερόσυλους έσπευσε να τιμωρήσει και τους Αμφισείς το 339 π.χ. Ως μέλος της δελφικής αμφικτιονίας και προστάτης του δελφικού ιερού έντυνε τις πολεμικές επιχειρήσεις του με τη χλαμύδα της ιεροπρέπειας. Ενεργούσε σαν εντολοδόχος του Θεού. Ας έλεγε ο Δημοσθένης πως «η Πυθία φιλιππίζει»! Ο Φίλιππος ήξερε χάρη στην Πυθία να κερδίζει. Είχε εξαγοράσει ακόμη και τους ιερείς δύο κατ ́ εξοχήν αθηναϊκών ιερών: της Ελευσίνας και της Δήλου. Οι λαοί πάνε πάντα μ’ αυτούς που τα έχουν καλά με Θεούς ή με τους εκπρόσωπους των Θεών!
Στρατιώτης: Ο Θεόπομπος για να μειώσει τον Φίλιππο, τον αποκαλεί «στρατιώτη», με την έννοια ότι δεν είχε ύφος στρατηγού ή βασιλιά. Είναι γεγονός ότι ο Φίλιππος είχε λαϊκούς τρόπους, ανακατευόταν με τους στρατιώτες, δεν κρατούσε απόσταση από αυτούς. Όμως αυτό είναι κάτι που αρέσει στους στρατιώτες, αρκεί βέβαια να μη μένεις στο επίπεδο του στρατιώτη. Ο Δημοσθένης λέγει με κρυφό θαυμασμό για το Φίλιππο: «Και πανταχού αυτόν παρείναι τω στρατεύματι» (Α ́ Ολυνθ. 4). Δεν του άρεσε, γιατί είναι λάθος από στρατηγική άποψη -το απέδειξε άλλωστε και ο θάνατος του Επαμεινώνδα στη Μαντίνεια – να εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο. Όμως, επειδή η μακεδονική παράδοση απαιτούσε ο βασιλιάς να τίθεται επικεφαλής κατά τη μάχη, ο Φίλιππος τραυματίστηκε τέσσερις φορές σοβαρά, άπειρες ελαφρότερα και στην πολιορκία της Μεθώνης το 354 έχασε το ένα του μάτι.
Διευθυντικό πνεύμα. Ένα βασικό γνώρισμα του Φιλίππου, πέρα από το οργανωτικό, ήταν το διευθυντικό πνεύμα. Ήξερε να διευθύνει και να κυβερνά. Να δίνει εντολές και ν’ αναθέτει αποστολές. Αλλά επέβλεπε τα πάντα. Μπορούσε ακόμη να συνδυάζει το στοχασμό με τη δράση. Όπως θα έλεγε ο Μακρυγιάννης, «ωσάν φιλόσοφος οδηγού- σε και σαν λιοντάρι επολεμούσε». Κι ακόμη ήξερε να εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις. Όσο κι αν ήταν στην ιδιωτική του ζωή βίαιος και παράφορος, τόσο «μελλητής» ήταν στις πολιτικές και στρατιωτικές του ενέργειες. Γνώριζε πότε πρέπει να καθυστερεί για να κερδίζει χρόνο, να παραπλανά τον αντίπαλο, να τον αποσυντάσσει, την ώρα που αυτός ανασυντάσσονταν, και στην κατάλληλη στιγμή να δρα με ταχύτητα κεραυνού. Ήξερε επίσης να αξιοποιεί τις ιδέες άλλων. Συγκεκριμένα τη σφηνοειδή επίθεση παρέλαβε από τους Θράκες και Σκύθες. Ακόμη και το «Συμβούλιο των Δέκα», βάσει του οποίου οργάνωσε διοικητικά τις θεσσαλικές πόλεις μετά το 344 π.χ. στηρίζεται στο σύστημα της «δεκαρχίας» που εφάρμοσαν στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου οι Σπαρτιάτες.
Πολιτική του «Διαίρει και βασίλευε». Πολύ πριν από τους Ρωμαίους ο Φίλιππος εφάρμοσε την πολιτική του divide et impera (Διαίρει και βασίλευε), για να διασπάσει τους άλλους Έλληνες και να αποτρέψει την εναντίον του συνένωση. Αλλά μ’ αυτό δεν αποσκοπούσε να αποδυναμώσει την Ελλάδα, αλλά να την ενώσει υπό το σκήπτρο του, χωρίς να θίξει την αυτονομία των πόλεων. Αυτός ο ωμός ρεαλιστής και ηδονιστής ήταν μεγάλος οραματιστής. Και μπορούσε να δίνει σάρκα και οστά και στα μεγαλύτερα οράματά του. Κι αυτό γιατί πάντα ενεργούσε βάσει αριστοτεχνικά καταρτισμένου σχεδίου.
Προγραμματισμός. Φαίνεται ότι το μεγαλεπήβολο πρόγραμμά του ήταν σχεδιασμένο προτού καλά – καλά ανέβει στο μακεδονικό θρόνο. Γιατί από την αρχή οι πράξεις του μαρτυρούν περίσκεψη αλλά κι αποκάλυπταν μια προοπτική, ανοίγουν δρόμο για περαιτέρω ενέργειες: άνοδος στο θρόνο, εξόντωση διεκδικητών, υποταγή τοπαρχών, απόκρουση Ιλλυριών, άνοιγμα προς τη θάλασσα, υποταγή Θράκης και Ελλάδος και ακολούθως εκστρατεία στη Μ. Ασία κατά μίμηση του Δερκυλίδα και του Αγησίλαου.
Τίποτε δεν άφηνε στην τύχη, τίποτε δεν άφηνε ανεκμετάλλευτο. Μέσα στην τακτική του divide et impera ήταν και η εκμετάλλευση των κομματικών αντιθέσεων στις ελληνικές πόλεις, υποστηρίζοντας αλλού τους δημοκρατικούς και αλλού -κυρίως- τους ολιγαρχικούς. Φυσικά οι αντιθέσεις μεταξύ των πόλεων του παρείχαν ευρύ πεδίο δράσης. Συγκεκριμένα, για ν’ αποτρέψει τη συμμαχία Αθήνας – Ολύνθου, συμμάχησε αρχικά με την Όλυνθο, που από την αρχή είχε σαν στόχο, και κατέλαβε την Ποτείδαια, διώχνοντας τους Αθηναίους κληρούχους. Όταν οι Αθηναίοι διαμαρτυρήθηκαν, αποκρίθηκε πως δεν φταίει αυτός, αλλά οι σύμμαχοί του Ολύνθιοι! Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι, παρά τους Ολυνθιακούς του Δημοσθένη, δεν έσπευσαν προς βοήθεια της Ολύνθου εγκαίρως. Το ίδιο έπραξε και μετά τον πόλεμο κατά των Φωκέων: ικανοποίησε τους Θηβαίους, για να μη συμμαχήσουν με τους Αθηναίους.
Κοντά σ’ αυτά, ήξερε να προλαμβάνει και ν’ αποτρέπει. Όταν το 343 π.Χ. έφθασε στην Αθήνα περσική πρεσβεία, σταλμένη από τον Αρταξέρξη, με πολύ δελεαστικές προτάσεις, ο Φίλιππος έστειλε στην Αθήνα τον ικανό ρήτορα και μαθητή του Ισοκράτη Πύθωνα τον Βυζάντιο, που κατόρθωσε να παγώσει τις διαπραγματεύσεις και να επαναφέρει τα πράγματα στο προηγούμενο status quo, που ήταν φυσικά ευνοϊκό για τον ίδιο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά υπέγραψε συνθήκη με τον Αρταξέρξη, που την κράτησε τρία χρόνια, όσα δηλαδή χρειαζόταν να υποτάξει την Ελλάδα, και μετά να στραφεί εναντίον του!
Νομισματικός πόλεμος: Αλλ’ ένας ηγήτωρ που βλέπει μόνο τον πολιτικό και στρατιωτικό παράγοντα κι αγνοεί τον οικονομικό, μπορεί κάποια στιγμή να υποχρεωθεί να περπατήσει πάνω σε κινούμενη άμμο. Μια από τις πρώτες ενέργειες του Φιλίππου ήταν η κατάληψη των χρυσοφόρων κοιτασμάτων του Παγγαίου. Το πέτυχε με τη στρατιωτική βία και τη διπλωματική του ευστροφία. Το Παγγαίο του εξασφάλισε το τεράστιο για την εποχή του ποσό των 1.000 ταλάντων το χρόνο. Τα χρήματα αυτά του επέτρεψαν να δημιουργήσει τον πανίσχυρο στρατό ξηράς και έναν επίσης ισχυρό στόλο. Αλλά η ιδιοφυία του Φιλίππου έγκειται στο ότι ο πρώτος πόλεμος που κήρυξε κατά των δύο τότε μεγάλων δυνάμεων, Αθηνών και Περσίας, δεν ήταν στρατιωτικός αλλά οικονομικός. Εισήγαγε τον διμεταλλισμό. Εξίσωσε δηλαδή το ασήμι με το χρυσάφι και κατέβασε την τιμή του χρυσού. Τα δικά του νομίσματα, οι μακεδονικοί στατήρες, ήταν από καθαρό χρυσάφι. Τώρα αναλογούσαν προς την αττική δραχμή, που ήταν από ασήμι. Όπως ήταν φυσικό, οι άνθρωποι στη διεθνή αγορά προτιμούσαν το χρυσό σε μακεδονικό νόμισμα από το ασημένιο αθηναϊκό. Έτσι αρχίζει ο εκτοπισμός από τις διεθνείς αγορές της αττικής δραχμής και ο σκληρός ανταγωνισμός προς τον περσικό δαρεικό. Προτού ο Φίλιππος νικήσει τους Αθηναίους στρατιωτικά, τους νίκησε οικονομικά. Πέτυχε με τη νομισματική κρίση να προκαλέσει το πιο βαρύ πλήγμα στο αθηναϊκό εμπόριο. Οι Αθηναίοι – περισσότερο από πολεμιστές – ήταν έμποροι, άνθρωποι του χρήματος. Κι όμως νικήθηκαν από έναν άνθρωπο των όπλων!
Μια κρίση του Χέρμαν Μπένγκσον
ΙΣΩΣ την πιο ολοκληρωμένη προσωπογραφία του Φιλίππου ως ηγήτορος μάς έχει δώσει ο διάσημος Γερμανός ιστορικός Χέρμαν Μπένγκσον (Herman Bengtson):
«Με το θάνατο του Φιλίππου Β’ στις Αιγές το 335 έκλεισε η ζωή ενός ανθρώπου, ο οποίος από κάθε άποψη ήταν σπουδαίος. Ο Φίλιππος πρέπει να θεωρηθεί χωρίς αμφιβολία ως ένας από τους μέγιστους ηγεμόνες του αρχαίου κόσμου και η παρατήρηση του Θεόπομπου (Frag. 27) ότι η Ευρώπη, δηλαδή η Βαλκανική Χερσόνησος, δεν εγνώρισε άλλον άνδρα τόσο κραταιό καθώς ο Φίλιππος, ο γιος του Αμύντα, περιέχει πολλή αλήθεια. Σαν λαμπρός οργανωτής, σαν τολμηρός και ορμητικός στρατιώτης -πολεμούσε πάντοτε στην πρώτη γραμμή και δεν του έλειψαν τα τραύματα-, σαν ικανός και πανούργος διπλωμάτης, που δεν δίσταζε ποτέ να χρησιμοποιήσει τον πλάγιο δρόμο για να φθάσει εκεί όπου δεν του ήταν δυνατό να φθάσει αλλιώς, ο Μακεδών μονάρχης υπερείχε κατά πολύ όλων των συγχρόνων του. Κανείς δεν μπόρεσε να τον συναγωνισθή στον τομέα της πολιτικής· τα συχνά παράπονα και η αγανάκτηση των Ελλήνων πολιτικών για την απιστία του Φιλίππου μιλούν μια καθαρή γλώσσα. Εκεί όπου πέφτει πολύ φως, σχηματίζεται και πυκνή σκιά: Στην προσωπική ζωή του ο Φίλιππος δεν είχε μάθει να κρατάει το μέτρο -όπως ο Καίσαρ, προς τον οποίον μοιάζει κατά τούτο ο Μακεδών, ότι ασκούσε μιαν ακαταμάχητη γοητεία πάνω στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του και μάλιστα στις γυναίκες. Η θερμόαιμη ιδιοσυγκρασία του τον έφερε τελικά προς την καταστροφή. Το έργο του, η συνένωση της Βαλκανικής, και αυτής ακόμη της Ελλάδος, υπό την Μακεδονική ηγεμονία, είναι κάτι που θα μπορούσε να συγκριθεί με τους άθλους του Ηρακλέους: Κανείς ηγεμών μετά τον Φίλιππο δεν κατόρθωσε ποτέ να πραγματοποιήσει για δεύτερη φορά το ίδιο επίτευγμα. Έτσι έθεσε πραγματικά τις βάσεις για την εποποιία του μεγάλου γιου του Αλεξάνδρου κι εδημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια νέα περίοδο της πανανθρώπινης ιστορίας»[20].
Όμως, προτού περάσουμε στον Αλέξανδρο είναι αναγκαίο να μιλήσουμε για τον μισθοφορισμό που αποτελεί το σοβαρότερο στρατιωτικό και πολιτικό πρόβλημα της αρχαίας Ελλάδας. Διότι ο μισθοφορισμός δεν επέτρεψε τη δημιουργία ενός «εθνικού» αρχικά σε δύναμη όλου του Ελληνισμού.
Ο μισθοφορισμός
Ο μεγαλύτερο σύμπτωμα της στρατιωτικής κρίσης των ελληνικών πόλεων ήταν ο μισθοφορισμός. Μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, χιλιάδες νέοι πολίτες που ζούσαν από τον πόλεμο και μεταβλήθηκαν σε επαγγελματίες στρατιώτες, μίσθωναν τον εαυτό τους στη στρατιωτική υπηρεσία όχι της πόλης τους αλλά σ’ εκείνον που θα τους προσέφερε στρατιωτικό μισθό. Ο πόλεμος πια γίνεται επάγγελμα. Έτσι τον Κύρο τον Νεώτερο στην εκστρατεία κατά του αδελφού του Αρταξέρξη («Κύρου Ανάβασις») ακολούθησαν πάνω από 10.000 Έλληνες μισθοφόροι («Μύριοι»). Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι ο σοβαρότερος αντίπαλος του Αλεξάνδρου, κατά την πρώτη φάση της εκστρατείας του, ήταν ο Μέμνων ο Ρόδιος, που αν οι Πέρσες ακολουθούσαν τις υποδείξεις του, ίσως ο Αλέξανδρος να μη μπορούσε να προελάσει βαθύτερα στην Ασία. Στο Γρανικό μάλιστα ο αριθμός των Ελλήνων μισθοφόρων ήταν ίσος με τον αριθμό των Περσών στρατιωτών! Συνολικά, κοντά στο Δαρείο σε όλες τις μάχες πολέμησαν 100.000 Έλληνες μισθοφόροι. Κοντά στον Αλέξανδρο μόνο 10.000! Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν πως αν η Νότια Ελλάς δεν είχε κατακτηθεί από την Βόρεια Ελλάδα, θα είχε αγορασθεί από τους Πέρσες.
Ο Αλέξανδρος και η στρατιωτική τακτική
ΠΑΡ’ όλο που θεωρούμε τον Αλέξανδρο ως τη μεγαλύτερη στρατιωτική φυσιογνωμία της ιστορίας, εν τούτοις δεν θα μακρηγορήσουμε, όπως στην περίπτωση του Φιλίππου, που δυστυχώς μόνο από τους θησαυρούς του τάφου του και όχι από τους στρατιωτικούς και πολιτικούς άθλους του είναι γνωστός. Πρώτον, διότι ο Αλέξανδρος βρήκε έτοιμη την πολεμική μηχανή και τα πάντα περί τακτικής διδάχθηκε από τον πατέρα του. Οσάκις το επέβαλαν οι περιστάσεις προέβαινε στις αναγκαίες καινοτομίες. Γενικά η τακτική του συνίστατο στο να χρησιμοποιεί στη μάχη όλα τα όπλα του (φάλαγγα, ψιλούς, μηχανές κ.λπ.) και ο ίδιος επικεφαλής του ιππικού -κατά το σύστημα της Λοξής Φάλαγγας- εισχωρούσε στο σημείο της αντίπαλης παράταξης, όπου έβλεπε ρήγμα, για να δώσει το οριστικό πλήγμα. Ακολουθούσε η καταδίωξη και η εξόντωση του αντιπάλου, τακτική την οποία ο Von Clawsevitz έχει ονομάσει «στρατηγική της ήττας».
Στην πρώτη μάχη εναντίον των Περσών, στο Γρανικό το 334 π.Χ., Αλέξανδρος, έχοντας ιδιοσυγκρασία ομηρικού ήρωα, προτίμησε την άμεση επέλαση. Νίκησε βέβαια, αλλά κινδύνευσε να σκοτωθεί. Έκτοτε χρησιμοποιούσε έναν συνδυασμό εμμέσου και αμέσου προελάσεως και αυτό φαίνεται απ’ όλη την πορεία του στη Μ. Ασία, που μοιάζει με πορεία «ζιγκ – ζαγκ». Η επίσκεψή του στο Γόρδιο, καίτοι ελέγχεται από απόψεως στρατιωτικής τακτικής, εντάσσεται ωστόσο στο πλαίσιο της Υψηλής Στρατηγικής. Οι πόλεμοι δεν κερδίζονται μόνο στα πεδία των μαχών αλλά και στις ψυχές των λαών. Η μάχη της Ισσού (333 π.Χ.) κατέδειξε όσο καμμία άλλη το πόσο ο Αλέξανδρος εκμεταλλεύονταν τον έμμεσο αιφνιδιασμό στον τομέα της τακτικής. Η κατάληψη της αγέρωχης Τύρου και της Γάζας απέδειξε το πολιορκητικό δαιμόνιο του Αλεξάνδρου (χρησιμοποίησε την τεχνική της επιχώσεως για την άνοδο στα τείχη)[21]. Ο στρατιωτικός ιστορικός J.R. Ellis θεωρεί την κατάληψη της Τύρου ως το μεγαλύτερο στρατιωτικό επίτευγμα του Αλεξάνδρου, που οφείλεται στο «μηχανικό», το οποίο είχε οργανώσει ο Φίλιππος και ακολούθως είχε τελειοποιήσει ο Αλέξανδρος.
Στην κρισιμότερη μάχη των Γαυγαμήλων (331 π.Χ.) ο Αλέξανδρος, για να αποφύγει την κύκλωση, λόγω της αριθμητικής υπεροχής του Δαρείου Γ ́, σχημάτισε για πρώτη φορά στην ιστορία την «αμφίστομη φάλαγγα». Παρέταξε δηλαδή το στρατό του σε δύο γραμμές. Η δεύτερη είχε μέτωπο προς τα πίσω για να αποκρούσει τα περσικά τμήματα που θα έκαναν την κυκλωτική κίνηση. Η πρώτη γραμμή είχε επιθετική διάταξη. Πρόκειται για μια νέα αντίληψη ολικής προστασίας που δίνει στην παράταξη μορφή τετραπλεύρου, όπου κάθε πλευρά έχει επιθετική δύναμη. Την τακτική αυτή θα αφομοιώσουν αργότερα οι Ρωμαίοι. Θα την χρησιμοποιήσουν όλοι όμως οι μεγάλοι στρατηλάτες σε νεώτερα χρόνια. Ακόμη, σύμφωνα με τον Πολύαινο, ο Αλέξανδρος μεταχειρίσθηκε ένα στρατήγημα, που χρησιμοποιείται έως σήμερα: την ψυχολογική ανατροπή. Οι στρατιώτες του μόλις πλησίασαν τις γραμμές του Δαρείου, γονάτισαν και έβαλαν τα χέρια στη γη («Γόνυ κλίναντες τον χέρον διατρίβωσι την γην»). Όταν όμως άκουσαν ένα σάλπισμα, σηκώθηκαν κι επιτέθηκαν. Το τέχνασμα, λέει ο Πολύαινος, πέτυχε, διότι οι Πέρσες, προετοιμασμένοι για μάχη, είδαν τους Έλληνες να γονατίζουν. Αυτό τους εξέπληξε. Κι ενώ πίστεψαν πως κέρδισαν τη μάχη χωρίς μάχη, είδαν τους στρατιώτες του Αλεξάνδρου να επιτίθενται. Πλήρης ψυχολογική ανατροπή. Ανάλογο στρατήγημα εφάρμοσε ο Αλέξανδρος εις βάρος του Πώρου, μετακινώντας συνεχώς το ιππικό του. Αυτό το «πήγαιν’ έλα» του ιππικού επέφερε τον κλονισμό της διανοητικής ισορροπίας του αντιπάλου, πράγμα που επέτρεψε στον Αλέξανδρο να περάσει τον Υδάσπη 30 χλμ βορειότερα με ασκούς γεμάτους άχυρο και να αιφνιδιάσει τον Πώρο.
Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των δρεπανηφόρων αρμάτων που ο Δαρείος παρέταξε στα Γαυγάμηλα, η τεχνική της αντιμετώπισής τους ήταν γνωστή από τη μάχη, παρά τα Κούναξα (401 π.Χ.)[22]: διάνοιξη των γραμμών και σύλληψη των αρμάτων από ψιλούς στρατιώτες. Όσο για τους ελέφαντες, ούτε στα Γαυγάμηλα, ούτε στον Υδάσπη δημιούργησαν πρόβλημα. Ο τρόπος με τον οποίο διεξήγαγε τις μάχες ο Αλέξανδρος απεναντίας έκαναν πρόβλημα τους ελέφαντες σ’ αυτούς που τους χρησιμοποίησαν. Ουσιαστικά προβλήματα τακτικής αντιμετώπισε ο Αλέξανδρος, όταν καταδιώκοντας το Σατράπη Βήσσο, προχώρησε στις πιο δύσβατες περιοχές της Ασίας, στις περιοχές της Βακτρίας και αντιμετώπισε νέους λαούς υπό εντελώς νέες εδαφικές και οργανωτικές συνθήκες. Οι νέες συνθήκες απαιτούν αλλαγές που αποκαλύπτουν για μια ακόμη φορά τη μεγαλοφυΐα του. Ο Αλέξανδρος δεν είναι ένας απλός συνεχιστής· είναι καινοτόμος σ’ ό,τι αφορά στην οργάνωση στρατού. Οι αλλαγές επιβάλλονταν για τους ακόλουθους λόγους:
α) Αντιμετώπιζε τοπικούς ηγέτες, με ισχυρό φυλετικό φρόνημα και εξαιρετικές πολεμικές ικανότητες.
β) Ο πόλεμος δεν κρινόταν από μάχες εκ παρατάξεως, στις οποίες η Μακεδονική Φάλαγγα ήταν ακατανίκητη. Γινόταν πόλεμος φθοράς, είδος «Κλεφτοπόλεμου», με ξαφνικές επιθέσεις σε πολλά σημεία, ενέδρες, υποχωρήσεις και ξανά επιθέσεις.
γ) Οι αντίπαλοί του εκμεταλλεύονταν τον παράγοντα έδαφος (ορεινό και δύσβατο). Παρέσυραν τους Μακεδόνες σ’ επικίνδυνες διαβάσεις και απρόσιτα οχυρά.
Οι αλλαγές που επιχείρησε ο Αλέξανδρος είναι οι εξής:
α) Χώρισε το ιππικό σε δύο ιππαρχίες. Κάθε ιππαρχία πλαισιώθηκε από ελαφρότερα ιππικά τμήματα.
β) Οι τάξεις των ελαφρών μονάδων ενισχύθηκαν από περσικού τύπου τμήματα «ιππακοντιστών» και «ιπποτοξοτών».
Αξίζει ακόμη ν’ αναφερθεί ότι για να καταλάβει το ορεινό φρούριο του μεγιστάνα Οξυάρτη, που εθεωρείτο ανάλωτο, διότι εχρειάζοντο «πτερωτοί στρατιώτες», ο Αλέξανδρος δημιούργησε και την πρώτη μονάδα ορεινών καταδρομών. Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν, για ν’ ανέβουν στο φρούριο, μεθόδους συγχρόνων ορειβατών (καρφιά είναι ένας απλός σχοινιά, πασσάλους, κ.λπ.).
Οι ρωμαϊκές καινοτομίες
ΜΕΤΑ το θάνατο του Αλέξανδρου (323 π.χ.), καμμιά ουσιαστική μεταβολή δεν σημειώνεται στην ελληνική στρατιωτική πολιτική, εκτός ίσως από τη χρήση των ελεφάντων, που χρησιμοποιήθηκαν στην Ιψό (301 π.Χ.), στην απόκρουση των Γαλατών (Μάχη Ελεφάντων), και στην εκστρατεία του Πύρρου στην Ιταλία. Όμως η χρήση των ελεφάντων χωρίς βαθύτερη αλλαγή της στρατιωτικής δομής, δεν συνιστούσε αλλαγή. Έτσι επήλθε σταδιακά μια κρίση μακράς διαρκείας που δεν γινόταν αντιληπτή εφόσον πολεμούσαν Έλληνες εναντίον των Ελλήνων. Όταν όμως άρχισαν οι πόλεμοι εναντίον των Ρωμαίων, τότε καταδείχτηκε η υπεροχή της ρωμαϊκής λεγεώνας έναντι της ελληνικής και Μακεδονικής φάλαγγας. Η παράταξη του Ρωμαϊκού στρατού, κατά τετράγωνα με ισομεγέθη κενά, έδινε ευχέρεια κινήσεων και ελιγμών. Ο ρωμαϊκός στρατός στην πυρηνική σύνθεσή του, ήταν «εθνικός», ένα είδος εθνοφυλακής. Ο Μάριος (156-86 π.Χ.), προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Κίμβρους και τους Τεύτονες, υποχρεώθηκε να κάνει τρείς καινοτομίες που ναι μεν έκαναν το ρωμαϊκό στρατό ακατανίκητο αλλά παράλληλα προκάλεσαν την κρίση και στο στρατό και στην πολιτική και πολιτειακή δομή. Οι καινοτομίες του Μάριου ήταν:
α) Στρατολόγησε άπορους πολίτες, τους «προλετάριους» [23], δίνοντας τους μεγάλο μισθό.
β) Υποσχέθηκε στους στρατευμένους προλετάριους ότι μετά τον τερματισμό του πολέμου θα τους παραχωρούσε αγροτικούς κλήρους. Αυτό ακολούθως έγινε θεσμός.
γ) Άλλαξε το σχηματισμό της λεγεώνας, αύξησε τη δύναμή της (6.000 άνδρες) και επέβαλε πιο «επιστημονική» εκγύμναση κατά τα πρότυπα των μονομάχων.
Οι συνέπειες ήσαν άμεσα θετικές, αλλά μακροπρόθεσμα αρνητικές, διότι:
α) με την ένταξη των προλεταρίων στο στρατό, ναι μεν δόθηκε λύση στο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά η φύλαξη της Ρώμης αφέθηκε στο χαμηλότερο κοινωνικό στοιχείο.
β) Δημιουργήθηκε μόνιμος επαγγελματικός στρατός αποτελούμενος από καλά εκγυμνασμένους στρατιώτες.
γ) Ο στρατός αυτός όμως, επειδή ζούσε από το μισθό, ήταν περισσότερο αφοσιωμένος στον πολλά υποσχόμενο στρατηγό παρά στην πατρίδα. Ήταν ένας στρατός που δεν πολεμούσε για την πατρίδα, αλλά για το μισθό και τα λάφυρα. Όπως λέει η «Ιστορία της Ανθρωπότητας της UNESCO, «ο νέος στρατός έτεινε να προσκολληθεί σε όσους στρατηγούς του είχαν αποκτήσει περισσότερη δόξα και ακολουθούσαν όχι τόσο την καλύτερη για τα συμφέροντα του κράτους πολιτική, όσο μια πολιτική που άνοιγε την καλύτερη προοπτική για τα δικά του συμφέροντα» (τομ. Β ́, σ. 416).
Όταν αργότερα, με τη διεύρυνση της Αυτοκρατορίας, διευρύνονται και οι στρατιωτικές ανάγκες, οι Ρωμαίοι προσέλαβαν στο στρατό βαρβάρους. Έτσι ο Ρωμαϊκός στρατός έπαυσε να είναι Ρωμαϊκός. Οι στρατιώτες του δεν αγωνίζονταν για τη ρωμαϊκή ιδέα, αλλά για το ρωμαϊκό μισθό. Αργότερα, βάρβαροι στρατιωτικοί αναμείχθηκαν στην πολική και ανέβαζαν και κατέβαζαν αυτοκράτορες. Σε κάποια στιγμή ανέβηκαν και οι ίδιοι στο θρόνο. Έτσι επήλθε η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ρώμη εσήμαινε στρατός. Η στρατιωτική παρακμή επέφερε και την πολιτική. Σε τελική ανάλυση, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν κατακτήθηκε από βαρβάρους που ήλθαν απέξω αλλά από τον ραγδαίο πολλαπλασιασμό των βαρβάρων που ζούσαν εντός αυτής. Ανάλογα φαινόμενα αντιμετωπίζουν και πολύ οξύτερα θ’ αντιμετωπίσουν προσεχώς οι μεγάλες πόλεις της Ευρώπης από τη γεωμετρική πληθυσμιακή αύξηση των αλλογενών στοιχείων. Κι όπως προέκυψε η μεγάλη κρίση στη Ρώμη, έτσι και στην Ευρώπη η κρίση –αν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα και συνετά– θα εξελιχθεί σε έκρηξη που για να κατασιγασθεί θ’ απαιτήσει μορφές δικτατορικής εξουσίας.
Η κρίση του πολιτειακού συστήματος «Πόλις»
Το «πολιτικό» κράτος
Ο GUSTAVE Glotz, που έγραψε το περίφημο έργο «Ελληνική “πόλις”», στηριζόμενος στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, γράφει πως οι Έλληνες σ’ ό,τι αφορά στην οργάνωσή τους πέρασαν από τρία στάδια: α) Την οικογένεια (που στη φυσική της μορφή είναι ένας συνεταιρισμός άντρα και γυναίκας), β) το χωριό (κώμη) που αποτελεί αρχικά έναν διευρυμένο τύπο οικογένειας και γ) την πόλη που είναι συνεταιρισμός γειτνιαζόντων χωρίων. Η πόλη διατηρείται όταν είναι αυτάρκης. Και ο άνθρωπος γίνεται αυτάρκης, όταν είναι πολίτης («πολιτικό ον»).
Από την πόλη παράγονται δύο βασικές έννοιες: η πολιτική και ο πολιτισμός. Δηλαδή, μόνο όταν οι άνθρωποι σχηματίσουν πόλεις μπορούν να αναπτύξουν τις δύο αυτές υψηλές λειτουργίες. Οι πρόγονοί μας, αφού πέρασαν από το στάδιο του γένους που το ενοποιητικό στοιχείο ήταν η συγγένεια, η κοινή κατοικία και το κοινό τραπέζι («ομογάλακτες», «ομόκαπνοι», «γεννήτες», κ.λπ.) έγιναν χάρη στην πόλη πολίτες που τους συνέδεε ένα κοινό στοιχείο, η «φιλότης», που, όπως λέει ο Glotz, είχε περισσότερο νομική παρά αισθηματική βαρύτητα. Γιατί από την φιλότητα απορρέει η «αιδώς» και από αυτή η αίσθηση του κοινωνικού και πολιτικού καθήκοντος.
Ο πιο αυστηρά οργανωμένος τύπος πόλης ήταν η Σπάρτη, που λόγω της στρατιωτικής συγκροτήσεώς της, διαμόρφωσε γρήγορα πολιτικούς θεσμούς, οι οποίοι της επέτρεψαν ν’ αναδειχθεί στην ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα. Στην μετέπειτα περίοδο αναδεικνύεται σε πόλη το «άστυ» των Αθηνών. Χάρη στην εγκατάσταση γενών από το Θησέα στο άστυ (γύρω από την Ακρόπολη) γεννήθηκε η πόλη των Αθηνών, που περιελάμβανε όλες τις «κώμες» της Αττικής[24]. Οι Αθηναίοι μας έδωσαν τον πιο διευρυμένο τύπο πόλης, που όμως παρά το άπλωμά της, παρά το σχηματισμό δύο συμμαχιών (Α ́ και Β ́ Αθηναϊκή Συμμαχία), δεν μπόρεσε να πάρει τη μορφή εθνοκράτους. Οι Αθηναίοι ήσαν πιο… ίσοι από τους συμμάχους τους.
Ούτε η Σπάρτη, λοιπόν, μετά τον Πελοποννησιακό που αναδείχθηκε ηγεμών της Ελλάδος, ούτε η Αθήνα, που πριν αλλά και μετά τον Πελοποννησιακό αναδείχθηκε σε δεσπόζουσα δύναμη του Ελληνισμού, ούτε η Θήβα στην περίοδο της ακμής της μπόρεσαν να υπερβούν το σχήμα πόλη – κράτος. Οι Έλληνες, ως πολίτες και πολιτικοί, είχαν πολιτοκρατική και όχι εθνοκρατική αντίληψη περί πολιτικής. Μοιραία, μέσα από τους μεταξύ τους – για την ηγεμονία ή για Ζωτικό χώρο – συγκρούσεις, εξαντλήθηκαν. Η πόλη – το πιο ισχυρό πολιτικό κύτταρο των αρχαίων – ήταν και η βασικότερη αιτία της κρίσης του Ελληνισμού και κατά τον 5ο και κατά τον 4ο αιώνα. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να γίνουν τίποτα άλλο από πολίτες, δηλαδή κάτοικοι μιας πόλης. Η ιδεολογία τους ήταν «πολιτική» κι όχι εθνική. Άλλωστε θα ήταν υπερβολικό ν’ απαιτήσουμε να υπερβούν τις «δουλείες» της εποχής τους.
Η Μακεδονία είχε το προνόμιο να έχει χώρα χωρίς μεγάλες πόλεις και μάλιστα μια δεσπόζουσα πόλη. Οι Μακεδόνες, πρώτα έκαναν κράτος και μετά πόλεις. Οι μετέπειτα γνωστές πόλεις Αιγές, Πέλλα, Δίον, Λείβηθρα, Θεσσαλονίκη[25] κ.ά. είναι δημιουργήματα ισχυρού κράτους.
Με άλλα λόγια το μακεδονικό κράτος δεν είναι δημιούργημα μιας ισχυρής πόλης, αλλά ενός πολιτικού συστήματος, του φυλετικού βασιλέα, που ως θεσμός, συνεχώς εξελισσόμενος και προαγόμενος, έδωσε το πρότυπο διακυβερνήσεως ευρυτέρων περιοχών: της μοναρχίας. Από τη στιγμή μάλιστα που οι Μακεδόνες μονάρχες εξουδετερώνουν, χάρη στον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, τις αποσχιστικές τάσεις άλλων Μακεδόνων φυλάρχων δημιουργούν το πρώτο συγκεντρωτικό κράτος.
Έτσι, χάρη και στη στρατιωτική του συγκρότηση, κατόρθωσαν να νικήσουν τις ελληνικές πόλεις και να τις ενοποιήσουν βιαίως υπό την εξουσία τους, χωρίς να θίξουν την αυτονομία τους.
Παρά τη μακεδονική κυριαρχία, οι πόλεις διατηρούνται ως αυτόνομες πολιτικές οντότητες, με τους θεσμούς και τις παλιές δομές τους. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος έδωσε κράτη ελληνιστικά αλλά δεν μπόρεσε να δώσει ελληνικό κράτος. Μέχρι την υποταγή στους Ρωμαίους κυριαρχούσα πολιτική οντότητα ήταν το «πολιτικό κράτος», δηλαδή το κράτος μιας πόλης ή μιας ενώσεως πόλεων. Ακόμη και όταν ο Φίλιππος δημιούργησε το «Κοινόν των Ελλήνων» με έδρα την Κόρινθο, στο οποίο κάθε πόλη αντιπροσωπεύονταν με μια ψήφο και που θεωρητικά θα λειτουργούσε σαν μια μορφή Κογκρέσσου, ούτε και τότε βρέθηκε λύση στο πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδος. Γιατί, όπως λέει ο Glotz, «το συνέδριο των Ελλήνων είναι όργανο στα χέρια ενός κυρίου». (Ελληνική μετάφρ. Αγνής Σακελλαρίου, σ. 387).
Στα χρόνια αυτά, ως απότοκος των πολιτικών κρίσεων και των εξαντλητικών ενδοπολεϊκών[26] συγκρούσεων γεννιέται ένα ιδεολογικό κίνημα, ο κοσμοπολιτισμός, που εκφράζεται με τους στωικούς και κυνικούς. Το κήρυγμά τους, «όπου γης και πατρίς», είχε σαν στόχο την υπέρβαση των αντιθέσεων ανάμεσα στις πόλεις, την ομόνοια και την ένωσή τους. Αυτό προσπάθησε να κάνει με τη δύναμη των όπλων ο Φίλιππος. Και μάλιστα φιλοδόξησε στο διευρυμένο αυτό κράτος να συμπεριλάβει και τον ελληνικό κόσμο της Μ. Ασίας. Αυτό σήμαινε σύγκρουση με την Περσία, που είχε υπό την κατοχή της τη Μ. Ασία. Ο «μεγαλοϊδεατισμός» του Φιλίππου περιοριζόταν στα όρια που καθόρισε ο Ισοκράτης: στον Ελληνισμό Δύσης[27] και Ανατολής. Ο γιος του πάντως, μετά τις πρώτες κατακτήσεις, συνέλαβε την ιδέα της κοσμοκρατορίας. Θέλησε να δημιουργήσει το πρώτο οικουμενικό κράτος της ιστορίας. Όπως λέει ο Πλούταρχος, «Πατρίδα μεν των οικουμένην προέταξε πάντας», θεωρώντας «συγγενείς δε τους αγαθούς, αλλοφύλους δε τους πονηρούς» και προσδιορίζοντας σαν βασική ελληνική ιδιότητα την αρετή και σαν βαρβαρική την κακία. («Το μεν ελληνικόν αρετή, το δε βαρβαρικόν κακία τεκμαίρεσθαι»). Δηλαδή η ελληνικότητα και η βαρβαρικότητα να κρίνεται όχι από τη φυλετικότητα αλλά από την ηθική ποιότητα. Ο θάνατος ανέκοψε την προσπάθειά του προώρως. Το κράτος του διεσπάσθη αμέσως μετά το θάνατό του σε μακεδονικά – οικογενειακά βασίλεια. Αλλά και να ζούσε, πάλι ο Αλέξανδρος θα προσέκρουε στην απροθυμία των Ελλήνων να ζήσουν σ ́ ενιαίο ελληνικό και πολύ περισσότερο σ’ ένα διευρυμένο διεθνικό κράτος. Οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να αρθούν πάνω από την πολιτική της πόλης. Δεν κατενόησαν την έννοια της οικουμενικής πολιτικής. Αλλ’ αυτό είναι δύσκολο να κατανοηθεί ακόμη και στη δική μας εποχή. Το πολύ σύντομο μέλλον θα δείξει πόσο δύσκολο είναι να κτισθεί το «ευρωπαϊκό σπίτι».
Τα «κοινά»
ΠΑΝΤΩΣ, μετά τις αμφικτονίες, που αρχικά ξεκίνησαν ως θρησκευτικές ενώσεις πόλεων – χαρακτήρα που διετήρησαν αλλ’ ακολούθως πήραν και το χαρακτήρα μιας χαλαρής πολιτικής ένωσης – η αρχαία Ελλάς κατά τον 3ο και 2ο π.Χ. μας έδωσε το πρότυπο μιας πολιτικής ενώσεως, τα «κοινά», που, mutatis mutandis, αποτέλεσαν πρότυπο για την οργάνωση συγχρόνων κρατών ή συγχρόνων διακρατικών οργανισμών. Και ναι μεν τα «κοινά» δεν ένωσαν σε ενιαία βάση την Ελλάδα και ούτε ένωσαν στην έσχατη ώρα την Ελλάδα, πάντως η μακρά διάρκειά τους και η δημοκρατική λειτουργία τους τα καθιστά ένα θεσμό αξιοσέβαστο και αξιομίμητο. Τα κυριότερα «κοινά» που σήμερα ονομάζονται συμπολιτείες είναι:
α) Το «Κοινόν των Αχαιών». Η συμπολιτεία αυτή αρχικά εμφανίζεται σαν ένωση τεσσάρων αχαϊκών πόλεων: Πάτραι, Δύμη, Τριταία, Φαραί και αργότερα δέκα. Διοικείται από έναν στρατηγό, έναν ίππαρχο κι ένα γραμματέα, αλλά το κυρίαρχο σώμα είναι η Σύγκλητος, συμβούλιο αντιπροσώπων που συνέρχεται στο Αίγιο. Η δράση του Άρατου και του Φιλοποίμενα θα λαμπρύνει τη συμπολιτεία αλλά θα μετριάσει το δημοκρατικό χαρακτήρα της.
β) Το «Κοινόν των Αιτωλών» εμφανίζεται αρχικά σαν θρησκευτική ένωση, με κέντρο τους Δελφούς. Μετά την απόκρουση των Γαλατών του Βρέννου (278 π.Χ.) που κυρίως οφείλεται στους Αιτωλούς, η συμπολιτεία αποκτά μεγάλη ισχύ και εξαπλώνεται σ’ όλη τη Στερεά και τη Θεσσαλία. Διοικείται από έναν στρατηγό, έναν ίππαρχο κι έναν γραμματέα. Κυρίαρχο σώμα είναι το «Παναιτώλιον Συνέδριον» που συνέρχεται στο Θέρμο. Οι αντιπρόσωποι των πόλεων λεγόνταν «απόκλητοι».
Κάθε συμπολιτεία αποτέλεσε ένα είδος ομοσπονδιακού κράτους. Οι πόλεις, χωρίς να χάσουν την αυτοδιοίκησή τους, εμφανίζονται ενωμένες με κοινά μέτρα, κοινά νομίσματα (ενιαία νομισματική πολιτική), κοινή εξωτερική πολιτική. Για τα μέτρα της εποχής ήταν ένα προωθημένο σύστημα ενώσεως, ένα είδος μελλοντικής Ευρώπης, που θα μπορούσε να δώσει λύση στο πολιτειακό σύστημα της Ελλάδος, με την ένωση όλων των ελληνικών πόλεων. Αυτό στάθηκε αδύνατο, γιατί οι ελληνικές πόλεις είχαν διαφορετικές πολιτειακές αφετηρίες, διαφορετικές πολιτικές καταβολές κι επιπλέον η «πολιτικοκρατική» και «τοπικο- κρατική» αντίληψη υπερίσχυε της «εθνικής». Εθνικός χαρακτήρας, με την έννοια που δίνουμε εμείς στον όρο, δεν σχηματίστηκε σ’ ευρεία κλίμακα στον αρχαίο κόσμο. Η ελληνικότητα είχε περισσότερο πνευματικό παρά πολιτικό χαρακτήρα.
Πάντως, το γεγονός ότι σε μια ευρεία έκταση δεκάδες πόλεις ξεπέρασαν τον «τοπικό εγωισμό» τους και δημιούργησαν τα «κοινά» είναι μια κατάκτηση που έδωσε πολλές πολιτικές λύσεις και που ενδεχομένως θα απέτρεπε και τη ρωμαϊκή κατάκτηση, αν είχαν γίνει οι αναγκαίες συγκλίσεις, ώστε να σχηματισθεί ένα «Κοινόν», το «Κοινόν των Πανελλήνων». Η αρχαία Ελλάς δεν έφθασε ποτέ σε επίπεδο κράτους. Λειτούργησε σε επίπεδο πόλεων. Αυτό της έδωσε δυνατότητα να διαμορφώσει λαμπρούς θεσμούς άμεσης δημοκρατίας και με τα «κοινά» αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Μοιραία η κρίση από τις μεταξύ των πόλεων και από τις εντός των πόλεων συγκρούσεις έφερε τη ρωμαϊκή παρέμβαση και ακολούθως την υποταγή
Λίγο μετά το 406 π.Χ. διδάχθηκε ενώπιον μακεδονικού κοινού η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Ο Ευριπίδης με το δράμα αυτό κάνει πολιτικό κήρυγμα, βάζοντας στο στόμα της Ιφιγένειας τα ακόλουθα λόγια: «Βαρβάρων δ’ Έλληνας άρχειν εικός, αλλά ου βαρβάρους, μήτερ, Ελλήνων το μεν γαρ εστι δούλον, το δ’ ελεύθερον» (= Οι Έλληνες είναι φυσικό να εξουσιάζουν τους βαρβάρους. Γιατί εκείνοι είναι δούλοι κι αυτοί ελεύθεροι). Το ότι οι λόγοι αυτοί ειπώθηκαν ενώπιον Μακεδόνων σε μια πρωιμότατη εποχή είναι μια ισχυρή απόδειξη της ελληνικότητάς τους. Κι ακόμη ο Ευριπίδης στο πολιτικό κήρυγμά του, που μεταφέρεται και στη Β. Ελλάδα, επιζητούσε μια ευρύτερη ένωση του Βόρειου και Νότιου Ελληνισμού. Κάτι τέτοιο δεν έγινε δυνατό. Έτσι το «βάρβαρον ήρξε των Ελλήνων». Μπορεί να υστερούσε πολιτιστικά, υπερτερούσε πολιτικά. Η Ρώμη, παρόλο που ξεκίνησε κι αυτή σαν πόλη – κράτος, διαμόρφωσε τελικά θεσμούς κράτους κι έγινε κεφαλή (caput) κράτους. Αντίθετα, οι Έλληνες ανέπτυξαν θεωρίες περί κράτους, αλλά δεν διαμόρφωσαν – παρά σε περιορισμένη τοπική κλίμακα – θεσμούς κράτους. Οι φυγόκεντρες τάσεις ήταν ισχυρότερες από τον «ομοκεντρισμό».
Έτσι έγινε αυτό που λέει ο Glotz: «Οι πόλεις κουράστηκαν με αυτούς τους ατέρμονες ανταγωνισμούς, με αυτούς τους πολέμους που σχημάτιζαν αλυσίδα, όπως παλιά οι αντεκδικήσεις των οικογενειών. Μάταια έγιναν μέλη μεγάλων κρατών, και η αυτονομία τους περιορίστηκε σε σημείο που να μοιάζουν με σύγχρονους δήμους θα εξακολουθήσουν να έχουν διαφορές, να σχηματίζουν συμπολιτείες που θα παρασυρθούν με τη σειρά τους σε διαμάχες χωρίς τέλος, και οι δύο μεγάλες συμμαχίες, που θα μοιραστούν τελικά σχεδόν ολόκληρη την Ελλάδα, θα εμπλακούν σ’ έναν αγώνα που θα τελειώσει και για τη μια και για την άλλη με την τελική και ολοκληρωτική απώλεια της ανεξαρτησίας». (Ενθ’ ανώτ. σελ. 393).
Όμως, σε τελευταία ανάλυση δεν μπορούμε να ζητάμε από τους αρχαίους Έλληνες να πετύχουν αυτό που δεν πετύχαμε ακόμη εμείς σήμερα. Οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν όλα τα πολιτικά πειράματα πάνω στα οποία δοκιμάζει την πολιτική αντοχή και ωριμότητά του ο σύγχρονος κόσμος. Οι δικές μας αποτυχίες δείχνουν πόσο ανώριμες είναι οι κρίσεις για τη δήθεν πολιτική ανωριμότητα των Αρχαίων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αδυναμία συσσωματώσεως δεν δημιούργησε την κρίση από την οποία επωφελήθηκαν οι Ρωμαίοι. Στους Έλληνες απέμενε να δώσουν πνευματικό χαρακτήρα στο ρωμαϊκό κράτος.
Η παρακμή της Ελλάδος ήταν όντως παρακμή;
ΠΟΛΛΟΙ όταν μιλάνε για κρίση του Ελληνισμού στους μετά τον Αλέξανδρο χρόνους, βλέπουν το ζήτημα ελλαδοκεντρικά (ωσάν η Ελλάς να είναι ο κόσμος όλος) και δημοκρατικοκεντρικά (ωσάν να ήταν δυνατόν ο κόσμος να κυβερνηθεί από την Πνύκα). Αυτό λοιπόν που παρουσιάζεται σαν κρίση ή παρακμή είναι απλούστατα πέρασμα σε άλλες καταστάσεις που στη διαμόρφωσή τους υπεισέρχονται νέα πληθυσμιακά σύνολα, νέα συστήματα διακυβερνήσεως και νέες περί ζωής αντιλήψεις.
Συγκεκριμένα:
- Το κέντρο βάρους του ελληνικού κόσμου μετατοπίζεται από την κυρίως Ελλάδα προς τα ελληνιστικά κράτη της Ανατολής. Η Ελλάδα μπαίνει στο περιθώριο της πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας. Μόνο η Αθήνα κρατάει την παλιά πνευματική ακτινοβολία της.
- Η πόλη – κράτος εξαφανίζεται. Στις νέες συνθήκες οι παλιές πόλεις είναι αδύνατο να λειτουργήσουν σαν ξεχωριστές πολιτικές οντότητες. Αίτημα της εποχής είναι η δημιουργία του μεγάλου κράτους πάνω στα πρότυπα των ανατολικών αυτοκρατοριών.
- Δημιουργία όμως μεγάλων κρατών σήμαινε θρίαμβο της μοναρχίας εις βάρος της δημοκρατίας. Πλην όμως η μοναρχία ταίριαζε καλύτερα σε κράτη με απέραντες εκτάσεις, αργή επικοινωνία και ανομοιογενή πληθυσμό.
- Οι βασιλείς κυβερνούσαν στηριζόμενοι σε μια στρατιωτική δύναμη μισθοφόρων. Για τις ανάγκες της διοικητικής μηχανής χρησιμοποιούσαν ειδικούς υπαλλήλους, που εξελίχτηκαν, ιδίως στην Πέργαμο, σε γραφειοκρατία. Η διακυβέρνηση ήταν απολυταρχική. Μπορεί να κράτησαν κάτι από την απλότητα της μακεδονικής μοναρχίας, «στην πραγματικότητα όμως ήταν αυταρχικοί κυβερνήτες, που έκαναν τους νόμους και διόριζαν τους αξιωματούχους και που μόλις πέθαιναν θεοποιούνταν, αν αυτό δεν είχε γίνει στη διάρκεια της ζωής τους. Η θεοποίηση ήταν ωστόσο άγνωστη στη Μακεδονία, όπου η όλη ζωή ήταν πολύ πιο απλή και πιο δημοκρατική, ενώ οι Πτολεμαίοι την ανέπτυξαν και την έκαναν επίσημη αυτοκρατορική λατρεία»[28].
- Λόγω του απολυταρχικού καθεστώτος η έννοια του πολίτη εκμηδενίζεται. Παύει η ενεργός συμμετοχή στα κοινά. Ο άνθρωπος ξεπροβάλλει σαν άτομο και γίνεται ιδιώτης. Μ’ άλλα λόγια ασχολείται περισσότερο με τις ιδιωτικές του υποθέσεις κι επιζητεί την ατομική ευζωία σαν υποκατάστατο της κοινωνικής.
- Παρά τη δημιουργία ισχυρού συγκεντρωτικού συστήματος διακυβέρνησης, απουσιάζει η πόλη – κεφαλή. Κι αυτό γιατί εμφανίζονται διαρκώς νέα κέντρα με δικές τους δυνατότητες ανάπτυξης. Το φαινόμενα αυτό ονομάστηκε πολυκεντρισμός. (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Σελεύκεια, Πέργαμος, κ.ά.).
- Στις νέες αυτές μεγαλουπόλεις οι άνθρωποι έχουν μια ροπή προς την πολυτέλεια και τις ανέσεις. Αυτό τις κάνει πόλο έλξης για τους αγροτικούς πληθυσμούς. Έτσι προέκυψε το νέο κοινωνικό φαινόμενο, που ονομάστηκε αστυφιλία.
- Στις νέες πόλεις εμφανίζεται έντονη η ελληνική επιρροή, ακόμη κι αν πρόκειται για πρωτεύουσες βαρβαρικών κρατών. Οι ανατολίτες δέχονται ευχάριστα την ελληνική επίδραση κι έτσι, κοντά στους πραγματικούς Έλληνες εμφανίζονται και οι Ελληνίζοντες.
- Παρ’ όλα αυτά, στα νέα κράτη εθνική συνείδηση δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι δεν αισθάνονται πολίτες ενός συγκεκριμένου κράτους. Στην επικράτεια μάλιστα των Σελευκιδών δεν υπήρχε ούτε καν όνομα κράτους. Στις μεγάλες πόλεις αρχίζει να επικρατεί το κοσμοπολιτικό πνεύμα.
Εξίσου σημαντικές είναι και οι αλλαγές στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα:
- Στα ελληνιστικά κράτη ο βασιλιάς ήταν ιδιοκτήτης ολόκληρης της χώρας και υποχρέωνε τον πληθυσμό, σε φορολογία, που αν πρόκειται γι’ αγρότες έφτανε και στο μισό της συγκομιδής. Στην Αίγυπτο όλη η κοιλάδα του Νείλου ήταν ιδιοκτησία των Πτολεμαίων, πράγμα που τους έδινε τη δυνατότητα ν’ ασκούν δεσποτικό έλεγχο στην οικονομική ζωή, π.χ. μονοπώλιο λαδιού.
- Η γεωργία ήταν η βάση της οικονομίας των ελληνιστικών κρατών. Γι’ αυτό προσέχτηκε πολύ το σύστημα των αρδεύσεων και των νέων καλλιεργειών. Π.χ. τότε διαδόθηκε η αμπελοκαλλιέργεια στη δυτική Ασία.
- Το εμπόριο ευνοήθηκε πολύ με το άπλωμα και την οικονομική κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου στην Ανατολή και με την έλλειψη φραγμών μεταξύ των ελληνιστικών κρατών. Εμφανίζονται οι πρώτοι μεγάλοι εμπορικοί δρόμοι, που συνδέουν τις μεγάλες ελληνιστικές πόλεις με τα πιο απόμακρα σημεία του κόσμου. Το χρυσάφι ερχόταν από την Ισπανία και τη Νουβία το ασήμι από την Ισπανία και το Παγγαίο χαλκός από την Κύπρο κασσίτερος από την Κορνουάλη αρωματικά φυτά από τη Συρία λιβάνι από την Αραβία (ήταν πολύτιμο για τις ανάγκες της θρησκείας) έβενος, ελεφαντοκόκκαλο, πολύτιμες πέτρες από την Αφρική μπαχαρικά από την Ινδία άσφαλτος από τη Νεκρή Θάλασσα για να βαλσαμώνουν στην Αίγυπτο τους νεκρούς. Την πιο μεγάλη σημασία όμως είχε το εμπόριο των σιτηρών. Τόποι εξαγωγής του ήταν η Αίγυπτος, Κυρήνη, Σικελία, Κριμαία. Θα ακμάσει δυστυχώς κι ένα ειδεχθές είδος εμπορίου, το δουλεμπόριο, με κύρια κέντρα τη Ρόδο και τη Δήλο.
- Η εμπορική ανάπτυξη και οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες της βιομηχανίας για πρώτες ύλες, συντελέσανε στη ραγδαία ανάπτυξη της ναυτιλίας. Κατασκευάζονται μεγάλα λιμάνια με κυματοθραύστες και φάροι για τις ανάγκες των ναυτιλλομένων ναυπηγούνται πλοία 250 τόνων. Προωθούνται οι γεωγραφικές γνώσεις χάρη στα βιβλία του Νέαρχου και του Μεγασθένη, σχεδιάζονται οι πρώτοι χάρτες και τέλος γίνονται οι πρώτες εξερευνήσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Πατροκλή που εξερεύνησε την Κασπία και τον περίφημο Πυθέα το Μασσαλιώτη, που πέρασε το Γιβραλτάρ κι έφτασε ως τη Γιουτλάνδη.
- Το εμπόριο και η ναυτιλία ευνοήθηκαν πολύ από την ανάπτυξη της χρηματικής οικονομίας. Συγκεκριμένα χάρη στον Αλέξανδρο εξαφανίστηκαν τα πολλά εθνικά νομίσματα και κυριάρχησαν παντού τα χρυσά ελληνικά, πράγμα που ευκόλυνε τις συναλλαγές. Κι ακόμη εμφανίστηκαν οι πρώτες Τράπεζες, που δέχονταν καταθέσεις κι έκαναν δάνεια. Τότε για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν οι επιταγές και οι πιστωτικές επιστολές.
- Η μορφή που πήρε η οικονομική εξέλιξη οδήγησε στο σχηματισμό μιας πανίσχυρης χρηματιστικής τάξης (έμποροι – τραπεζίτες), που στην πλειοψηφία απαρτιζόταν από Έλληνες. Αυτοί μαζί με τους βασιλικούς υπαλλήλους αποτελούν την τάξη των προνομιούχων. Αντίθετα υποφέρανε πολύ οι ελεύθεροι τεχνίτες από το συναγωνισμό των βασιλικών εργαστηρίων και οι μικροκαλλιεργητές, που έδιναν το μισό της συγκομιδής. Η άθλια κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων, γέννησε ένα είδος ευσεβούς πόθου, τις πρώτες κοινωνικές ουτοπίες για κοινοκτημοσύνη. Μια τέτοια Ουτοπία είναι η «Ηλίου Πολιτεία» του Ιαμβούλου.
Έκτοτε οι ουτοπίες αυτές, με διάφορες μορφές (θρησκευτικές ή πολιτικές), εμφανίζονται συχνά στην ποικιλία του χώρου και στην εναλλαγή του χρόνου. Έτσι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος στη δύση του προσέφερε ακόμη κάτι σημαντικό στην ανθρωπότητα: τις ουτοπίες. Κι αυτές αποτελούν προμήνυμα για κάποιες ανατολές που συχνά από την ανθρώπινη ατέλεια καταλήγουν σε αιματηρές δοκιμασίες. Πάντως η πιο μεγάλη ουτοπία, η ηθική πληρότητα των ανθρώπων, παραμένει ένα ανεκπλήρωτο αίτημα που θα γεννά τις πολύμορφες κρίσεις. Όμως κάθε κρίση είναι κι ένα πρόκριμα.
Η κρίση της Ιστορίας ως βηματισμός
«Ο αιών του Πολυβίου»
ΕΝΑΣ Άγγλος ιστορικός ονόμασε τον 2ο π.Χ. αιώνα «Αιώνα του Πολυβίου». Όχι μόνο διότι ο Πολύβιος εκάλυψε με τη μακρά ζωή του (έζησε πάνω από 80 χρόνια) το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα αυτού (γεννήθηκε το 205 και πέθανε το 125 π.Χ.) αλλά κυρίως γιατί ο 2ος αιώνας είναι ένας από τους πιο δυναμικούς της παγκόσμιας ιστορίας και τον αιώνα αυτόν ο Πολύβιος ευτύχησε να τον ζήσει ως στρατιωτικός και πολιτικός, να τον περιγράψει ως ιστορικός και, υπερβαίνοντας τον φυλετισμό του, να οραματισθεί και να γίνει ιδεολογικός εκφραστής της PAX ROMANA, μιας πολιτικής, δηλαδή, παγκοσμίου ειρήνης υπό ρωμαϊκή κυριαρχία.
Στα χρόνια του Πολυβίου διαδραματίζονται τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της αρχαίας ιστορίας, ήτοι η εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού σ’ Ανατολή και Δύση, ο σχηματισμός των «κοινών», που ήταν η πιο προωθημένη πολιτική σύλληψη και δημιουργία των ελληνικών πόλεων, οι τολμηρές πολιτικές καινοτομίες των βασιλέων της Σπάρτης Άγη και Κλεομένη, η σύγκρουση Ελληνισμού και Ρώμης, που έληξε με νίκη της δεύτερης και οι Καρχηδονιακοί πόλεμοι που με το νικηφόρο για τα ρωμαϊκά όπλα αποτέλεσμα κατέστησαν τη Ρώμη κοσμοκράτειρα. Και το βασικότερο: ο Πολύβιος είδε τους ηττημένους στρατιωτικά Έλληνες να νικούν πνευματικά τους Ρωμαίους κατακτητές, είδε να σχηματίζεται το πολιτιστικό μόρφωμα που ονομάστηκε Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός και ο οποίος απετέλεσε την πολιτιστική βάση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού (ως την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό), αλλά και του βυζαντινού Πολιτισμού και, μέσω αυτού, του αραβικού και σλαβικού πολιτισμού. Αυτό τον βοήθησε να συλλάβει και να καταγράψει στις «Ιστορίες» του αυτό που ονομάζουμε διαλεκτική ενότητα των πολιτισμών και να τον εκφράσει υπό μορφή ιστορικού νόμου.
Ο Πολύβιος γεννήθηκε στη Μεγαλόπολη (γι’ αυτό αποκαλείται και «Μεγαλοπολίτης») της Αρκαδίας. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας. Ο πατέρας του Λυκόρτας ήταν στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, που διαδέχθηκε μάλιστα τον Φιλοποίμενα, «τον έσχατον των Ελλήνων». Έλαβε εξαιρετική μόρφωση, αναμίχθηκε στα πολιτικά και τάχθηκε με την παράταξη που είχε φιλορωμαϊκή απόκλιση. Πιο συγκεκριμένα υποστήριζε μια πολιτική προσεγγίσεως της Αχαϊκής συμπολιτείας με τη Ρώμη και ακόμη πολιτική ουδετερότητας, όταν ξέσπασαν οι πόλεμοι Μακεδόνων και Ρώμης. Μετά την ήττα του Περσέα στη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) ο Πολύβιος, παρά τον φιλορωμαϊσμό του, μεταφέρθηκε με 1.000 συμπατριώτες του στη Ρώμη ως όμηρος, επειδή διατυπώθηκε κατηγορία από το συμπατριώτη του Καλλικρατίδα για φιλομακεδονική πολιτική.
Στη Ρώμη χρησιμοποιήθηκε ως παιδαγωγός της οικογενείας των Κορνηλίων και μπήκε στον πνευματικό κύκλο των Σκιπιώνων. Έτσι έγινε παιδαγωγός ολόκληρης της ρωμαϊκής «élite». Η φιλία του μάλιστα με τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό, τον πορθητή της Καρχηδόνας, που στο περιβάλλον του εκινούντο ο Ρόδιος στωικός φιλόσοφος Παναίτιος, ο νομομαθής Μανίλιος και ο ποιητής Τερέντιος, έδωσε τη δυνατότητα στον Πολύβιο να κάνει χρήση αρχείων, να γνωρίσει πρόσωπα, που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα μεγάλα γεγονότα της εποχής, και επιπλέον να ταξιδέψει ως επίσημος απεσταλμένος της Ρώμης στην Αφρική, Ν. Γαλλία και Ισπανία και να εφαρμόσει στη συγγραφή των έργων του την πρακτική της «αυτοψίας». Επί πλέον είχε την εξαιρετική τύχη ως ιστορικός να είναι αυτόπτης μάρτυς της καταστροφής και της Καρχηδόνας και της Κορίνθου (146 π.Χ.).
Ο Πολύβιος έγραψε τέσσερα έργα. Τα τρία χάθηκαν. Σώθηκαν μόνο τα πέντε πρώτα βιβλία από τις «Ιστορίες» του (το όλο έργο είχε 40 βιβλία) και σ’ αυτά χρωστά τη φήμη του. Από τα υπόλοιπα 35 έργα των «Ιστοριών» έχουν διασωθεί αποσπάσματα. Ο Πολύβιος είναι ο δεύτερος σε αξία μετά τον Θουκυδίδη Έλληνας ιστορικός. Αλλ’ η ιστορική όραση του Θουκυδίδη βλέπει μόνο τα γεγονότα του ελληνικού κόσμου και περιορίζεται στις διενέξεις των ελληνικών πόλεων – κρατών. Στα χρόνια του Πολυβίου τα πράγματα έχουν αλλάξει. Διατηρούνται ακόμη πόλεις – κράτη (π.χ. η αγέρωχη και αγέραστη Σπάρτη), υπάρχουν διευρυμένα κράτη (Μακεδονία και ελληνιστικά), υπάρχουν όμως και τα «κοινά», δηλαδή οι συμπολιτείες (Αχαϊκή, Αιτωλική κ.ά.). Κυρίως όμως, υπάρχουν η Ρώμη και η Καρχηδών. Όλος αυτός ο κόσμος βρίσκεται σε οξύτατο ανταγωνισμό. Αυτό γεννά την μεγάλη κρίση του 2ου π.Χ. αιώνα που προσεπάθησε να περιγράψει ο Πολύβιος.
Λόγω της οικουμενικότητας των γεγονότων, οι ιστορίες» του Μεγαλοπολίτη ιστορικού έχουν το χαρακτήρα σύγχρονης «Γενικής Ιστορίας». Είναι μια ιστορία οικουμενική. Δεν είναι ιστορία ενός λαού, είναι ιστορία της τότε γνωστής οικουμένης. Η μέθοδος του Πολυβίου είναι να περιγράψει επακριβώς τα γεγονότα (π.χ. για να εξιστορήσει τη διάβαση των Άλπεων από τον Αννίβα, έκανε ο ίδιος την ίδια πορεία!), να βρει αιτίες, αφορμές, αποτελέσματα και κυρίως να διδάξει. Κλασικός είναι ο ορισμός που δίνει στην Ιστορία: «Ιστορίας γαρ εάν αφέλη της (αν αφαιρέσει κάποιος) το διατί και πώς και τίνος χάριν επράχθη και το πραχθέν πότερα εύλογον έσχε το τέλος, το καταλειπόμενον αγώνισμα μεν (πνευματικό γύμνασμα), μάθημα δε ου γίγνεται και παραυτίκα μεν τέρπει, προς δε τα μέλλοντα ουδέν ωφελεί το παράπαν». Με άλλα λόγια η ιστορία δεν πρέπει να περιορίζεται σε μια αντικειμενική – έστω – περιγραφή των γεγονότων, αλλά να επεκτείνεται σε μια άντληση διδαγμάτων από το παρελθόν που θα είναι χρήσιμη στο μέλλον. Έτσι ο Πολύβιος γίνεται θεμελιωτής της λεγόμενης διδακτικής ιστορίας. Επί πλέον επειδή έζησε κοντά σε όντως μεγάλους άνδρες σχημάτισε την αντίληψη πως η ιστορία είναι ένα έργο των μεγάλων ανδρών και θεωρεί το ρόλο των μαζών, των «κοινών» ανθρώπων, σαν παθητικό ιστορικό παράγοντα.
Οι πολιτικές και ιστοριοθεωρητικές του αντιλήψεις συμπυκνώνονται στ’ ακόλουθα: α) Είναι οπαδός του «μεικτού πολιτεύματος» (απήχηση των ιδεών του Πλάτωνος), ήτοι ενός πολιτεύματος που θα περιέχει στοιχεία μοναρχικά, ολιγαρχικά και δημοκρατικά, β) Πιστεύει στην κυκλική εναλλαγή των πολιτευμάτων: μοναρχία, ολιγαρχία, δημοκρατία. γ) Παρεισάγει τον παράγοντα, «τύχη», όχι με την έννοια του «τυχαίου», του απροβλέπτου, αλλά με την έννοια της νομοτέλειας. Με άλλα λόγια πιστεύει πως, αφού τα ελληνικά και ελληνιστικά κράτη εξεπλήρωσαν την ιστορική τους αποστολή, ήλθε η σειρά της Ρώμης να προσφέρει ένα παγκόσμιο σύστημα ειρήνης (PAX ROMANA) μέσα από ένα παγκόσμιο σύστημα κυριαρχίας. Για τον Πολύβιο το σύστημα αυτό είναι το μόνο αποτελεσματικό φάρμακο για έναν κόσμο που βγαίνει μέσα από συνεχείς κρίσεις, που δοκιμάζεται από έντονες κρίσεις, σ’ έναν κόσμο που το παλιό πεθαίνει κι αναδύεται ένας καινούργιος κόσμος, όπου το κέντρο βάρους της Ιστορίας μετακινείται από τον ελληνικό στον ιταλικό χώρο. Είναι η εποχή της μεγάλης κρίσης και ο Πολύβιος – τέκνο αυτής της κρίσης – υπήρξε αντάξιος ιστορικός αυτού του φαινομένου.
Γιατί επιβάλλεται η σπουδή του Πολυβίου; Πρώτον, γιατί είναι μεγάλος ιστορικός. Δεύτερον, γιατί περιγράφει μια ιστορική περίοδο με πολλά όμοια στοιχεία της δικής μας. Τρίτον, γιατί είναι ο κατ’ εξοχήν ιστορικός των κρίσεων, και κρίσεων όχι ενδοελληνικού, ενδοπολιτικού χαρακτήρα αλλά κρίσεων με οικουμενικό βεληνεκές, όπως είναι οι κρίσεις στο δικό μας καιρό.
Όμως, για μας τους Έλληνες επιβάλλεται η μελέτη του Πολυβίου και για λόγους πολιτικούς και εθνικούς. Η ελληνιστική περίοδος – παρά το τεράστιο ιστορικό μέγεθός της – είναι η πιο αγνοημένη περίοδος της ελληνικής Ιστορίας. Terra incognita. Επί πλέον κάποιοι πνευματικοί κύκλοι της Ευρώπης, με ύποπτες διασυνδέσεις, επιδιώκουν τον ιστορικό «θάνατο» της περιόδου αυτής, χάρη στην οποία γεννήθηκαν… αυτοί! Κυρίως ενδιαφέρονται ν’ «αποδείξουν» ότι τα πάντα στην Ευρώπη αρχίζουν από τα… Γερμανικά φύλα!
Και σ’ ό,τι μας αφορά: Θέλουν να σπάσουν από τον σύγχρονο Έλληνα τη συνείδηση της συνέχειας. Κι αν το πετύχουν (στην προσπάθεια αυτή, εγγράφεται και η ιστορία του κ. Ντυροζέλ), εύκολο είναι να το πετύχουν και με άλλα έθνη νεώτερα και να δημιουργήσουν τη λεγόμενη «κρίση ταυτότητας». Οπότε εύκολα πια «αποδεικνύεται» ότι τη μακρότερη ιστορική συνέχεια στην Ευρώπη έχουν Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί και οι αυριανοί εταίροι μας στην ΕΟΚ οι… Τούρκοι!
Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα αριστοτεχνικά καταρτισμένο «σενάριο»: να αποσυνδεθεί ο νεώτερος Ελληνισμός από το ελληνιστικό παρελθόν του. Και στην παγίδα αυτή πέφτουμε ασυναισθήτως (ή ενσυναισθήτως) κι εμείς οι δήθεν πανέξυπνοι Ρωμιοί. Στα σχολεία μας οι μαθητές δεν διδάσκονται «γρυ» για την ελληνιστική εποχή. Στα πανεπιστήμια προσφέρονται ψιχία. Ωσαύτως και για την ελληνορωμαϊκή εποχή.
Το σχέδιο είναι μακιαβελλικό. Χάνοντας τη σύνδεση με το παρελθόν, οι Έλληνες γίνονται ένας μετέωρος λαός. Έτσι εύκολα μπορεί να υλοποιηθεί η πολιτική γραμμή που από το 1866 καθόρισε με αγόρευσή του στην Άνω Βουλή ο λόρδος Λοντόντερυ (υπουργός στην κυβέρνηση Πάλμερστον), λέγοντας: «Οι Έλληνες πρέπει να γίνουν λαός μικρόψυχος σαν τους λαούς του Ινδοστάν, για να είναι λιγότερο επικίνδυνοι». Η ιστορική νηστεία στην οποία υποβάλλονται, η άγνοια της ιστορίας τους, τους κάνει να γίνουν πιο… ευκολοκυβέρνητοι. Να δίνουν μάχες για την ΕΑΣ, χάνοντας το όραμα ΕΛΛΑΣ. Γιατί, αν αγνοηθεί, όπως αγνοείται, η ελληνιστική περίοδος, τότε χάνεται από την ιστορική οπτική μας το έδαφος πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η ελληνική αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής. Χάνεται από τα Ελληνόπουλα η αίσθηση της συνέχειας, η παράδοση της Ρωμιοσύνης που ενέχει – πλην της Ελληνοσύνης και της Χριστιανοσύνης – και κάποια κοινά πολιτιστικά στοιχεία με ομόρους λαούς, που είναι βάση για μια μελλοντική συνεννόηση και συνύπαρξη.
Χωρίς την εικόνα της συνέχειας εύκολα πια περνά στο Ελληνόπουλο η αντίληψη ότι το κράτος που πριν από 170 χρόνια ονομάστηκε Ελλάς, είναι πνευματικώς ά-ριζο, ότι είναι πνευματική κατασκευή του ευρωπαϊκού ρομαντισμού και πολιτική κατασκευή της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Και ότι ουσιαστικά έχουμε περισσότερη σχέση με το οθωμανικό παρελθόν «μας» παρά με το ελληνικό, εφόσον τεχνηέντως έχουν αφαιρεθεί οι ιστορικές γέφυρες που μας συνδέουν με την αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, την ελληνορωμαϊκή και ελληνιστική περίοδο.
Τα παραπάνω έχουν την ακόλουθη έννοια: σήμερα η Ελλάς αντιμετωπίζει πολλές και ποικίλες κρίσεις. Η προσοχή μας είναι εστραμμένη προς την οικονομική. Μας διαφεύγει όμως η κρίση της παιδείας στο πιο επικίνδυνο σημείο της. Αφαιρούνται από το Ελληνόπουλο 2.000 χρόνια ιστορίας. Έτσι δεν ξέρει τους προγόνους του. Δεν ξέρει από ποιους προέρχεται, από πού έρχεται, άρα πού πηγαίνει. Μπορεί να έχει υπηκοότητα Έλληνος αλλά δεν διαθέτει ουσία Έλληνος, διότι αγνοεί το ιστορικό εύρος του Ελληνισμού. Αυτό συνιστά μια ιδιότυπη πνευματική κρίση, την κρίση της ιστορικής ταυτότητας.
Ο ΙΟΣ που αποτελεί «εθνικό νόσημα» των Ελλήνων και δημιουργεί όλες τις κρίσεις έχει ανακαλυφθεί από τον Όμηρο και ονομάζεται «άτη», λέξη που σημαίνει τύφλωση (λόγω οργής), παραφορά, παραφροσύνη, φρενοβλάβεια. («Ατην εμβάλλω φρεσί Τ. 88). Η άτη σκοτίζει τη σκέψη των ανθρώπων και τους οδηγεί σε πράξεις παραφοράς (π.χ. σύγκρουση Αγαμέμνονα – Αχιλλέα). Τις βλάβες της Άτης επανορθώνουν οι «Λιτές», κόρες του Δία και αδελφές της Άτης, παρθένες χωλές και ρυτιδωμένες (Ι.502), όπως ακριβώς μοιάζει ο άνθρωπος μετά την καταστροφή. Βέβαια ούτε η Άτη θα ενέσκηπτε, ούτε οι Λιτές θα εχρειάζοντο, αν η πολιτική των Ελλήνων – παλαιόθεν και τώρα – ήταν προσηλωμένη προς το δυσαπόκτητο ιδανικό, την ομόνοια.
Μετά από ανηλεείς ενδοελληνικούς πολέμους η ομόνοια γίνεται πολιτικό αίτημα, με τη μορφή της πανελλήνιας ενώσεως το 392 π.Χ., όταν ο σοφιστής Γοργίας εξεφώνησε τον περίφημο «Ολυμπιακό» του. Περί αυτού ο Φιλόστρατος μας πληροφορεί: «Στασιάζουσαν γαρ την Ελλάδα ορών ομονοίας σύμβουλος εγένετο αυτοίς». Την ανάγκη της ενότητας των Ελλήνων ως προϋπόθεση μιας παγκόσμιας κυριαρχίας είχε εκφράσει στα «Πολιτικά» του και ο Αριστοτέλης: «Το δε ελληνικόν γένος – ελεύθερον τε διατελεί και μάλιστα πολιτευόμενον και δυνάμενον άρχειν πάντων, μιας τυγχάνων πολιτείας» (ΙV, 6).
Αργότερα – μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση – ο Πλούταρχος θα γράψει για τους Έλληνες: «Μάλιστα δε διέδειξαν ούτοι την ελληνικήν αλκήν απρόσμαχον (=ακαταμάχητη) ούσαν, οσάκις τύχοι κόσμου και συντάξεως ομοφρονούσης και νουν έχοντος ηγεμόνος». Δυστυχώς, ούτε κόσμος (=ευταξία), ούτε ομοφροσύνη ούτε νουνεχείς ηγεμόνες μεταξύ των Ελλήνων επεκράτησαν. Έτσι η ακαταμάχητη γενναιότητα των Ελλήνων χρησιμοποιήθηκε κυρίως εναντίον Ελλήνων. Οι Ρωμαίοι το ήξεραν και γι’ αυτό ενίκησαν όχι μόνο χάρη στις αναμφισβήτητες πολεμικές αρετές τους, αλλά κυρίως χάρη στη διπλωματία του divide et impera (=διαίρει και βασίλευε), χρησιμοποιώντας Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Συνεπώς, οι Έλληνες δεν νικήθηκαν από τους Ρωμαίους αλλά από τον εαυτό τους.
Ο Πολύβιος ξεκίνησε τη συγγραφή των ιστοριών του όχι με σκοπό να περιγράψει γεγονότα – άσχετα αν λόγω ιστορικής ευσυνειδησίας τα περιγράφει με ακρίβεια – αλλά να βρει τις αιτίες που προκαλούν τα γεγονότα. Ζη σε μια περίοδο αλλαγών, μεταβολών, ανατροπών, που το σκηνικό της ιστορίας αλλάζει. Ιδιαίτερα θέλει να εξιχνιάσει τους λόγους, που μέσα σε διάστημα μισού αιώνα έκαναν τη Ρώμη κοσμοκράτειρα. «Ποιος ιστορικός – γράφει – είναι τόσο ανόητος ή επιπόλαιος που να μη θέλει να μάθει πώς και με ποιο σύστημα διακυβέρνησης ολόκληρος ο κατοικημένος κόσμος κατακτήθηκε σε διάστημα χρόνου μικρότερο από 53 χρόνια, γεγονός χωρίς προηγούμενο, και πέρασε στην κυριαρχία της Ρώμης;»
Όντως το 202 π.Χ. ο Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων ο Αφρικανός νικά στη Ζάμα τον πιο επικίνδυνο εχθρό της Ρώμης τον Αννίβα. Το 146 π.Χ. ο Σκιπίων Αιμιλιανός, γιος του Αιμιλίου Παύλου, καταστρέφει την Καρχηδόνα. Ως προς τους Έλληνες: Μετά την ήττα του Πύρρου στο Βενεβέντο, επεμβαίνουν σταδιακά και μεθοδικά στα πράγματα της Ελλάδος. Το 197 π.Χ. ο Κόιντος Φλαμινίνος νικά τον Φίλιππο Ε ́ της Μακεδονίας στις Κυνός Κεφαλές και ακολούθως στην εορτή των Ισθμίων διακηρύσσει την ελευθερία των Ελλήνων! Το 190 ο Λεύκιος Σκιπίων νικά τον Αντίοχο Γ’ στη μάχη της Μανγησίας και τον υποχρεώνει να υπογράψει την ταπεινωτική συνθήκη της Απαμείας (εκκένωση Μ. Ασίας, παράδοση πολεμικού στόλου, πολεμική αποζημίωση 15.000 ταλάντων κ.λπ.). Το 168 π.Χ. ο Αιμίλιος Παύλος νικά τον βασιλέα της Μακεδονίας Περσέα στην Πύδνα (Η Μακεδονία χωρίστηκε σε 4 τμήματα, 75 ηπειρωτικές πόλεις κατεστράφησαν και 75.000 άνθρωποι εξανδραποδίστηκαν). Τότε είναι που ο Πολύβιος, με υπόδειξη του Καλλικρατίδα, μεταφέρθηκε όμηρος στη Ρώμη. Το 148 π.Χ. ο στρατηγός Καικίλιος Μέτελλος συνέλαβε και τον τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας Ανδρίσκο (εμφανιζόταν σαν Φίλιππος ΣΤ ́, γιος του Περσέα). Τότε είναι που άλλαξε η διοικητική σύσταση της Β. Ελλάδος. Ολόκληρη η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Ν. Ιλλυρία και η Θεσσαλία αποτέλεσαν ρωμαϊκή επαρχία (Provincia) με το γενικό όνομα «Μακεδονία».
Τα δύο επόμενα χρόνια νικήθηκε και η Αχαϊκή Συμπολιτεία. Το 147 π.Χ. ο στρατηγός της Κριτόλαος νικήθηκε στη Σκάρφεια της Λοκρίδος και το 146 π.Χ. στην Λευκόπετρα του Ισθμού δόθηκε η τελευταία μάχη της Ελλάδος. Ο Ρωμαίος στρατηγός Μόμμιος νίκησε τον Δίαιο και κατέστρεψε ακολούθως το πιο ακμαίο τότε ελληνικό κέντρο, την Κόρινθο και την μετέτρεψε σε «δημόσιο αγρό» (ager publicus). Σε όλες αυτές τις μάχες παρά το πλευρό των Ρωμαίων πολέμησαν αξιόλογες ελληνικές δυνάμεις.
Όλα αυτά τα κατακλυσμικά γεγονότα ερεθίζουν το «ιστορικό ένστικτο» του Πολυβίου, που επιδίδεται με πάθος στη συγγραφή των ιστορικών έργων του. Όπως είπαμε πιο πάνω, ο Πολύβιος έζησε μέσα στον πνευματικό κύκλο των Σκιπιώνων. Αγαπά την Ελλάδα αλλά θαυμάζει τη Ρώμη για τη διοικητική αποτελεσματικότητά της. Λόγω καταγωγής και παιδείας είναι οπαδός της μετρίας δημοκρατίας. Αποστρέφεται την άκρα δημοκρατία, που είχε ξεπέσει σε οχλοκρατία και διασπούσε την εσωτερική συνοχή των πόλεων και ακολούθως του ελληνικού κόσμου. Ο Πολύβιος πίστεψε στο καινούργιο πολιτικό σύστημα που εμφανίζεται στους μετά τον Αλέξανδρο χρόνους, στο θεσμό των «Κοινών». Ιδίως θαυμάζει την Αχαϊκή Συμπολιτεία, στην οποία έπαιξε ρόλο σημαντικό ο πατέρας του και ο ίδιος. Όντως, τα «κοινά» των Ελλήνων θα ήσαν η σωτηρία της Ελλάδος, εάν είχαν κατορθώσει να γίνουν σε ενιαία και όχι σε τοπική κλίμακα κοινά. Αυτό το είχε διαβλέψει ο Αγέλαος ο Ναυπάκτιος που μετά το Συμμαχικό Πόλεμο (220 – 217 π.Χ.) συνέβαλε στην υπογραφή της συνθήκης της Ναυπάκτου. Μιλώντας τότε στο εκεί συνέδριο συνέστησε σύνεση και ομόνοια, ενότητα μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων, κάνοντας την προειδοποίηση για την απειλή των «εξ εσπερίας νεφών». (Πολ. V, 104). Εννοούσε την απειλή της Ρώμης.
Δυστυχώς δεν εισακούστηκε ο Αγέλαος. Το ίδιο δεν εισακούστηκε – αλλ’ ούτε και εισακούγεται – κι ένας άλλος τελείως αγνοούμενος, ο Λυκίσκος. Σήμερα αντιμετωπίζουμε σοβαρά προβλήματα στη Μακεδονία και τη Θράκη. Δικό μας φταίξιμο. Εμείς, με την αθηναιοκεντρική, ήγουν τη μοραϊτο – ρουμελιώτικη νοοτροπία μας αφήσαμε τις δύο περιοχές να ρημάξουν από ελληνικό πληθυσμό. Ιδίως η Θράκη και οι παραμεθόριες περιοχές της Μακεδονίας. Κι όμως ο Λυκίσκος, πρεσβευτής των Ακαρνάνων στη Σπάρτη, είναι προειδοποιητικός – από τότε. Μεταφράζουμε τον Πολύβιο (ΙΧ, 35 – 38), για να κατανοηθούν τα λόγια του και από τους σύγχρονους πολιτικούς. (Μόνο 5 – 6, δυστυχώς, θα μπορούσαν να καταλάβουν επαρκώς το πρωτότυπο)[29].
«Ποίας και πόσης τιμής δεν είναι άξιοι οι Έλληνες της Μακεδονίας, οι οποίοι περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στους αγώνες εναντίον των βαρβάρων κι εξασφαλίζουν έτσι την ελευθερία στους άλλους Έλληνες. Εάν δεν πολεμούσαν αυτοί (δηλαδή οι Μακεδόνες), οι άλλοι (Έλληνες) θα ζούσαν σ’ έναν διαρκή και μεγάλο κίνδυνο. Τούτο πρέπει να το εννοήσουν καλά όλοι οι Έλληνες και να πάψουν τους εμφύλιους πολέμους και μερικοί μάλιστα να θέλουν να συμμαχήσουν με τους Ρωμαίους. Πρέπει να καταλάβουν αυτοί ότι μια συμμαχία με αλλοφύλους εχθρούς μπορεί μεν να τους βοηθήσει να ικανοποιήσουν τα μίση τους, οδηγεί όμως στην υποδούλωση όλης της Ελλάδος και συνεπώς και των ίδιων».
Η παθολογία της κρίσης κατά τον Πολύβιο
Η ΕΛΛΑΣ μπορεί παλαιόθεν και τώρα να χαρακτηρισθεί πατρίδα των συνετών λόγων και των ασύνετων πράξεων. Ουδέποτε είχαν ακουσθεί τόσο συνετοί, πατριωτικοί και έγκαιρα προειδοποιητικοί λόγοι. Δυστυχώς έγινε το αντίθετο από αυτό που ζήτησαν ο Αγέλαος και ο Λυκίσκος. Την αιτία ο Πολύβιος την ανιχνεύει όχι τόσο στις κοινωνικο-οικονομικές αντιθέσεις, ούτε στο πάθος της ανεξαρτησίας που διέκρινε πάντα τους Έλληνες (πράγμα που εμπόδιζε την ενοποίησή τους), όσο σε μια ηθική καχεξία. Ο ελληνικός κόσμος διέρχεται έντονη ηθική κάμψη, που διαβρώνει τα κοινωνικά και πολιτικά ήθη. Ο Πολύβιος έχει μια υψηλή αντίληψη περί πολιτικού ήθους. Γι’ αυτό προτιμά τη δημοκρατία των εντίμων και θαυμάζει τα αυστηρά (τουλάχιστον έως τις μέρες του) ήθη της Ρώμης. Η διαφθορά είναι, κατά την άποψή του, η αιτία της παρακμής των Ελλήνων. Κάνει αναφορές που θυμίζουν, δυστυχώς, σημερινές καταστάσεις.
Ας επισημάνουμε μερικές: οι Αθηναίοι συμπεριφέρθηκαν με γλοιώδη δουλοπρέπεια στο Δημήτριο Πολιορκητή και του παραχώρησαν τον Παρθενώνα, για να οργιάζει με τις εταίρες. Στη Σπάρτη, την πάλαι ποτέ πόλη του αυστηρού ήθους, οι έφοροι έναντι πέντε ταλάντων παραχωρούσαν πιστοποιητικό καταγωγής από ο γένος του Ηρακλή! Εκπλήσσεται ο Μεγαλοπολίτης ιστορικός από τη διαφθορά των δημοσίων υπαλλήλων. Η παράδοση του «μπαξίς»[30] δεν έχει τουρκική αλλά ελληνική, φαίνεται, καταγωγή. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ο Τίτος Φλαμινίνος έδειξε κάποια επιείκεια στον Φίλιππο Ε’ της Μακεδονίας, οι Αιτωλοί αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι πρόκειται περί μεγαθυμίας. Τη θεώρησαν αποτέλεσμα δωροδοκίας. Γράφει ο Πολύβιος: «Ήδη γαρ κατά την Ελλάδα της δωροδοκίας επιπολαζούσης και του μηδένα μηδέν δωρεάν πράττειν, και του χαρακτήρος τούτου νομιστευομένου[31], παρά του Αιτωλού ουκ εδύναντο πιστεύειν διότι χωρίς δώρον η τηλικαύτη μεταβολή γέγονε του Τίτου τον Φίλιππον» (XVIII, 34, 7).
Οι διαχειριζόμενοι τα κοινά σε κανέναν πια δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Η εγγραφοκρατία και η σφραγιδοκρατία δεν είναι μόνο πληγές της δικής μας εποχής. Για τη διαχείριση ενός μόνο ταλάντου χρειάζονταν δέκα αντίγραφα (που σημαίνει δέκα αντιγραφείς!…), δέκα σφραγίδες και διπλάσιοι μάρτυρες!. «Οι τα κοινά χειρίζοντες παρά μεν τοις ‘Ελλησιν, εάν ταλάντου μόνον πιστευθώσιν αντιγραφείς έχοντες δέκα και σφραγίδας τοσαύτας και μάρτυρας διπλασίους ου δύνανται τηρείν την πίστιν» (Πολύβιος VI, 56, 12).
Αλλά δεν είναι μόνο τα στοιχεία αυτά που συνθέτουν την παθολογία της κρίσης του Ελληνισμού και που εξηγούν την εύκολη υποταγή του στη Ρώμη. Πέρα από τη διαίρεση, τη διασπορά ακμαίου στοιχείου σε Δύση και Ανατολή, τον εκμηδενισμό των παραδοσιακών εμπορικών κέντρων λόγω της ταχείας αναπτύξεως των ανατολικών, μία άλλη βασική παράμετρος της κρίσης είναι η αδυναμία επιλύσεως των πολιτειακών αλλά και των κοινωνικών προβλημάτων. Οι Έλληνες έμειναν αγκιστρωμένοι στα παλαιά πολιτειακά σχήματα, στην άμεση δημοκρατία, ενώ οι συνεχώς διευρυνόμενοι ορίζοντες απαιτούσαν μορφές εμμέσου δημοκρατίας. Γι’ αυτό ο Πολύβιος είναι θαυμαστής του ρωμαϊκού πολιτεύματος και των πολιτικών δομών και θεσμών του ρωμαϊκού κράτους. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, έχοντας υπόψη του και τη διαίρεση των εξουσιών που κάνει ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του («Περί τας αρχάς», «βουλευόμενον» και «δικάζον») ότι προτείνει διαίρεση των εξουσιών σε εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική, ιδέα την οποία υιοθέτησε στο «Πνεύμα των Νόμων» (L’esprit des lois) ο Μοντεσκιέ (1689 – 1755) και έκαναν πράξη οι Αμερικανοί με το Σύνταγμα του 1787.
Δεν είναι η δημοκρατία που έφταιξε για την παρακμή της Ελλάδος, αλλ’ ο περιορισμός της δημοκρατίας στα πλαίσια των ελευθέρων πολιτών. Χρειαζόταν μια ανανέωση θεσμών, που να επιτρέπει συμμετοχή στα κοινά νέου σφριγηλού, παραγωγικού στοιχείου, που να υποκαταστήσει την παλιά, ξεθυμασμένη και διεφθαρμένη κυρίαρχη τάξη των ελευθέρων. Δυστυχώς το δουλοκτητικό καθεστώς παρέμεινε αναλλοίωτο μέχρι την τελική πτώση της Ελλάδος, παρά τις προσπάθειες των Σπαρτιατών βασιλέων Άγη και Κλεομένη να διευρύνουν το δικαίωμα του πολίτη μέχρι ειλώτων.
Οι πάντα επινοητικοί Έλληνες δεν υπήρξαν οπισθοδρομικοί μόνο στην αντιμετώπιση των πολιτειακών και κοινωνικών της ζητημάτων. Υπήρξαν και στον στρατιωτικό τομέα. Αυτοί που εισήγαγαν την επιστημονική μέθοδο διεξαγωγής των μαχών, επί δύο περίπου αιώνες κράτη- σαν τη στρατιωτική οργάνωση και τακτική τους σχεδόν αμετάβλητη. Αντίθετα, οι Ρωμαίοι, αφού αξιοποίησαν τα πολεμικά διδάγματα των Ελλήνων, δημιούργησαν καλύτερη πολεμική μηχανή. Η ρωμαϊκή λεγεών αποδείχθηκε υπέρτερη της ελληνικής. Άρα κρίση με αρνητική πρόσημο, είναι προσκόλληση σε παλαιά πρότυπα και η αδυναμία ή απροθυμία προσαρμογής σε νέες συνθήκες.
Η ιστορία είναι άρνηση;
ΠΡΟΤΟΥ κλείσουμε το μελέτημα αυτό, αξίζει να σταθούμε σε μια αξιοπρόσεκτη σκέψη του Πολυβίου. Λέει, λοιπόν ο πολυμαθής και πολύπειρος Μεγαλοπολίτης ότι ένας ιστορικός πρέπει να δίνει προσοχή κυρίως στα θετικά στοιχεία. Σκοπός της ιστορίας είναι να καταγράψει όχι μόνο τα σφάλματα αλλά και να υπογραμμίζει τις καλές και δίκαιες πράξεις. Δυστυχώς, η σύγχρονη ιστορία έχει μεγιστοποιήσει το ρόλο των αρνητικών φαινομένων κι έχει μεταβληθεί σε χημεία των ατιμιών του ανθρώπου. Ο ιστορικός, όπως ο δράκος του παραμυθιού που πηγαίνει όπου μυρίζει αίμα, πηγαίνει όπου μυρίζει πόλεμο (η περιγραφή της ειρήνης είναι πληκτική!) ή βούρκο. Όντως, η ελληνιστική περίοδος είναι ένας ατελείωτος χορός πολέμων, συνωμοσιών, εγκλημάτων, βδελυρών πράξεων και πραγμάτων. Μόνο; Δύο λεπτομέρειες (αν αυτά λέγονται λεπτομέρειες) αρκούν για να δείξουν ότι είναι μία εκθαμβωτική πολιτιστική εποποιία που δίνει στον Ελληνισμό οικουμενικό χαρακτήρα: Ο Σέλευκος Α ́, για παράδειγμα ίδρυσε στην Ασία 55 πόλεις! (11 Αντιόχειες, 9 Σελεύκειες, 5 Λαοδίκειες, 4 Απάμειες κ.λπ.). Οι Σελευκίδες δημιούργησαν σχέσεις με τους Ινδούς ηγεμόνες, με τον Χαντρακούμπτα (ελληνιστί Σανδράκοτον), τον μεγάλο Ασόκα, τον Σοφαγασένη κ.λπ. Δημιουργήθηκε ελληνοϊνδικό βασίλειο[32] και ελληνοϊνδικός πολιτισμός, ενώ οι Πτολεμαίοι μετέφρασαν την Παλαιά Διαθήκη από τα εβραϊκά στα ελληνικά για να την κατανοούν… οι Εβραίοι της Αιγύπτου!
Ακόμη δεν πρέπει να παραβλέψουμε την προσφορά του ελληνιστικού κόσμου στην τέχνη και στην επιστήμη. Πέρα από την ποίηση, την ιστορία και τη φιλοσοφία, δημιουργείται νέος κλάδος επιστήμης, η φιλολογία με κορυφαίους τον Αρίσταρχο από τη Σαμοθράκη, τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο, τον Ζηνόδοτο και τον Κράτη τον Μαλλώτη.
Όμως, εκεί που υπερέχει η ελληνιστική περίοδος έναντι των ελληνικών περιόδων είναι ο τομέας των θετικών επιστημών. Ο Ερατοσθένης θέτει τις βάσεις της γεωγραφίας, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος διατυπώνει τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος, ο Ευκλείδης θεμελιώνει την επιστημονική γεωμετρία και ο Ίππαρχος την τριγωνομετρία. Ο Αρχιμήδης αναδεικνύεται ως η μεγαλύτερη επιστημονική φυσιογνωμία του αρχαίου κόσμου. Ο Αρχύτας κατασκευάζει πτητική μηχανή και ο Ηρόφιλος κάνει μελέτες για το νευρικό σύστημα και την κυκλοφορία του αίματος.
Όσο για την τέχνη αρκεί να μνημονεύσουμε το Βωμό της Περγάμου που θαυμάζουν οι Βερολινέζοι, τη νίκη της Σαμοθράκης που θαυμάζουν οι επισκέπτες του Λούβρου, τον θνήσκοντα Γαλάτη και το Σύμπλεγμα του Λαοκόοντα που κοσμούν μουσεία της Ρώμης.
Άρα, μια μακρά περίοδος με τόσα λαμπρά επιτεύγματα, δεν είναι περίοδος παρακμής αλλά μιας άλλης ακμής, που ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια, παίρνει οικουμενικό χαρακτήρα, είναι πάντως περίοδος μεγάλων κρίσεων, γιατί είναι περίοδος μακράς κυοφορίας νέων ιστορικών μορφωμάτων.
Ένας επίλογος που μπορεί να γίνει πρόλογος
Ο ΑΜΗΤΟΣ των εντυπωσιακών επιτευγμάτων της ελληνιστικής περιόδου δεν έχει τελειωμό. Γι’ αυτό συνιστούμε θερμώς τη μελέτη του Πολυβίου. Η χώρα μας μπαίνει στη διακεκαυμένη ζώνη της «νέας τάξης» πραγμάτων. Η μελέτη του Πολυβίου θα προσφέρει κέρδος πολλαπλό. Για παράδειγμα. Το ηπειρωτικό θα είναι ένα από τα λεγόμενα καυτά προβλήματα. Πόσοι Έλληνες σήμερα έχουν ακούσει για το «Κοινόν των Ηπειρωτών περί Φοινίκην»; Αυτό το «κοινό» που ουσιαστικά κάλυπτε και το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Αλβανίας, ιδρύθηκε μετά το θάνατο του Πύρρου και είχε επικεφαλής αιρετό στρατηγό. Ο Πολύβιος αναφέρει επίθεση των Ρωμαίων στη Φοινίκη («η πόλη των Ηπειρωτών») κατά το 229 π.Χ. Η ηπειρωτική ομοσπονδία είχε δημοκρατική βάση και τα μέλη της ονομάζονταν Απειρώτες. Πού βρίσκεται όμως η άγνωστη σ’ εμάς τους τωρινούς Αθηναιο- Έλληνες ηπειρωτική πόλη; Η Φοινίκη βρισκόταν Β.Α. των Αγίων Σαράντα, εκεί που προπολεμικά (ίσως και τώρα) βρισκόταν το ομώνυμο χωριό. Καταστράφηκε από Ιλλυριούς πειρατές και επανοχυρώθηκε επί Ιουσανιανού.
Αύριο – μεθαύριο αυτοί οι ταλαίπωροι κάτοικοι μιας χώρας που επισήμως ονομαζόταν Republika Popullore Socialiste e Shgiperise θα ψάχνουν να βρουν μιαν άλλη ταυτότητα. Το Popullore socialiste είναι ήδη παρελθόν. Κρατούν το δυσερμήνευτο Shgiperise. Όμως οι εγγράμματοι – αλλά κάποιας ηλικίας – Αλβανοί ξέρουν πως πολλοί από τους θεμελιωτές του «αλβανικού εθνισμού», όπως ο διαβόητος Fan Noli, είχαν ελληνική καταγωγή και παιδεία. Αν στραφούν προς την παιδεία αυτή, προς το ελληνικό παρελθόν της γης που κατοικούν μπορούν να μάθουν πολλά. Το «περί την Φοινίκην κοινόν των Ηπειρωτών» έχει να τους διδάξει πολλά για τη δημοκρατική οργάνωση που τόση ανάγκη έχει η χώρα τους.
Υστερόγραφο: Στην παθολογία της κρίσης, την οποία αντιμετώπισε ο ελληνικός κόσμος κατά την ελληνιστική περίοδο, πρέπει να εγγραφούν και ο διανοουμενισμός και ο αισθητισμός. Αυτός ο πνευματικός ελιτισμός, που τόσο ωραία εκφράζει ο αρωματισμένος νεαρός στους «Νέους της Σιδώνος» του Καβάφη, τους κάνει ν’ αποστρέφονται τα στρατιωτικά έργα. Η πνευματική εκλέπτυνση – όταν δεν δημιουργεί ισχυρό πατριωτικό φρόνημα – φέρνει τον εκθηλυσμό, τον αρρωστημένο διανοητισμό. Αυτό είναι εμφανές – χωρίς πάντως να έχουμε υψηλή διανοητικότητα – στις μέρες μας. Οι νέοι μας σπουδάζουν για να μη στρατεύονται ή λόγω μακροχρονίων σπουδών είναι ακατάλληλοι για στράτευση.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ
Προς αναζήτηση ενός «άγνωστου Θεού»
ΜΙΑ από τις πιο εντυπωσιακές κρίσεις για την κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι αυτή που διατύπωσε ο Άγγλος Ιστορικός Εδουάρδος Γίββων (Edward Gibbon, 1737 – 1794), στο πολύκροτο έργο του «Η ιστορία της παρακμής και της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (The History of the Decline and Fall of the Roman Empire». Στο έργο αυτό ο Γίββων θεωρεί σαν τη βασικότερη αιτία παρακμής της αυτοκρατορίας τον Χριστιανισμό. Η νίκη του Χριστού δεν κατέστρεψε μόνο τον Ιεχωβά, έφερε και το θάνατο της Ρώμης, εφόσον η ηθική της διδασκαλία περί μη αντιστάσεως και ειρήνης και φιλίας μεταξύ των ανθρώπων, απομάρανε τις πολεμικές αρετές των Ρωμαίων σε μια περίοδο μεγάλων πολεμικών κινδύνων.
Η νέα ηθική αντίληψη, που καλλιέργησε ο Χριστιανισμός στην ψυχή πολλών οπαδών του, ήταν αντίθετη προς τον πολεμικό χαρακτήρα της παραδοσιακής θεολογίας (Άρης – Mars), που είχε έναν εκδικητικό ή αντεκδικητικό χαρακτήρα.
Επιπλέον μια οικουμενική αυτοκρατορία έχει ανάγκη από μια οικουμενική θρησκεία. Μπορεί οι Ρωμαίοι να δημιούργησαν κράτος οικουμενικό αλλά από αυτό έλειπε η εσωτερική ενότητα. Η σύνδεση των μερών του ήταν διοικητική κι έμοιαζε σα να προέκυψε από κάποια συγκόλληση τεχνητή. Την ενότητα λοιπόν που έλειπε από άποψη εθνική, γλωσσική, πολιτιστική μπορούσε να σφυρηλατήσει μια θρησκεία οικουμενική. Κι ακόμη οι λαοί, αφότου ξέκοψαν από το εθνικό τους παρελθόν και τις δημοκρατικές παραδόσεις, ένοιωθαν μέσα τους ένα κενό. Χρειάζονταν ένα άγνωστο για την ώρα Θεό, που θα γέμιζε την ψυχή τους.
Άρα, αυτό που ο Γίββων ονομάζει παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δεν είναι τίποτα άλλο παρά κρίση της ειδωλολατρίας. Η ανάπτυξη και κυριαρχία του Χριστιανισμού ήταν αποτέλεσμα και όχι αιτία της παρακμής του ρωμαϊκού και ευρύτερα του αρχαίου κόσμου. Ο Χριστιανισμός αναπτύχθηκε την ώρα που ο αρχαίος κόσμος (που κύριος εκφραστής του τώρα ήταν η Ρώμη) πέθαινε. Κι αυτό που πέθανε ήταν όχι το κράτος, αλλά η πνευματική και ηθική ουσία του κράτους. Γι’ αυτό και η νέα θρησκεία αποτέλεσε μέσα στα ίδια τα όρια του κράτους και με τους ίδιους βασικά θεσμούς τη ζύμη για τη δημιουργία ενός νέου κόσμου. Απλώς, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Ανατολή και η νέα ρωμαϊκή αυτοκρατορία έχει κεφαλή όχι την πόλη του Ρωμύλου και του Ρώμου αλλά την Κωνσταντίνου Πόλη.
Ένα ιδιότυπο φαινόμενο, που παρατηρείται στο ρωμαϊκό κόσμο μετά τις μεγάλες κατακτήσεις, ονομάζεται θρησκευτικός συγκρητισμός[33]. Στην ιστορία ονομάζουμε θρησκευτικό συγκρητισμό τη διείσδυση ανατολικών θρησκειών στον ελληνορωμαϊκό κόσμο και την παραπέρα ανάμειξη και συγχώνευσή τους. Οι ανατολικές θρησκείες, επειδή ανταποκρίνονταν στις ανάγκες ενός κόσμου βασανισμένου από δεσποτικά καθεστώτα, ήταν πιο πρόσφορες ν’ απαντήσουν στα αγωνιώδη ερωτηματικά του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Έτσι στο ρωμαϊκό πάνθεον βρήκαν θέση και γνώρισαν εξαιρετική διάδοση πολλές ανατολικές θεότητες. Από αυτές ξεχώρισαν τρεις:
α) Ο Μιθραϊσμός: Ο Μίθρας είναι πανάρχαιη ινδο – ιρανική θεότητα[34]. Στο Ζωροαστρισμό εκπροσωπεί μια από τις δυνάμεις του καλού. Τη λατρεία του έφεραν στη Ρώμη Ασιάτες αλλά και στρατιώτες που υπηρέτησαν στην Ασία. Ο Μιθραϊσμός πρόσφερε στους οπαδούς του την ελπίδα της λύτρωσης και μια μεταθανάτια ζωή καθαρότερη και πνευματικότερη.
β) Η λατρεία της Ίσιδας: Αιγυπτιακή θεότητα, που πήρε σιγά – σιγά ελληνορωμαϊκό χαρακτήρα. Στο δράμα της Ίσιδας οι πονεμένοι άνθρωποι έβλεπαν το δικό τους δράμα και στην ανάσταση του Όσιρι τη δική τους ανάσταση. Η λατρεία της απλώθηκε ως το Δούναβη και το Ρήνο.
γ) Ο Ιουδαϊκός μονοθεϊσμός: Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ο Μεσσιανισμός, με άλλα λόγια η πίστη στον ερχομό κάποιου Μεσσία – σωτήρα που θα λυτρώσει τον κόσμο. Ο Ιουδαϊσμός είχε δυναμισμό αλλά όχι διάδοση. Οι Εβραίοι είχαν γίνει παρίες και ήταν υποχρεωμένοι να κινούνται στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, ζώντας σύμφωνα με τη γραμμή που καθόριζε το ταλμούδ[35]. Παρ’ όλα αυτά, από τα σπλάχνα του Ιουδαϊσμού θα βγει ο Χριστιανισμός, που θα γίνει η οικουμενική θρησκεία.
Κοντά στη διάδοση των θρησκειών, που απευθύνονται στα κατώτερα στρώματα, πρέπει να προσέξουμε και μια αντίρροπη τάση αθεΐας που αφορά στα ανώτερα στρώματα. Πολλοί μορφωμένοι Ρωμαίοι διακατέχονται από ένα πνεύμα απιστίας και στρέφονται προς τα παλαιά φιλοσοφικά συστήματα των Επικουρείων, των Πυθαγορείων και κυρίως των Στωικών.
Η νέα θρησκεία
Ο Παύλος, ο κατ ́ εξοχήν Απόστολος των Εθνών, προτού κατακτήσει την κατακτήτρια των εθνών, θέλησε να κατακτήσει την Ελλάδα, γιατί μόνο ο Ελληνισμός μπορούσε, ως πνευματική δύναμη, να σταθεί ανάχωμα στη διάδοση της νέας θρησκείας. Γι’ αυτό ίδρυσε την πρώτη ευρωπαϊκή χριστιανική εκκλησία επί ελληνικού εδάφους (στους Φιλίππους της Μακεδονίας), γι’ αυτό αγόρευσε στην Αθήνα στον Άρειο Πάγο, απέναντι από τους ειδωλολατρικούς ναούς της Ακροπόλεως. Μετά την «κατάκτηση» της Ελλάδος, η κατάκτηση της Ρώμης ήταν πιο εύκολη. Άλλωστε ο Χριστιανισμός είχε στο πρώτο άπλωμά του δύο πανίσχυρα «ατού» που τον βοήθησαν στην εξάπλωσή του. Αυτά είναι:
α) Ο Ιουδαϊσμός: Ο Χριστιανισμός βγήκε μέσα από τον καταπιεσμένο ιουδαϊκό κόσμο και σ’ αυτόν στηρίχτηκε στο ξεκίνημά του. Έχει δύο βασικά σημεία κοινά μαζί του, το μονοθεϊσμό και το μεσσιανισμό. Διαφοροποιείται όμως αισθητά από αυτόν, στο θέμα της αγάπης και της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Στη θέση αυτών οι Ιουδαίοι έβαζαν την εκδίκηση και τον περιούσιο λαό, τον εκλεκτό του Θεού, δηλαδή τον εαυτό τους.
β) Ο Ελληνισμός: Ο Χριστιανισμός, για να πάρει οικουμενικό χαρακτήρα, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει την ελληνική γλώσσα, να στηριχτεί στο εκλεπτυσμένο ελληνικό στοιχείο και να πάρει το φιλοσοφικό ένδυμα του ελληνισμού, για να θεμελιώσει τις δογματικές του αρχές. Ιδιαίτερα βοηθήθηκε από τη φιλοσοφική σκέψη των στωικών, που κηρύσσανε την ταπεινοφροσύνη, τη φιλανθρωπία και την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, ανεξάρτητα από φύλο, τάξη, εθνότητα. Το τελευταίο τούτο προσέκρουε, όπως είναι φυσικό, στις εθνικιστικές προκαταλήψεις των Ιουδαίων και πολλών Ελλήνων. Έτσι στην αρχή έγινε η θρησκεία των φτωχών και των περιφρονημένων ανθρώπων. Αργότερα, όμως, έγινε θρησκεία και επιφανών προσώπων που είδαν τις τεράστιες πολιτικές δυνατότητες που προσέφερε για τη διάσωση της αυτοκρατορίας. Έτσι παρά τους διωγμούς και μετά τους διωγμούς γίνεται επίσημη θρησκεία του κράτους, που περνώντας μέσα από μια βαθειά ηθικο – πνευματική και πολιτική κρίση μετασχηματίζεται σε νέα αυτοκρατορία, την Ελληνική Αυτοκρατορία της Χριστιανικής Ανατολής[36].
Η νέα θρησκεία, πέρα από τη σημαντική συμβολή της στη σταδιακή κατάργηση της δουλείας, στη βελτίωση των κοινωνικών ηθών (η έκλυση των ηθών γεννά πάντα ένα ηθικό αίτημα που εκφράζεται με μια αυστηρή θρησκεία) και στη βελτίωση της θέσης των γυναικών, έπαιξε και ένα σημαντικό κοινωνικό ρόλο. Επράυνε τα κοινωνικά ήθη. Οι φτωχοί δεν προσέβλεπαν σ’ έναν σταυρωθέντα Σπάρτακο που ήθελε τη σωτηρία «εδώ και τώρα», αλλά σ’ έναν σταυρωθέντα Ιησού που μετέφερε το όραμα της σωτηρίας στους ουρανούς. Όπως θα έλεγε με την ωμότητα του πολιτικού ρεαλισμού ο Ναπολέων, απέτρεψε τους φτωχούς να σκοτώνουν τους πλουσίους. Έδωσε ελπίδα. Όταν σβήνει η ελπίδα, αρχίζει ο πόλεμος των τάξεων. «Παράδεισος και ουτοπία είναι δύο κάδοι σ’ ένα πηγάδι· όταν η θρησκεία παρακμάζει, ακμάζει ο… κομμουνισμός», λέει με μια δόση φαινομενικής υπερβολής ο Αμερικανός ιστορικός του πολιτισμού Will Durant.
Η ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αλλοτροπική μορφή θεολογίας. Ένας δυαδισμός, όπως ο Ζωροαστρισμός ή ο μανιχαϊσμός. Μια σύγκρουση ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, ανάμεσα στο φως και στο σκότος. Η μέχρι τώρα ιστορική πορεία δεν μας δίνει επαρκείς εγγυήσεις για τη νίκη του καλού. Καλό για την ιστορία είναι αυτό που κατορθώνει να επιβιώνει. Το ιστορικό γίγνεσθαι δεν λειτουργεί χαριστικά υπέρ του καλού (ή τέλος πάντων υπέρ αυτού που εμείς θεωρούμε καλό).
Ο αρχαίος ελληνικός – κυρίως – κόσμος έπληξε ο ίδιος τον εαυτό του με την πνευματική πρόοδό του ή και με την προαγωγή των ηθικών αντιλήψεών του. Δεν μπορούσε να πιστεύει σ’ ένα αμαρτωλό και εριστικό δωδεκάθεο. Ο Πλάτων στους «Νόμους» λέει: «Νυν δε ότε μέρος μεν τι, φαμέν, ανθρώπων το παράπαν ουχ ηγούνται θεούς» (16, 948C). Κι εφόσον ένα μέρος των ανθρώπων δεν πιστεύει στους θεούς, επέρχεται η διάλυση. Έτσι η ηθική και θρησκευτική πρόοδος των Ελλήνων υπέσκαψε τα θεμέλια της ειδωλολατρίας και ετοίμασε την οδό για να περάσει ο χριστιανισμός.
Κάποτε ο Γιάννης Μαρίνος σ’ ένα από τα πιο εμβριθή οικονομικά άρθρα του, εντόπισε τη μεταπολεμική οικονομικο – κοινωνική και πολιτική κρίση στην έλλειψη μεταφυσικού ιδεώδους, στην πτώση του θρησκευτικού βιώματος. Ο άνθρωπος για να είναι παραγωγικός, συνεπής, υπεύθυνος, πρέπει να πιστεύει, να ελπίζει, να έχει μια προσδοκία ανταποδόσεως. Η πίστη αυτή – έστω και αν είναι ζωτικός μύθος – είναι αναγκαία για την κοινωνική και πολιτική ευρυθμία. Η ψυχρή λογική, που σκότωσε τη φαντασία και το συναίσθημα, έφερε στον καπιταλιστικό κόσμο την εσωτερική αναρχία και στις υπανάπτυκτες την κομμουνιστική πλημμυρίδα.
Αλλά δεν αποκλείεται η ηθική διάλυση του καιρού μας να ξαναφέρει τη θρησκευτική αναβίωση. Η μέχρι τώρα ιστορική πείρα διδάσκει ότι μπορεί κατά καιρούς οι φιλόσοφοι να κηρύσσουν το θάνατο του Θεού, όμως η θρησκεία έχει πολλές ζωές και κυρίως πολλές δυνατότητες για ανάσταση, όπως έχει γράψει κάποιος διανοητής.
Εικονομαχία: Η Ιδεολογική και Κοινωνική κρίση της Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Χριστιανικής Ανατολής
ΣΤο ξεκίνημα και στο απόγειο της ακμής της η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως δεν απετελείτο από ένα αλλ’ από πολλά έθνη. (Μόνο στα τέλη της ζωής της κατόρθωσε να υψωθεί στην ιδέα ενός έθνους.). Ήταν μια Αυτοκρατορία πολυεθνική, που μπόρεσε κι επιβλήθηκε στα τότε μονοεθνικά κράτη ή κρατίδια. Ακόμη και ο πληθυσμός της πρωτεύουσας δεν ήταν αμιγής. Η ΚΠολη ήταν κοσμοπολιτικό κέντρο που έδινε εντύπωση ενός μωσαϊκού λαών και γλωσσών. Ο στιχουργός Ιωάννης Τζέτζης (περίπου 1100 – 1180) γράφει:
«Οι Πόλιν γαρ την άνασσαν ναίοντες[37] – Κωνσταντίνου
ουχί μιας φωνής εισί και έθνους ενός μόνου,
μίξεις γλωσσών δε περισσών, άνδρες τε πολυκλέπται,
Κρήτες και Τούρκοι, Αλανοί, Ρόδιοι τε και Χίοι…»
Όμως το κυρίαρχο πληθυσμιακό στοιχείο ήταν το ελληνικό, που με την αφομοιωτική δύναμή του απορρόφησε τα ετερόκλητα ξενικά στοιχεία. Γι’ αυτό και σε μεταγενέστερο κείμενο διαβάζουμε πως η Πόλη δεν κατοικείται από «μιξοβάρβαρο λαό» αλλά από «αυσωνικό» (=ελληνικό), που μιλάει «την Ελλάδα γλώτταν την ορθορρήμονα».
Όμως το βαθύ πρόβλημα της αυτοκρατορίας δεν ήταν η πληθυσμιακή αλλ’ η πνευματική σύστασή της. Παρ’ όλο που μετά το 476 μ.Χ. (κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους) λειτούργησε ως μία αυτοδύναμη πολιτική οντότητα, ουδέποτε αποσπάσθηκε από τη ρωμαϊκή παράδοση. Το επίσημο όνομα ήταν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι Αυτοκράτορες ονομάζονταν Ρωμαίοι και τ’ όνομα αυτό χρησιμοποιούσαν οι υπήκοοί της. Το όνομα Έλλην, λόγω της σφοδρής αντιθέσεως Χριστιανισμού – Ελληνισμού, πήρε τη σημασία του «εθνικού», που εσήμαινε τότε του μη χριστιανού, του ειδωλολάτρη. Στα λαϊκά στρώματα το όνομα «Έλλην» πήρε τη σημασία της υπερανθρώπου.
Μετά την ανακήρυξη του Χριστιανισμού σε επίσημη θρησκεία του κράτους, ο Χριστιανισμός έγινε και η επίσημη ιδεολογία του κράτους. Η επισημοποίηση αυτή γίνεται έκδηλη από το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει μεγάλο αξίωμα, αν δεν είναι χριστιανός. Αυτό περισσότερο ισχύει για το αξίωμα του Αυτοκράτορα. Παλαιότερα βασική προϋπόθεση είναι η ιδιότητα Ρωμαίου πολίτη. Τώρα βασική προϋπόθεση είναι η ιδιότητα του χριστιανού. Η αυτοκρατορία είναι πρώτα χριστιανική και μετά ρωμαϊκή. Το ρωμαϊκό παρελθόν υποχωρεί σιγά – σιγά στο χριστιανικό παρόν. Αυτό δεν σημαίνει εγκατάλειψη της Ρωμαϊκής παραδόσεως. Η Ρωμαϊκή Ιδέα, έστω και ξεθωριασμένη θα διατηρηθεί ως την οριστική πτώση. Η ΚΠολη διεκδίκησε όλα τα προνόμια της Ρώμης, μια και ο ιδρυτής της μετέφερε όλο το μεγαλείο της παλιάς πρωτεύουσας σ’ αυτήν. Η νέα αυτοκρατορία πρέπει να διατηρήσει τον οικουμενικό χαρακτήρα της παλιάς, με ιδεολογική «Πλατφόρμα» το χριστιανισμό και με έμβλημα το Σταυρό.
Ο Χριστιανισμός στους πρώτους αιώνες της κυριαρχίας του είδε σαν κύριο αντίπαλο την ελληνική πνευματική παράδοση. Τα κτυπήματα του Θεοδοσίου και του Ιουστινιανού (έκλεισε την πλατωνική ακαδημία) ήταν ανηλεή. Το χριστιανικό πάθος κατά του ελληνικού πνεύματος εκφράζει ο κορυφαίος υμνογράφος Ρωμανός ο Μελωδός στον «Ύμνον εις Πεντηκοστήν»:
Τί φυσώσιν και βαμβεύουσιν οι Έλληνες;
Τι φαντάζονται προς Άρατον[38] – τον τρισκατάρατον;
Τι πλανώνται προς Πλάτωνα,
Τί Δημοσθένη στέργουσι τον ασθενή;
Τι μη νοούσι Όμηρον όνειρον αργόν;
Τί Πυθαγόραν θρυλούσιν τον δικαίως φιμωθέντα;
Παρά την αντίθεση αυτή, ο Ελληνισμός ωστόσο κατόρθωσε να επιβιώσει και τελικά έδωσε τα ιδιαίτερα στοιχεία στην Αυτοκρατορία, που από τα μέσα του 7ου αιώνα ταυτίζεται με τη μοίρα του ελληνικού κόσμου και «τείνει να αποβεί ο χώρος της πολιτικής και πολιτιστικής του δραστηριότητος», όπως γράφει ο ακαδημαϊκός Δ. Ζακυθηνός. Πιο επιγραμματικός ο Heisenberg γράφει ότι η Αυτοκρατορία της ΚΠόλεως είναι «το εκχριστιανισθέν ρωμαϊκόν κράτος του Ελληνικού Έθνους». Και κατά του Bury, «η τελευταία φάση του ελληνικού πολιτισμού». Αυτοί που τελικά επέμεναν να ονομάζονται επισήμως «Ρωμαίοι» δεν ήσαν τίποτα άλλο παρά Έλληνες ή ελληνόφωνοι χριστιανοί. Όντως, ο χριστιανισμός μεσ’ από ένα πλήθος πολυφασματικές διεργασίες έδωσε τελικά το δικό του ύφος και ήθος στην Αυτοκρατορία, που χωρίς επίσημη ομολογία μεταβλήθηκε σε Ελληνική Αυτοκρατορία της Χριστιανικής Ανατολής. Μόνο ο Θεόδωρος Β ́ Λάσκαρις της Νικαίας, μια πρωτοπόρα φυσιογνωμία της Ελληνικής Ιδέας, θέλησε να επισημοποιήσει την ελληνική ονομασία.
Όμως παρά τις ρωμαϊκές πολιτικές παραδόσεις, παρά τις ελληνικές Πνευματικές καταβολές της, η Αυτοκρατορία είχε έναν διφυή πνευματικό χαρακτήρα. Το άπλωμά της βαθειά στην Ασία την τροφοδοτούσε με πολλά ανατολικά πνευματικά στοιχεία, που δεν «δένονταν» με την ελληνορωμαϊκή παράδοση, όσο κι αν ο χριστιανισμός, ως δεσπόζουσα Πνευματική δύναμη, επεδίωξε ν’ απαλύνει τις αντιθέσεις. Απεναντίας η αντίθεση αυτή εκδηλώθηκε εν ονόματι της καθαρότητας του χριστιανισμού και εκφράστηκε σαν θρησκευτική διαμάχη (αρχικά αιρέσεις – ακολούθως εικονομαχία), ενώ πρόκειται για απόπειρα να επιβληθεί η ανατολική πνευματική παράδοση στην ελληνορωμαϊκή. Το αποκορύφωμα της συγκρούσεως αυτής είναι η εικονομαχία, που ξεκινά με τους Ισαύρους, που πέρα από την ανατολική καταγωγή τους, ήταν διαποτισμένοι από το πνευματικό κλίμα της Ανατολής.
Εικονομαχία (726 – 843)
Η ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ ήταν η μεγαλύτερη σε χρονική έκταση, ένταση και παρεκτάσεις κρίση που πέρασε η Αυτοκρατορία. Δεν επρόκειτο απλώς για μια θρησκευτική διαμάχη για ένα τοπικό ζήτημα (λατρεία εικόνων που είχε εξελιχθεί σε ειδωλολατρία) αλλά για κρίση ταυτότητος. Το αποτέλεσμα της διαμάχης δεν έκρινε τον θρησκευτικό αλλά τον πνευματικό χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας. Οπωσδήποτε, η περίοδος που εκδηλώνεται «η περί εικόνων έρις» είναι εποχή μεγάλων στρατιωτικών κινδύνων, οικονομικού μαρασμού, στρατιωτικής αποσύνθεσης, κατάρρευσης της μεγαλοπράγμονος Ιουστινιάνειας πολιτικής για ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ηθικής κρίσης του χριστιανισμού και κυρίως ενός βασικού πολιτικού αιτήματος: η Αυτοκρατορία δεν έχει πλέον δυτικό αλλά ανατολικό χαρακτήρα, αφού η κυριαρχία της εκτείνεται κυρίως στην Ανατολή, οι Αυτοκράτορες, στρατηγοί και στρατιώτες προέρχονται από την Ανατολή. Με απλά λόγια, με πρόσχημα τις εικόνες, η πνευματική παράδοση της Ανατολής θέλησε να δώσει το δικό της πνευματικό και πολιτικό στίγμα στην Αυτοκρατορία. Η εικονομαχική τάση εκπορεύεται από την πνευματική ατμόσφαιρα της Ανατολής. Οι πρωτεργάτες της εικονομαχίας, και δεν εννοούμε τους αυτοκράτορες μόνο (αυτοί ίσως έβλεπαν το ζήτημα από στρατιωτική και οικονομική σκοπιά) προέρχονται από περιοχές που βρίσκονται κάτω από την επιρροή Ιουδαϊκών, μουσουλμανικών και μονοφυσιτικών αντιλήψεων, που αρνούνται την ελληνορωμαϊκή αντίληψη περί απεικονίσεως θείων μορφών. Άρα, με πρόσχημα τις εικόνες, ξέσπασε μια φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στο ελληνικό εικονιστικό και στο ανατολικό ανεικονικό πνεύμα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συντρέχουν και λόγοι θρησκευτικοί. Οι παραστάσεις θείων μορφών στην αρχή χρησιμοποιήθηκαν σαν μέσο διδαχής του απαίδευτου λαού. Πολλοί όμως μορφωμένοι κοσμικοί και κληρικοί είχαν διαπιστώσει μια παρέκκλιση από την αληθινή πίστη και μια εκτροπή της χριστιανικής λατρείας, σε ειδωλολατρία, με το να αποδίδονται θείες ιδιότητες σε άψυχα αντικείμενα, όπως οι εικόνες. Σχετικά ο εθνικός μας ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει: «Αι των αγίων εικόνες ετιμήθησαν πολλάκις ως θαυματουργοί οι άνθρωποι ησπάζοντο αυτές, επέθετον επί της κεφαλής, προσήγον εις τα όμματα και εις το στήθος, εποίουν ενώπιον αυτών το σημείον του σταυρού, εγονάτιζον, προσεκύνουν και εν γένει απέδιδον εις αυτάς όλα τα δείγματα της αμέσου λατρείας, εξ ου οι Ιουδαίοι και οι Μωαμεθανοί κατήντησαν να ονομάζωσι τους χριστιανούς ειδωλολάτρες» (Τόμος Γ ́, έκδ. Β ́ 1886, σελ 378). Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν και κάποιες ηθικές αιτίες. Πολλοί κληρικοί, κυρίως μοναχοί, ζούσαν βίο ανάρμοστο προς τις ηθικές επιταγές του χριστιανισμού.
Αλλ’ οι Ίσαυροι, αξιόλογοι στρατιωτικοί και πολιτικοί, είδαν το ζήτημα και από την στρατιωτική, οικονομική και πολιτική του όψη. Συγκεκριμένα, η αύξηση του αριθμού των μοναχών, με την είσοδο στα μοναστήρια χιλιάδων φυγοπόνων νέων, στερούσε από την αυτοκρατορία πολύτιμες δυνάμεις σε στιγμές κρίσιμες για την εξωτερική ασφάλειά της (αραβικές και βουλγαρικές επιδρομές). Ανάλογη με την αύξηση των μοναχών ήταν και η αύξηση των μοναστηρίων και της μοναστηριακής περιουσίας, που ήταν αφορολόγητη. Έτσι το κράτος έχανε πλούσιους πόρους. Τέλος, πολλοί φανατικοί μοναχοί εφανάτιζαν τον αμαθή όχλο και τον έστρεφαν κατά της κεντρικής εξουσίας κι έτσι εξασθενούσε η πολιτική της βάση.
Η Εικονομαχία κράτησε πάνω από έναν αιώνα, είχε πολλές διακυμάνσεις αλλά σε βασικές γραμμές χωρίζεται σε δύο φάσεις:
Α ́ φάση (726 787): Ο Λέων βέβαιος ότι η λατρεία των εικόνων είναι αντιχριστιανική, επειδή νοθεύει την καθαρότητα της πίστης και ακόμη ότι συμφέρει στο κράτος μια γενικότερη μεταρρύθμιση, άρχισε την εικονομαχική του πολιτική με μια προσπάθεια να επιβάλει τις απόψεις του στον πάπα Γρηγόριο Β΄[39] και στον πατριάρχη Γερμανό. Μετά από πολλούς δισταγμούς το 726 συγκάλεσε έκτακτη συνεδρίαση της Συγκλήτου, το λεγόμενο σιλέντιο[40] κι εξέδωσε το πρώτο διάταγμα, με το οποίο επιβάλλεται η τοποθέτηση των εικόνων σε ψηλά σημεία, που να μη τις φθάνουν οι πιστοί. Στη μετριοπαθή αυτή ενέργεια του αυτοκράτορα ο Γρηγόριος Β’, για λόγους περισσότερο πολιτικούς αντέδρασε και σε υποκίνησή του οφείλεται η στάση του Αγαλλιανού και του Κοσμά. Οργισμένος ο Λέων διέταξε το βυζαντινό στρατό της Ιταλίας να σωφρονίσει τον πάπα. Αυτός κατέφυγε στη βοήθεια των Λομβαρδών που νίκησαν τ’ αυτοκρατορικά στρατεύματα. Το 728 ο Λέων έβγαλε νέο διάταγμα που απαγόρευε τελείως την παρουσία εικόνων στις εκκλησίες. Ο πατριάρχης Γερμανός αρνήθηκε να το υπογράψει και γι’ αυτό σε δεύτερο σιλέντιο του παλατιού το 730 υποχρεώθηκε να παραιτηθεί υπέρ του Αναστασίου, που ήταν σύμφωνος με την πολιτική του Λέοντα. Αντίθετοι όμως εξακολουθούσαν να είναι οι πάπες. Ο διάδοχος του Γρηγορίου Β’ Γρηγοριος Γ ́ (731-741), όχι μόνο δεν θέλησε συμβιβασμό, αλλ’ απεναντίας αναθεμάτισε τον Λέοντα σαν αιρετικό. Μετά από αυτό ο Λέων διέταξε την κατάσχεση της παπικής περιουσίας στην Κ. Ιταλία και Σικελία και απέσπασε από τη δικαιοδοσία της Ρώμης την ελλαδική, ιλλυρική και κρητική εκκλησία. Αυτό έκανε τους πάπες να στραφούν προς τη νεόφυτη δύναμη των Φράγκων. Ο Άμαντος θεωρεί την τιμωρία αυτή του Γρηγορίου Γ ́ σαν αρχή του Σχίσματος[41].
Αυστηρότερος και μαχητικότερος στην εικονομαχική του πολιτική αποδείχθηκε ο Κωνσταντίνος Ε ́. Αυτός, θέλοντας να κατοχυρώσει δογματικά την εικονομαχία, συγκάλεσε το 754[42] σύνοδο στο ανάκτορο της Ιερείας, στην οποία παρακάθησαν 338 επίσκοποι. Ονομάστηκε «ακέφαλος σύνοδος», γιατί δεν παρευρέθηκε κανένας πατριάρχης. Αυτή καταδίκασε τους εικονολάτρες ως «ξυλολάτρες» και τους έθεσε σε διωγμό. Τότε δημεύτηκαν οι περιουσίες πολλών μοναστηρίων, εικόνες και άλλα λατρευτικά σύμβολα καταστράφηκαν, και πολλοί μοναχοί και κληρικοί αποσχηματίστηκαν και στρατεύτηκαν ή κατέφυγαν στην Αραβία και Ιταλία. Στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας δεινός πολέμιος των Ισαύρων αναδείχτηκε ο Ιωάννης Δαμασκηνός, που θεωρούσε τις εικόνες βιβλία αγραμμάτων.
Ο διάδοχος του Κωνσταντίνου Λέων Δ ́ ο Χάζαρος ήταν μετριοπαθής εικονομάχος και δεν μετήλθε βίαια μέτρα κατά των εικονολατρών. Πέθανε όμως ξαφνικά, και την επιτροπεία του ανήλικου Κωνσταντίνου ΣΤ ́ ανέλαβε η φιλόδοξη μητέρα του Ειρήνη. Αυτή, αφού πρώτα απομάκρυνε τους εικονομάχους στρατηγούς, ανέβασε στο θρόνο τον εικονολάτρη Ταράσιο. Το 787 συγκάλεσε στη Νίκαια την Ζ ́ Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία παρακάθησαν 350 επίσκοποι και αντιπρόσωποι του πάπα και των πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Η σύνοδος αυτή επέβαλε την αναστήλωση των εικόνων και αποδέχθηκε την άποψη του Δαμασκηνού ότι στις εικόνες πρέπει «ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, ή πρέπει μόνη τη θεία φύσει». Έτσι έληξε με μια παραχώρηση προς τους εικονομάχους η Α ́ φάση της εικονομαχίας.
Β ́ φάση (815 – 843): Αυτή αρχίζει με την άνοδο στο θρόνο του Λέοντα Ε ́ του Αρμένιου. Αυτός το 815 συγκάλεσε τη Σύνοδο των Βλαχερνών (ο Ανώνυμος βυζαντινός συγγραφέας την αποκαλεί «ληστρική»), που ακύρωσε τις αποφάσεις της Συνόδου του 787, επανέφερε σε ισχύ τις αποφάσεις της Συνόδου της Ιερείας (754), αφόρισε επισκόπους και καταδίκασε ξανά τις εικόνες. Σφοδρός πολέμιος των εικονομάχων τη φορά αυτή υπήρξε ο μοναχός Θεόδωρος Στουδίτης, που κατηγόρησε τους εικονομάχους ότι αρνούνται την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Επακολούθησαν και πάλι διώξεις και θανατώσεις, μέχρις ότου, μετά το θάνατο του Θεόφιλου, ή σύζυγός του Θεοδώρα, σαν επίτροπος του ανήλικου Μιχαήλ, μπόρεσε να καθαιρέσει τον εικονομάχο πατριάρχη και ν’ ανεβάσει στον πατριαρχικό θρόνο τον εικονολάτρη Μεθόδιο. Υπό την προεδρία που έγινε νέα Σύνοδος στην Κων/πόλη το 843, που επανέφερε σε ισχύ τις αποφάσεις της Ζ’ Συνόδου, αναστήλωσε τις εικόνες και καθιέρωσε την Κυριακή της Ορθοδοξίας (Α ́ Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής). Έτσι έληξε οριστικά το εικονομαχικό ζήτημα.
Κρίσεις πάνω στο θέμα της εικονομαχίας
Η ΤΕΛΙΚΗ επικράτηση των εικονολατρών κατέδειξε ότι οι ανάγκες τις λατρείας καθιστούν αναγκαία τη χρήση των εικόνων για την εκδήλωση της ευλαβείας των πιστών. Ο πολύς λαός για να πιστεύει, θέλει να βλέπει. Ο «λόγος» της εικόνας, όπως δείχνει η σημερινή κατίσχυση της τηλεοράσεως και των «κόμικς», υπερισχύει του λόγου του πνεύματος.
Το σημαντικό όμως είναι ότι η ελληνορωμαϊκή παράδοση νίκησε το εικονομαχικό πνεύμα της Ανατολής και αποσοβήθηκε ο κίνδυνος να καταστραφεί η χριστιανική ζωγραφική τέχνη. Είναι ενδεικτικό πως μετά την εικονομαχία η αποστροφή προς τον Ελληνισμό υποχωρεί. Απεναντίας έχουμε μία αναζωπύρηση του ενδιαφέροντος για την ελληνική αρχαιότητα. Αποκαθίσταται σημασιολογικά ο όρος «Έλλην». Τα ιδεώ δη του αρχαίου κόσμου δεν θεωρούνται ασυμβίβαστα προς τα ιδεώδη του χριστιανικού κόσμου. Μεγάλες μορφές της Ορθοδοξίας, όπως ο Φώτιος, ο Αρέθας, ο Ξιφιλίνος, ο Μαυρόπους εμπνέονται από την αρχαιότητα. Σε πολλών τα έργα, όπως του Μιχαήλ Ψελλού, ο αρχαίος κόσμος προβάλλεται σαν ένα ηθικό ιδεώδες, σαν πρότυπο ζωής. Εκδίδονται τα πρώτα λεξικά και γίνονται υπομνηματισμοί σε αρχαίους συγγραφείς (Κορυφαίος Ομηριστής ο λογιώτατος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος). Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι ίσως ότι στην χριστιανική εικονογραφία εισάγονται μορφές αρχαίων φιλόσοφων. Σε ιατρικά χειρόγραφα έχουμε τον Ιπποκράτη με φωτοστέφανο αγίου(!) και σε πολλές εκκλησίες έχουμε αγιογραφίες αρχαίων φιλοσόφων! Ακόμη και σε υστεροβυζαντινούς χρόνους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη μονή του Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης (17ος αιώνας) υπάρχει τεράστια αγιογραφία που εικονίζει τη «Ρίζα του Ιεσαί», μήκους 5,50 μέτρων, με 90 μορφές, από τις οποίες 12 είναι μορφές αρχαίων φιλόσοφων! (Θαλής, Δίων, Απολλώνιος (;), Πλάτων κ.λπ.) Ομοίως και στο ναό Αγίου Δημητρίου του χωριού Χρύσαφα Λακωνίας. Όλα αυτά δείχνουν πως η κατίσχυση του εικονομαχικού πνεύμα- τος θα καθιστούσε ανέφικτη την επιβίωση του ελληνικού πνεύματος, άρα γενικότερα του Ελληνισμού.
Πολλοί εικονολάτρες, κυρίως μοναχοί, καταδιωκόμενοι κατέφυγαν στην Ιταλία και διέδωσαν την τέχνη της αγιογραφίας. Όμως, οι πάπες με το πρόσχημα ότι κόπτονται για τις εικόνες, στρέφονται προς Φράγκους, αποσυνδέονται πολιτικά από την ΚΠολη και σταδιακά αρχίζει ο εκγερμανισμός της παπικής εκκλησίας, πράγμα που θα οδηγήσει σε ρήξεις και στο σχίσμα. Όμως, η απόσπαση της Κρήτης και των ελλαδικών περιοχών από τη δικαιοδοσία του Πάπα, απεσόβησε σε μεταγενέστερους χρόνους τον εκκαθολικισμό των περιοχών αυτών. Ο Ελλαδικός χώρος πέρασε στο πνευματικό κλίμα του Πατριαρχείου.
Συμπέρασμα: Από την κρίση της εικονομαχίας η Αυτοκρατορία βγήκε πιο «ελληνική». Για να αντιμετωπίσει τις επικρίσεις των εικονομά χων η εκκλησία υποχρεώθηκε ν’ αναμορφωθεί ηθικά και ν’ ανέβει πνευματικά (ακόμη και οι αγιογραφίες έχουν πνευματικό, θεολογικό και όχι ιστορικό, περιγραφικό χαρακτήρα). Τέλος, παρά τη νίκη των εικονολατρών, η κεντρική εξουσία, κάνοντας υποχωρήσεις σε θέματα λατρείας, πέτυχε να επιβάλει την εποπτεία της πάνω στην εκκλησία. Τέλος, σ’ ό,τι αφορά στην οικονομία αρκούν αυτά που γράφει η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ: «Η εικονομαχία που εξέφραζε τους ανατολικούς πληθυσμούς εγκαταλείφθηκε αμαχητί. Η αυτοκρατορία ασπάζεται τώρα τις επιθυμίες των δυτικών πληθυσμών της, του κόσμου δηλαδή, που ήταν βαθειά προσκολλημένος στις ελληνορωμαϊκές παραδόσεις, ενός κόσμου ασχολουμένου με το εμπόριο, τη βιομηχανία και τη ναυτιλία» («Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας» μετάφραση Τ. Δρακοπούλου, εκδ. «Αργώ», σελ 46)
Η ναυτιλιακή κρίση της αυτοκρατορίας
ΤΟ 330 ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο. Αυτό είχε δύο άμεσα αποτελέσματα: Πρώτον, η Αυτοκρατορία μετασχηματίσθηκε σε ελληνική και δεύτερον, σε ναυτική δύναμη. Ο Γάλλος ναύαρχος Jurien de la Graviere γράφει: «Το στέμμα αφηρέθη από της επταλόφου Ρώμης και η Λατινική Αυτοκρατορία παρεχώρησε την θέσιν της εις Αυτοκρατορίαν Ελληνικήν. Ουδέν το παράδοξον ότι το νέον κράτος κατέστη ευθέως ναυτικόν». Εφόσον, δηλαδή, η Αυτοκρατορία πήρε ελληνικό, μοιραία πήρε και ναυτικό χαρακτήρα. Διότι η ιστορική εξέλιξη της Ελλάδος είναι στενά δεμένη με τη θάλασσα. Εξάλλου, η πόλη του Βυζαντίου είχε μακρά ναυτική παράδοση. Όταν την πήραν οι Ρωμαίοι διέθετε στόλο 500 περίπου πλοίων.
Επί πλέον, η νέα πρωτεύουσα είναι «κλειδοκράτωρ» των δύο κυριότερων εμπορικών οδών της εποχής. Ελέγχει την «Οδό του Σίτου», τη γνωστή Εγνατία, και την οδό που συνδέει διά του Βοσπόρου, τις ζωτικότερες τότε θάλασσες: Εύξεινο, Προποντίδα, Μεσόγειο. Πέρα από το εξαίρετο φυσικό λιμάνι της, τον Κεράτιο, απέκτησε κι άλλα έξι λιμάνια (Ελευθερίου, Ιουστίνου, Καισαρίου, Κοντοκαλίου, Βουκολέοντος, Σοφιών). Άρα η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν μόνο επτάλοφος, ήταν και επταλίμενος. Όλα αυτά τα λιμάνια ενισχύονταν διαρκώς με εγκαταστάσεις (προκυμαίες, προβλήτες φορτώσεων και εκφορτώσεων, νεώρια, κ.λπ.). Ακόμη ενισχύθηκαν με θαλάσσια τείχη και για την ασφαλή πλεύση των ναυτιλομένων κατασκευάσθηκε στην άκρη της Ακροπόλεως ο περίφημος «Φάρος». Μικρότερος φάρος, το «Φανίον» ή «Φανάριον» φτιάχτηκε εντός του Κερατίου. Στη θέση αυτή το 1602 μεταφέρθηκε το Πατριαρχείο.
Τα σπουδαιότερα ναυτιλιακά κέντρα, εκτός από την ΚΠολη, ήταν η Θεσσαλονίκη (ξακουστή για την εμποροπανήγυρη των «Δημητρίων»), η Κόρινθος (χάρη στον Ισθμό και τη μεταξουργία), η Πάτρα, το Ναύπλιο, η Κέρκυρα, το Δυρράχιο. Στον Εύξεινο η Τραπεζούς, η Σινώπη και η Χερσώνα (Κριμαία). Στην Ασία η Έφεσος, η Αντιόχεια, η Ταρσός, η Αττάλεια, η Σμύρνη, η Φώκαια. Στην Αφρική επί αιώνες τα σκήπτρα κράτησε ο σιτοβολώνας της Μεσογείου, η Αλεξάνδρεια. Στα 150 χρόνια που παρέμεινε σε ελληνικά χέρια, μεγάλη ακμή παρουσίασε και η Καρχηδών. Στην Ιταλία, η Ραβέννα και στη Σικελία οι Συρακούσες.
Η οικονομική ακμή της Αυτοκρατορίας είναι πρωτίστως απότοκος της ναυτικής ισχύος. Εφόσον παρακμάζει η ναυτική ισχύς, μαραίνεται και η οικονομική ευρωστία της. Συνεπώς, ο θάνατος της Αυτοκρατορίας υπήρξε πρώτα οικονομικός και μετά στρατιωτικός, όπως παρατηρεί ο Στήβεν Ράνσιμαν. Ειδικότερα, ως προς τη ναυτιλία, ο Αλέξανδρος Διομήδης παρατηρεί: «Οσάκις κατά την διαδρομήν των αιώνων διεγράφετο κατιούσα γραμμή εις το κύρος, την ισχύν και την εμπορικήν επικράτησιν του Βυζαντίου, ωφείλετο τούτο πρωτίστως εις το ότι παραμελουμένη κατέπιπτεν η θαλασσία του κυριαρχία». (Εγκυκλ. λεξικό «Ηλίου», τόμος «Ελλάς», σελ. 300).
Παρ’ όλο που η ΚΠολη κατέχει εξαιρετική για ναυτιλία θέση, ίσως γιατί τα τείχη και η αλυσίδα που την προστάτευαν την έκαναν επί αιώνες απόρθητη από τη θάλασσα, ίσως γιατί κατά τους πρώτους αιώνες, οι αντίπαλοί της ήταν στεργιανοί, ίσως διότι κανείς από τους 85 αυτοκράτορές της δεν ήταν ναυτικός (ο ναύαρχος Ρωμανός Λεκαπηνός ήταν επίτροπος του ανηλίκου Κωνσταντίνου Ζ ́) και είχαν μια πεζικοκρατική αντίληψη, η Αυτοκρατορία δεν άσκησε μόνιμη ναυτική πολιτική. Μόνο όταν αντιμετώπισε τον κίνδυνο των Βανδάλων και Αράβων ανέπτυξε ναυτικό πρόγραμμα. Η έλλειψη όμως μόνιμης ναυτικής πολιτικής δεν δημιούργησε ναυτικό πνεύμα και μια πολιτική παράδοση «ναυτοσύνης». Έτσι η πολιτική διοίκηση δεν αισθάνθηκε εγκαίρως τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι ναυτικές πόλεις της Ιταλίας. Οι αυτοκράτορες δέχονταν ευχαρίστως τις ναυτικές υπηρεσίες των Ιταλών, γιατί απαλλάσσονταν από τη μέριμνα και τα έξοδα να συντηρούν ναυτικό κι έτσι επέτρεψαν στους τέως συμμάχους να υπονομεύσουν την οικονομική ισχύ τους με την εκχώρηση των εμπορικών προνομίων». Το χειρότερο όμως είναι ότι οι Ιταλοί παίρνουν από τους Έλληνες την ναυτική παράδοση.
Ένας από τους εγκυρότερους μελετητές της Αυτοκρατορίας, ο L. Brehier, γράφει πάνω στο ζήτημα αυτό: «Αι εποχαί της δυνάμεώς του (εννοεί του Βυζαντίου), είναι εκείναι κατά τας οποίας κατέχει την κυριαρχίαν της θαλάσσης και, όταν την έχασεν, αρχίζουν αι ατυχίαι του. Η ανεπάρκεια των ναυτικών του δυνάμεων, η αμέλεια των Αυτοκρατόρων διά την ανάπτυξιν του ναυτικού του συγκαταλέγονται μεταξύ των σοβαροτέρων αιτίων της πτώσεώς του». «La marine de Byzance…», «Byzantion», XIX, 1).
Και όμως υπήρχε…
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ όμως ότι η Αυτοκρατορία της ΚΠόλεως είχε τη μακρότερη διάρκεια παγκόσμιας ισχύος (περί τη χιλιετία) και ότι ο πλούτος ήταν κατά βάση πλούτος προερχόμενος από το ναυτεμπόριο, δείχνει πως παρά τα γραφόμενα, υπήρχε φροντίδα για τη ναυτιλία. Οι θαλάσσιες συγκοινωνίες τότε είχαν προτεραιότητα έναντι των χερσαίων. Αυτό υποχρέωνε το κράτος να διατηρεί ισχυρό πολεμικό στόλο για να διαφυλάσσει τις θαλάσσιες οδούς και να προστατεύει – σχεδόν ασφυκτικά – την εμπορική ναυτιλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα χρόνια του Θεοδοσίου Β ́ του Μικρού (408-450) ο ικανότατος πολιτικός Ανθέμιος, εφάρμοσε την τακτική της περιπολίας πλοίων στο Δούναβη, για να εμποδίζεται η κάθοδος βαρβάρων προς Νότον. Εάν το μέτρο αυτό είχε διατηρηθεί, η χερσόνησος του Αίμου δεν θα γνώριζε τις αναστατώσεις που γνωρίζει και σήμερα.
Πέρα από αυτό, η «ελληνοποίηση» της Αυτοκρατορίας έφερε και την ελληνοποίηση του στόλου. Το κλασικό πολεμικό πλοίο της Ρώμης, η «λιβυρνίς» (libumum, υποκαθίσταται με νέου τύπου πλοία, με ελληνικά ονόματα: «Δρόμων», «Πάμφυλος» (κατ’ εξοχήν πλοία μάχης), «Γαλαίας» και «Μονήρεις». Τα βοηθητικά πλοία λέγονταν: «Χελάνδια» ή «Χελανδάρια», «Ιππαγωγά» και «Σκευοφόρα». Όλα αυτά λέγονταν «Βασιλικά πλοία» ή «Βασιλικοπλώιμα» και αποτελούσαν το «Βασιλικόν Πλώιμον». Ο κυβερνήτης του πλοίου λεγόταν «κύβερνος» ή «καραβίας» ή «καπετάνιος», (από αυτό προέκυψε και το ιταλικό capitano). Αναφέρονται ακόμη οι βαθμοί του «κελευστή» (για τα παραγγέλματα), του «βιγλεοφόρου» (παρατηρητή) και του «πλωρίτη» (επόπτη της πλώρης).
Τον εμπορικό στόλο αποτελούσαν τα «εμπορευτικά ή «πραγματευτικά σκάφη», που από ορισμένους συγγραφείς λέγονταν «ολικάδες», ή λόγω σχήματος «στρογγύλα». Φορτηγά πλοία ήταν επίσης ο λεγόμενος «δόρκων», η «νάβα» και η αναφερόμενη από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης «σαγολαίφεα», (απ’ όπου το νεοελληνικό «σακολέβα»). Τα κείμενα της εποχής αναφέρουν σαν φορτηγό πλοίο και την «ξυλοκομβάραν» ή «κουμπάραν» (πιθανώς από το αρχαιοε λληνικό «κύμβη», είδος πλοίου). Γενικό όνομα των πλοίων ήταν το και σήμερα χρησιμοποιούμενο «σκάφος». Επίσης τα ονόματα «καράβι» και «ξύλο».
Πέρα από την αρτιότητα της κατασκευής, την εκγύμναση, τη γνώση των θαλασσών, τη διάταξη και την τακτική για τη διεξαγωγή ναυμαχιών[43], μεγάλη σημασία δινόταν στον παράγοντα του ηθικού. Έχει μάλιστα σωθεί μια εκπληκτική φράση του Νικηφόρου Ουρανού: «Ου γαρ εκ του έχειν σε πλοία πολλά και μεγάλα γίνεται η νίκη του πολέμου, αλλ’ εκ του έχειν εις αυτά πολεμιστάς τολμηρούς και προθύμους κατά των πολεμίων».
ΟΜΩΣ αυτό που έως την τελική πτώση εξασφάλισε τις περισσότερες νίκες στις «θαλασσομαχίες», και έσωσε την βασιλεύουσα από πολλές ναυτικές επιδρομές, ήταν το «Υγρόν Πυρ». Μια πραγματεία του 9ου αιώνα που γράφτηκε από τον Μάρκο Γραικό και σώζεται σε λατινική μετάφραση, μας πληροφορεί ότι ήταν μια χημική ένωση αποτελούμενη από τρία στοιχεία: νάφθα, θειάφι, νιτρικό κάλλιο. Πιθανώς περιείχε και πετρέλαιο, γιατί οι πηγές μιλούν για «έλαιον Μηδίας», το δε νάφθα» είναι απόδοση του μηδικού «na», που σημαίνει «έλαιον», και του «ptha», που σημαίνει «πυρ».
Η «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», του Καίμπριτζ, γράφει πως η «κατασκευή της ελληνικής φωτιάς, που είχε βελτιωθεί με τον καιρό, ήταν ένα απόρρητο μυστικό», (Ελλ. έκδοση, σελ. 652). Θεωρείται ως ευρετής του υγρού πυρός, ο ελληνοσύρος μηχανικός Καλλίνικος από την Ηλιούπολη (νυν Μωχαλαμπέκ). Πρόκειται όμως για τελειοποίηση προγενέστερης κατασκευής που είχε επινοήσει ο Αθηναίος φιλόσοφος Πρόκλος, για το «θείον άπυρον», με το οποίο ο πολιτικός Μαρίνος στα χρόνια του Αναστασίου Α ́ (491-518) κατέκαυσε το στόλο του στασιαστή Βιταλιανού. Αν πρέπει να αποδώσουμε κάτι σημαντικό στον Καλλίνικο, δεν είναι το μίγμα, αλλά ο τρόπος εξακοντίσεως. Το γεγονός ότι μια άλλη ονομασία ήταν «πυρ σκευαστόν», που σημαίνει πυρ ριπτόμενο με «σκευή», (συσκευή), μας κάνει να υποθέσουμε ότι το πυρ εκσφενδονιζόταν με ειδικούς σίφωνες από ειδικούς χειριστές («σιφωνάτορες»)[44].
Παρ’ όλο που αρχικά το ναυτικό ήταν υπό τη διοίκηση των στρατηγών της ξηράς, λόγω των νέων κινδύνων που έρχονται από τη θάλασσα, δημιουργείται – παράλληλα προς τα στρατιωτικά θέματα – το έτος 867 και ναυτικό θέμα, που ονομάζεται «Θέμα Καραβισιάνων», με έδρα τη Σάμο. Την εποπτεία του ναυτικού είχε το «Σέκρετον της Θαλάσσης» (κάτι ανάλογο προς το υπουργείο Ναυτικών). Ο γενικός αρχηγός του στόλου λεγόταν «Στρατηγός των Καραβισιάνων», που είχε υπό τις διαταγές του ένα «Δρουγγάριο». Από τον 9ο αιώνα, ο αρχηγός του στόλου ονομάζεται «Δρουγγάριος του πλωίμου». Αργότερα, και εφόσον οι κίνδυνοι στη θάλασσα πολλαπλασιάζονται και η αραβική εξάπλωση στη Μεσόγειο δημιουργεί τεράστια ναυτιλιακή, άρα και οικονομική κρίση, τα ναυτικά θέματα της Αυτοκρατορίας αυξάνονται. (Θέμα Ελλάδος, Αιγαίου, Σάμου και Κιβυρραιωτών). Παράλληλα, μια πολεμική φυλή, οι Μαρδαΐτες, που κατοικούσε στην περιοχή του Ταύρου, προσέφερε το πιο αξιόμαχο ναυτικό δυναμικό.
Στόλος: η γροθιά της αυτοκρατορίας
Η ΠΡΩΤΗ μεγάλη ναυτική επιχείρηση της Αυτοκρατορίας κατά των Βανδάλων το 467, παρά τα τεράστια μέσα (1.113 πλοία, 100.000 άνδρες) απέτυχε λόγω ανικανότητας τού αρχηγού της εκστρατείας Βασιλίσκου. Όμως στα επόμενα χρόνια ο στόλος είναι αυτός που θα μεταβληθεί σε γροθιά της Αυτοκρατορίας. Το 533 ο θρυλικός Βελισσάριος, χρησιμοποιώντας ως ναύαρχο έναν Έλληνα από την Αλεξάνδρεια που λεγόταν Καλώνυμος υποτάσσει τους Βανδάλους και προσαρτά την Καρχηδόνα, τη Σαρδηνία, την Κορσική και της Βαλεαρίδες. Χάρη στο βησιγοτθικό πόλεμο η ναυτική κυριαρχία εκτείνεται μέχρι των Ηρακλείων Στηλών (Γιβραλτάρ). Η Μεσόγειος γίνεται αυτοκρατορική λίμνη, και το αυτοκρατορικό νόμισμα, το περίφημο «σολδίον» (από τη λατ. λέξη solidus) μετατρέπεται σε «δολλάριο του Μεσαίωνα» επί μισή χιλιετία.
Ο στόλος πάλι έφερε τον Ηράκλειο από την Καρχηδόνα και ανέτρεψε τον καταστροφέα της αυτοκρατορικής στρατιωτικής ισχύος, το μέθυσο Φωκά, ο στόλος επέτρεψε στον Ηράκλειο να εφαρμόσει κατά την Περσών την τακτική του αντιπερισπασμού και χάρη στο στόλο σώθηκε το 626 η Πόλη από την αβαροσλαβική επίθεση.
Όμως, η εμφάνιση και ανάπτυξη των Αράβων, υπό τη δυναστεία των Ομμεϋαδών, δίνει στο ιστορικό σκηνικό της εποχής έναν άλλο χαρακτήρα: είναι μια θανάσιμη πάλη για την κυριαρχία της Μεσογείου. Η ναυτική δύναμη της Αυτοκρατορίας πέρασε την πιο μεγάλη κρίση από την εποχή που οι Άραβες κατέκτησαν τη Συρία και απέκτησαν ναυτική δύναμη. Διότι μαζί με τα πλοία των Σύρων πήραν και τη ναυτική τους παράδοση που ήταν ουσιαστικά παράδοση ελληνική. Γι’ αυτό νικούν κατά κράτος τον αυτοκράτορα Κώνσταντα στον Φοίνικα, και με τον φοβερό Μωαβία πολιόρκησαν για πρώτη φορά την Πόλη το 673-678. Αλλά η ικανότητα του Κωνσταντίνου Δ ́ Πωγωνάτου και η χρήση του υγρού πυρός έδωσαν τη νίκη («Το θαλάσσιον πυρ τα των Αράβων σκάφη ενέπρησε και σύμψυχα κατέκαυσε»). Και πάλι η ευψυχία, η στρατιωτική αξία του Λέοντα Γ ́, αλλά και η ναυτική δύναμη παράλληλα με τη χρήση του υγρού πυρός θα σώσουν ξανά την Πόλη στη δεύτερη αραβική πολιορκία του Μασαλμά το 717. Ουσιαστικά η σωτηρία της Αυτοκρατορίας οφείλεται στις ναυτικές δυνάμεις της. Ίσως εδώ να βρίσκεται και η αποτυχία της εικονομαχικής πολιτικής των Ισαύρων. Οι ναυτικές – κυρίως ελληνοκρατούμενες περιοχές – αντέδρασαν στην εικονομαχική πολιτική τους.
Μια μεγάλη κρίση περνά η αυτοκρατορία στα χρόνια της διαβόητης Ειρήνης, που, αφού τύφλωσε και παραμέρισε το γιο της, κυβέρνησε από το 797 έως το 802. Εγκαταλείπει τη φροντίδα του στόλου και αμέσως το παγκόσμιο σκηνικό αλλάζει. Ο βασιλιάς των Φράγκων Καρλομάγνος στέφεται το 800 στη Ρώμη αυτοκράτορας της Δύσης και αμφισβητεί τα δικαιώματα των αυτοκρατόρων της ΚΠόλεως επί της Ρώμης. Έκτοτε αρχίζει ο εκγερμανισμός της παπικής έδρας, με τα γνωστά επακόλουθα. Και κάτι που αρχικά φάνηκε ασήμαντο: το 809 αυτονομείται έναντι της ΚΠόλεως η Βενετία, που σιγά – σιγά θα εξελιχθεί στον πιο θανάσιμο αντίπαλό της.
Αλλά την ολοσχερή παράλυση του στόλου προκάλεσε το «λαϊκιστικό» κίνημα ενός επιδέξιου λαοπλάνου του «σλαβογενή» Θωμά, που πήρε με το μέρος του δύο ναυτικά θέματα και στράφηκε κατά του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Τραυλού (820-829). Το κίνημα κράτησε τρία χρόνια (821-823). Αυτό έδωσε στους Άραβες την ευκαιρία να κατακτήσουν το 827 την Κρήτη με τον Abu – Hafs (από τους Έλληνες αποκαλείται «Απόχαψ», να δημιουργήσουν πειρατικό κράτος, με κέντρο τον Χάνδακα (στη θέση του σημερινού Ηρακλείου) και να εκτείνουν τις επιδρομικές επιχειρήσεις τους σ’ όλη την έκταση του ελληνικού χώρου. Την ίδια χρονιά (827-828), οι Αγλαβίδες από την Αφρική κατακτούν και τη Σικελία. Ο Πάνορμος (νυν Παλέρμο), γίνεται πρωτεύουσα της αραβικής Σικελίας. Σ’ αυτές τις κρίσιμες ώρες ο αυτοκρατορικός στόλος – παρά την κρίση που πέρασε – έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά δεν μπορούσε να είναι παντού.
Κατανοήθηκε πάντως ότι επιβάλλεται ανασυγκρότηση και επαναδραστηριοποίηση του στόλου. Το έργο αρχίζει επί Μιχαήλ Γ ́, χάρη στις προσπάθειες ενός παραγνωρισμένου άρχοντα του Θεόκτιστου Λογοθέτη. Ο ανασυγκροτημένος στόλος θα δώσει τη δυνατότητα στα χρόνια του Βασιλείου Α ́ (γενάρχης Μακεδονικής Δυναστείας) στους δύο ενδοξότερους ναυάρχους της Αυτοκρατορίας, τον Νικήτα Ωορύφα και τον Νάσσαρ να καταγάγουν μεγάλα τρόπαια. Παράλληλα, χάρη στη χρήση του υγρού πυρός αντιμετωπίζονται επιτυχώς όλες οι επιδρομές των Ρως (μετέπειτα Ρώσων).
Αλλ’ ένας Αυτοκράτορας, για να διοικεί καλά, δεν αρκεί να έχει παιδεία πρέπει να έχει στρατιωτικές και πολιτικές αρετές. Από το 886 μέχρι το 960 η κρίση της ναυτιλίας οφείλεται στο διανουμενισμό των Αυτοκρατόρων Λέοντα ΣΤ’ Σοφού και Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου, που μπορεί να έγραψαν πολλά περί ναυτιλίας (ιδίως ο πρώτος στα περίφημα «Τακτικά») αλλά έπραξαν ελάχιστα γι’ αυτή. Ο πρώτος μάλιστα με τα «Τακτικά» του ανατρέπει την παμπάλαιη παράδοση της ελληνικής ναυτοσύνης: ο στόλος πάντα επιτίθεται. Ο Λέων, για να τον προστατεύσει, του δίνει αμυντικό προσανατολισμό. Συνιστά αποφυγή ναυμαχιών. Έτσι δίνεται η ευκαιρία στον αρνησίθρησκο Λέοντα Τριπολίτη να καταλάβει το 902 τη Δημητριάδα και το 904 τη Θεσσαλονίκη (22.000 Θεσσαλονικείς πουλήθηκαν σκλάβοι).
Αλλά η κρίση του στόλου ξεπερνιέται όταν, κατά καλή τύχη, αυτοκράτορας γίνεται ο Ρωμανός Β’ (959-963), που ήταν άνθρωπος των απολαύσεων. Όπως λέει ο Παλαμάς, «ξεφαντωτής, κυνηγητής, ξενύχτης, καβαλλάρης». Όλες οι ευθύνες πέρασαν στη στρατιωτική οικογένεια των Φωκάδων. Ο διαπρεπέστερος όλων, ο «αραβομάχος» Νίκηφόρος, οργάνωσε το 960-961 τη μεγαλύτερη ναυτική επιχείρηση που είχε γνωρίσει μέχρι τότε ο κόσμος, με στόχο την ανάκτηση της Κρήτης και συνακόλουθα την ανάκτηση της κυριαρχίας στη Μεσόγειο, που τότε εσήμαινε παγκόσμια κυριαρχία. Χρησιμοποίησε 3.306 πλοία, από τα οποία, 2.000 ήσαν πολεμικά με ναύαρχο τον δρουγγάριο Μιχαήλ. Στα πλοία υπήρχαν συσκευές υγρού πυρός, ειδικές γέφυρες (σαν τα σημερινά αρματαγωγά), σκάλες για το σκαρφάλωμα στα τείχη. Στην πολιορκία ο Νικηφόρος χρησιμοποίησε και την τεχνική της υπονόμευ σης (λαγούμια) των τειχών. Ο Χάνδαξ μετά από σκληρή πολιορκία και
σφοδρή επίθεση έπεσε και ο εμίρης Αβδούλ Aζiζ, που οι Έλληνες τον έλεγαν «Κουρούπα», μαζί με το γιό του Ανεμά, αιχμαλωτίστηκαν και εκόσμησαν το θρίαμβο του Νικηφόρου στην ΚΠολη.
Η επιτυχία αυτή, καθώς και άλλες, έκαναν τον Νικηφόρο Φωκά, που είχε γίνει εν τω μεταξύ Αυτοκράτορας (961-963), να δηλώνει στον εκπρόσωπο του Όθωνα Α ́, τον επίσκοπο Κρεμώνας Λιουτπράνδο, πως ήταν ο μοναδικός ηγέτης στον κόσμο που διαθέτει θαλάσσια δύναμη. Αυτή η δύναμη είναι εκείνη που βοήθησε τον Ιωάννη Τσιμισκή να νικήσει τους Ρώσους του Σβιατοσλάβου, και ν’ ανακτήσει τη Βουλγαρία.
Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ του Βασιλείου Β ́ του Βουλγαροκτόνου (976-1025) θεωρείται το αποκορύφωμα της ακμής της Αυτοκρατορίας, που ξαναπήρε την έκταση που είχε επί Ιουστινιανού. Όμως, η εσωτερική κρίση (κεντρόφυγες τάσεις των δυνατών), που οδήγησαν το Βασίλειο σε μακρό εξαντλητικό αγώνα κατά των Βάρδα Σκληρού και Βάρδα Φωκά, επέτρεψαν στο νέο ικανότατο ηγεμόνα των Βουλγάρων Σαμουήλ, να κυριαρχήσει σ’ όλη τη χερσόνησο του Αίμου, μέχρι Ισθμού. Για την οριστική αντιμετώπισή του, ο Βασίλειος χρειάστηκε να πολεμήσει πάνω από 20 χρόνια. Ο πόλεμος ήταν χερσαίος και όλη η προσοχή του Αυτοκράτορα ήταν στις χερσαίες δυνάμεις. Ο στόλος παραμελήθηκε. Αυτό δε σημαίνει πως ο Βασίλειος αδιαφόρησε για τη Σικελία και Ιταλία. Αλλά για τις εκεί ναυτικές επιχειρήσεις χρησιμοποίησε τη ναυτική δύναμη των Ιταλών. Το 1004 οι Βενετοί απελευθέρωσαν για λογαριασμό του, το Μπάρι από μια αραβική πολιορκία. Το 1005 οι Πιζάτες βοήθησαν τον αυτοκρατορικό στόλο να καταστρέψει τον αραβικό στη Ρήγιο. Έναντι της βοήθειας αυτής, ο Βασίλειος, ο μέγιστος των Αυτοκρατόρων, διέπραξε το μέγιστο των λαθών: εκχώρησε τα πρώτα εμπορικά προνόμια στους Ιταλούς. Όπως θα έλεγε ο Θουκυδίδης, «ήδε η ημέρα τοις Έλλησι μεγάλων κακών άρξει».
Την τακτική του Βασιλείου Β ́ θα ακολουθήσουν όλοι οι μετά από αυτόν Αυτοκράτορες. Έτσι, όσο η Ανατολική Αυτοκρατορία θα φθίνει ναυτικά, τόσο θα εξαρτάται από τους Ιταλούς ναυτικούς που σταδιακά, επεκτείνοντας το εύρος των προνομίων τους, θα γίνουν κράτος εν κράτει. Μετά μάλιστα τη μοιραία ήττα που υπέστη το 1071 στο Μαντζικέρτ ο Ρωμανός Δ ́ ο Διογένης, η Αυτοκρατορία αρχίζει τον επιθανάτιο ρόγχο της. Η άνοδος στο θρόνο, μετά από μια σειρά ληθαργικών Αυτοκρατόρων, της δυναστείας των Κομνηνών, δίνει μια παράταση ζωής. Ο γενάρχης της δυναστείας Αλέξιος Α’ (1081-1118), αντιμετωπίζοντας την επιδρομή των Νορμανδών (1081-1085) του Ροβέρτου Γυϊσκάρδου, προσπαθεί να ανασυγκροτήσει το στόλο. Ενώνει τα υπολείμματα των θεματικών διοικήσεων υπό τον «Μεγάλο Δούκα», (αρχιναύαρχο) που έχει υφιστάμενο τον «Μεγάλο Δρουγγάριο». Όμως στην αρχή, για ν’ αντιμετωπίσει τον Γυϊσκάρδο, που κατέλαβε την Κέρκυρα και ακολούθως αποβιβάστηκε στην Ήπειρο, ζήτησε τη βοήθεια των Βενετών, οι οποίοι κατέστρεψαν τις βάσεις των Νορμανδών στον Αυλώνα και Βουθρωτό, αλλά ζήτησαν και πήραν νέα εμπορικά προνόμια. Το 1111 ανάλογα προνόμια παραχωρήθηκαν και στους Πιζάτες.
Ο γιος του, Ιωάννης Β ́, (1118-1143), είναι ο πρώτος που κατενόησε τον κίνδυνο τον προερχόμενο από την παραχώρηση εμπορικών προνομίων. Γι’ αυτό θέλησε να μην τα ανανεώσει. Αλλά εδώ ίσχυσε ένας άτεγκτος ιστορικός νόμος: όποιος, όταν μπορεί, δεν θα θελήσει, όταν θελήσει, δεν θα μπορέσει. Ο Ιωάννης θέλει, μα δεν μπορεί. Οι Βενετοί είχαν επεκτείνει το εμπόριό τους έως τη Συρία και τη μουσουλμανική Αίγυπτο. Ο δόγης Domenico Michiel δεν δίστασε να καταλάβει την Κεφαλονιά και ν’ αρχίσει πειρατικές επιδρομές στο Αιγαίο, ν’ απειλήσει Σάμο, Χίο και Ρόδο. Ο Αυτοκράτορας, μη έχοντας αρκετά πλοία για να τον αποκρούσει, αναγκάστηκε να του ανανεώσει τα προνόμια και μάλιστα να τα επεκτείνει, «με την προσθήκην μάλιστα της αφορολογήτου εξαγωγής εμπορευμάτων διά τους Βενετούς», γράφει ο Άμαντος («Ιστορία Βυζαντινού Κράτους», Β ́ σελ. 290). Κι ακόμη, για ν’ αποτρέψει την αναμενόμενη επιδρομή του Ρογήρου Β ́ (Νορμανδού βασιλιά της Σικελίας), ανανέωσε το 1136 και τα προνόμια των Πιζατών.
Γιος του Ιωάννη ήταν ο ικανός, αλλά πολυπράγμων, Μανουήλ Α ́. Αυτός υπερέβαλε τις δυνατότητες του εαυτού του και του κράτους. Οραματίστηκε κι αγωνίστηκε για την ανασύσταση της παλιάς Αυτοκρατορίας. Όλη η μακρά βασιλεία του ήταν ένας διαρκής πόλεμος που έληξε με μια άδοξη ήττα. Πάντως, συνέχισε την ενίσχυση του στόλου, που έγινε ισχυρότερος από την εποχή του Αλεξίου. Όμως, τρία περιστατικά προκάλεσαν νέα κρίση: α) Οι νησιώτες μπορούσαν να εξαγοράζουν τις ναυτικές υποχρεώσεις τους με χρήματα. Αυτό ήταν ένα σοβαρό πλήγμα στη θαλάσσια ισχύ της αυτοκρατορίας. β) το 1197 οι Νορμανδοί κατέλαβαν και κατέστρεψαν στην Κόρινθο και Θήβα, τα πιο ακμαία κέντρα μεταξουργίας και μετέφεραν τους κατοίκους τους στο Παλέρμο. Για την αναχαίτιση των Νορμανδών ο Μανουήλ ζήτησε τη συνδρομή των Βενετών, έναντι νέων προνομίων. γ) Θέλοντας σαν τον Βελισσάριο να ανακτήσει την Ιταλία, κατέλαβε με το στόλο του την Αγκώνα (Ancona). Βενετοί και Νορμανδοί ενώθηκαν εναντίον του και τον νίκησαν στο Βρινδήσιο. Έτσι εξαντλημένος από τους διαρκείς πολέμους, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην προέλαση των Σελτζούκων. Το 1176 νικήθηκε στο Μυριοκέφαλο.
Ο διάδοχός του, Ανδρόνικος Α ́ Κομνηνός, ήταν γενναίος, αλλά βίαιος. Εξέφρασε ένα πατριωτικό κίνημα, που άρχισε να σχηματίζεται στην Αυτοκρατορία με σαφή αντιδυτικό χαρακτήρα. Βασικοί άξονες της πολιτικής του ήταν: φιλο – αγροτισμός, αντι – αριστοκρατισμός και αντι – δυτικισμός. Θέλησε να απαλλάξει το κράτος από κάθε δυτική επιρροή, όχι με συνετά οικονομικά μέτρα, αλλά με τη σφαγή. Αυτό υπήρξε αφορμή να πολιορκήσουν και να καταλάβουν οι Νορμανδοί τη Θεσσαλονίκη το 1185. Στην πολιορκία διακρίθηκε ο λόγιος μητροπολίτης Ευστάθιος. Στα χρόνια του Ισαακίου Αγγέλου (1185-1195), η παρακμή της ναυτιλίας συνεχίζεται. Αυτό επιτρέπει στους Ασανίδες να ιδρύσουν το Β’ Βουλγαρικό κράτος και στους σταυροφόρους της Γ ́ Σταυροφορίας να περάσουν από τα εδάφη και τις θάλασσες της Αυτοκρατορίας σαν περιηγητές. Ο βασιλιάς μάλιστα, των «πελεκυφόρων Ιγγλίνων», Ριχάρδος κατέλαβε και την Κύπρο.
Αυτό όμως που έδωσε τη χαριστική βολή στο ελληνικό ναυτεμπόριο, είναι η κιβδήλευση του νομίσματος. Το «υπέρπυρο», όπως αλλιώς ονομάζεται το αυτοκρατορικό νόμισμα, που είχε αναχθεί, όπως έχουμε προαναφέρει, σε «δολλάριο του Μεσαίωνα», άρχισε να εκτοπίζεται στη διεθνή αγορά από το βενετικό δουκάτο. Κι ακόμη, ο Ισαάκιος έδωσε κι άλλα προνόμια στους Βενετούς. Τους παρεχώρησε «σκάλες» μέσα στην ΚΠολη. Τον Απρίλιο του 1192, υπογράφει επιβλαβλή συμφωνία με τους Γενουάτες και παραχωρεί και σ’ αυτούς «σκάλες». Το ίδιο κάνει και προς τους Πιζάτες. Έτσι, όλη η ναυτιλιακή δράση της Ανατολής πέρασε στα χέρια των Δυτικών. Η Αυτοκρατορία, μη έχοντας ναυτική πολιτική στην πιο κρίσιμη για την επιβίωσή της στιγμή, ουσιαστικά αυτοχειριάστηκε.
Όταν ξεκίνησε το 1204 η ασήμαντη Δ ́ Σταυροφορία, την οποία κατηύθυνε ο Ερρίκος Δάνδολος, δόγης της Βενετίας, η Αυτοκρατορία δεν έχει στόλο αλλά κυρίως σθένος ν’ αντισταθεί. Και η Πόλη των θρύλων πέφτει στα χέρια των Σταυροφόρων με τον πιο αξιοθρήνητο τρόπο. Φυσικά οι Βενετοί πήραν από τα ελληνικά εδάφη τη μερίδα του λέοντος, ήτοι τα 3/5 της ΚΠόλεως, την Αγία Σοφία, το δικαίωμα εκλογής Λατίνου πατριάρχη, τις παράλιες πόλεις της Μ. Ασίας, τη Μεθώνη και την Κορώνη, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη (την απέσπασαν το 1210 από τους Γενουάτες και την κράτησαν έως το 1669), τα νησιά του Ιονίου και το Δυρράχιο. Έτσι οι παραδοσιακές ελληνικές θάλασσες έγιναν βενετικές και τα ελληνικά νησιά βενετικά φέουδα.
To Requiem του αυτοκρατορικού ναυτικού
ΜΙΑ από τις ενδοξότερες στρατιωτικές φυσιογνωμίες της Αυτοκρατορίας, ο Κατακαλών Κεκαυμένος, είχε γράψει: «Ο στόλος εστίν η δόξα της Ρωμανίας». Αυτό όμως δεν το κατάλαβε η Ρωμανία στις μεγάλες δόξες της. Το καταλαβαίνει τώρα που βιώνει ένα άδοξο παρόν και βρίσκεται κατατεμαχισμένη. Αυτοί που ίδρυσαν την Αυτοκρατορία της Νίκαιας νιώθουν την ανάγκη να εφαρμόσουν μια ναυτική πολιτική. Χάρη σ’ αυτή ο Ιωάννης Βατάτζης (1222-1254) απέσπασε από τους Φράγκους της Πόλης την παραλία του Ελλησπόντου, άπλωσε την κυριαρχία του έως τη Θράκη και τη Μακεδονία και το 1246 πήρε τη Θεσσαλονίκη. Ακόμα κατέστησε υποτελή του τον τυχοδιώκτη άρχοντα της Ρόδου Λέοντα Γαβαλά. Μετέπειτα, ο στρατηγός Μιχαήλ Παλαιολόγος ανασυγκροτεί ξανά το στόλο και κατορθώνει να ανακτήσει την ΚΠολη (1261). Η Βυζαντινή Ιστορία του Καίμπριτζ γράφει γι’ αυτόν: «Ο Μιχαήλ ο 8ος έκρινε σωστά ότι μόνο η υπεροχή στη θάλασσα μπορούσε να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της Κωνσταντινούπολης, του έλειπαν όμως τα μέσα και η ευκαιρία για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του» (σ.σ. 652-653).
Λίγο πριν από το τέλος του ο μεσαιωνικός Ελληνισμός θυμάται τις ναυτικές παραδόσεις του, τη ναυτοσύνη που χαρίζει το προτέρημα της αντρειοσύνης. Αλλ’ είναι πλέον αργά. Οι σταυροφόροι έχουν δώσει το καίριο πλήγμα. Οι Ιταλοί ελέγχουν όλες τις ελληνικές θάλασσες και τις θέσεις – κλειδιά. Ο Μιχαήλ προσπαθεί να υποκαταστήσει την αδυναμία με τη διπλωματία. Σαν εκκρεμές κινείται ανάμεσα στους Βενετούς και στους Γενουάτες, στους οποίους παραχωρεί προνόμια ελεύθερου εμπορίου μέσα στην Πόλη και δικαίωμα δημιουργίας δικής τους συνοικίας στο Γαλατά. Δεν του έλειψαν πάντως οι επιτυχίες. Όμως, ό,τι δημιούργησε αυτός, ανέτρεψε ο γιος του Ανδρόνικος Β ́ (1281-1318).
Ο Ανδρόνικος ήταν άνθρωπος μεγάλης παιδείας, αλλά δεν είχε στρατιωτική και κυρίως ναυτική κατάρτιση. Θεωρούσε τη συντήρηση του στόλου περιττή οικονομική επιβάρυνση. Πίστεψε ότι τις ναυτικές του ανάγκες μπορούσαν να καλύψουν οι Γενουάτες. Έτσι, διέλυσε το στόλο και κράτησε μόνο 20 πλοία! Η ιστορικός Tamara Talbot Rice γράφει γι’ αυτή την εξωφρενική πράξη: «Βυζαντινά πλοία διαλύθηκαν και εκατοντάδες ναύτες βρέθηκαν αναγκασμένοι να διαλέξουν ανάμεσα στις ακόλουθες τρεις δυνατότητες: να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους και ν’ αναζητήσουν άλλο βιοποριστικό επάγγελμα, να καταφύγουν στην υπηρεσία του Τουρκικού ναυτικού, ή να δοκιμάσουν τέλος την τύχη τους σε κανένα πειρατικό. Και οι πιο πολλοί, από το ν’ αρνηθούν τη θάλασσα, προτίμησαν την τρίτη λύση, έστω κι αν αυτό σήμαινε πως θα ήταν αναγκασμένοι να στραφούν εναντίον συμπατριωτών τους και χριστιανών». («Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών», σ. 156). Για την ενέργεια αυτή ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ένα από τα πιο επιβλητικά πνεύματα των παλαιολογείων χρόνων γράφει:
«Αυτή δη γίνεται Ρωμαίοις δυστυχημάτων αρχή».
Και το δυστύχημα γίνεται μεγαλύτερο, γιατί τώρα στους εχθρούς της Αυτοκρατορίας προστίθεται ο χειρότερος και ο τελικός: οι Οθωμανοί Τούρκοι. Αυτοί εκμεταλλευόμενοι τις ενδοδυναστικές διαμάχες κατέλαβαν την Τυρολόη, την Καλλίπολη και το Διδυμότειχο, εδραιώθηκαν στη Θράκη και άρχισαν να σχηματίζουν ναυτική δύναμη. Ο Ιωάννης ΣΤ ́ Καντακουζηνός, διαισθανόμενος την πολλαπλή απειλή, θέλησε ν’ απαλλαγεί από την πνικτική επιρροή της Γένουας. Προσπάθησε να συγκροτήσει στόλο αλλά χρήματα δεν υπήρχαν. Προσπάθησε να περιορίσει τα εμπορικά προνόμια των Γενουατών που καρπώνονταν τα 9/10 των τελωνειακών δασμών του Βοσπόρου, εισήγαγε νέους φορολογικούς κανονισμούς, χαμήλωσε τα εισαγωγικά τέλη, ώστε οι ναυτιλόμενοι να προτιμούν την ΚΠολη αντί του Γαλατά, αλλ’ οι Γενουάτες αντέδρασαν δυναμικά. Πήραν τα όπλα και με τα πλοία τους κατέστρεψαν το μικρό αυτοκρατορικό στόλο.
Και φθάνουμε στο κύκνειο άσμα. Το 1453 ο Μωάμεθ Β ́ πολιορκεί την Κωνσταντινούπολη. Διαθέτει 258.000 στρατιώτες (κατά τον Σφραντζή) και 400 πλοία. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος διαθέτει 9.000 στρατιώτες και 26 πλοία, από τα οποία μόνο 10 είναι ελληνικά! Κι όμως την πιο ένδοξη σελίδα της πιο τραγικής στιγμής της Αυτοκρατορίας έγραψαν τα πλοία. Στις 20 Απριλίου ο ηρωϊκός πλοίαρχος Φλαντανελάς, επικεφαλής 4 πλοίων, σπάει τον τουρκικό αποκλεισμό και μπαίνει θριαμβευτικά στον Κεράτιο. Μετά από 40 περίπου μέρες ο Αυτοκράτορας, βλέποντας τους Τούρκους να μπαίνουν στην Πόλη αναφωνεί: «Ουκ έστι τις των Χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν απ’ εμού;». Ήδη όμως την «κεφαλήν την είχαν πάρει οι Χριστιανοί της Δύσης από αιώνες, με τα ναυτικά τους προνόμια, με την πρώτη άλωση και με το κτύπημα κάθε απόπειρας ν’ ανασυγκροτηθεί ο αυτοκρατορικός στόλος
Το τελικό συμπέρασμά μας το προσφέρει ο Νικηφόρος Γρηγοράς: «Ουδέ γαρ ην ούτε Λατίνους ούτω κατά Ρωμαίων θρασύνεσθαι, ούτε ψάμμον θαλάσσης θεάσαθαι Τούρκους ποτέ, της ναυτικής των Ρωμαίων δυνάμεως θαλασσοκρατούσης ως πρότερον» (VI,11).
Που σημαίνει: Ούτε οι Λατίνοι θα μπορούσαν ν’ αποθρασυνθούν έναντι των Ελλήνων, ούτε οι Τούρκοι ν’ αντικρίσουν ποτέ την άμμο της θάλασσας, αν η ναυτική δύναμη των Ελλήνων είχε όπως πρώτα την κυριαρχία στη θάλασσα.
Το δίδαγμα παραμένει επίκαιρο και στις μέρες μας.
Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) πολιτικές και οικονομικές παράμετροι της κρίσης
«Όποιος δεν ενθυμείται το παρελθόν είναι υποχρεωμένος να το ζήσει εκ νέου»
ΣΑΝΤΑΓΙΑΝΑ[45]
ΖΩΤΙΚΟΣ χώρος του Ελληνισμού ήταν πάντα το Αιγαίο. Στις δύο όχθες» του έζησε κι έδρασε, κυρίως, ο ελληνικός κόσμος. Μέχρι της Μικρασιατικής Καταστροφής ο κόσμος αυτός ήταν δισκελής: ασιατικός και ευρωπαϊκός. Το Αιγαίο δεν χώριζε ένωνε! Ήταν γέφυρα οικονομίας και πολιτισμού. Αυτό έδινε στον Ελληνισμό χαρακτήρα ανοριακό. Ήταν ένας λαός χωρίς σύνορα, απλωμένος σε Δύση και Ανατολή, σε Βορρά και Νότο. Μετά την Καταστροφή, ο Ελληνισμός υποχρεώνεται να συρρικνωθεί και να συμπυκνωθεί στο ένα σκέλος του, το ευρωπαϊκό. Ο ασιατικός Ελληνισμός ξερριζώνεται. Ταυτόχρονα ξερριζώνεται και η Ευρώπη από την Ασία. Γιατί οι Έλληνες ήσαν οι φορείς του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην αχανή έως τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αργότερα ο νικητής Κεμάλ θέλησε να εξευρωπαΐσει την Τουρκία με τη βία. Όμως με το διώξιμο των Ελλήνων ύψωσε ένα Σινικό Τείχος ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία. Κι αυτό μελλοντικά θα φέρει το κίνημα του Ισλαμισμού έως τις ακτές της Ιωνίας και, χωρίς ισχυρή Ελλάδα, ακόμη δυτικότερα.
Οι Έλληνες που αποτελούσαν το ένζυμο του Ευρωπαϊσμού στην Ασία, μετά τον ξερριζωμό αναζήτησαν νέες πατρίδες είτε στην παλιά Ελλάδα (κυρίως Μακεδονία και Θράκη), είτε σε υπερπόντιες χώρες. Έτσι ο Ελληνισμός μπόρεσε να ξεπεράσει γρήγορα την κρίση της συρρικνώσεως, το δε προσφυγικό στοιχείο με εκπληκτική ταχύτητα – παρά τις δυσχερείς συνθήκες – μπόρεσε και ξεπέρασε την κρίση της προσαρμογής και σε μερικές ελλαδικές περιοχές αποτέλεσε το κυρίαρχο πληθυσμιακό στοιχείο που, αντί να αφομοιωθεί, αφομοίωσε. Έτσι σήμερα δεν μιλάμε για χαμένες πατρίδες, μιλάμε για αλησμόνητες πατρίδες. «Μία είναι η πατρίδα και των αιμάτων και των δραμάτων», έγραψε ο Παλαμάς. Πατρίδες είναι οι άνθρωποι. Μόνο οι χαμένοι μιλάνε για χαμένες πατρίδες.
Ωστόσο, δεν παύει η Μικρασιατική Καταστροφή να αποτελεί την πιο τραγική μετά την Άλωση σελίδα της ελληνικής ιστορίας. Έως τότε είμαστε ένας λαός «εν διαστολή». Έκτοτε υποχρεωθήκαμε να ζήσουμε «εν συστολή και υποστολή» όχι μόνο εδαφική, αλλά και πολιτική. Θρυμματίστηκε – τουλάχιστον μέχρι τα τωρινά δεδομένα – το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας. Έκτοτε το όραμα αυτό έγινε απόπειρα να πάρει άλλη σημασιοδότηση. Όχι εξωτερική επέκταση αλλά εσωτερική ανάπτυξη. Τους εθνικούς αγώνες αντικατέστησαν οι κοινωνικοί. Δεν παραγνωρίζουμε τη σημασία τους. Αλλά η πολιτική καχεξία της Ελλάδος, 70 χρόνια μετά την καταστροφή, έγκειται στο ότι δεν έχει ένα μεγάλο εθνικό όραμα, που να της επιτρέπει να σφυρηλατήσει μια πολιτική εθνικής συνοχής που απαιτεί πολιτική εθνικής περισυλλογής. Ο κομματισμός, όπως και τότε, τοποθετείται πιο πάνω από τον πατριωτισμό. Αυτό ήταν η κύρια αιτία της απωλείας των πατρίδων της Μ. Ασίας και του Πόντου.
Κι όμως τα παθήματα δεν μας έγιναν μαθήματα. Είμαστε ο λαός που περισσότερο παντός άλλου δικαιώνει τον λόγο του Εγέλου: το μόνο που διδάσκει η ιστορία είναι ότι οι άνθρωποι δεν διδάσκονται τίποτα από την ιστορία. Παραμένουμε, όπως λέει ο Σολωμός, «πάντοτε ευκολόπιστοι και πάντα προδομένοι». Κι ενώ σε ατομικό επίπεδο ασκούμε πολιτική με βάση το προσωπικό συμφέρον, στην εξωτερική πολιτική ενεργούμε συναισθηματικά, ενώ ξέρουμε καλά πως η εξωτερική πολιτική δεν καθορίζεται από συναισθήματα αλλά από συμφέροντα. Οι προδοσίες είναι θέμα ημερομηνιών. Έτσι – παρά τη σημαντική συμβολή μας στη συμμαχική νίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – δεν διεκδικήσαμε ευτόλμως και εντόνως τίποτα, αλλά και όταν ακαίρως διεκδικήσαμε (όταν πια κανένας δεν είχε την ανάγκη μας), χάσαμε περισσότερα (Κύπρος). Κι ακόμη, ενώ υποστήκαμε τις μεγαλύτερες καταστροφές από την απόπειρα του διεθνούς Κομμουνισμού να βγει στο Αιγαίο, μετά την κατάρρευσή του, αντί να είμαστε οι πρώτοι που έπρεπε να ωφεληθούμε και να επωφεληθούμε, κινδυνεύουμε να βλαφτούμε από μια βασική αδυναμία μας: να συνεννοηθούμε.
Η σημερινή ηττοπάθεια των πολιτικών μας, που αναπαράγει αενάως πολιτικές κρίσεις, είναι απότοκος της Μικρασιατικής Καταστροφής. Δεν έχουμε απαλλαγεί από το σύνδρομο της ήττας. Εβδομήντα χρόνια μετά τον ξερριζωμό, και η Ελλάς κινείται πολιτικώς στις συμπληγάδες της εθνοπροδοσίας και εθνοκαπηλίας. Η «προδοτολογία» δίνει το στίγμα του πολιτικού βίου μας, που θυμίζει το στρατοδικείο του Οθωναίου, που κατεδίκασε σε θάνατο σαν προδότες τους έξι. Μόνο που τώρα δεν εκτελούνται πολιτικοί. Εκτελείται συστηματικά η ελληνική πολιτική. Αυτή είναι η νεώτερη καταστροφή μας. Μας κυνηγάει η κατάρα της Μικράς Ασίας.
Κρίσεις επί κρίσεων
Θεωρείται γενικώς ο Μικρασιατικός Πόλεμος ως μία παρέκταση της μεγάλης κρίσης των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, κρίση που οδήγησε στον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος όχι μόνο δεν έλυσε κανένα από τα χρόνια προβλήματα, αλλά απεναντίας τα όξυνε περισσότερο, έτσι που στο αποκορύφωμα της ανθρωποσφαγής να εμφανισθεί σαν «deus ex machina» ο Μπολσεβικισμός που θεωρήθηκε πανάκεια για την εξάλειψη των κοινωνικών δεινών και των εθνοτικών διαφορών. Οι λαοί θα ζούσαν πια αδελφωμένοι μέσα στον καινούργιο κόσμο, στο «βασίλειο της πανανθρώπινης φιλιάς» όπως έλεγε στον «Οδηγητή» ο Κ. Βάρναλης. Οι άνθρωποι δεν θα τρώγονταν, μια και όλοι θα είχαν να φάνε. Και η επίλυση των βιοτικών προβλημάτων θα άφηνε απερίσπαστα μυαλό και ψυχή να ανυψωθούν στους ουρανούς της πνευματικής και αισθητικής πανδαισίας. «Ο ουρανός αρχίζει από το ψωμί», έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος στο «Γράμμα στο Ζολιό – Κιουρί», ποίημα που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά αποσπασματικά στα «Ελεύθερα Γράμματα» του Στρατή Δούκα (τεύχη 2-4, Οκτώβρης – Δεκέμβρης 1950, σ.σ. 123-124).
Το βασίλειο της παναθρώπινης φιλίας ή «φιλιάς», κατά τον Βάρναλη, θα κτιζόταν με τη «διαρκή επανάσταση» και την εγκαθίδρυση μιας νέου τύπου δημοκρατίας, της δικτατορίας των προλεταρίων, που θα οδηγούσε όχι βέβαια με την πειθώ αλλά με την επαναστατική βία, στην αταξική κοινωνία, ένθα δεν θα υπήρχε ούτε θλίψη, ούτε οδύνη, ούτε στεναγμός. Η συνταγή ήταν απλή: όποιος στέναζε ή αναστέναζε, εξετελείτο. Το λόγο είχε το «συντροφικό μάουζερ», όπως τραγουδούσε ο Αλέξανδρος Μπλοκ, ο οποίος καλούσε την παγκόσμια εργατιά «να πάρει το βήμα της επανάστασης».
Όμως, αντί ο κόσμος να πάρει το βήμα της επανάστασης, πήρε το βήμα της αντεπανάστασης. Η νίκη του μπολσεβικισμού δεν σήμανε την ώρα του λυτρωμού των μαζών από τις αλυσίδες τους. Αντί οι λαοί να προχωρήσουν σε νέες μορφές ελευθερίας, προχώρησαν σε νέες μορφές περιορισμού της ελευθερίας με τη συγκατάθεσή τους. Η άνοδος του μπολσεβικισμού στη Ρωσία σήμανε την άνοδο του φασισμού – διαφόρων αποχρώσεων – στην Ευρώπη. Αντί να κυριαρχήσει ο μπολσεβικισμός κυριάρχησε ο φασισμός στην Ιταλία και στη Γερμανία ο ναζισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος φασιστής ηγέτης που κατέλαβε (1922) την εξουσία, ο Μπενίτο Μουσολίνι, ήταν τέως σοσιαλιστής που εγνώριζε άριστα την μπολσεβικική επαναστατική τεχνική: διά του λαού να επιβάλλεσαι επί του λαού.
Ο μπολσεβικισμός, που είναι μια αλλοτροπική μορφή απολυταρχισμού, υπήρξε ο δάσκαλος του φασισμού.
Έδωσε το μοντέλο εξουσίας στα φασιστικά καθεστώτα. Όχι μόνο ο Μουσολίνι, αλλά και ο Μουσταφά Κεμάλ διαμόρφωσαν σύστημα εξουσίας κατά το πρότυπο της Σοβιετικής. Ακόμη η αποτυχία των κομμουνιστικών κινημάτων στην Ευρώπη έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη των φασιστικών: Έτσι, λίγα χρόνια μετά τη νίκη του Λένιν, παρά τις προσδοκίες του Λένιν, σ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη, αντί να έχουμε κομμουνιστικά, είχαμε φασιστικά ή φασίζοντα καθεστώτα.
Αυτό συνιστά το πιο έντονο σύμπτωμα κρίσης των παραδοσιακών μορφών δημοκρατίας. Η δημοκρατία, όπου είχε επιβληθεί, ήταν δημοκρατία λόγων και όχι έργων. Δημοκρατία των κοινοβουλίων. Ο λαός ήταν έξω από το παιχνίδι της εξουσίας. Ήταν φυσικό να επηρεασθεί από τα κομμουνιστικά και αργότερα τα φασιστικά κόμματα, που μιλούσαν πιο άμεσα για προβλήματα άμεσα, όπως το πρόβλημα της δουλειάς, του ωραρίου και των μισθών. Κυρίως, όμως, με τρόπο διαφορετικό, μιλούσαν για ισότητα. Οι πρώτοι μέσα στο πλαίσιο της διεθνικότητας και οι δεύτεροι μέσα στο πλαίσιο της εθνότητας, η οποία αναγορευόταν σε ιδανικό και επιδρούσε έτσι πιο έντονα στα ψυχοκίνητρα των λαών. Είναι ενδεικτικό ότι ο Κεμάλ, αντιπροσωπευτικός τύπος φασιστή ηγέτη, έρριξε το 1919 το σύνθημα «Η Τουρκία στους Τούρκους», για να εξάψει τον εθνικιστικό φανατισμό των παθητικοποιημένων τουρκικών μαζών. Και το πέτυχε. Κι εδώ είναι που απέτυχε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα: υπερτίμησε το ταξικό ένστικτο και υποτίμησε το εθνικό. Οι λαοί περισσότερο σκέπτονται σαν έθνη, παρά σαν τάξη. Τα έθνη έχουν έναν υπερβατικό χαρακτήρα που επιδρά στο μεταφυσικό ένστικτο των ανθρώπων. Οι εργάτες και οι αγρότες μπορούν να πεθάνουν για το έθνος τους. Την τάξη τους θέλουν να την υπερβούν.
Αν είχαμε στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, εργατο- αγροτικές εξεγέρσεις, αυτό χρεώνεται σε αδυναμίες του καπιταλιστικού συστήματος, που ναι μεν δεν ευαγγελίστηκε κανέναν παράδεισο, αλλά δεν επεδίωξε να κάνει τη ζωή των ανθρώπων λιγότερο κόλαση. Το κέρδος ως μοναδική επιδίωξη, χωρίς κάποια μεταφυσική καθοδηγητική αρχή, είναι ο χειρότερος οδηγός για τη ζωή. Το πάθος για νέες αγορές, για οικονομική επέκταση και εξεύρεση νέων πηγών πρώτων υλών ανεβάζει οπωσδήποτε τον πυρετό της οικονομίας, αλλά κατεβάζει την ποιότητα της ζωής τόσο χαμηλά, ώστε η πολιτική να μη λειτουργεί με τους κανόνες της λογικής, αλλά του ενστίκτου. Κι ένστικτο ζωής για τον καπιταλιστή ήταν ο θάνατος του άλλου καπιταλιστή και… τούμπαλιν! Μέσα σ’ αυτές τις οικονομικές συμπληγάδες των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων και στις μυλόπετρες των πολέμων, αλέθονταν οι λαοί, που στη διάρκεια του Α ́ Παγκοσμίου Πολέμου, χάρη κυρίως στα κηρύγματα των σοσιαλιστών, συνειδητοποίησαν πως δεν μάχονταν για ιδανικά, αλλά για συμφέροντα – φυσικά άλλων.
Αυτό που άφησε πίσω του ο πόλεμος δεν ήταν μόνο υλικά, αλλά και ψυχικά ερείπια. Άφησε μια γεύση πικρίας στα χείλη εκείνων που τον υπηρέτησαν σαν σταυροφόροι ενός ιδανικού, και κάποια στιγμή ένιωσαν πως το ιδανικό ήταν η πρόφαση, και αυτοί θύματα απάτης, συμπτωματικές επιβιώσεις του πολέμου, ο οποίος δεν έφερε το τέλος των πολέμων, αλλά αποτελούσε το «πρελούντιο» ενός ακόμη μεγαλύτερου.
Η συνειδητοποίηση αυτή – που καθρεφτίζεται στην άνθιση της υπαρξιακής φιλοσοφίας – τραυμάτισε βαθύτατα τον ψυχισμό τους. Η ανθρωπότητα μπαίνει στη ζώνη της Μεγάλης Φρίκης, ζη σε μια ατμόσφαιρα φορτισμένη από κινδύνους που απορροφούν το οξυγόνο της ζωής, αναπαράγοντας απροσμέτρητα αποθέματα αγωνίας. Ο δρόμος της επικοινωνίας είναι ναρκοθετημένος. Μπαίνουμε στη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών. Οι άνθρωποι κινούνται σ’ έναν κόσμο με αχρηστευμένη την αίσθηση της ζωής, με συνεχώς εξαπλούμενο το αίσθημα της ανασφάλειας, με εδραιωμένη την υποτίμηση του ανθρώπινου παράγοντα. Νιώθουν – ίσως για πρώτη φορά – πως όλα είναι προσδιορισμένα από δυνάμεις έξω από αυτούς, από προθέσεις που δεν τους λαμβάνουν καθόλου υπόψη. Η κρίση του 20ού αιώνα παίρνει αμέσως έναν ιδιότυπο χαρακτήρα: είναι κρίση ψυχής. Κρίση σκοπών και νοήματος ζωής. Το πρόβλημα δεν είναι να της, αλλά γιατί να της.
Οι ιδεολογίες, που τότε ήταν άφθονες, προσέφεραν θεραπείες, αλλά όχι ουσία ζωής. Από την άλλη, η τεχνολογία έδωσε μέσα, αλλά όχι σκοπούς ζωής. Έτσι, ο δήθεν απελευθερωμένος άνθρωπος του 20ού αιώνα, ξαναγυρίζει στον μεσσιανισμό και περιμένει από ηγέτες – σωτήρες το λυτρωμό. Οι λαοί, στην απόγνωσή τους, θεοποιούν τους ηγέτες τους, γιατί θέλουν να ζήσουν. Ο ηγέτης ενσαρκώνει ένα όραμα. Είναι συνισταμένη των επιθυμιών και προσδοκιών της μάζας. Κάθε εποχή μεγάλων κρίσεων δημιουργεί την ανάγκη για σωτήρες. Το σωτηριολογικό κλίμα ευνοεί την ανάδυση και ανάδειξη φασιστών ηγετών, διαφόρων χρωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μικρασιατικός πόλεμος γέννησε τον πρώτο στρατιωτικού τύπου φασιστή ηγέτη της νεώτερης ιστορίας, τον Μουσταφά Κεμάλ, που όπως αργότερα ο Στάλιν ονομάστηκε «Πατερούλης», έτσι κι αυτός ονομάστηκε Ατατούρκ, πατέρας των Τούρκων! Αλλά μήπως κι εμείς, στο διάστημα που ο Βενιζέλος κυβερνούσε δικτατορικά, δεν τον αποκαλούσαμε «Πατέρα της Φυλής»;
Ημιπληγική δημοκρατία
ΜΙΑ στρατιωτική αναμέτρηση ανάμεσα σ’ ένα δημοκρατικό και σ’ ένα ολοκληρωτικό κράτος σπανίως αποβαίνει υπέρ του πρώτου. Η δημοκρατία είναι καλή για ειρήνη, αλλά όχι για πόλεμο. (Βλ. περίπτωση Αθηναίων και Σπαρτιατών στον Πελοποννησιακό Πόλεμο). Η δημοκρατία νικά, όταν λειτουργεί δημοκρατικά, όταν δηλαδή πρόθυμα όλοι οι πολίτες επωμίζονται το στρατιωτικό τους καθήκον κι όταν το καθήκον αυτό ομοψυχοποιεί όλα τα μέλη της εθνότητας. Το ομόψυχον χάρισε στην Ελλάδα τους θριάμβους των Βαλκανικών. Η έλλειψη ομοψυχίας προκάλεσε την τραγωδία της Μικράς Ασίας. Ο Βενιζέλος, ιδίως μετά την εμφάνιση του Κεμάλ, έπρεπε να συνεχίσει τον πόλεμο, όπως άρχισε: με δικτατορικές εξουσίες υπό κοινοβουλευτικό μανδύα. Διεξαγωγή εκλογών εν μέσω πολέμου είναι πολιτική ανοησία που καταλήγει σε εθνική αυτοχειρία.
Ο Κεμάλ επέβαλε την ομοψυχία διά της πυγμής. Εμείς αντιπαρατάξαμε μια ημιπληγική δημοκρατία. Ουσιαστικά, εναντίον του Κεμάλ δεν πολέμησε όλη η Ελλάς, αλλά η μισή Ελλάς. Η άλλη μισή πολεμούσε εναντίον της μισής Ελλάδος, που πολεμούσε εναντίον του Κεμάλ. Πιο συγκεκριμένα: κατά την πρώτη φάση (απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη – Εκλογές Νοεμβρίου 1920), εναντίον του Κεμάλ, πολεμούσε η «βενιζελική» Ελλάς, ενώ η «βασιλική» πολεμούσε κατά της «Βενιζελικής». Κατά τη δεύτερη φάση (μετά την άνοδο των «βασιλικών» στην εξουσία), τον πόλεμο κατά του Κεμάλ αναλαμβάνει η «βασιλική» Ελλάς, ενώ η «βενιζελική» απέχει ή στρέφεται κατά της «βασιλικής». Είχαμε φθάσει στο σημείο, λόγω κομματικού φανατισμού, ώστε και στις δύο φάσεις Έλληνες να εύχονται την ήττα των Ελλήνων. Αντίπαλος δεν ήταν ο Κεμάλ, αλλά ο πολιτικός αντίπαλος! Συμπέρασμα: η εσωτερική κρίση της Ελλάδος είναι η κύρια αιτία της στρατιωτικής ήττας της. Δεν είναι οι Τούρκοι που νίκησαν τους Έλληνες, αλλά οι… Έλληνες. Όπως είπε κάποτε ο Κεμάλ, ο ελληνικός στρατός αυτοηττήθηκε.
Βλέποντας κανείς τα πολύ παλαιά, αλλά και τα τωρινά μεγέθη της Τουρκίας, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την Μικρασιατική Εκστρατεία – έχει ήδη χαρακτηριστεί – σαν μια καθαρά τυχοδιωκτική επιχείρηση. Σαν ένα μεγάλο άλμα με κοντά πόδια. Ότι μας έλειψε ο ρεαλισμός, ότι υπερτιμήσαμε τις δυνάμεις μας, υποτιμήσαμε τον αντίπαλο, ότι δώσαμε πίστη σε άπιστους συμμάχους, κ.λπ., κ.λπ.
Πρώτον, τα αριθμητικά δεδομένα δεν ήσαν άνισα (8 εκ. Έλληνες εναντίον 10 εκ. Τούρκων της Ανατολίας). Δεύτερον, ο στρατός μας ήταν άρτια οργανωμένος, εξοπλισμένος και προσαρμοσμένος στις νέες συνθήκες πολέμου. Επί πλέον, είχε τον αέρα του νικητή. Αντίθετα, ο τουρκικός ήταν διαλυμένος και διχασμένος (κεμαλικοί – σουλτανικοί), με βαρειές απώλειες και το πλέγμα της ήττας. Τρίτον, διαθέταμε αξιόλογο ναυτικό, ενώ ο Κεμάλ δεν είχε ούτε… φελούκα! Τέταρτον, στη Μ. Ασία πήγαμε με τους «συμμάχους» μας. Αν δεν πηγαίναμε, αυτό που ήταν διεκδίκηση δική μας, θα ήταν διεκδίκηση των «συμμάχων», ιδίως των Ιταλών. Και πέμπτον, το ότι πήγαμε δεν ήταν τόσο επιθυμία του ελλαδικού αλλά του μικρασιατικού Ελληνισμού, που στη διάρκεια των Βαλκανικών και του Παγκοσμίου πολέμου είχε υποστεί τα πάνδεινα από την τουρκική θηριωδία, τεχνοκρατικά σχεδιασμένη από τον Γερμανό Λίμαν φον Σάντερς.
Είναι, επί του προκειμένου, ενδεικτική μια περικοπή από το Υπόμνημα που έστειλε ο εθνομάρτυς μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος προς τον βασιλέα Κωνσταντίνο, κάνοντας έκκληση προς αυτόν ν’ αφήσει την ουδετερότητα και να βγει στον πόλεμο με σκοπό την απελευθέρωση των ελληνικών περιοχών της Μ. Ασίας:
«Συ ει (= είσαι), ο Ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν; Απευθύνομεν το τεταραγμένον τούτο ερώτημα προς Σε, τον προσδοκώμενον από τόσων αιώνων, ως τον Μεσσίαν του στενάζοντος υπό σκληροτάτην δουλείαν Γένους ημών…».
Το πρόβλημα αν έπρεπε να πάμε ή να μην πάμε ήταν ψευδοπρόβλημα. Το πρόβλημα ήταν πώς να πάμε, τι να διεκδικήσουμε και τι εγγυήσεις συμμαχικής βοήθειας να εξασφαλίσουμε. Έπρεπε να πάμε ενωμένοι· πήγαμε διχασμένοι. Οι «σύμμαχοι» μας έμπλεξαν στο δικό τους πόλεμο· έπρεπε κι εμείς να τους μπλέξουμε στον δικό μας πόλεμο· έπρεπε να βρούμε αμέσως δίαυλο επικοινωνίας (προτού ισχυροποιηθεί) με τον Κεμάλ· κόψαμε κάθε «γέφυρα» επαφής (κι είχαμε πολλές). Προτού τον προσεταιρισθούν οι μπολσεβίκοι, έπρεπε να τον προσεταιρισθούμε εμείς (και υπήρχαν τρόποι). Ομοίως έπρεπε να βρούμε τρόπους μυστικής επαφής με τους Μπολσεβίκους. Επιφανείς Έλληνες συμμετείχαν στα Σοβιέτ των αντιπροσώπων και κατείχαν – ιδίως στις περιοχές του Ευξείνου – σημαίνουσες θέσεις στο νέο καθεστώς που δεν είχε στερεωθεί και ζητούσε απεγνωσμένα διεθνή στηρίγματα. Άλλωστε οι Μπολσεβίκοι – κατά την μαρτυρία του Γ. Κορδάτου – έστειλαν στην Αθήνα σημαντικό εκπρόσωπό τους αλλά κανείς σημαντικός πολιτικός μας δεν καταδέχτηκε να τον συναντήσει. Θέμα ιδεολογικών αρχών. Αλλ’ όταν κάνεις πόλεμο, δεν διαλέγεις φίλους. Συμμαχείς και με το διάβολο. Αυτό τουλάχιστον μας δίδαξε η «συμμαχία» Τσώρτσιλ – Στάλιν.
Το «ξεφλούδισμα της αγκινάρας»
Ο ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΣ Πόλεμος δεν είναι απλώς μία κρίση αλλ’ αλυσίδα κρίσεων. Μόνο που οι αιτιολογικοί κρίκοι δεν συνδέονται παρατακτικά αλλά συμπλεκτικά. Η Ελλάς αρχικά διεξάγει έναν πόλεμο – υπό συνθήκες βαθύτατης πολιτικής κρίσεως – εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που βρίσκεται σε κατάσταση σήψεως. Η παρουσία, όμως, του ελληνικού στρατού στην Ιωνία βοηθά τα εθνικιστικά τουρκικά στοιχεία να βγάλουν τη χώρα τους από το προαιώνιο πολιτικό τέλμα και στη θέση της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του αδύνατου και ανύπαρκτου σουλτάνου Βαχεντίν Μεχμέτ ΣΤ’ (1861 – 1926) να στήσουν τη Νέα Τουρκία του δυναμικού στρατηγού Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ). Οι εθνικιστές θεωρούν κύριο εχθρό τους όχι τον ελληνικό στρατό αλλά τον Ελληνισμό. Στην προσπάθειά τους να διώξουν τους Έλληνες (στρατό και γηγενείς) από τη Μ. Ασία, διοχετεύουν όλες τις δυνάμεις προς Δυσμάς, κυρίως προς την Ιωνία, κι άφησαν στρατιωτικώς ακάλυπτη την Ανατολή. Έτσι την ώρα που οι κεμαλικές δυνάμεις ρίχνουν τους Έλληνες στη θάλασσα, οι Άγγλοι ανενόχλητοι καταλαμβάνουν τις πετρελαιοφόρες περιοχές της Μοσούλης! (Η κατάληψη νομιμοποιήθηκε αργότερα με απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης). Έλληνες και Τούρκοι πίστεψαν ότι πολεμούσαν για μια ιδέα. Οι Έλληνες για την απελευθέρωση των αρχαίων πατρίδων και κοιτίδων του Ελληνισμού, οι Τούρκοι ότι πολεμούσαν για την υπεράσπιση της μητέρας πατρίδας. Και οι δύο λαοί πολέμησαν – χωρίς να το ξέρουν για το πετρέλαιο. Το πετρέλαιο είναι πολυτιμότερο από το αίμα των λαών. Εξάλλου, αίμα πολλοί προσφέρουν δωρεάν πετρέλαιο ουδείς.
Ο μικρασιατικός πόλεμος έχει μυρωδιά πετρελαίου. Στην όλη εξέλιξη και διεξαγωγή του αυτό που προείχε ήταν το συμφέρον των μεγάλων εταιριών πετρελαίου. Αυτές ήσαν οι αφανείς πρωταγωνιστές, μια και πολλοί από τους επιφανείς πολιτικούς της εποχής ήσαν μέλη ή ενεργούμενα των εταιριών αυτών. Άλλωστε και ο Μεγάλος Πόλεμος – ανεξάρτητα από αφορμές και μικρές αιτίες – ξεκίνησε από το «ξεφλούδισμα της Αγκινάρας», όπως είχε ονομαστεί στη διεθνή πολιτική η – πρακτική της υφαρπαγής εδαφών ή πηγών πλούτου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Μόνο που τώρα στο «ξεφλούδισμα» – πέρα από τις παραδοσιακές Δυνάμεις – μπαίνουν και δύο νέοι οικονομικοί γίγαντες: Γερμανία και ΗΠΑ. Ενδεικτική ήταν μια δήλωση Αμερικανού πολιτικού προ του Πολέμου: «Η Τουρκία αποτελεί ουσιαστικά παρθένο έδαφος για τις αμερικανικές επιχειρήσεις και την αμερικανική εκμετάλλευση. Οι Τούρκοι θέλουν εμάς τους Αμερικανούς, γιατί πιστεύουν ότι οι επιχειρήσεις μας δεν συνδέονται με πολιτικούς σκοπούς». Ο Ροκφέλερ είναι ο πρώτος που συλλαμβάνει την ιδέα κατασκευής αγωγού πετρελαίου.
Όμως από τα τέλη του περασμένου αιώνα οι Σουλτάνοι έχουν έναν φιλογερμανικό προσανατολισμό. Η Τουρκία δένεται οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά στο άρμα της Γερμανίας, η οποία εγγυάται την ακεραιότητα και την οικονομική ανάπτυξή της. Οι δύο ανερχόμενες οικονομικές δυνάμεις δίνουν στους Τούρκους δυνατότητα πολιτικών ελιγμών. Το 1898 ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ υπόσχεται στον Αμερικανό ναύαρχο Τσέστερ και τον Κάιζερ Γουλιέλμο τα πετρέλαια της Μεσοποταμίας. Μετά το ταξίδι του Γουλιέλμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (έφθασε μέχρι Ιερουσαλήμ και συγκέντρωσε μύριους καλλιτεχνικούς θησαυρούς) η Deutsche Bank γίνεται ο ουσιαστικός κυβερνήτης της Τουρκίας. Γερμανοί αξιωματικοί (φον ντερ Γκολτς, Λίμαν φον Σάντερς) οργανώνουν τον τουρκικό στρατό, Γερμανοί κεφαλαιούχοι κάνουν επενδύσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατασκευάζουν τη σιδηροδρομική γραμμή από Νικομήδεια (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη) έως Βαγδάτη. Το Βερολίνο διατυμπανίζει τη γραμμή των «Τριών Βήτα»: Βερολίνο, Βυζάντιο, Βαγδάτη.
Για να υπονομεύσουν τη γερμανική διείσδυση Γάλλοι, αλλά κυρίως Άγγλοι, υποθάλπουν τον εθνικισμό των υποτεταγμένων στους Τούρκους λαών: Αράβων, Κούρδων, Αρμενίων. Μέσα σ’ αυτές τις οικονομικο-πολιτικές ίντριγκες εμπλέκεται και το ελληνικό στοιχείο.
Μπορεί βέβαια τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις μεγάλες τράπεζες να είχαν στα χέρια τους ξένοι κεφαλαιούχοι, όμως το ελληνικό και δευτερευόντως το αρμενικό στοιχείο είχαν στα χέρια τους την υπόλοιπη οικονομία. Το ελληνικό στοιχείο μάλιστα όσο ανέβαινε οικονομικά, είχε φιλοδοξίες κυριαρχίας όχι μόνο επί της αγοράς αλλά και επί της κοινωνικής και πνευματικής ζωής[46]. Κι ακόμη όραμα υποκατάστασης της Οθωμανικής από νέα ελληνική αυτοκρατορία. Γι’ αυτό και το ξένο επιχειρηματικό στοιχείο ενοχλήθηκε από την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη στις 2/15 Μαΐου 1919. Τα αισθήματα των ξένων εκφράζει παραστατικά, μετά την ήττα του στρατού μας, ένας ξένος εμπορικός αντιπρόσωπος: «Στην κυρίως Ελλάδα υπάρχουν λίγες ξένες εταιρίες. Διώχτε από εδώ τους Έλληνες κι αφήστε εμάς να εκμεταλλευθούμε τους Τούρκους». Άρα, το διώξιμο του ελληνικού στοιχείου, δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του τουρκικού φανατισμού αλλά αποτέλεσμα ξένου οικονομικού σχεδιασμού.
«Οι Τρεις Αδελφές»
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ επιφανειακά και σε επίπεδο θυμάτων και πτωμάτων ήταν όντως πόλεμος Ελλάδος – Τουρκίας, στο βάθος ήταν πόλεμος ανάμεσα σε τρεις εταιρίες πετρελαίου: της αμερικανικής Standar Oil, της αγγλο- ολλανδικής Royal Dutsch Shell και ενός ισχυρού ομίλου γαλλικών κεφαλαίων. Σωστά, λοιπόν, ονομάστηκε η μικρασιατική εμπλοκή σαν «Πόλεμος των Τριών Αδελφών», ήτοι των τριών αδελφών πετρελαίου. Την ώρα που η Ελλάς διευρύνει τον πόλεμο κατά του Κεμάλ (Ιούλιος 1920), αποκαλύπτεται πως Αγγλία και Γαλλία με μυστική συμφωνία στο Σαν Ρέμο είχαν μοιράσει μεταξύ τους τα πετρέλαια της Τουρκίας. Η διεύρυνση των πολεμικών επιχειρήσεων δεν ήταν αποτέλεσμα επιτελικού σχεδιασμού, αλλά ξένων οικονομικών αναγκαιοτήτων. Μετά τον φαινομενικό διπλωματικό θρίαμβο του Βενιζέλου στη Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) οι εφημερίδες της Άγκυρας προειδοποιούσαν τους Γάλλους και Ιταλούς, πως αν δεν πήγαιναν με τον Κεμάλ, «θα πάθουν χειρότερα». Κι επειδή ο Κεμάλ σχεδίαζε να επιτεθεί κατά των Άγγλων στη Νικομήδεια, το συμμαχικό συμβούλιο έδωσε «πράσινο φως» στον Βενιζέλο να διευρύνει τις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο ελληνικός στρατός με πρωτοφανή ευκολία κατέλαβε την Προύσα. Και όταν οι πολεμικές επιτυχίες των Ελλήνων συνεχίστηκαν πέρα από το προσδοκώμενο, τότε γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά στρατεύματα στήθηκαν μπρος στους Έλληνες και ανέκοψαν την προέλασή τους. Η Ελλάς έπρεπε να πολεμά σύμφωνα με τις δικές τους υπαγορεύσεις.
Η Ελλάς πολεμούσε για τους Συμμάχους της και οι Σύμμαχοι εναντίον της Ελλάδος. Μετά την εκλογική αποτυχία του Βενιζέλου και την άνοδο των βασιλικών, δεν τηρούνται ούτε τα προσχήματα. Ο Γάλλος υπουργός των εξωτερικών Αριστείδης Μπριάν δήλωνε κυνικά, πως δεν έβλεπε κανένα λόγο να μένουν Γάλλοι στρατιώτες στην Κιλικία για χάρη του Κωνσταντίνου, που είχε σκοτώσει Γάλλους ναύτες τον Νοέμβριο του 1916. Ο Κωνσταντίνος, όμως, προτού φθάσει – μετά το δημοψήφισμα – στην Ελλάδα, είχε ακούσει τις εμπιστευτικές υποδείξεις του Άγγλου πρεσβευτή στη Βέρνη και πήρε τη διαβεβαίωση πως η Αγγλία θα τον υποστήριζε, αν συνέχιζε την πολιτική του Βενιζέλου! Αυτό εξηγεί το γιατί η αντιβενιζελική παράταξη που κέρδισε τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 με κύριο σύνθημα τον άμεσο τερματισμό του πολέμου, όχι μόνο τον συνέχισε αλλά και τον επεξέτεινε. Ο Νικόλαος Στράτος βρήκε και το κατάλληλο δικαιολογητικό φραστικό σχήμα: «Εκπεράτωσις και επαύξησις του έργου».
Το «έργο» αυτό εξυπηρετούσε τους συμμάχους για να υποχρεώσουν τον Κεμάλ να υπογράψει επωφελείς γι’ αυτούς συμβάσεις. Έτσι μετά τις ιταλικές συμφωνίες και το γαλλοτουρκικό σύμφωνο Φρανκλέν – Μπουγιόν (20 Οκτωβρίου (ν.η) 1921) οι ελληνικές θέσεις άρχισαν να κτυπιούνται από οβίδες και αεροπλάνα που παρεχώρησαν οι Γάλλοι «σύμμαχοι» στους κεμαλικούς. Οι κερδοφόρες συμμαχικές συμφωνίες σφραγίστηκαν με ελληνικό αίμα. Κι όχι μόνο ελληνικό αλλά και αρμενικό. Ο διάσημος Μαικήνας, ο «κύριος 5%», ο Αρμένιος επιχειρηματίας Calouste Sarkis Gulbenkian (1869 – 1955), ο άνθρωπος που είχε υπό την εκμετάλλευσή του το υπέδαφος της περιοχής Μοσούλης εκχώρησε τα δικαιώματά του στο «ιρακινό» κονσόρτσιουμ, στο οποίο συμμετείχαν συμμετείχαν οι εξής «ιρακινές» χώρες: Γαλλία, Κάτω χώρες και ΗΠΑ! Αυτός κράτησε μόνο το ταπεινό 5% επί των κερδών. Έκτοτε αφιερώθηκε στην αγορά έργων τέχνης. Το αίμα των Αρμενίων και των Ελλήνων διευκόλυνε τέτοιες επωφελείς και κοινωφελείς επενδύσεις!
Η Συνθήκη του Αλεξαντροπόλ: το προοιμιο της συμφωνίας Ρίμπεντροφ – Μολότωφ
Η ΣΥΝΘΗΚΗ του Αλεξαντροπόλ (18 Νοεμβρίου – 2 Δεκεμ- βρίου 1920) μεταξύ Σοβιετικών και κεμαλικών επισφραγίζει τη θλιβερή μοίρα του αρχαίου λαού της Αρμενίας. Οι Τούρκοι παίρνουν το Καρς και Αρδαχάν και οι Σοβιετικοί κρατούν το Βατούμ. Από διπλωματική άποψη θεωρείται η συνθήκη αυτή σαν η πρώτη διπλωματική επιτυχία των Σοβιετικών, διότι έσπασαν όντως τον διπλωματικό αποκλεισμό που τους είχαν επιβάλει οι Δυτικοί. Στην ουσία, όμως, πρόκειται για την πρώτη ηθική ήττα του ρομαντικού επαναστατισμού. Ο μπολσεβικικός ρεαλισμός ανοίγει το δρόμο για τον μπολσεβικικό αμοραλισμό, που σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο θα οδηγήσει στο σύμφωνο Ρίμπεντροφ – Μολότωφ. Οι Σοβιετικοί συμμαχούν με έναν στρατιωτικού τύπου φασιστή ηγέτη, πράγμα που θα αποτελέσει πάγια τακτική της εξωτερικής πολιτικής των Σοβιετικών έως τις μέρες μας: να συμμαχούν με όλους τους φασίστες στρατιωτικούς του Τρίτου Κόσμου εν ονόματι του σοσιαλιστικού ιδεώδους! Ούτε μπορούν να προφασισθούν άγνοια. Ο Κεμάλ, άλλωστε, δεν άφηνε κανένα περιθώριο για δικαιολογίες. Δεν υποσχέθηκε καμιά ελευθερία, ούτε ισοτιμία στους λαούς της Μ. Ασίας που ζούσαν εκεί χιλιάδες χρόνια πριν από την άφιξη των τουρκικών ορδών. Απεναντίας υποσχέθηκε εξόντωση. Η Συνθήκη του Αλεξαντροπόλ είναι ένα χαρτί βουτηγμένο στο αίμα 1,5 εκατ. σφαγιασμένων Αρμενίων και 250.000 Ελληνοποντίων. Αυτό το αιματόβρεχτο έγγραφο λύνει τα χέρια του Κεμάλ. Με καλυμμένα τα νώτα και ενισχυόμενος – φυσικά με το αζημίωτο – από τους Σοβιετικούς στρέφεται απερίσπαστος κατά του υπόλοιπου αυτόχθονος πληθυσμού, του Ελληνισμού, με σύνθημα: «Όλοι κατά Γιουνάν», «Θάνατος και στον τελευταίο Γιουνάν», Γιουνάν, δηλαδή Ίωνες, είναι οι Έλληνες.
Αυτό που ο Λένιν ονόμαζε «διαλεκτικά άλματα» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά πολιτικοί σαλτιμπαγκισμοί που συνιστούσαν αποτυχία του επαναστατικού του πειράματος. Επειδή η θεωρία του δεν επαληθεύθηκε στις χώρες του ώριμου καπιταλισμού, επεδίωξε την εμπραγμάτωσή της σε χώρες φεουδαρχικές ή ημιφεουδαρχικές. Και δεν διαψεύστηκε. Διαψεύστηκε, όμως, η μαρξική θεωρία. O εφαρμοσμένος λενινισμός δεν είχε καμιά σχέση με το σοσιαλισμό. Ήταν μια μορφή εξουσίας – «ένα ραβδί και τίποτε παραπάνω», όπως έλεγε ο Λένιν – που έδινε το μοντέλο απολυταρχικής εξουσίας σε φιλόδοξους στρατιωτικούς να επιβάλλουν λαϊκιστικές μορφές αυταρχικής εξουσίας σε μια σειρά χώρες, όπου κοινωνική πρωτοπορία δεν ήταν η ανύπαρκτη εργατική τάξη αλλά ο … στρατός! Έτσι, με τη Συνθήκη του Αλεξαντροπόλ εγκαινιάζεται η συνεργασία της Σοβιετικής εξουσίας με τα περισσότερα στρατιωτικά καθεστώτα, άλλοτε εμφανώς και άλλοτε αφανώς, όπως έγινε με την περίπτωση των Απριλιανών δικτατόρων.
Η εμπλοκή του ΚΚΕ στη μικρασιατική τραγωδία
ΜΕΣΑ σε αυτή τη διελκυστίνδα των αντιφερομένων και αλληλοσυγκρουομένων συμφερόντων εμπλέκεται και συμπλέκεται το αρτισύστατο ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό – Εργατικό Κόμμα Ελλάδος), το μετέπειτα ΚΚΕ. Οι Έλληνες κομμουνιστές για λόγους αρχής είχαν απαρχής αντιταχθεί και στην ουκρανική και την μικρασιατική εκστρατεία, την οποία είχαν χαρακτηρίσει σαν τυχοδιωκτική περιπέτεια. Δεν είχαν όμως, αξιόλογη πολιτική δύναμη ώστε να επηρεάσουν αυτοδυνάμως τις πολιτικές εξελίξεις. Η οποιαδήποτε ευθύνη τους για την αρνητική εξέλιξη του πολέμου δεν βαρύνει τους ίδιους, όσο την πολιτική ηγεσία των αστικών κομμάτων που μεγιστοποίησε με μια σειρά λαθών το ρόλο του ΣΕΚΕ. Είναι ενδεικτικό ότι η αστυνομική διεύθυνση που παρακολούθησε τις πρώτες ολιγοπρόσωπες συνδιασκέψεις του πολιτικού αυτού οργανισμού είχε την εντύπωση ότι πρόκειται περί θρησκευτικού σωματείου! Άλλωστε δεν έλειπαν οι εικόνες του Χριστού και των Αγίων! Τα πιο σοβαρά λάθη αρχίζουν με μια δήλωση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ύστερα από την εκδήλωση των πρώτων εργατικών απεργιών που άρχισαν μόλις έληξε ο Παγκόσμιος Πόλεμος. Εκνευρισμένος ο Βενιζέλος έκανε το 1919 μια δήλωση που ωφέλησε αφάνταστα το ελάχιστα γνωστό τότε ΣΕΚΕ και τον περιορισμένης κυκλοφορίας «Ριζοσπάστη». Συγκεκριμένα, απευθυνόμενος προς τους εργάτες, είπε επί λέξει ότι όφειλαν να εκλέξουν: «Η εμέ ή τον Μπεναρόγιαν».
Ο Αβραάμ Μπεναρόγιας ήταν παλαίμαχος Εβραίος συνδικαλιστής, επιφανές στέλεχος της «φεντερασιόν» Θεσσαλονίκης και ιδρυτικό μέλος του ΣΕΚΕ. Ήταν, όμως, άγνωστος στο ευρύ κοινό. Αλλά ο παγκοσμίου φήμης Κρητικός πολιτικός, ο γνωστός για την επιδεξιότητά του, με την παρορμητική αδεξιότητά του, ανέσυρε τον Μπεναρόγια από την αφάνεια και τον πρόβαλε σαν ισότιμο αντίπαλό του! Όπως γράφει στο βιβλίο του τα «Παρασκήνια του ΚΚΕ» (Αθήνα 1953), ο μετέπειτα Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ και πιο αργότερα σφοδρός πολέμιός του Ελευθέριος Σταυρίδης, αυτή η δήλωση έκανε όλους τους Έλληνες και περισσότερο τους εργάτες να αναρωτηθούν τι είναι και τι εκπροσωπεί αυτός το Μπεναρόγιας, ώστε να μπαίνει το δίλημμα, αν πρέπει να εκλέξουν αυτόν ή τον τρισένδοξο πολιτικό, τον δημιουργό της Μεγάλης Ελλάδος των Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών. «Και τα πλήθη επληροφορούντο ότι διά να μάθουν τι εκπροσωπεί ο Μπεναρόγιας, ο οποίος ήτο ήδη εξόριστος υπό της Αστυνομίας εις Φολέγανδρον, έπρεπε να μάθουν τι είναι το Σοσιαλεργατικόν κόμμα και διά να το μάθουν αυτό πρέπει να διαβάζουν τον … «Ριζοσπάστη»! Ομολογώ – γράφει ο Σταυρίδης – ότι δεν γνωρίζω μεγαλύτερην γκάφφαν[47], από απόψεως θεωρίας της προπαγάνδας, από το σφάλμα αυτό του Βενιζέλου» (σελ. 30).
Γκαφών συνέχεια
ΜΙΑ ΙΔΙΟΠΑΘΗΣ μακράς διαρκείας ψυχοπαθολογική κρίση της πολιτικής μας ζωής έγκειται στο εξής: ο Έλλην θεωρεί σαν πατρίδα το κόμμα του. Ο «κομματικός πατριωτισμός» υπερισχύει του εθνικού πατριωτισμού. Ο κομματισμός, για τον οποίο πρέπει μονίμως να ανησυχούν οι λεπτοστόμαχοι δανδήδες του πνεύματος, που οψίμως ανεκάλυψαν τον κίνδυνο του εθνικισμού στην Ελλάδα, επέτρεψε ένα παρά φύσιν «παραφούσκωμα» του ΣΕΚΕ. Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, επειδή οι αντιβινιζελικοί δεν τολμούσαν, λόγω τρομοκρατίας, να κάνουν ανοικτές συγκεντρώσεις, ενίσχυαν με τον όγκο τους τις συγκεντρώσεις του ΣΕΚΕ. Τη μεγάλη συγκέντρωσή του στην Πλατεία του Δημαρχείου, στην οποία μίλησε ο δικηγόρος Ευάγγελος Παπαναστασίου, παρακολούθησαν από την είσοδο της Εθνικής Τραπέζης τα επίλεκτα στελέχη της αντιβενιζελικής παρατάξεως Γ. Βλάχος, Κρανιωτάκης και παραπέρα ο Θ. Νικολούδης, οι οποίοι, κατά τη μαρτυρία του Γ. Κορδάτου, ήσαν χαρούμενοι και δύο τρεις φορές χειροκρότησαν τον ρήτορα» (Βλ. «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος», τομ. Ε ́ σ. 544). Ακολούθως σχηματίστηκε διαδήλωση 50.000 ατόμων. «Δεν ήταν όμως κομμουνιστές όλοι. Ήταν αντιβενιζελικοί», παρατηρεί ο Κορδάτος. Η διαδήλωση τράβηξε προς το Σύνταγμα, κατά μήκος των οδών Σταδίου και Αιόλου. Γράφει ο Κορδάτος: «Μερικές μάλιστα κυρίες από τα μπαλκόνια των ξενοδοχείων της Πλατείας Συντάγματος «έραιναν με άνθη» τους διαδηλωτές και ήταν γελαστές και χαρούμενες. Φώναζαν μάλιστα «μπράβο παιδιά. Σφυρί δρεπάνι». Φυσικά ήταν φανατικές βασιλικές» (σελ. 514, υποσ.).
Τα ίδια απαραλλάκτως γράφει και ο Ελ. Σταυρίδης, που ήταν με τους επικεφαλής του συλλαλητηρίου. Όταν η πορεία έφθασε στο σημείο που καμπυλούται η οδός Σταδίου και βγαίνει στο Σύνταγμα, ο Σταυρίδης, ανέβηκε σε μια καρέκλα, μπρος στο παλιό καπνοπωλείο του οίκουΒάρκα, και κοίταξε πίσω. Όλη η Σταδίου γεμάτη! Και εξακολουθούσε να βγαίνει ακόμη κόσμος από την Ομόνοια, τα Χαυτεία, την Αιόλου. Προς στιγμή αναρωτήθηκε: αν όλοι αυτοί είναι κομμουνιστές, «τότε πολύ γρήγορα θα καταλάβομεν την εξουσίαν». Αμέσως, όμως, βγήκε από την πλάνη. Οι διαδηλωτές φώναζαν «κάτω ο πόλεμος» και «κάτω ο Βενιζέλος», ενώ τα κομμουνιστικά συνθήματα είχαν περιορισμένη απήχηση. Οι κυρίες της αριστοκρατίας πάνω από τους εξώστες των μεγάρων και μεγάλων ξενοδοχείων πετούσαν λουλούδια. Γράφει ο Σταυρίδης: «Και απορούντες διηρωτώμεθα:
– Πότε έγιναν κομμουνίστριες αυτές από τα μέγαρα;» (σελ. 37-38).
Ο ρόλος του ΚΚΕ στη διεξαγωγή του πολέμου
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ του ΚΚΕ στη διαμόρφωση των πολεμικών εξελίξεων ήταν σημαντική, όχι λόγω της σημαντικότητάς του, αλλά λόγω της πολιτικής μυωπίας και αβελτηρίας της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας μας. Επιστράτευσε κομμουνιστές τους οποίους έστειλε στο μέτωπο και μάλιστα σε θέσεις – κλειδιά. Μεταξύ αυτών και τον εμπειρότατο και οργανωτικότατο Σταυρίδη. Αυτός χωρίς σύνδεση με την ηγεσία του κόμματος, με υποτυπώδη διασύνδεση και ελάχιστα στελέχη δημιούργησε ως λοχίας σιτιστής έναν τέλειο προπαγανδιστικό μηχανισμό, έθεσε υπό τον έλεγχό του όλα τα τηλέφωνα του Νοτίου Συγκροτήματος, με αποτέλεσμα να έχει αυτός ταχύτερη επικοινωνία με τα κατά τόπους κομματικά στελέχη παρά το Επιτελείο της Στρατιάς με τα μαχόμενα τμήματα. Όλα τα τηλεφωνικά κέντρα είχαν περιέλθει στα χέρια κομμουνιστών αξιωματικών, υπαξιωματικών και στρατιωτών, που κατευθύνονταν από τον παράνομο μηχανισμό του Σταυρίδη. Ίσως γι’ αυτό, όταν εκδηλώθηκε η μοιραία επίθεση του Κεμάλ (13 (π.π.) Αυγού στου 1922), δεν έφθασαν ποτέ ή δεν έφθασαν εγκαίρως οι κατάλληλες διαταγές στα μαχόμενα τμήματα, τα οποία δεν ήξεραν προς τα πού να κινηθούν και πώς να ενεργήσουν. Κυνικότατα ο Σταυρίδης ομολογεί:
«Ασφαλώς δε, επειδή η δράσις μας είχε ενταθή εις το Νότιον Συγκρότημα, διά τούτο και η κατάρρευσις του μετώπου προήλθεν από το τελευταίον αυτό και όχι από το Βόρειον».
Βεβαίως αναγνωρίζει ότι υπάρχουν και άλλες αιτίες που προκάλεσαν τη στρατιωτική διάλυση, αλλά θεωρεί το ρόλο του μικρού κομμουνιστικού πυρήνα καθοριστικό:
«Το ότι, όμως, κατέρρευσε το Νότιον και όχι το Βόρειον συγκρότημα, τούτο είναι έργον ασφαλώς του ΚΚΕ, δηλαδή έργον της εντατικής εις το συγκρότημα αυτό δράσεώς του» (Ένθ. αν. σελ. 64).
Τα τραίνα του μετώπου υπό τον έλεγχο του ΚΚΕ
ΤΟΝ κομμουνιστικό πυρήνα, που δρούσε στο μικρασιατικό μέτωπο, ενίσχυσε η κυβέρνηση Γούναρη με μια πρωτοφανή σε μέγεθος πολιτική ανοησία: παρέδωσε τα τραίνα του μετώπου στους κομμουνιστές. Ιδού πώς:
«Απλούστατα, οι σιδηροδρομικοί απήργησαν εις τους ΣΕΚ, ζητούντες αύξησιν μισθών και προβάλλοντες άλλα οικονομικά αιτήματα. Το κράτος με την συνήθη επιπολαιότητα, με την οποία αντιμετωπίζει τα προβλήματα των κοινωνικών ιδίως αντιθέσεων, εξέδωσε διάταγμα επιστρατεύσεως των απεργών. Και επειδή, παρά το διάταγμα, πολλοί δεν προσήλθαν να εργασθούν, συνέλαβε τριακόσιους σιδηροδρομικούς και προς επιβολήν εις αυτούς ποινής τους έστειλεν εις το μέτωπον, εις τους σιδηροδρόμους της Μ. Ασίας! Και επήρεν άλλους από εκεί διά τους ΣΕΚ. Αλλ’ όταν το ίδιον το Κράτος θεωρεί την αποστολήν εις το μέτωπον όχι “τιμήν αλλά ποινήν”, πώς θέλετε να την θεωρούν οι εις αυτό αποστελλόμενοι, οι αποσπώμενοι από τας οικογένειάς των, απλώς διότι εζήτησαν δικαίως, κατ’ αυτούς, αύξησιν μισθών; Αρκετοί εκ των 300 αυτών ήσαν κομμουνιστές, ηγούντο άλλωστε της απεργίας των ΣΕΚ. Αλλά και όσοι δεν ήσαν, μετά την επιβληθείσαν εις αυτούς “ποινήν” της αποστολής εις το μέτωπον, έγιναν κομμουνισταί, ή τουλάχιστον συμπαθούντες, αγανακτήσαντες και επαναστατήσαντες ψυχικώς διά την έναντι αυτών συμπεριφοράν». (Σταυρίδη: Ένθ. αν. σ. 65-66).
Και ιδού αμέσως τα αποτελέσματα, όπως τα περιγράφει λεπτομερώς ο Σταυρίδης:
«Οι 300 σιδηροδρομικοί εις το μέτωπον, όχι μόνον έγιναν άριστοι σύνδεσμοι μεταξύ των ομάδων των κομμουνιστών εις το μέτωπον, όχι μόνο μετέφερον πανταχού προπαγανδιστικόν υλικόν, εφημερίδας, “μπροσούρες”, αλλά και λιποτάκτας εβοήθουν πολλούς και ταξίδια κομμουνιστικών στελεχών μεταξύ των μονάδων ή και της Σμύρνης, κρύπτοντες αυτά μέσα εις τα βαγόνια ή υπό στολάς σιδηροδρομικών υπαλλήλων, διά να εκφεύγουν τον έλεγχον των κατά τόπους φρουραρχείων. Έφθασε το πράγμα εις σημείον ώστε η Στρατιά Μικράς Ασίας να έχει εις τα χαρτιά της 60.000 λιποτάκτας! Οι πλείστοι εξ αυτών είχαν σταλεί ήδη εις την Ελλάδα με τα επίτακτα πλοία, όπου υπήρχον ναύται κομμουνιστές. Αλλά μεγάλας υπηρεσίας προσέφερεν εις τον Κομμουνισμόν, ιδίως διά την μεταφοράν του “Ριζοσπάστη”, της “Κομμουνιστικής Επιθεωρήσεως” και των “μπροσουρών” το νοσοκομειακόν πλοίον “Ελση” μέσα εις το οποίον υπηρέτουν εις (= ένας) κομμουνιστής ιατρός και μερικαί νοσοκόμοι κομμουνίστριαι. Τα στρώματα των κρεββατιών πάντοτε κάτι έκρυπτον» (σελ. 66).
Φυσικά, τα έντυπα αυτά έφθαναν μέχρι τον Κεμάλ. Χώρος υποδοχής ήταν η ΚΠολη. «Εκεί, όπως γράφει ο Κορδάτος, οι πράκτορες του Κεμάλ, φωτοτυπούσαν σε μικρότερο σχήμα τις αθηναϊκές εφημερίδες που είχαν άρθρα αντικυβερνητικά, έβγαζαν κλισέ και αφού τύπωναν πολλά φύλλα, τα έστελναν στον Κεμάλ, και αυτός με τα αεροπλάνα του τα έρριχνε στο ελληνικό μέτωπο». (Ενθ. αν. τομ. Ε’, σελ. 572, υποσημ.). Εξυπακούεται ότι τα έντυπα αυτά δεν ήσαν μόνο κομμουνιστικά. Στην ΚΠολη οι Βενιζελικοί αξιωματικοί, με επικεφαλής τον Γ. Κονδύλη, είχαν συμπήξει το «Κέντρον Εθνικής Αμύνης» με πράκτορες στην Αθήνα, Παρίσι, Λονδίνο και αντιπολιτεύονταν ανοικτά τη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών. Τα έντυπα των αντιβενιζελικών έγιναν θαυμάσιο προπαγανδιστικό υλικό για τον Κεμάλ. Στην επίσημη μάλιστα εφημερίδα του δημοσιεύτηκε φωτογραφία του Γ. Κονδύλη με την λεζάντα: «Ο συνταγματάρχης Κονδύλης, σύμμαχος του Κεμάλ». Αν συνεπώς χάσαμε τον πόλεμο στη Μ. Ασία, δεν φταίει μόνο η κρίση, αλλά και η ακρισία. Η Ελλάς, πάντα βρίσκει τρόπους να βγαίνει από την κρίση. Από την ακρισία ποτέ.
Ψυχολογική ήττα
ΟΛΑ ΑΥΤΑ δείχνουν ότι η Ελλάς δεν μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο, όχι γιατί υστερούσε στρατιωτικά, αριθμητικά, οικονομικά. Απλούστατα, προτού χάσει τον πόλεμο στο πεδίο της μάχης, τον έχασε στο εσωτερικό μέτωπο. Μπήκε στον πόλεμο διχασμένη και παρέμενε μέχρι το τέλος διχασμέ νη. Επιπλέον, μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, κανείς από τους 18 ηγέτες του αντιβενιζελισμού δεν είχε στόφα ηγήτορα. Ήσαν οι περισσότεροι ευπρεπείς πολιτικοί που θα διεκρίνοντο ως επαρκείς υπουργοί σε περιόδους ειρήνης, αλλά ήσαν εντελώς ακατάλληλοι για διεξαγωγή πολέμου. Δεν ήσαν ικανοί να εμπνεύσουν. Πολύ περισσότερο, κανείς δεν ήταν ικανός να αντιπαραταχθεί στον Κεμάλ. Ο μόνος που θα μπορούσε να ομοψυχοποιήσει, λαό και στρατό, ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που ως ηγήτωρ ήταν περισσότερο επιβλητικός από τον Κεμάλ. Δυστυχώς, λόγω σοβαρής ασθένειας[48], ο Κωνσταντίνος δεν είναι πια ο Κωνσταντίνος των Βαλκανικών. Είναι σκιά του παλιού εαυτού του. Επιπλέον, δεν έχει το παλιό λαμπρό επιτελείο του. Ο ικανότερος των επιτελών – συνεργατών του, ο Ι. Μεταξάς, είναι αντίθετος προς τη διεξαγωγή του πολέμου. Δεν πιστεύει στη νίκη, αλλά στην ήττα.
Κι αυτό δεν το πίστευε μόνο ο Μεταξάς. Το πίστευε μεγάλο μέρος του λαού και του στρατού. Το πίστευε και η πολιτική ηγεσία, αλλά δέσμια της πολιτικής της, δεν μπορούσε να αποδεσμευθεί από τον Γόρδιο Δεσμό του μικρασιατικού πολέμου. Φυσικό είναι, όποιος πιστεύει στην ήττα, να ηττηθεί. Έτσι, πριν επέλθει η στρατιωτική ήττα, είχε προηγηθεί η ψυχολογική. Οι στρατιώτες δεν ήξεραν πού πήγαιναν και πού έφθαναν. Στρατιωτική και πολιτική ηγεσία δεν τους έδωσε ένα όραμα, ένα σκοπό. Όταν προέλασαν σε βάθος δεν ήξεραν γιατί πολεμούσαν, για ποιο λόγο βρίσκονταν μακριά από τα σπίτια τους τόσα χρόνια. Πολλοί μιλούν για φυσική εξάντληση. Πρόκειται κυρίως για ηθική εξάντληση. Οι Τούρκοι πολεμούσαν περισσότερα χρόνια, είχαν μεγαλύτερες απώλειες. Ο Κεμάλ, όμως, τους έδωσε ένα πολιτικό όραμα κι ένα σκοπό. Ο δικός μας στρατός, μετά τον πρώτο ενθουσιασμό (απόβαση στη Σμύρνη – προέλαση έως τη γραμμή Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχεια, Αφίον Καραχισάρ), ύστερα από την άσκοπη, άστοχη, πολυαίμακτη εκστρατεία κατά της Άγκυρας (έφθασε έως τα πρόθυρα της), επί ένα χρόνο έμεινε σε απραξία. Μοιραία επακολούθησε η μεμψιμοιρία. Οι στρατιώτες μας ένιωθαν κάτω από την επιρροή μιας «πατσιφιστικής» προπαγάνδας πως ήταν όργανα ξένων συμφερόντων. Αυτό παρέλυε τη μαχητικότητά τους κι ευνοούσε το πνεύμα του «ντεφαιτισμού» (= ηττοπάθειας).
Ήσαν όργανα ξένων συμφερόντων;
ΉΣΑΝ, αλλά αυτό δεν ήταν λόγος να ηττηθούν. Απεναντίας, αν υπήρχε επαρκής πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί το γεγονός αυτό προς όφελος της Ελλάδος. Το γεγονός ότι ο ελληνικός στρατός εκάλυπτε τα νώτα των Άγγλων στην Τρωάδα (Τσανάκ – Καλέ) και με την προέλασή του προωθούσε τα συμφέροντα των Γάλλων, Άγγλων και Αμερικανών, έπρεπε να λειτουργήσει υπέρ ημών. Διότι, όποιος εμπλέκει κάποιον σε πόλεμο, εμπλέκεται. Και αυτός και από την επιδεξιότητα του εμπλεκόμενου εξαρτάται το αν η εμπλοκή θα λειτουργήσει για δικά του ή ξένα συμφέροντα. Ανεξάρτητα από το ποιος στηρίζει ή χρησιμοποιεί το Ισραήλ, εν τούτοις οι Ισραηλινοί είναι αυτοί που χρησιμοποιούν τους πάντες. Το παράδειγμα των Σκοπιανών είναι πιο κοντινό. Όλοι υποστηρίζουμε ότι το «Μακεδονικό κράτος» των Σκοπιανών είναι μια κατασκευή Τίτο. Στη συντήρησή του βοήθησαν πολλοί για να το χρησιμοποιήσουν στην κατάλληλη στιγμή. Τώρα ο Κύρος Γκλιγκόρωφ, με το επιτελείο του ξέρει να χρησιμοποιεί τους πάντες και τα πάντα. Έτσι, αντί να διαλυθεί το δικό του – τάχα αναιμικό κρατίδιο – κινδυνεύουμε να διαλυθούμε εμείς, επειδή την εκάστοτε κρίση αντιμετωπίζουμε με ακρισία. Το ίδιο έγινε με την Μ. Ασία. Αντί να επωφεληθούμε από τις μεγάλες κρίσεις των Μ. Δυνάμεων και να εκπληρώσουμε σ’ ένα minimum τους εθνικούς πόθους, επιτρέψαμε με πολιτική συμπεριφορά μας να εκμεταλλευθούν οι Μεγάλοι- τις μικρές κρίσεις τις δικές μας που έχουμε την τάση να τις μεγιστοποιούμε – και από τον θρίαμβο να καταλήξουμε στην τραγωδία.
Ένας στρατιωτικός ιστορικός, ο υποστράτηγος κ. Γ. Μπακούρος, σε μια πρόσφατη διάλεξή του συνόψισε την μικρασιατική τραγωδία σε μια ιστορικού τύπου μαθηματική εξίσωση: ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ = ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ + ΣΥΜΜΑΧΟΙ + ΚΕΜΑΛ. Αλλά συμπυκνώνοντας ακόμη περισσότερο τη σκέψη του περιορίζεται σε τέσσερις μόνο λέξεις: ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ = ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ. Στο συμπέρασμα αυτό έχει καταλήξει και η άσφαλτη λαϊκή μούσα. Τη χρονιά της καταστροφής μια μοιρολογίστρα της Μάνης, θρηνώντας για κάποιο Μανιατόπουλο που «έδωσε τη γλυκιά ζωή και το λεβέντικο κορμί για της Ελλάδος την τιμή», κλείνει το μοιρολόι της, λέγοντας:
Κατάρα στους πολιτικούς
κι εκείνους τους στρατιωτικούς
που ρίξασι το διχασμό
και στο λαό και στο στρατό…
Μια κρίση (πολιτική, στρατιωτική, οικονομική κ.λπ.) μπορεί να ξεπερασθεί, εάν υπάρχει κρίση, δηλαδή η διανοητική ενέργεια που, εκτιμώντας σωστά, πρόσωπα και καταστάσεις, φθάνει σε λογικά συμπεράσματα και αποφάσεις. Αυτή, όμως, «η μεγάλων αέθλων αγνά κρίσις», όπως θα έλεγε ο Πίνδαρος, πάντοτε έλειπε – και λείπει – από τις πολιτικές αποφάσεις μας, διότι μας λείπει η νηφαλιότητα και πλεονάζει η ευπιστία προς τους ξένους και η δυσπιστία προς τους συνέλληνες. Κατά τη μικρασιατική εκστρατεία ξεχάσαμε την προτροπή του Επιχάρμου: «Νάφε και μέμνασο απιστεί· άρθρα ταύτα φρενών». Που σημαίνει να είσαι νηφάλιος και να δυσπιστείς. Αυτά είναι οι κύριες προϋποθέσεις της ορθοφροσύνης. Όμως δεν είναι δυνατό να υπάρξει νηφαλιότητα όταν στην πολιτική αντιπαλότητα παρεμβάλλεται αίμα. Ίσως η πιο μοιραία στιγμή του μικρασιατικού πολέμου είναι η απόπειρα κατά της ζωής του Ελευθερίου Βενιζέλου στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών του Παρισιού δυο μέρες μετά το διπλωματικό θρίαμβο των Σεβρών (12.8.20) από τους απότακτους αξιωματικούς Τσερέπη και Κοράκη και την επομένη η εκτέλεση – για αντίποινα – του σημαντικότερου ηγέτη της αντιβενιζελικής παράταξης Ίωνα Δραγούμη. Δραγούμης και Βενιζέλος είχαν πολιτικό «όραμα Ανατολής» διαφορετικής συλλήψεως βέβαια – αλλά οπωσδήποτε ήξεραν τι ήθελαν. Ανάμεσά τους υπήρχε οξεία αντίθεση αλλά και σεβασμός. Θα μπορούσαν, εν όψει των τεραστίων εθνικών ευθυνών, να δώσουν τα χέρια. Η εκτέλεση του Ίωνα ισοδυναμούσε με εκτέλεση της Μ. Ασίας.
Από την άλλη η αφελής πίστη προς τις συμμαχικές δυνάμεις, που αντί να στηρίζουν εμάς, υποστήριζαν τον Κεμάλ, γεννούσε στην ψυχή του μαχόμενου γένους μια δυσπιστία προς τις δικές του δυνάμεις που στην τελευταία και κρισιμότερη φάση δεν βρέθηκαν σε πανστρατιά. Τελικά στη Μ. Ασία έφθασε να πολεμά μόνος του ο στρατός μας, χωρίς καν στρατιωτική ηγεσία. Όχι γιατί έλειπαν οι ικανοί αξιωματικοί αλλά γιατί και στο χώρο αυτό εισχώρησε ο αδυσώπητος κομματισμός. Αξιόλογοι αξιωματικοί απομακρύνονταν ή προσέφευγαν στην εθελούσια απομάκρυνση για κομματικούς λόγους. Δεν ήθελαν δηλαδή να υπηρετήσουν την αντίπαλη παράταξη, λησμονώντας ότι έτσι υπηρετούσαν τον Κεμάλ. Ο μόνος που έπιασε το πρόβλημα και διέβλεψε τον κίνδυνο ήταν ο εθνομάρτυς Χρυσόστομος, μητροπολίτης Σμύρνης, που την επαύριο των εκλογών του Νοεμβρίου 1920 κάλεσε τους αξιωματικούς και των δύο παρατάξεων και τους μίλησε ως πραγματικός εθνικός ηγέτης:
«Τέκνα ευλογημένα, οι μεν από υμάς ηρχίσατε έργον μέγα, πατριωτικόν και ένδοξον, υμείς δε οι νεωστί ελθόντες αδελφοί έχετε να το συμπληρώσετε διά να είναι κοινή η υπερηφάνεια και η δόξα και κοινή εφ’ όλων η ευλογία του Θεού και αι ευχαί τόσων μαρτύρων αδελφών μας» (Βλ. Σπ. Λοβέρδου: Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, Αθήναι, 1929, σ. 88).
Δυστυχώς οι συμβουλές του Χρυσοστόμου δεν εισακούσθηκαν. Η ευλογία του Θεού και οι ευχές των μαρτύρων αδελφών της Μικράς Ασίας παραμερίσθηκαν από το κομματικό πάθος. Κομματιασμένη η Ελλάς ρίχνεται στην περιπέτεια του Σαγγαρίου, δέχεται το πλήγμα στο Αφιόν Καραχισάρ, ο κύριος όγκος του στρατού της πέφτει στο σφαγείο της χαράδρας του Αλή Βεράν, η κοσμοξάκουστη Σμύρνη πυρπολείται, χιλιάδες άμαχοι βρίσκουν οικτρό θάνατο. Οι πάντες φεύγουν και μένουν ο Χρυσόστομος και οι Ιεράρχες Κυδωνιών Γρηγόριος, Ζήλων Ευθύμιος, Μοσχονησίων, Αμβρόσιος και Ικονίου Προκόπιος για να κρατήσουν με το μαρτυρικό θάνατό τους ψηλά τη σημαία του Γένους, που την ταπείνωσε η αβελτηρία, το κομματικό πάθος και η δειλία της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας μας.
Το μαρτύριο των ιεραρχών αυτών και εκατοντάδων άλλων κληρικών εξάγνισε το Γένος από τη μιαρότητα. Οι ερινύες που μας καταδίωκαν στη Μ. Ασία μετατράπηκαν σε ευμενίδες, όταν ο προσφυγικός πληθυσμός εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Παραλλάσσοντας τον τίτλο του γνωστού βιβλίου του Τζώρτζ Χόρτον «Η κατάρα της Ασίας», μπορούμε να πούμε ότι η κατάρα της Μ. Ασίας έγινε ευλογία για την Ελλάδα. Χάρη στους πρόσφυγες το βαλκανικό κρατίδιο αρχίζει να γίνεται ευρωπαϊκό κράτος.
Υ.Γ.: Δεν αμαρτήσαμε μόνον εμείς εις βάρος του εαυτού μας στη Μ. Ασία, αμάρτησαν εις βάρος της Ευρώπης και του πολιτισμού και οι Ευρωπαίοι «σύμμαχοί μας. Ενισχύοντας τον Κεμάλ και υπονομεύοντας την Ελλάδα, έδιωξαν τελικά το τελευταίο ίχνος Ευρώπης από την Ασία. Αλλά και σήμερα «οφλισκάνουν μωρίαν» ενισχύοντας παντοιοτρόπως την Τουρκία εις βάρος της Ελλάδος, λησμονώντας την προειδοποίηση που έχει κάνει στα «Memoires» ο μεγάλος συγγραφέας Σατωβριάνδος:
«Το να προτίθεσαι να εκπολιτίσεις την Τουρκία, δίνοντας ατμόπλοια και σιδηροδρόμους, εκπαιδεύοντας το στρατό και το στόλο της, δεν σημαίνει ότι επεκτείνεις τον πολιτισμό στην Ανατολή αλλ’ ότι εισάγεις τη βαρβαρότητα στη Δύση. Μελλοντικοί Ιμπραήμηδες θα μπορούν να οδηγήσουν το μέλλον μας στην εποχή του Καρόλου Μαρτέλ».
Πολλοί βλέποντας την άνιση αυτή μεταχείριση – ευμενή προς την Τουρκία, δυσμενή προς την Ελλάδα – διερωτώνται: προς τι αυτή η εχθρότητα των «συμμάχων» απέναντι σε εμάς, που πάντοτε πολεμήσαμε στο πλευρό τους και χύσαμε αίμα άφθονο για δικά τους συμφέροντα; Η εξήγηση είναι δύσκολη. Ίσως μόνο ο πολιτικός κυνισμός να προσφέρει μια πειστική εξήγηση: Η Ελλάς πρόδωσε πολλές φορές τον εαυτό της αλλ’ ουδέποτε σύμμαχο. Αυτό είναι η τραγωδία και το μεγαλείο της. Η Τουρκία πάντα προδίδει τους πάντες αλλά ποτέ τον εαυτό της. Μια μακιαβελλική – και γι’ αυτό ορθή – θεώρηση της ιστορίας διδάσκει: για να έχεις φίλους, πρέπει να τους προδίδεις. Οι μικροί λαοί τιμωρούνται για τις θυσίες τους, ποτέ για τις προδοσίες τους.
Η όξυνση των εθνικισμών και το Μακεδονικό Ζήτημα
ΣΕ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα κυριάρχησε ως πολιτικό αίτημα η αρχή των εθνοτήτων. Διάφοροι λαοί, δηλαδή, διεκδικούν το δικαίωμα της εθνικής ανεξαρτησίας και ζητούν να σχηματίσουν ανεξάρτητα εθνικά κράτη. Στη Χερσόνησο του Αίμου (που κακώς επικράτησε ν’ αποκαλούμε Βαλκανική) σημειώνονται οι πιο έντονες ζυμώσεις, όχι μόνο διότι το εθνικό πνεύμα είναι ισχυρό και οι λαοί βρίσκονται επί αιώνες κάτω από το δυσβάστακτο τουρκικό ζυγό, αλλά και διότι η περιοχή βρίσκεται «εν τριπλαίς αμαξι τοίς»[49], ελέγχει το τρίστρατο που συνδέει Ανατολή – Δύση, Βορρά – Νότο. Είναι το πιο νευραλγικό σημείο της υφηλίου. Όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής επιδιώκουν να δημιουργήσουν δική τους σφαίρα επιρροής, προσπαθώντας να προσεταιρισθούν τα δημιουργούμενα βαλκανικά κρατίδια, ή να αποσπάσουν εδάφη από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα το ενδιαφέρον της διεθνούς πολιτικής ελκύει η περιοχή, που ονομάζεται Μείζων Μακεδονία. Η περιοχή γίνεται «μήλον της Έριδος» μεταξύ δύο κρατών, του ελληνικού και του αρτισύστατου βουλγαρικού. Βαθμιαία στη διαμάχη παρεμβαίνουν και η Σερβία και η Ρουμανία («κουτσοβλαχικό ζήτημα») αλλά και αλβανικοί εθνικιστικοί πυρήνες. Όσο κι αν η Βαλκανική προσφυώς ονομάστηκε «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης», ωστόσο αυτή διαθέτει το εύφλεκτο υλικό, αλλά τα μίγματα τα φτιάχνουν και τη φωτιά τη βάζουν οι ξένοι.
Το λεγόμενο «Μακεδονικό Ζήτημα», είναι όντως πτυχή του «Ανατολικού Ζητήματος», που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας ανταγωνισμός μεταξύ των τότε Μεγάλων για το ποιος θα καρπωθεί περισσότερα οφέλη από το θάνατο του «Μεγάλου Ασθενή», όπως απεκαλείτο ο Σουλτάνος και η Αυτοκρατορία του. Συνεπώς, η όξυνση των εθνικισμών οφείλεται περισσότερο σε ξένες προπαγάνδες, επιρροές και επεμβάσεις και λιγότερο ανταποκρίνονταν στις πραγματικές ανάγκες των βαλκανικών λαών. Οι μέχρι χθες, όμως, σκλαβωμένοι στον ίδιο δυνάστη λαοί, διαποτισμένοι από το δηλητήριο του εθνικισμού, μισού σαν περισσότερο ο ένας τον άλλο παρά τον Τούρκο κυρίαρχο. Έτσι αντί να ενωθούν σε μια ευρύτερη συμμαχία και ν’ αποτινάξουν την τουρκική κυριαρχία από την υπόλοιπη Βαλκανική, απεδύθησαν σ’ έναν σκληρότατο μεταξύ τους αγώνα που ο απόηχός του θα διαρκέσει και τον επόμενο αιώνα.
Αυτό, λοιπόν, που ονομάζουμε «Μακεδονικό Ζήτημα» δεν είναι κάτι που δημιουργήθηκε από τους λαούς που ζούσαν στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας, δημιουργήθηκε απ’ έξω, εξυπηρετούσε ξένα συμφέροντα, αφορούσε όμως άμεσα τους κατοίκους της περιοχής, γιατί αυτοί έγιναν θύτες και θύματα. Άλλωστε, αγνοούσαν τον όρο «Μακεδόνες» σαν εθνικό προσωνύμιο. Τον όρο χρησιμοποιούσαν πάντα οι μορφωμένοι Έλληνες ή Ελληνίζοντες όχι σαν εθνικό αλλά σαν τοπικό όνομα, κατά την αρχαία παράδοση. Σχεδόν οι περισσότεροι Έλληνες συγγραφείς προσθέτουν δίπλα στ’ όνομά τους τ’ όνομα της πατρίδας τους (Βελεστινλής, Μοισιόδαξ, Δημητριείς, Θεσσαλός, Περαιβός), αλλά κανείς δεν διανοήθηκε να αμφισβητήσει την ελληνικότητά τους.
Το «Μακεδονικό» παίρνει τον ιδιοπαθή χαρακτήρα του από τη στιγμή που εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο των πανσλαβικών σχεδίων. Από το 1762, που ο Προηγούμενος της Μονής του Χιλανδαρίου Παΐσιος έγραψε την «Ιστορία Σλοβενο – Βουλγαρική του λαού των Βουλγάρων, των Τσάρων και των Αγίων»[50] μέχρι το 1840 που τυπώθηκε το βιβλίο του Ροβέρτου Συπριέν «Οι Σλάβοι της Τουρκίας», κανείς στην Ευρώπη δεν ήξερε την ύπαρξη βουλγαρικής εθνότητας. Οι μαθητές του Παΐσιου Βελίνος και Απρίλωφ άρχισαν να προπαγανδίζουν τη «βουλγαρική ιδέα» ανάμεσα στους σλαβοφώνους πληθυσμούς και να δημιουργούν τους πρώτους βουλγαρικούς εθνικιστικούς πυρήνες. Η Ρωσία έσπευσε να εκμεταλλευθεί αυτόν τον εθνικιστικό σπινθήρα και μέσω των πανεπιστημίων και προξενείων της να δημιουργεί τη στρατιά των «αποστόλων» της σλαβικής ιδέας.
Η Ρωσία από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου έως τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853 – 1856) θέλησε να χρησιμοποιήσει σαν όργανα της βαλκανικής και μεσογειακής πολιτικής της τους Έλληνες. Δεν πέτυχε και τώρα στρέφεται προς τους Βουλγάρους. Με ρωσικές προπαγανδιστικές και διπλωματικές ενέργειες σχηματίστηκε το 1870 η Βουλγαρική Εξαρχία (αυτοκέφαλη βουλγαρική εκκλησία) και με προέλαση του ρωσικού στρατού σχηματίστηκε το 1877 η Μεγάλη Βουλγαρία της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, που περιορίστηκε με τη Συνθήκη του Βερολίνου. Ουσιαστικά δημιουργός και της βουλγαρικής εκκλησίας και του βουλγαρικού κράτους είναι ο Ρώσος διπλωμάτης Ιγνάτιεφ.
Μπορεί με τη Συνθήκη του Βερολίνου να περιορίστηκε εδαφικά η νέα Βουλγαρία, δεν περιορίστηκαν όμως οι βουλγαρικές επεκτατικές βλέψεις. Λίγα χρόνια αργότερα (1885) πραξικοπηματικά η Βουλγαρία προσαρτά την Ανατολική Ρωμυλία και εφαρμόζει πρόγραμμα εξόντωσης ή εκρίζωσης του εκεί ακμάζοντος ελληνικού στοιχείου. Όλα τα Ελληνόπουλα ηλικίας 6-12 ετών φοιτούν υποχρεωτικά σε βουλγαρικά σχολεία. Απαγορεύθηκε διά νόμου η χρήση της ελληνικής. Παντού διανέμονται βουλγαρικά αλφαβητάρια, ευαγγέλια και προπαγανδιστικά φυλλάδια. Η βουλγαρική προπαγάνδα έφθασε ακόμη και μέχρι του Πανεπιστημίου Αθηνών!
Παράλληλα άλλοι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί άλλων δυνάμεων (Αυστρίας, Αγγλίας, Ιταλίας, Καθολικής και Προτεσταντικής Εκκλησίας) δημιουργούν στο χώρο της Μακεδονίας, χάρη στο «ιδεολογικό μασσάζ» και χρήματα – φυσικά – νέους ιδιότυπους εθνικισμούς. Δημιουργείται η εθνική αλβανική κίνηση, η κίνηση των «Αρωμούνων» (Κουτσοβλάχων), ενώ παράλληλα δραστηριοποιείται και η Σερβία. Έτσι ένας χώρος που ιστορικά, γεωγραφικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά ανήκε στον Ελληνισμό, διεκδικείται από εκείνους, που πριν από λίγα χρόνια, όταν ανέβαιναν κοινωνικά και μορφωτικά, θεωρούσαν τιμή τους να αποκαλούνται Έλληνες. Τώρα οι εμμένοντες στην ελληνική ιδέα αποκαλούνται από τους σλαβόφρονες «Γραικομάνοι»[51].
Στη σύνθεση του «Μακεδονικού Ζητήματος» πρέπει να προστεθούν και δύο άλλοι παράγοντες: α) Η σοσιαλιστική κίνηση στη Βαλκανική και β) Οι Ντονμέδες. Οι πρώτοι Βαλκάνιοι σοσιαλιστές κατάγονταν, κατά πλειοψηφία, από περιοχές της Μακεδονίας. Αυτοί, αντίθετοι προς τον εθνικισμό, έριξαν πρώτοι την ιδέα μιας αυτόνομης Μακεδονίας, έτσι που όλα τα πληθυσμιακά της στοιχεία (Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι, Βλάχοι, Εβραίοι, κ.ά.) θα ζούσαν μέσα σε μια σοσιαλιστική αρμονία. Οι «ντονμέδες» πάλι ήταν ένα ιδιότυπο πληθυσμιακό στοιχείο που είχε αποκοπεί από τις θρησκευτικές και φυλετικές ρίζες του. Αρχικά ήταν Εβραίοι που είχαν εξισλαμισθεί. Επιζητούσαν την ένταξή τους σε μια νέα εθνότητα μες στην οποία δεν θα ένοιωθαν παρείσακτοι. Έτσι διεδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις εθνογενετικές διαδικασίες της Βαλκανικής, ιδίως της Μακεδονίας. Αυτοί ήσαν ο πυρήνας του νεοτουρκικού εθνισμού. Τα κορυφαία στελέχη της στρατιωτικο – πολιτικής ομάδας που είχε τίτλο «Ένωση – Πρόοδος», όπως ο Βεχή μπέης, ο Εμβέρ μπέης, ο Ταλαάτ πασάς και ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ) ήσαν ντονμέδες. Ντονμές ήταν επίσης και ο Χιλμή πασάς, που το 1904 ανέλαβε να εφαρμόσει το ρωσο – αυστριακό σχέδιο μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία και το 1906 υπέθαλψε τις βουλγαρικές τρομοκρατικές ενέργειες κατά του ελληνικού στοιχείου της Ανατολικής Ρωμυλίας (Αγχίαλος, Φιλιππούπολη, κ.λπ.).
Η οργάνωση των βουλγαρικών κομιτάτων
ΣΕ όλη τη διάρκεια του περασμένου αιώνα το ελληνικό κράτος δεν είχε σχεδιάσει μακεδονική πολιτική. Παρά τα κινήματα του 1835, 1853, 1878, 1896, ο Ελληνισμός της Μακεδονίας στηρίχθηκε αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις. Απεναντίας οι Βούλγαροι, μετά το σχηματισμό τους σε κράτος, σχεδίασαν «μακεδονική πολιτική», την οποία εκφράζει παραστατικά μία φράση του συγγραφέα – διπλωμάτη Offeicoff: «Άνευ της Μακεδονίας το βουλγαρικόν κράτον επί της Χερσονήσου του Αίμου είναι άνευ εννοίας και σημασίας. Η Θεσσαλονίκη πρέπει να αποτελέση την πύλην του κράτους τούτου, το φωτίζον όλον το οικοδόμημα παράθυρον (βλ. Νικ. Β. Βλάχου: «Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητηματος», σ. 27).
Όταν, λοιπόν, οργανώθηκε η βουλγαρική επίθεση κατά της Μακεδονίας, η Ελλάς βρέθηκε απροετοίμαστη. Δεν είχε φροντίσει να δημιουργήσει τα αναγκαία εθνικά ερείσματα στη Μακεδονία. Έτσι η βουλγαρική κίνηση για τη «βουλγαροποίηση» της Μακεδονίας αναπτύχθηκε με σχετική ευχέρεια, μια και οι «κυρίαρχοι» Τούρκοι έμειναν απαθείς ή έβλεπαν με συμπάθεια ή ανοχή τη δράση των Βουλγάρων κατά των Ελλήνων. Το συντονισμό των βουλγαρικών ενεργειών ανέλαβε η «Μυστική Μακεδονο – Ανδριανουπολιτική Επαναστατική Οργάνωση» (ΜΜΑΕΟ)[52], που ιδρύθηκε το 1893 – 1894 στη Θεσσαλονίκη από Βουλγάρους της Μακεδονίας, και διευθυνόταν από μία «Κεντρική Επιτροπή» (Centralen Komitet), στην οποία δέσποζαν οι Γκότσε, Ντέλτσεφ, Νταμιάν Γκρούεφ, κ.ά. Το 1895 με την υποστήριξη του Βούλγαρου πρωθυπουργού Στοΐλωφ ιδρύεται η «Ανωτάτη Επιτροπή» (Varhoven Komitet), αλλ’ οι εσωτερικές αντιθέσεις μετατρέπουν την ΤΜORO σε VMORO, δηλαδή σε «Εσωτερική»[53] αντί του παλαιότερου «Μυστική». Αργότερα (1907) το θρακικό τμήμα της οργανώσεως αποσπάται κι έτσι η οργάνωση έμεινε (και μένει γνωστή σαν «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (ΕΜΕΟ ή βουλγαρικά VMRO[54]). Όμως και μέσα στην ΕΜΕΟ, λόγω αντιθέσεων, έχουμε δύο σκέλη:
α) Το Κομιτάτο των Σαντραλιστών (Centralen Komitet), που εμμένει στο δόγμα της αυτονομίας και στο σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες».
β) Το Κομιτάτο των Βερχοβιστών (Varhoven Komitet), που ιδρύθηκε το 1905 από τον στρατηγό Τσάντεφ, με υπαρχηγό τον Πρωτογέρωφ. Είναι δημιούργημα των σωβινιστικών κύκλων της Σόφιας. Ανάμεσα στις δύο φατρίες ξέσπασε αλληλοσπαραγμός[55], λόγω κυρίως αντιθέσεων σε θέματα τακτικής. Από το 1895 η BMORO (ΕΜΑΕΟ) δημιουργεί τα πρώτα ένοπλα τμήματα που δρουν στη Β. και Β.Α. Μακεδονία. Η Κρητική Επανάσταση (1896), η εισβολή ανταρτ κών σωμάτων στη Μακεδονία υπό τους Μπρούφα, Τάκη, Παπαδήμο κ.ά. (1896) και κυρίως ο ατυχής για τα ελληνικά όπλα ελληνοτουρκικός πόλεμος (1897) ευνόησαν την ανάπτυξη των Βουλγάρων. Οι Τούρκοι παρεχώρησαν στην Εξαρχία δύο ακόμη μητροπολιτικά βερά τα, ενώ βουλγαρικές συμμορίες, διευθυνόμενες από Βούλγαρους αξιωματικούς προβαίνουν σε καταστροφές ελληνικών χωριών, δολοφονίες προκρίτων, δασκάλων, ιερέων, κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης από το 1897 έως τα τέλη Δεκεμβρίου 1899 είχαμε 40 φόνους Ελλήνων. Από το Φεβρουάριο έως το Νοέμβριο του 1904 είχαμε 150 φόνους και φονικές απόπειρες. Στο βιλαέτι Μοναστηρίου μεταξύ των ετών 1900 – 1903 είχαμε 134 φόνους και δολοφονικές απόπειρες. Τον επόμενο χρόνο (1903 – 1904) είχαμε 133 φόνους και δολοφονικές απόπειρες.
Το Ηλί – Ντεν (20 Ιουλίου 1903)
ΟΙ Βούλγαροι, για να προσδώσουν στη δράση τους στη Μακεδονία διεθνή απήχηση, οργάνωσαν ένα «παμμακεδονικό» κίνημα, στο οποίο παρέσυραν και μερικούς σλαβόφωνους αλλ’ ελληνικού φρονήματος Μακεδόνες. Το κίνημα ξέσπασε στις 20 Ιουλίου 1903, εορτή του προφήτη Ηλία και ονομάστηκε «Ηλί – Ντεν» (= ημέρα του προφήτη Ηλία). Δεν είχε ευρεία απήχηση, με εξαίρεση το ελληνικότατο Κρούσοβο, το οποίο πολιορκήθηκε και καταστράφηκε από τις τουρκικές δυνάμεις του Μπαχτιάρ πασά. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν και δύο ακμαία ελληνικά αλλά βλαχόφωνα χωριά, την Κλεισούρα και τη Νεβέτσκα (Νυμφαίο). Η καταστροφή του Κρουσόβου είχε τις ακόλουθες συνέπειες: α) Κλονίσθηκε η εμπιστοσύνη του μακεδονικού λαού προς τη βουλγαρική προπαγάνδα. β) Την 1η Οκτωβρίου 1903 οι αυτοκράτορες Ρωσίας και Αυστρίας συναντήθηκαν στο Μύρστεγκ και ενέκριναν σχέδιο που υποβλήθηκε στην Πύλη, με σκοπό την ειρήνευση (Γενική αμνηστία, οργάνωση χωροφυλακής υπό Ευρωπαίο αξιωματικό, διορισμός Ρώσων και Αυτ στριακών εκπροσώπων κοντά στον Τούρκο Γενικό Επιθεωρητή). γ) Αφύπνιση του Ελληνισμού. Ο Γνάσιος Μακεδνός στο πολύκροτο άρθρο του «Μακεδονική κρίσις» (Ακρόπολις, 12 Σεπτεμβρίου 1903) τελειώνει ερωτηματικά: «Μέχρι του Κρουσόβου εκοιμώμεθα. Αλλά μη και εξυπνήσαμεν εντελώς;», φαίνεται ότι ο εθνικός λήθαργος πέρασε. Ο βασιλιάς Γεώργιος είπε στον πρωθυπουργό Θ. Δηλιγιάννη: «Την Μακεδονία να κοιτάξετε. Διότι χωρίς αυτήν η Ελλάς αδύνατον να ζήσει».
Η ελληνική αντίδραση
MΕ τη συγκατάνευση της κυβερνήσεως Θεοτόκη και της Γενικής Διοικήσεως Στρατού στάλθηκαν στη Μακεδονία σαν ζωέμποροι οι αξιωματικοί Αναστ. Παπούλας, Αλεξ. Κοντούλης, Παύλος Μελάς και Γ. Κολοκοτρώνης, για να διερευνήσουν τις δυνατότητες διεξαγωγής ενόπλου αγώνα. Ήδη στα μακεδονικά βουνά δρούσαν σώματα εντοπίων (Καπετάν Κώττας, Στρεμπενιώτης, κ.λπ.). Οι παραπάνω αξιωματικοί συνέταξαν θετική έκθεση κι έτσι αποφασίζεται στη βουλγαρική βία να ο αντιταχθεί η ελληνική. Σχηματίζεται το «Μακεδονικό Κομιτάτο» υπό την προεδρία του δημοσιογράφου Δημ. Καλαποθάκη. Τα πρώτα ο ελληνικά σώματα μ’ επικεφαλής νεαρούς αξιωματικούς και Κρήτες και Μανιάτες οπλαρχηγούς εισέρχονται στη Μακεδονία το Σεπτέμβριο του 1904. Πρωτοπόρος και πρωτομάρτυρας υπήρξε ο υπολοχαγός Παύλος Μελάς (Μίκης Ζέζας), που σκοτώθηκε στη Στάτιστα των Κορεστίων.
«Στρατηγεία» για τη διεύθυνση του Αγώνα ήταν τα προξενεία Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου. Στο πρώτο υπηρετούσε ως γενικός πρόξενος ο Λάμπρος Κορομηλάς, που είχε υπό την εποπτεία του την περιοχή του Βάλτου (Λίμνη Γιανιτσών), στην οποία δόθηκαν οι πιο σκληρές μάχες. Εκτός από τους ντόπιους καπεταναίους, στο Βάλτο πολέμησαν οι Τέλλος Αγαπητός (Τέλλος Άγρας), Νικηφόρος (Δεμέστιχας), Ματαπάς (Αναγνωστάκος), Παπατζανετέας, Κάλας, κ.ά. Στο προξενείο Μοναστηρίου υπηρετούσε ο Ίων Δραγούμης (ο Ίδας των ελληνικών γραμμάτων), που αναδείχθηκε σε ψυχή του Μακεδονικού Αγώνα. Στην περιοχή αυτή, εκτός από τους εντόπιους, έδρασαν οι Τσοτάκος (Γέρμας), Τσόντος (Βάρδας), Καούδης, Κατεχάκης, Μακρής, Καραβίτης, Βλαχάκης (Λίτσας), Βολάνης, Πετροπουλάκης, Σπυρομήλιος, Καλομενόπουλος, Γύπαρης, κ.ά. Η δράση των Μακεδονομάχων απλώθηκε έως την περιοχή του Μοριχόβου. Εδώ αγωνίστηκε ο επιλοχίας Κονδύλης, ο μετέπειτα ιδρυτής του «Βήματος» Δημήτριος Λαμπράκης, ο καπετάν Γαρέφης από το Πήλιο που σκοτώθηκε και τάφηκε στο χωριό Γραδένιτσα. Στους πράκτορες πρέπει να αναφερθούν ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, ο Στυλιανός Γονατάς, ο γιατρός Δημ. Ζάννας, ο δάσκαλος Γ. Καραμανλής (πατέρας του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας) και ο Αθανάσιος Σουλιώτης – Νικολαΐδης. Ο Αγώνας εκτάθηκε και στην Ανατολική Μακεδονία με οργανωτικό κέντρο το προξενείο Σερρών.
Μεγάλη ήταν η συμβολή του κλήρου και στις θυσίες και στον Αγώνα. Ο μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης, ο Γρεβενών Αιμιλιανός και Ελευθερουπόλεως Γερμανός βρήκαν οικτρό θάνατο από κομμιτατζήδες. Οι μητροπολίτες Δράμας Χρυσόστομος (ο μετέπειτα εθνομάρτυς Σμύρνης), ο Ειρηναίος Μελενίκου και ο Γερμανός Καστοριάς εκτοπίσθηκαν για την εθνική δράση τους. Αλλ’ αυτός που υπήρξε εμψυχωτής του Αγώνα στις πρώτες δύσκολες στιγμές ήταν ο μητροπολίτης Γρεβενών Γερμανός Καραβαγγέλης. Το μένος των Βουλγάρων κατά των Ελλήνων κληρικών δεν είχε όριο. Επίσης δεν είχε όριο και η θηριωδία εξαρχικών κληρικών. Ο εξαρχικός μητροπολίτης Νευροκοπίου είναι αυτός που αφού διέταξε τη σφαγή του Κ. Χρηστίδη, διατύπωσε το δόγμα της αυτοαπαλλαγής: «Ο φόνος Έλλη- να συγχωρείται».
Οι συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων – Βουλγάρων σταμάτησαν το 1908 με την επανάσταση των Νεοτούρκων, παρά τις προειδοποιήσεις του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ ́, που καλούσε τους Έλληνες να μη δώσουν πίστη στις τουρκικές διακηρύξεις για «ισότητα – ελευθερία – αδελφότητα» και να μην καταθέσουν τα όπλα. Ο Μακεδονικός Αγώνας απεσόβησε τον κίνδυνο του εκβουλγαρισμού της Μακεδονίας, εξύψωσε το φρόνημα του λαού, που είχε καταπέσει λόγω της ήττας του 1897 και σφυρηλάτησε τη γενεά των λαμπρών Ελλήνων αξιωματικών που θα σημειώσουν τις επιτυχίες των Βαλκανικών πολέμων, τις νίκες του Α ́ Παγκοσμίου Πολέμου και θα φέρουν την ελληνική σημαία έως τις παρυφές της Άγκυρας. Οι μετέπειτα συμφορές δεν βαρύνουν τους γενναίους.
Συνεπώς, από την κρίση του «Μακεδονικού» η Ελλάς εξήλθε περισσότερο ενδυναμωμένη ηθικά.
Νέα φάση του Μακεδονικού
Όπου το Μακεδονικό γίνεται «Μακεδονικό»
Ο Α ́ Βαλκανικός Πόλεμος (1912 – 1913), που κράτησε περίπου πέντε μήνες, σάρωσε ως κάρφος αχύρου την τουρκική κυριαρχία στη Βαλκανική. Η Θράκη και η Ανατολική Μακεδονία κατακτήθηκαν από το βουλγαρικό στρατό. Ο ελληνικός πληθυσμός – γνώρισε σε πιο οργανωμένη – υπό κρατική αιγίδα – τη βουλγαρική θηριωδία. Ιδίως η θηριωδία εκδηλώθηκε εντονότερη, όταν ξέσπασε ο Β ́ Βαλκανικός Πόλεμος και ο βουλγαρικός στρατός υποχωρούσε – πυρπολώντας τα πάντα – προ του προελαύνοντος ελληνικού. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η θηριωδία των Βουλγάρων στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν επί μία τριετία (1915 – 1918) ανακατέλαβαν τη Δυτική Θράκη και Ανατολική Μακεδονία. (Τα θύματα υπολογίζονται σε 100.000). Άρα, για τους Βουλγάρους οι βλέψεις επί της Μακεδονίας παρέμεναν ασίγαστος πολιτικός πόθος και στόχος. Γι’ αυτούς το Μακεδονικό δεν είχε λήξει με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913).
Θα περίμενε όμως κάθε καλόπιστος μελετητής πως το Μακεδονικό θα έληγε οριστικά με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (Νοέμβριος του 1919), με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Πολύ περισσότερο μετά την Μικρασιατική καταστροφή, όταν στη Μακεδονία εγκατεστάθησαν περίπου 700.000 πρόσφυγες. Αλλά κι αν δεν υπήρχε Μακεδονικό, έπρεπε να εφευρεθεί. Και αυτή τη φορά το Μακεδονικό δεν είναι κατασκευή της πανσλαβικής, αλλά της κομμουνιστικής πολιτικής. (Ασχέτως αν στο μέλλον εξελιχθεί και πάλι σε πανσλαβικό ιδεολόγημα)[56]. Αυτή τη φορά το «Μακεδονικό» αλλά και το «θρακικό» κατασκευάζονται «in vitro» από μία σύγκλιση συμφερόντων της Γ ́ Διεθνούς (Κομμιντέρν) και του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ο Γιάννης Μαρίνος σ’ ένα εμπερίστατο άρθρο που δημοσίευσε στον «Ο.Τ.» στις 19 Μαρτίου 1992 έγραφε: «Διερωτάται μάλιστα κανείς αν η Μόσχα επέβαλε στην Κομμουνιστική Διεθνή το πανσλαβικό της Σχέδιο ή μήπως ο Δημητρώφ το υπέδειξε στη Μόσχα, ώστε να εξυπηρετήσει το εθνικιστικό όνειρο των δικών του συμπατριωτών για τη Μεγάλη Βουλγαρία. Ούτως ή άλλως το ένα σχέδιο είναι προέκταση του άλλου».
Το β’ λενινικό πείραμα
Ο νέο «μακεδονικό» είναι απότοκο της κρίσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, απότοκο της κρίσης της μπολσεβικικής πρακτικής και ειδικότερα της κρίσης που πέρασε το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ιδίως μετά την αποτυχία του εγχειρήματός του να καταλάβει militari manu την εξουσία. Την κρίση αυτή εισέπραξε το λυμφατικό τότε ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό – Εργατικό Κόμμα Ελλάδος) που μετονομάσθηκε, μετά την «μπολσεβικοποίησησή» του σε Κομμουνιστικό. Και όχι απλώς την «εισέπραξε», αλλά και τη διατήρησε και τη διατηρεί, με αποτέλεσμα να μην μπορεί έκτοτε να χαράξει σταθερή εθνική πολιτική. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι Βαλκάνιοι κομμουνιστές ηγέτες είχαν υπό μαρξιστικό – διεθνιστικό ένδυμα μια έντονη εθνικιστική ιδιοσυγκρασία. Κι ακόμη ως προς τη Βουλγαρία: πάντα (μέχρι και σήμερα) η ΕΜΕΟ παραμένει πανίσχυρη, αόρατος αρχή, μια τεράστια αράχνη που απλώνει τον ιστό της σε παγκόσμια κλίμακα. Φυσικά, ποτέ η ΕΜΕΟ δεν αφίσταται από το όραμα του εκβουλγαρισμού της Μακεδονίας, συμπεριλαμβανομένου και του μικρού τμήματος που κατέκτησε ο σερβικός στρατός στους Βαλκανικούς πολέμους. Οι σχέσεις ΕΜΕΟ και Βουλγάρων κομμουνιστών ήταν – παρά τις κατά καιρούς αντιθέσεις – στενές». Είναι ενδεικτικό ότι στη συνδιάσκεψη του Παρισιού (1918) η αντιπροσωπεία της ΕΜΕΟ, ενισχύθηκε από το επιφανές στέλεχος του ΕΚΚ, τον Ντήμο Χατζηντήμωφ, για να θέσουν από κοινού το θέμα της πολιτικής αυτονομίας της Μακεδονίας υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών.
Επαναθέτουμε το ερώτημα του Γιάννη Μαρίνου: Η Κομμιντέρν επέβαλε στο Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα το «Μακεδονο – θρακικό» ή vice versa (αντιστρόφως) οι Βούλγαροι κομμουνιστές «πέρασαν» την πολιτική τους στην Κομμιντέρν κι αυτή ακολούθως πέρασε «διά πυρός και σιδήρου» τα άλλα «αδελφά» βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, για να δεχθούν τη γραμμή της; Το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο κι από τον Γόρδιο Δεσμό. Εν πρώτοις, η μπολσεβικική ιδεολογία και πρακτική, που στηρίζεται στη λενινιστική «πλατφόρμα, ότι η προλεταριακή επανάσταση θα επιβληθεί πρώτα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες – παρ’ όλο που δεν έλειψαν επαναστατικά κινήματα – απέτυχε παταγωδώς. Ακολούθως ο Λένιν συλλαμβάνει το επαναστατικό πρόβλημα περισσότερο ευφυώς: οι κομμουνιστές να συνδεθούν με τα αγροτικά, εθνικά κινήματα διαφόρων λαών και να μετατρέψουν τον αγώνα τους από αγροτικό ή εθνικό σε ταξικό. Και φυσικά μέσα σε μια αταξική κομμουνιστική κοινωνία θα έβρισκαν τη λύση τους όλα τα αγροτικά και εθνικά προβλήματα.
Η Βουλγαρία διέθετε ισχυρό αγροτικό κόμμα υπό το Σταμπολίνσκυ, που το 1919 παίρνει την εξουσία και θεσπίζει μια σειρά από αγροτικούς νόμους που ευνοούν τη μικρή αγροτική ιδιοκτησία. Διέθετε όμως και το ισχυρότερο (μετά το μπολσεβικικό του Λένιν) κομμουνιστικό κόμμα στον κόσμο, οργανωμένο σε στρατιωτική βάση. Στις 20-27 Σεπτεμβρίου 1923 ξεσπάει κομμουνιστικό κίνημα στη Βουλγαρία με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας, υπό την καθοδήγηση του Βασίλη Κολλάρωφ, Βούλγαρου ηγέτη που είχε εκλεγεί Γραμματέας της Κομμιντέρ. Το κίνημα απέτυχε, αφού στοίχισε στο κομμουνιστικό κόμμα 5.000 νεκρούς, και 15.000 συλληφθέντες. Οι κομμουνιστικές πηγές δεν λένε τι στοίχισε στον υπόλοιπο πληθυσμό.
Παρά την ήττα του, το Β.Κ.Κ. δεν αποδυναμώθηκε. Στις εκλογές μάλιστα του Νοεμβρίου 1923 μία ένωση κομμουνιστών – αγροτών πήρε το εκπληκτικό ποσοστό 30%. Αλλ’ η δύναμη των Βουλγάρων κομμουνιστών ήταν στο εξωτερικό και ιδίως στους μηχανισμούς της Κομμιντέρν. Με υπόδειξη της τελευταίας η Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία στο τρίτο συνέδριό της (15 Ιανουαρίου 1920) μετονομάστηκε σε «Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία». Μέσα στα πλαίσια της Ομοσπονδίας αυτής ο Κολλάρωφ θέτει το Σεπτέμβριο του 1920 (δεύτερη Συνδιάσκεψη) θέμα αυτονόμησης Μακεδονίας – Θράκης, θέση που απέκρουσε ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ Γ. Γεωργιάδης. (Το 1923 ο Γεωργιάδης απεχώρησε από το ΚΚΕ). Ο Κολλάρωφ επαναφέρει το ζήτημα στο 3ο Συνέδριο της Κομμιντέρν (22 Ιουνίου – 22 Ιουλίου 1921) αλλά την απέκρουσαν όλες οι βαλκανικές αντιπροσωπείες. Ο Γ. Γεωργιάδης συναντήθηκε μάλιστα με τον Λένιν και του υπέδειξε πως μια τέτοια πολιτική θα προσέκρουε στην εθνική ευαισθησία των Ελλήνων και θα εμπόδιζε την ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος. Εν τω μεταξύ, ο Κολλάρωφ είχε εκλεγεί Γραμματέας της ΒΚΟ. Από τη θέση αυτή επαναφέρει το ζήτημα στην 6η Συνδιάσκεψη της ΒΚΟ[57], όπου για πρώτη φορά γίνεται λόγος για «Μακεδονικό έθνος με αμιγή μακεδονική συνείδηση». Μια περικοπή είναι ενδεικτική: «Οι κατοικούντες εις την Μακεδονίαν Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι και Αλβανοί είναι Μακεδόνες με καθαρώς μακεδονικήν συνείδησιν και οι κατοικούντες εις την Θράκην Έλληνες, Τούρκοι και Βούλγαροι είναι Θράκες με θρακικήν συνείδησιν, δικαιούμενοι αυτονομίας και ανεξαρτησίας ως έχοντες ιδιαιτέραν συνείδησιν». Τη θέση αυτή κατεψήφισαν οι Γιουγκοσλάβοι αλλά την ψήφισε ο αντιπρόσωπος του ΚΚΕ Ν. Σαργολόγος, άνθρωπος χωρίς καθαρή συνείδηση, που έφαγε τα χρήματα, τα οποία έστειλε στο ΚΚΕ η Κομμιντέρν, και μαζί με μια Γερμανίδα «συναγωνίστρια» διέφυγε στην Αμερική, «παίρνοντας», όπως λέει ο Γ. Κορδάτος, μαζί του και «τα χρήματα του κόμματος» («Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», τ. Ε ́, σελ. 617, υποσ.).
«Ζητούνται Μακεδόνες»
ΑΠΟ τα παραπάνω φαίνεται σαφώς ότι η Κομμιντέρν χρησιμοποίησε τη Βαλκανική, λόγω σεισμικότητας του πολιτικού εδάφους και της κρατικής αστάθειας, σαν δεύτερο χώρο του επαναστατικού λενινικού πειράματος. Εφόσον ο μπολσεβικισμός δεν επιβλήθηκε στις χώρες του ώριμου καπιταλισμού, μπορούσε να επιβληθεί στις χώρες του ανώριμου καπιταλισμού, ακριβώς λόγω της ανωριμότητάς του. Οι μπολσεβίκοι χρησιμοποίησαν σαν αιχμή του δόρατος του το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά και τούτο χρησιμοποίησε την μπολσεβικική ιδεολογία και την Κομμιντέρν όχι απλώς σαν μέσα για την κατάληψη της εξουσίας στη Βουλγαρία, αλλά και για την πραγμάτωση του μεγαλοβουλγαρικού οράματος. Είναι ενδεικτικό ότι ο Β. Κολλάρωφ κατά τις παραμονές της 6ης Συνδιάσκεψης είχε δηλώσει απροκάλυπτα: «Η κατοχή της Μακεδονίας και ιδιαίτερα του λεκανοπεδίου του Αξιού κάνει δυνατή την κυριαρχία στη Θεσσαλονίκη, κι αυτό σημαίνει έξοδο στη θάλασσα». (Απόσπασμα από το επίσημο όργανο της Κομμιντέρν Komunisticeskij International, αριθμ. 3, 1923, που παρατίθεται στο βιβλίο του Αλ. Παπαπαναγιώτου: «Το Μακεδονικό ζήτημα και το Βαλκανικό Κομμουνιστικό Κίνημα» σελ. 42).
Τότε, υπό την επίνευση του Β.Κ.Κ., που αντλεί τις εμπνεύσεις του από τις αρχές του Λένιν, που τις ερμηνεύει όπως το συμφέρει, αρχίζει να κυκλοφορεί ο όρος «Γεωγραφική Μακεδονία» (η «ιστορική Μακεδονία», δηλαδή αυτή του Φιλίππου και Αλεξάνδρου είχε περιέλθει σε ποσοστό 91% στο ελληνικό κράτος), ν’ αναζητείται ο πληθυσμιακός φορέας που θα υποδυόταν το ρόλο του αμιγούς «Μακεδόνα» και ο πολιτικός εκφραστής του πληθυσμιακού αυτού στοιχείου. Σαν «καθαρόαιμοι Μακεδόνες» θεωρήθηκαν οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας και κυρίως αυτοί που με την ανταλλαγή των πληθυσμών είχαν καταφύγει στη Βουλγαρία κι έτρεφαν μίσος για την Ελλάδα. Φυσικά πολιτικός εκφραστής της «Μακεδονικής Ιδέας» είναι η πανίσχυρη – παρά τις εσωτερικές διαμάχες της ΕΜΕΟ (VMRO), που αγωνιζόταν για τα εθνικά δίκαια των «Μακεδόνων Σλάβων». Τον όρο «Μακεδόνες Σλάβοι» ή «Σλαβομακεδόνες» χρησιμοποίησε πρώτος ο πανσερβιστής ιστορικός και γεωγράφος Γιοβάν Σβίγιτς στο έργο του «La Peninsule Balkaniques (Παρίσι 1918), τον υιοθέτησε ευφυώς η ΕΜΕΟ και ατυχώς έκτοτε τον χρησιμοποιούμε κι εμείς. Εφόσον οι λαοί της Μακεδονίας που αγωνίζονταν υπό την καθοδήγηση της ΕΜΕΟ (VMPO) για τα εθνικά δίκαιά τους δεν μπορούσαν να είναι Τούρκοι και Αλβανοί κι εφόσον Έλληνες και Σέρβοι είχαν καταπολεμήσει την ΕΜΕΟ, μοιραία οι «Σλαβομακεδόνες» δεν μπορεί να ήσαν τίποτα άλλο παρά Βούλγαροι, που ο αγώνας τους αποσκοπούσε στην αποσταθεροποίηση της ελληνικής κρατικής εξουσίας στη Μακεδονία και στη Δυτική Θράκη. Πιο απλά, όταν το Δεκέμβριο του 1923 το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας υποχρεώθηκε να αποδεχθεί κι αυτό την απόφαση της ΕΚΟ, κατ’ εντολήν της Κομμιντέρν, και ο Γιουγκοσλάβος Κομμουνιστής ηγέτης Κ. Νοβάκοβιτς εξέδωκε την περίφημη μπρουσούρα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες – Η γη στους αγρότες», δεν εκπλήρωνε ένα διεθνιστικό χρέος, αλλ’ εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία, που ευνοούσε τα σχέδια της ΕΜΕΟ και το βουλγαρικό μεγαλοϊδεατισμό. Αυτό άλλωστε δεν το έκρυψαν ούτε τα ηγετικά στελέχη της ΕΜΕΟ, ούτε του Β.Κ.Κ. Ο προαναφερθείς Ντήμος Χατζηντήμωφ στο έργο του «Πίσω στην Αυτονομία», ομολογεί ευθαρσώς ότι η ιδέα για αυτόνομη Μακεδονία είναι ιδέα βουλγαρική και δεν υπάρχει λόγος να το κρύβουμε». Ούτε το έκρυψε ποτέ η ΕΜΕΟ. Στο υπόμνημα που συνέταξε το 1919 και το οποίο υπέβαλε στη Συνδιάσκεψη του Παρισιού ομολογεί με παρρησία ότι ναι μεν τα κρυφά αισθήματα του λαού της Μακεδονίας ωθούσαν προς μία ένωση με τη Βουλγαρία, αλλ’ επειδή η υλοποίηση μιας τέτοιας ένωσης ενείχε κινδύνους, ο μακεδονικός λαός αγωνιζόταν για να επέμβουν οι Μεγάλες Δυνάμεις και να υποχρεώσουν την Τουρκία να παραχωρήσει αυτονομία στη Μακεδονία και Θράκη. Οπότε – αυτό δεν το έγραψε η VMRO, το έγραψε όμως ο Χατζηντήμωφ – θα γινόταν ό,τι έγινε και στην περίπτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας: ενσωμάτωση με τη Βουλγαρία.
Σύμπραξη Κομμιντέρν και ΕΜΕΟ
ΕΦΟΣΟΝ η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία στην 6η Συνδιάσκεψή της (Βερολίνο, Νοέμβριος 1923) αποδέχθηκε τη γραμμή του Κολλάρωφ για «ενιαία και αυτόνομη Μακεδονία», που ήταν το βασικό σύνθημα της ΕΜΕΟ κι εφόσον η οργάνωση αυτή αναγνωρίστηκε σαν ο πολιτικός φορέας του μακεδονικού απελευθερωτικού κινήματος», άρχισαν, με τη μεσολάβηση Βουλγάρων Κομμουνιστών πυκνές επαφές ανάμεσα στην ΕΜΕΟ και στην Κομμιντέρν. Στην περίοδο αυτή την ηγεσία της ΕΜΕΟ έχει στα χέρια του ο Τοντώρ Αλεξάνδρωφ, άνθρωπος με εξαιρετικές οργανωτικές ικανότητες[58]. Το Δεκέμβριο του 1923 ο Αλεξάνδρωφ υπέβαλε στην ηγεσία των Μπολσεβίκων ένα σχέδιο συμφωνίας βάσει του οποίου η ΕΣΣΔ θα αναγνώριζε την ΕΜΕΟ «ως αποκλειστικό εκφραστή της κυρίαρχης θέλησης της Μακεδονίας». Από την άλλη, η ΕΜΕΟ θα εργαστεί από κοινού με τις επαναστατικές οργανώσεις (εννοεί τις κομμουνιστικές) της Βαλκανικής για την ομοσπονδοποίηση των βαλκανικών κρατών και φυσικά, όπως γράφει ο P. Stoganov, στο αποκαλυπτικό έργο του «Makedonijavo Vremeto na Balkanskite i Pravta Vojna (1912-1918), που εκδόθηκε στα Σκόπια το 1969, η ΕΜΕΟ «με ευγνωμοσύνη θα δεχθεί την υλική, διπλωματική και ηθική υποστήριξη της ΕΣΣΔ» (Βλ. Παπαναγιώτου: ένθ. αν. σελ. 49).
Έτσι γεννήθηκε το «νεο-μακεδονικό ζήτημα», ο νέος Γόρδιος Δεσμός της Βαλκανικής, που έδεσε σφικτά τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Βαλκανικής, και ακολούθως τους λαούς της και εξακολουθεί να τους έχει δεμένους και βραχυκυκλωμένους σε μια πολιτική κατασκευή που γεννήτορας είναι η ΕΜΕΟ, αποδέκτης και πλασιέ το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα και πάτρωνας η Κομμιντέρν, για να εγκαινιάσει στη Βαλκανική την νέα επαναστατική φάση, που ο Πρόεδρος της Κομμιντέρν Ζηνόβιεφ με άρθρο του στην «Πράβδα» είχε ονομάσει «δεύτερο κύμα». Η Βαλκανική ήταν μοιραίο να πνιγεί στο αίμα του «κύματος» αυτού, αφού οι προβλέψεις του Λένιν για επανάσταση αλλού αποδείχθηκαν φρούδες. Με άλλα λόγια η Βαλκανική επιλέχθηκε από την Κομμιντέρν σαν πεδίο νέου επαναστατικού πειραματισμού, με πειραματιστές και πειραματόζωα πρώτα τους κομμουνιστές και ακολούθως όλα τα πληθυσμιακά στρώματα της Βαλκανικής.
Οι Σοβιετικοί δεν έχασαν τη θαυμάσια αυτή ευκαιρία. Από το στάδιο των συνεννοήσεων προχώρησαν αμέσως στο στάδιο της εφαρμογής και υπογραφής συμφωνίας. Στο διάστημα Απριλίου – Μαΐου 1924 συναντήθηκαν στη Βιέννη εκπρόσωποι της ΕΜΕΟ και των Σοβιέτ και κατέληξαν σε γραπτή συμφωνία, στα λεγόμενα «ντοκουμέντα της Βιέννης» που για ευνόητους λόγους δεν έγιναν αμέσως γνωστά. Την ΕΜΕΟ εκπροσωπούσαν ο Δημ. Βλαχώφ (παλαίμαχος Βούλγαρος κομμουνιστής που έγινε πρώτος αντιπρόεδρος της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας») και ο Π. Τσαούλεφ. Τους σοβιετικούς εκπροσωπούσε ο Νικολάι Χαρλάκωφ, Βούλγαρος κομμουνιστής που είχε ενσωματωθεί στους μηχανισμούς της Κομμιντέρν. Με άλλα λόγια το Βουλγαρικό Κομ. Κόμμα είχε εκπροσώπηση και στις δύο πλευρές.
Στη διακήρυξη της ΕΜΕΟ που υπογράφεται από τους Πρωτογέρωφ, Αλεξάνδρωφ και Τσαούλεφ (29 Απριλίου 1924) δηλώνεται ευθαρσώς αλλά χωρίς να γίνεται αμέσως γνωστό ότι «η ΕΜΕΟ, με την ιδιότητα της πραγματικής επαναστατικής δύναμης, αγωνίζεται για την απελευθέρωση και ένωση των διαμελισμένων τμημάτων της Μακεδονίας σε μια πλήρως αυτοτελή (ανεξάρτητη) πολιτική μονάδα, στα φυσικά εθνογραφικά και γεωγραφικά όρια της…», ότι για τον αγώνα της υπολογίζει «στην ένωση των επαναστατικών (δηλαδή των κομμουνιστικών) δυνάμεων του μακεδονικού πληθυσμού αλλά και στη συνεργασία με τα επαναστατικά κινήματα των άλλων βαλκανικών λαών» (…) «και, το κυριότερο (φυσικά!) στην ολόπλευρη ηθική, υλική και πολιτική υποστήριξη της ΕΣΣΔ» (Βλ. Παπαπαναγιώτου, σελ. 50).
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι οι Σοβιετικοί για την προώθηση των σχεδίων τους, μετέτρεψαν στη συγκεκριμένη περίοδο σε δορυφόρους της ΕΜΕΟ τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, όχι φυσικά χωρίς ενστάσεις ή αντιδράσεις, μέχρι που να παγιωθεί και σ’ αυτά η λεγόμενη «μπολσεβικοποίηση», δηλαδή η τυφλή υπακοή. Απώτερος σκοπός ήταν η γέννηση ενός πολιτικού «τέρατος»: η δημιουργία μιας ο Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας, μέσα στην οποία θα λειτουργούσε – λόγω του πολυπληθυσμιακού χαρακτήρα της – μια άλλη σοσιαλιστική ομοσπονδία, η «μακεδονική»! Και αν λάβουμε υπόψη ότι τότε (1923-1924) η «ιστορική Μακεδονία» σε ποσοστό 91% ήταν ελληνική και σε ποσοστό 95% είχε πληθυσμό ελληνικό (οι υπόλοιποι ήσαν σλαβόφωνοι και μόνο ένα ελάχιστο τμήμα από αυτούς ήταν σλαβόφρονες), καταλαβαίνουμε ότι όλα αυτά τα μακιαβελλικά σχέδια είχαν σαν στόχο την ελληνική Μακεδονία και Θράκη. Άλλωστε κομμιτατζήδες της ΕΜΕΟ δρούσαν κατά μήκος των συνόρων μας από το 1918 έως το 1939. Είναι ενδεικτικό ότι σε όλα τα κομματικά ντοκουμέντα της εποχής χρησιμοποιείται – προκειμένου για τη Μακεδονία – ο όρος «εθνογραφικά όρια», αντί του ιστορικο-πολιτικού «εθνικά όρια».
Το σχέδιο της Σοβιετικής Ένωσης ήταν να δημιουργήσει μέσα σ’ αυτά τα τεχνητά όρια μια τεχνητή «σοβιετική Μακεδονία» με τη βοήθεια των βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων, που όφειλαν να παραδώσουν στην ΕΜΕΟ τα αντίστοιχα «μακεδονικά» τους τμήματα. Μια προκήρυξη μάλιστα της ΕΜΕΟ που εκδόθηκε στις 6 Μαΐου 1924 μιλάει ανοικτά πια όχι για την πολυφυλετική σύσταση της Μακεδονίας αλλά για «μακεδονικό λαό», με «ενιαία πολιτική συνείδηση», που μόνο από το βουλγαρικό λαό βρίσκει ενίσχυση και στρέφεται κατά του Βούλγαρου πρωθυπουργού Τσαγκώφ, που διστάζει να κηρύξει πόλεμο κατά της Ελλάδος, προκειμένου ν’ απελευθερωθεί η Μακεδονία που κατέχεται από Έλληνες!
Το «νεο-μακεδονικό» και πώς το καταπίνουμε
ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ κομμουνιστές ηγέτες, αφού δεν μπόρεσαν μέσω της Β.Κ.Ο να πετύχουν την υποταγή του Γιουγκοσλαβικού και Ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος στη γραμμή της ΕΜΕΟ, μετέφεραν το ζήτημα στην 5η Συνδιάσκεψη της Κομμιντέρν (Ιούνιος-Ιούλιος 1924), στην οποία ανατέλλει το αστέρι του Στάλιν. (Ο Λένιν έχει ήδη πεθάνει). Το ΚΚΕ εκπροσωπούν οι Σεραφείμ Μάξιμος και Παντελής Πουλιόπουλος. Το Γ.Κ.Κ. ο Σίμα Μάρκοβιτς. Ο περίφημος Δημήτριος Ζαχάροβιτς Μανουήλσκυ[59], (αυτός που στο Συνέδριο της Ειρήνης του Παρισιού το 1946, ως επίτροπος (υπουργός) των Εξωτερικών της Ουκρανίας, έκανε προσφυγή κατά της Ελλάδος με την κατηγορία ότι «θέτει σε κίνδυνο την ειρήνη στα Βαλκάνια» υποκινούμενη από την Αγγλία), επιτέθηκε κατά του γιουγκοσλαβικού και ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος, επειδή δεν δέχθηκαν να εκχωρήσουν τους μακεδονικούς μηχανισμούς τους στην ΕΜΕΟ, ειδικά για την ελληνική Μακεδονία απέρριψε την άποψη του Μάξιμου πως δεν υφίσταται πια μειονοτικό ζήτημα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και υποστήριξε ότι απεναντίας υπάρχει «ισχυρό εθνικό κίνημα για τη δημιουργία ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους»[60]. Και φυσικά απαίτησε πλήρη ευθυγράμμιση με τις αποφάσεις της Β.Κ.Ο. Άρα, η «ανεξάρτητη Μακεδονία» δεν βγήκε σαν αίτημα κάποιων «Μακεδόνων» αλλά είναι απότοκος της πολιτικής βουλήσεως των Σοβιετικών. Και σήμερα οι Δυτικοί ερωτοτροπούν ή ευνοούν με το τελευταίο υπόλειμμα σοβιετικής κατασκευής, το κράτος των Σκοπίων! Και φυσικά εις βάρος της Ελλάδος που απαρχής μέχρι προσφάτως ήταν στο στόχαστρο της σοβιετικής πολιτικής.
Το 5ο Συνέδριο της Κομμιντέρν ενέκρινε την απόφαση της Β.Κ.Ο. Σύμφωνα με το 16ο άρθρο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όλες οι αποφάσεις των συνεδρίων της και της Εκτελεστικής Επιτροπής ήταν υποχρεωτικές για τα κόμματα που ανήκουν στην Κομμουνιστική Διεθνή. Μοιραία Γιουγκοσλάβοι και Έλληνες Κομμουνιστές έπρεπε να «καταπιούν την απόφαση.
Αξίζει εδώ ν’ αναφερθεί κάτι σημαντικό που ερμηνεύει πολλά από τα σημερινά γεγονότα και αποκαλύπτει ότι η σημερινή κρίση στη Γιουγκοσλαβία έχει τις ρίζες της στις «ντιρεκτίβες» της Κομμιντέρν. Ενώ δηλαδή για τη Μακεδονία η Κομμιντέρν δέχεται ύπαρξη «μακεδονικού λαού» με «ενιαία εθνική συνείδηση», για τη Γιουγκοσλαβία αντίθετα δέχεται ότι είναι κράτος πολυεθνικό, δημιούργημα του σερβικού μεγαλοϊδεατισμού και γι’ αυτό πρέπει να διασπαστεί, το δε Γ.Κ. Κ. χρεώνεται με την ευθύνη να εργαστεί για την αυτοδιάθεση, η οποία πρέπει να εκφραστεί με τη μορφή της απόσχισης της Κροατίας, της Σλοβενίας και της Μακεδονίας και της δημιουργίας από αυτές ανεξάρτητων δημοκρατιών . ‘Αρα, αυτό που έγινε τώρα με τις ευλογίες και την υποκίνηση των Δυτικών κρατών, είναι εκπλήρωση της παλιάς αποφάσεως της Κομμιντέρν. Ο κομμουνισμός απέθανε, αλλά ο βρυκόλακας της Κομμιντέρν ζη και αυτός οδηγεί την πολιτική των Δυτικών!
Η υποταγή του ΚΚΕ
ΦΥΣΙΚΑ οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές δεν δέχθηκαν παθητικά τις αποφάσεις της Κομμιντέρν, που υπαγορεύονταν από τους Βούλγαρους κομμουνιστές Κολλάρωφ, Δημητρώφ, Χαρλάκωφ, που είχαν επαφές με την ΕΜΕΟ. Ένας από τους πρώτους Γενικούς Γραμματείς του ο Σίμα Μάρκοβιτς, μαθηματικός και δημοσιογράφος, που έγραψε το περίφημο έργο «Το εθνικό ζήτημα υπό το φως του μαρξισμού», είναι αντίθετος προς την ιδέα των εθνικών αποσχίσεων και δημιουργία νέων εθνικών κρατών. Αυτό τον έφερε σε αντίθεση με την Κομμιντέρν και τον Στάλιν, έτσι που το 1937 εξοντώθηκε από την C.G.B., με την κατηγορία του «μπαουερισμού», δηλαδή του οπαδού των θεωριών του Όπο Μπάουερ, Αυστριακού μαρξιστή. Αλλά και η ίδια η ΕΜΕΟ, λόγω των ισχυρών εθνικιστικών καταβολών της, κυρίως όμως από φόβο μήπως μεταβληθεί σε όργανο των σοβιετικών, αποστασιοποιήθηκε από αυτ τούς, ιδίως μετά το θάνατο του Κροάτη ηγέτη Ράντιτς, που είχε ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με τη σοβιετική Ρωσία.
Κυρίως όμως έπρεπε να υποταχθεί στη γραμμή της Κομμιντέρν το ΣΕΚΕ, δηλαδή το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος που είχε ήδη προσθέσει στα αρχικά του και το γράμμα «κ», προς υποδήλωση της «κομμουνιστικότητάς» του. Κι αυτό γιατί στόχος της σοβιετικής πολιτικής ήταν η ελληνική Μακεδονία (Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία είχαν καταλάβει κάτι λιγότερο από το 10% της ιστορικής Μακεδονίας) κι ακόμη γιατί στο ΣΕΚΕ υπερτερούσαν τα σοσιαλδημοκρατικά στοιχεία. Την ηγεσία του τότε αποτελούσαν οι Θωμάς Αποστολίδης (Γραμματέας), Γιάνης[61] Κορδάτος και Σεραφείμ Μάξιμος. Ο Μάξιμος είχε υποκύψει στις αποφάσεις της Κομμιντέρν, τις οποίες είχε αποδεχθεί και το Γ.Κ.Κ. Οι Κορδάτος, Αποστολίδης και Ελευθέριος Σταυρίδης αντι- δρούσαν. Υπήρχε κίνδυνος, λοιπόν, το μικρό και ασήμαντο ΣΕΚΕ(κ) να υπονομεύσει τη σοβιετική πολιτική στη Βαλκανική. Γι’ αυτό η Κομμιντέρν, όταν αποφασίστηκε να συγκληθεί το 3ο Τακτικό, που λόγω ελλείψεως ευρείας συμμετοχής στελεχών, ονομάσθηκε Έκτακτο (26 Νοεμβρίου – 3 Δεκεμβρίου 1924) έστειλε ως εκπροσώπους – με αποστολή να χειραγωγήσουν το νεόκοπο κόμμα – τους Μανουήλσκυ και τον Γενικό Γραμματέα του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας Ριχάρδο Σμέραλδ.
Στο Συνέδριο αυτό το ΣΕΚΕ μετονομάσθηκε σε ΚΚΕ με την προσθήκη «Ελληνικό τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς» (ΚΚΕ-Ε.Τ.Κ.Δ.). Εκλέχθηκε 7μελής Εκτελεστική Επιτροπή, με Γενικό Γραμματέα τον Παντελή Πουλιόπουλο, ο οποίος ευθυγραμμιζόμενος με τη γραμμή Μανουήλσκυ, «ανέτρεψε» τις θέσεις των Κορδάτου, Αποστολίδη, Σταυρίδη, δηλώνοντας ότι το μακεδονικό δεν το δημιουργεί η «Διεθνής» αλλά υπάρχει στα πράγματα. Ο Μανουήλσκυ, αφού τεχνηέντως πέτυχε την απομόνωση του Κορδάτου, που ήταν αντίθετος με την αυτονόμηση της Μακεδονίας και τον παροπλισμό του Αποστολίδη, επέβαλε τη γραμμή της Β.Κ.Ο. και της Κομμιντέρν, ότι δηλαδή υπάρχει «μακεδονικός λαός» και ότι το σύνθημα για ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία επιβάλλεται για λόγους ευρύτερης στρατηγικής του παγκοσμίου κομμουνιστικού κινήματος, για την Τουρκία, Περσία, Κίνα, κ.λπ.
Ο Ελευθέριος Σταυρίδης [62], που εγνώριζε καλύτερα απ’ όλους τα προβλήματα της Μακεδονίας (είχε υπηρετήσει σ’ αυτήν ως δημόσιος υπάλληλος, είχε αιχμαλωτισθεί από τους Βουλγάρους κι είχε ζήσει σε στρατόπεδο εργασίας κι επιπλέον είχε πρωταγωνιστήσει στις πρώτες οργανωμένες εκδηλώσεις του ΚΚΕ στην Ανατ. Μακεδονία) ήταν εισηγητής επί του εθνικού ζητήματος. Όπως γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του «Τα παρασκήνια του ΚΚΕ», που δημοσιεύθηκε στην Αθήνα το 1953 (προηγουμένως είχε δημοσιευθεί σε συνέχειες στο «Έθνος») έστειλε την εισήγησή του από τα Κύθηρα, όπου είχε εκτοπισθεί. Για τον Σταυρίδη η περί αυτονομίας θέση της Κομμιντέρν έπρεπε να εκληφθεί «ως ζήτημα όχι αρχής αλλά τακτικής» (σελ. 264). Κατά τον ίδιο, οι Μάξιμος και Πουλιόπουλος προσπάθησαν να ειρωνευθούν την εισήγησή του. «Το συνέδριον έλαβε τας αποφάσεις του παμψηφεί, όπως τας ήθελαν και εσερβίρισαν οι Μανουήλσκυ, Πουλιόπουλος, Μάξιμος» (σελ. 264). Ο Σταυρίδης επέστρεψε από τα Κύθηρα το τελευταίο βράδυ που έληγε το συνέδριο. Συναντήθηκε με τους Σμέραλδ και Μανουήλσκυ σε ξεχωριστή σύσκεψη, τους εξήγησε ότι η παρουσία τους στην Ελλάδα εξυπηρετεί τα σχέδια του Κολλάρωφ και της ΕΜΕΟ, ότι από δική του έρευνα στην περιοχή Εδέσσης κανείς σλαβόφωνος δεν του είπε ότι είναι «Μακεδών», αλλά επειδή του είχαν εμπιστοσύνη, όσοι είχαν σλαβικό φρόνημα, του έλεγαν ότι είναι Βούλγαροι.
Από τη συζήτηση αυτή πρέπει να προσεχθεί η ακόλουθη περικοπή. Μιλάει ο Σταυρίδης:
«Ορθώς ο Λένιν λέγει ότι τα Κ.Κ. οφείλουν να σπεύσουν εις βοήθειαν των αγωνιζομένων εν τη χώρα των διά την ανεξαρτησίαν των Εθνών ή εθνικών μειονοτήτων. Δεν λέγει όμως ο Λένιν να δημιουργήσωμε εκ του μη όντως “Μακεδονικόν έθνος”, έπειτα να το βάλωμεν να ζητεί την ανεξαρτησίαν ή αυτονομία του και έπειτα να σπεύσωμεν εις βοήθειά του! Διότι εσείς αυτό θέλετε να κάνωμεν, διότι αυτό ζητεί ο Κολλάρωφ. Θέλει να βοηθήσωμεν την ΕΜΕΟ να κατασκευάσει τεχνητώς “Μακεδονικόν Έθνος”, να το βάλω μεν να αγωνισθή διά την ανεξαρτησίαν του ή αυτονομίαν του και ν’ αγωνισθώμεν μαζί του, διά να παραδώσωμεν έπειτα, εάν το επιτύχωμεν αυτό, ολόκληρον την Μακεδονίαν πλέον εις την ΕΜΕΟ να την κυβερνήσει πλέον ως ιδιαίτερον κράτος, ενώ η ΕΜΕΟ είναι αστική εθνική οργάνωσις, κάθε άλλο βέβαια παρά κομμουνιστική…» (σελ. 271).
Όταν ο Μανουήλσκυ, αδυνατώντας να τον αντικρούσει, του έθεσε θέμα πειθαρχίας στις αποφάσεις της Κομμιντέρν, ο Σταυρίδης του απάντησε:
«Γνωρίζομεν την πειθαρχίαν, σύντροφε Μανουήλσκυ, και τας υποχρεώσεις μας. Αλλά την πειθαρχίαν την εννοούμεν συνειδητήν, όχι τυφλήν. Να καταλαβαίνωμεν τι ζητούμεν, τι αποφασίζομεν, διατί το αποφασίζομεν, να το πιστεύωμεν και να το εφαρμόζωμεν. Έπειτα πρέπει να αποφεύγωμεν και τα ογκώδη σφάλματα. Κατ’ εμέ, η απόφασις αύτη είναι ογκώδες σφάλμα, που θα βλάψη πολύ το ΚΚΕ, το οποίον με τόσους αγώνας και θυσίας εδημιουργήσαμεν. Εάν διακηρύξωμεν δημόσια την αυτονόμησιν της Μακεδονίας και της Θράκης, δεν φοβούμαι τι θα μας κάμει το ελληνικόν κράτος. Απέδειξα επανειλημμένως ότι δεν τρέμω τις διώξεις, φοβούμαι όμως ότι ο μεν μακεδονικός Λαός θα μας λυντσάρει, όσον δ’ αφορά τον θρακικόν, διά την Θράκην (μη λησμονητε ότι είμαι Θράξ, θα γελάσει εις βάρος μας σαρκαστικά και θα μας πει τρελλούς…».
Και λίγο παρακάτω:
«… Διατί το Αλβανικόν Κ.Κ. δεν κηρύσσεται υπέρ της αποδόσεως της Βορείου Ηπείρου εις την Ελλάδα, το Αγγλικόν Κ.Κ. υπέρ της αποδόσεως της Κύπρου εις την Ελλάδα και το παράνομον ήδη Ιταλικόν Κ.Κ. (ο Μουσσολίνι το είχε ήδη αναγκάσει να παρανομοποιηθεί) δεν κηρύσσεται υπέρ της αποδόσεως των Δωδεκανήσων εις την Ελλάδα; (…). Αλλά βρήκατε μόνον την Μακεδονίαν, όπου δεν υπάρχει “Μακεδονικόν Έθνος”, επειδή το θέλει ο Κολλάρωφ και η ΕΜΕΟ…».
Για την ιστορία σημειώνουμε ότι ο Μανουήλσκυ συνελήφθη από τις ελληνικές αστυνομικές αρχές, χωρίς ποτέ να μάθει η αστυνομία ότι πίσω από τα ψεύτικα χαρτιά και το ψεύτικο όνομα κρυβόταν Ουκρανός υπουργός, ένα από τα δυναμικότερα στελέχη της Κομμιντέρν, που με παραμονή λίγων ημερών στην Αθήνα μετέτρεψε το ΚΚΕ σε αφοσιωμένο όργανο των αποφάσεων της Μόσχας. Με παρέμβαση του Ουκρανού πρεσβευτή ο Μανουήλσκυ αφέθηκε ελεύθερος και ανεχώρησε με το πρώτο σοβιετικό ατμόπλοιο για τη χώρα του. Ο Σμέραλδ είχε έλθει επισήμως με την ιδιότητα του βουλευτή, γι’ αυτό δεν είχε καμμία ενόχληση.
Το πόσο δίκιο είχε ο Σταυρίδης φαίνεται από μια αποστροφή της ομιλίας του Θωμά Αποστολίδη, που αναφερόμενος στο σύνθημα περί ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας είπε:
«Ετονίσθη εδώ από Μακεδόνες συντρόφους ότι τα μέλη των μακεδονικών τμημάτων αγνοούν την ουσία του συνθήματος. Μα τότε πώς θέλουν οι σύντροφοι να το νοιώσουν οι μάζες»;
Έκτοτε το ΚΚΕ εγκαινίασε την τακτική ν’ αποφασίζει ό,τι του υπαγορεύει η Διεθνής, χωρίς στελέχη και οπαδοί να ξέρουν τι ακριβώς αποφασίζουν.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης και το «Μακεδονικό»
ΜΕΤΑ την επιβολή των απόψεων Μανουήλσκυ, που απηχούσαν τη γραμμή της Κομμιντέρν και το πολιτικό συμφέρον Βούλγαρων κομμουνιστών κι εθνικιστών, το ΚΚΕ μπήκε σε μια περίοδο βαθειάς κρίσης, που στην κομματική του ιστορία πέρασε ως «οπορτουνισμός χωρίς όρια». Η πλήρης υποταγή του στα κελεύσματα της Κομμιντέρν, σε ό,τι αφορά στο εθνικό ζήτημα, είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια αξιόλογων στελεχών, που είχαν αξιόλογη παιδεία και αγωνιστική δράση, την ανάδειξη – σαν πιο «λαϊκών» – αμαθών ηγετικών στοιχείων και κυρίως αδυναμία ν’ αποκτήσει ευρεία λαϊκή βάση, παρά τις ευνοϊκές για την ανάπτυξή του συνθήκες (προσφυγικό πρόβλημα – πολιτική χρεοκοπία – στρατιωτικά προνουντσιαμέντα). Πάντως, ο πυρήνας που έμεινε πιστός στην Κομμιντέρν, πείσθηκε για την «ορθότητα» της γραμμής της και προσπάθησε να καλλιεργήσει στις μάζες το σύνθημα για ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη, που είχε ευμενή αποδοχή σε μερικά σλαβόφωνα και σλαβόφρονα στοιχεία της Μακεδονίας, που πλαισίωναν το ΚΚΕ όχι για να υπηρετήσουν την κομμουνιστική ιδεολογία αλλά τα εθνικιστικά συμφέροντα της Βουλγαρίας. Ήσαν Βούλγαροι εθνικιστές που υπό ελληνικό όνομα ήσαν μεταμφιεσμένοι σε Έλληνες κομμουνιστές.
Από το 1931 την καθοδήγηση – κατόπιν διορισμού – του ΚΚΕ αναλαμβάνει ο Νίκος Ζαχαριάδης, άνθρωπος με μεγάλη ικανότητα αλλά πιο μεγάλη κακότητα, απόφοιτος της Ανωτάτης Σχολής Κομματικών Στελεχών Μόσχας, της περιβόητης «Κουτβ», απόλυτα αφοσιωμένος – μέχρι του θανάτου του – στον Στάλιν. Όσο κι αν σε μια δίκη που έγινε στην Αθήνα (23 Οκτωβρίου 1945), ο Ζαχαριάδης απαντώντας σε μια ερώτηση του δικηγόρου Παυσανία Λυκουρέζου, δήλωσε ότι από το 1931 που ανέλαβε αυτός την καθοδήγηση του ΚΚΕ, αποκήρυξε το σύνθημα περί αυτονομίας και διεκήρυξε και διακηρύσσει την Ελληνικότητα της Μακεδονίας» [63], ωστόσο και η 6η Ολομέλεια που συνήλθε στη Χαλκίδα το 1932 και το 5ο Συνέδριο του 1934 παραμένουν στο παλιό σύνθημα. Η αλλαγή σημειώνεται το 1935. Η πολιτική στροφή του Στάλιν περί κομμουνισμού σε μια χώρα («πατριωτικός κομμουνισμός») για την αναχαίτιση του ραγδαία ανερχόμενου ναζισμού, η νέα εντολή προς τα Κομμουνιστικά Κόμματα να συνεργαστούν με «προοδευτικά στοιχεία» («λαϊκομετωπική πολιτική») και κυρίως το γεγονός ότι μετά το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα χιλιάδες αξιωματικοί βρέθηκαν εκτός στρατεύματος, οδήγησαν στην απόφαση του 6ου Συνεδρίου (1935), που αναφέρει τα εξής:
«Μετά το κίνημα του Μάρτη, το Κόμμα μας στη θέση του συνθήματος “ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη” έβαλε το σύνθημα “πλέρια ισοτιμία στις μειονότητες”. Η αλλαγή αυτή του συνθήματος σχετικά με τις εθνικές μειονότητες της χώρας μας δε σημαίνει άρνηση της μαρξιστικής-λενινιστικής αρχής της αυτοδιάθεσης των εθνικών μειονοτήτων. Την αντικατάσταση του παλιού συνθήματος ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη” επιβάλλει αυτή η ίδια η αλλαγή της εθνολογικής σύνθεσης στο ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας σε στενή σύνδεση με την αλλαγή των συνθηκών μέσα στις οποίες να αναπτύσσεται σήμερα το επαναστατικό κίνημα στα Βαλκάνια και ειδικότερα στη χώρα μας, με βασικό καθήκον την αντιφασιστική και αντιπολεμική δράση». («Δέκα χρόνια αγώνες»… σελ. 66).
Η μεταβολή αυτή, μολονότι φραστικά δεν απέχει πολύ από την παλιά, προσφέρει κάποια λαϊκά ερείσματα στο ΚΚΕ, που δεν μπορεί ν’ αγνοήσει τον λαϊκό πατριωτισμό. Κύριος στόχος του όμως είναι η προσέλκυση αποτάκτων αξιωματικών που οι περισσότεροι είχαν πολεμήσει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Όσο πυκνώνουν τα νέφη του πολέμου, τόσο υψώνονται και οι πατριωτικοί τόνοι του ΚΚΕ («Οι Έλληνες κομμουνιστές ακριβώς γιατί αγαπούν την πατρίδα τους, γι’ αυτό είναι κομμουνιστές»). Μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής εντάσσεται και η γνωστή επιστολή του Ζαχαριάδη από τη φυλακή, μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος των Ιταλών κατά της Ελλάδος: αγώνας μέχρις εσχάτων για την υπεράσπιση της πατρίδος.
Στη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής η νέα γραμμή, μια και το παλιό σύνθημα είχε λησμονηθεί ή τεχνηέντως χαρακτηριζόταν «προβοκάτσια», έδωσε τη δυνατότητα στο ΚΚΕ ν’ αναπτυχθεί και μέσω του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ να φθάσει στα πρόθυρα της εξουσίας. Όμως, η ανάπτυξη μέσα στους κόλπους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ της σλαβικής οργάνωσης ΣΝΟΦ (Σλαβικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) που το 1946 μετονομάστηκε σε ΝΟΦ, έβλαψε το ΚΚΕ, γιατί δημιούργησε τριβές ανάμεσα στους μαχητές του, κυρίως όμως ωφέλησε τον Τίτο, γιατί απαρχής το ΣΝΟΦ/ΝΟΦ μπήκε στην υπηρεσία του. Ο Ζαχαριάδης, χάνοντας τη μια μετά την άλλη τις πολιτικές και στρατιωτικές μάχες και έχοντας πια απομονωθεί στην περιοχή Γράμμου-Βίτσι, όπου υπήρχε ισχυρό σλαβόφωνο στοιχείο, από την άλλη, ενισχυόμενος, τροφοδοτούμενος και συντηρούμενος αρχικά από τον Τίτο, έκανε σοβαρές παραχωρήσεις προς το σλαβικό στοιχείο, που είχε αρχίσει πάλι – χάρη στην κατοχική βουλγαρική και στην αντιστασιακή τιτοϊκή προπαγάνδα – να ονομάζεται «μακεδονικό». Έτσι η περίφημη 5η Ολομέλεια του ΚΚΕ (30-31 Ιανουαρίου 1949) διακήρυξε:
«Σαν αποτέλεσμα της νίκης του Δ.Σ.Ε. (Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας) [64] και της λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη αποκατάστασή του, όπως τη θέλει ο ίδιος προσφέροντας τώρα το αίμα του για να την αποκτήσει. Οι δύο λαοί, ελληνικός και μακεδονικός, παλεύουν από κοινού για τη λευτεριά τους…».
Το τελευταίο αυτό αποτελεί την ιδεολογική βάση της σκοπιανής προπαγάνδας: Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, στην ουσία δεν ήταν εμφύλιος αλλά πόλεμος Ελλήνων και Μακεδόνων! Βέβαια αργότερα ο Ζαχαριάδης, μετά την αποκήρυξη του Τίτο και κυρίως μετά την αποπομπή και τη διαγραφή του από το Κόμμα, ανεφώνησε σαν τον Ιερό Αυγουστίνο το «Confiteor tibi mea culpa, Domine» (= Σοι εξομολογούμαι το σφάλμα μου, Κύριε). Στη «Διαθήκη» του που υπαγόρευσε στον Αχιλλέα Παπαϊωάννου (έκθ. «Γλάρος» σελ. 52) λέει τα ακόλουθα:
«Στα Σκόπια υπήρχε μια ομάδα Σλαβομακεδόνων στελεχών με τάσεις αυτονομιστικές, σωβινιστικές. Είχαν δημιουργήσει το ΝΟΦ. Το ΝΟΦ ζητούσε ανεξάρτητα νοφικά τμήματα. Στάλθηκαν κάτω στην Ελλάδα. Επηρέαζαν το σλαβομακεδονικό λαό του Βίτσι, και κάναν μια ολόκληρη υπονομευτική, αυτονομιστική δουλειά ανάμεσα στο λαό και στους Σλαβομακεδόνες αντάρτες. Ήταν δουλειά των Σκοπίων (…) Ξέραμε τη δουλειά όλων των στελεχών του ΝΟΦ. Κάμναμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται. Δεν μπορούσαμε αλλιώς…».
Όντως δεν μπορούσαν. Το ΚΚΕ ήταν αγκιστρωμένο ψάρι. Παγιδεύτηκε από τα δικά του λάθη. Δέχθηκε τη «γραμμή» Μανουήλσκυ και εργάστηκε για να υπηρετήσει τα σχέδια του Β.Κ.Κ. και της αόρατης ΕΜΕΟ. Όμως η φορά των πραγμάτων το έφερε να δουλέψει για τον Τίτο. Αλλά και ο Τίτο τελικά δούλεψε εναντίον του έργου του. Κατασκεύασε εντός της Ομοσπονδίας του, εκ του μη όντος, ένα «μακεδονικό κρατίδιο». Και το κρατίδιο αυτό, μη έχοντας άλλες ιστορικές ρίζες, με εξαίρεση τις βουλγαρικές, απέκτησε διά μοσχεύματος μια ψευδή κρατική υπόσταση και διεκδικεί τη διεθνή αναγνώριση με τ’ όνομα Μακεδονία, χωρίς να είναι ούτε ιστορικά ούτε γεωγραφικά (πλην μικρού τμήματος) Μακεδονία.
Ο Γόρδιος δεσμός των Σκοπίων [65]
Ο τιτοϊκός μεγαλοϊδεατισμός
ΓΙΑ τη νεκρανάσταση του «Μακεδονικού» δούλεψαν πολλοί, νομίζοντας ότι δουλεύουν για τον εαυτό τους, μόνο το ΚΚΕ, δεν ήξερε για ποιον δούλεψε. Όλοι όμως τελικά εργάστηκαν για τον Τίτο. Ο πολυδιαφημισμένος στρατάρχης, που το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωσήφ Μπροτς (το όνομα ΤΙTO είναι αρκτικολεξικό μιας κροατικής τρομοκρατικής οργάνωσης) δεν ξεκίνησε τη σταδιοδρομία ως επαναστάτης αλλά ως κοινός κακοποιός (Βλ. Καργάκου: ένθ. αν. σσ. 247-248). Ως το 1937 ακολουθούσε στο «Μακεδονικό» τη γραμμή της αυτονομίας που είχαν επιβάλει η Β.Κ.Ο. και η Κομμιντέρν. Όμως ο ευφυής Τίτο, επηρεασμένος από τις ιδέες του Σίμα Μάρκοβιτς, στη διάρκεια του «παρτιζάνικου» βίου του υποστήριξε ότι το λεγόμενο «μακεδονικό» δεν είναι ζήτημα των «Μακεδόνων» αλλά εσωτερικό ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας. Ο Τίτο ήξερε πως η συνεργαζόμενη με τους Γερμανούς Βουλγαρία δεν μπορούσε να αντιδράσει στα σχέδιά του και όσον αφορά στους Έλληνες κομμουνιστές, πρώτον δεν τους υπολόγιζε και δεύτερον σκέφθηκε να τους χρησιμοποιήσει ως όργανά του. Αρκετοί μάλιστα – όχι μόνο σλαβόφωνοι – ήσαν πράκτορές του.
Το σχέδιο του Τίτο ήταν απλό: η Μακεδονία ξαναβαφτίζεται. Η Νότια Σερβία ονομάζεται «Μακεδονία του Βαρδάρη» (Αξιού). Η βουλγαρική σε «Μακεδονία του Πυρίν»[66] και η ελληνική σε «Μακεδονία του Αιγαίου». Στόχος του Τίτο ήταν να ενώσει τις τρεις αυτές «Μακεδονίες» σ’ ένα αυτόνομο κράτος που θα το ενσωμάτωνε στο ομόσπονδο κράτος της Γιουγκοσλαβίας. Ως είδος «φράξια» μέσα στα πλαίσια του ΕΑΜ δημιουργείται το Σεπτέμβριο του 1943 το ΣΝΟΦ, που αποτελείται από τα αρχικά του «Σλαβιάνο Μακεντόσκυ Νάροντ Οσβομποδίτελεν Φροντ» (Σλαβικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Υποτίθεται ότι το ΣΝΟΦ ήταν το σλαβόφωνο τμήμα του ΕΑΜ, όμως εξαρχής ήταν όργανο πρακτόρων του Τίτο, με καθαρά ανθελληνικό προσανατολισμό. Άλλωστε ο στενός συνεργάτης του Τίτο Βουκμάνοβιτς-Τέμπο σε ομιλία του προς τα στελέχη του ΣΝΟΦ στη Φουστάνη της Αλμωπίας το Δεκέμβριο του 1943 ήταν απροκάλυπτα ειλικρινής: «Ο λαός της Μακεδονίας του Αιγαίου δεν μπορεί να βρει τη δικαίωσή του παρά μόνο στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας».
Το Μάρτιο του 1944 ένα από τα ηγετικά στελέχη του ΣΝΟΦ ο Ναούμ Πέιος ύψωσε τη σημαία του «Μακεδονικού κράτους» εντός του ελληνικού εδάφους. Απειλήθηκαν συγκρούσεις με άλλα τμήματα του ΕΛΑΣ και το ζήτημα διευθετήθηκε σε «συνέδριο συμφιλιώσεως» που έγινε στα Χάλαρα στις 2 Αυγούστου. Τα ένοπλα τμήματα του ΣΝΟΦ αναγνωρίστηκαν σαν ανεξάρτητα στρατιωτικά τμήματα, το ΣΝΟΦ σαν ανεξάρτητη πολιτική οργάνωση και αντιπρόσωπός του συμμετείχε στις οργανώσεις του ΕΑΜ Εδέσσης, Φλωρίνης και Καστοριάς! Έξι μέρες αργότερα (8 Αυγούστου 1944) αντιπρόσωποι του Γιουγκοσλαβικού και Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος συναντήθηκαν στο Μοναστήρι και αποφάσισαν την ανακήρυξη της «Λαϊκής Δημοκρατίας και Μακεδονίας» σε ομόσπονδο κράτος μέσα στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Έτσι γεννήθηκε το «μακεδονικό» κράτος. Το ΚΚΕ αγνοήθηκε, όπως αγνοήθηκαν και κάποια δειλά διαβήματά του προς τον Τίτο να σταματήσει η διασπαστική κίνηση του ΣΝΟΦ μέσα στις τάξεις του ΕΛΑΣ.
Πραγματικά, ο δάσκαλος Παύλος Ρακούβαλης από την Έδεσσα παρέσυρε 650 νέους από διάφορα χωριά και σχημάτισε στην περιοχή του Καϊμακτσαλάν 4 λόχους που ενετάχθησαν επιτηδείως στον ΣΝΟΦ, το οποίο αποθρασύνεται κι απαιτεί από την 9η Μεραρχία του ΕΛΑΣ, μεταξύ άλλων, «να αναγνωρισθεί ότι τα ιστορικά ιδανικά του Μακεδονικού λαού και τα απαράβατα συμφέροντά του είναι να ζήσει ολόκληρος ο Μακεδονικός λαός ελεύθερος και ενωμένος». Ύστερα από την προκλητική αυτή συμπεριφορά τμήματα του ΕΛΑΣ, διευθυνόμενα από μονίμους αξιωματικούς, διέλυσαν ή αιχμαλώτισαν τις ομάδες του ΣΝΟΦ, που μερικές σώθηκαν ύστερα από την παρέμβαση του πολιτικού επιτρόπου της 9ης Μεραρχίας Ρένου Μιχαλέα και του εκπροσώπου στην ΠΕΕΑ («Κυβέρνηση Βουνού») Κεραμιτζήεφ. Τα διαλυμένα τμήματα του ΣΝΟΦ ανασυγκροτήθηκαν στο Μοναστήρι και οργανώθηκαν κατά τα πρότυπα των πτοϊκών μονάδων. Ονομάστηκαν «Μακεδονικά τάγματα». Την ημέρα της ορκωμοσίας ο στρατηγός Τέμπο τους έθεσε τον ακόλουθο αντικειμενικό στόχο: «Όταν έλθει η ώρα Θα κατεβείτε στην Ελλάδα και με τη βοήθεια των δικών μας θα απελευθερώσετε την Μακεδονία του Αιγαίου από τους Έλληνες, για να την ενώσετε με την Μακεδονία του Βαρδάρη».
Η επίσημη ανακήρυξη του Σκοπιανού κράτους
ΤΟ ΤΕΛΟΣ του πολέμου βρίσκει την Ελλάδα σπαρασσομένη, τη Βουλγαρία ηττημένη και ντροπιασμένη και τον Τίτο μεγάλο αστέρι της Βαλκανικής. Είναι το χαϊδεμένο παιδί του Στάλιν και των Άγγλων. Έτσι αποφασίζει να παίξει το μεγάλο «χαρτί» του. Τον Οκτώβριο του 1945 η Εθνοσυνέλευση του Γιουγκοσλαβικού Κομ. Κόμματος αναγνωρίζει την «Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» ως την 6η Δημοκρατία της Ομοσπονδίας των Γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών. Άρα, το «Μακεδονικό κράτος» και ως πολιτική σύλληψη και ως πολιτική πραγμάτωση είναι ιδέα καθαρώς κομμουνιστική.
Πρωθυπουργός του νέου «μακεδονικού» κράτους ανακηρύχθηκε ο Λάζαρος Κολισέφσκι και αντιπρόεδρος ο παλαίμαχος κομμουνιστής Δημήτρης Βλαχώφ. Στις 11 Οκτωβρίου 1945 έφθασε στα Σκόπια, για να τιμήσει με την παρουσία του τις εορταστικές εκδηλώσεις για τη δημιουργία του νέου ομόσπονδου κράτους, ο ίδιος ο Τίτο. Μια περικοπή από την ομιλία του είναι ενδεικτική: «Σήμερα υπάρχουν Μακεδόνες έξω από τη Μακεδονία. Αυτοί είναι οι αδελφοί μας της Μακεδονίας του Αιγαίου. Εμείς πιστεύουμε ότι θα ενωθούν με μας στην Ομόσπονδη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία».
Για την προώθηση του τιτοϊκού σχεδίου (ενσωμάτωση της ελληνικής Μακεδονίας στη Μακεδονία των Σκοπίων) δημιουργούνται τα ΟΤΒΟΦ (παραρτήματα της Κεντρικής Διοικήσεως των Σκοπίων του Αιγαίου). Καθώς μάλιστα, λόγω της εσωτερικής αναταραχής, δεν έχουν σταθεροποιηθεί τα σύνορα Ελλάδος – Γιουγκοσλαβίας, τα ΟΤΒΟΦ διοχετεύουν προς τις ελληνικές περιοχές τεράστιες ποσότητες προπαγανδιστικού υλικού (κυρίως φυλλάδια), με το οποίο προπαγανδιζόταν η ανεξαρτησία της «Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας».
Παράλληλα στα Σκόπια εκδίδεται η εφημερίδα υπό τον τίτλο «Δελτίο», που ήταν δίγλωσσο. Χρησιμοποιούσε τη σλαβική και την ελληνική. Το δελτίο διεύθυναν οι ελληνικής καταγωγής Τζώτζος Ούρδας, Παύλος Ρακούβαλης, πρώην δάσκαλος από την Έδεσσα και ο δικηγόρος Πασχάλης Μητρόπουλος από το Άργος Ορεστικό.
Στο υπ’ αριθμ. 8 φύλλο της 20ης Φεβρουαρίου 1946 υπάρχει άρθρο υπό τον τίτλο «Ο δικός μας δρόμος», που εξηγεί τους σκοπούς του ΝΟΦ. Τον «δρόμο» αυτό καθορίζει μια φράση: «Έλληνες, Μακεδόνες, πρόσφυγες, βλάχοι – ιδιαίτερα οι Μακεδόνες – να ριχθούν πιο αποφασιστικά στην πάλη ενάντια στο νεοφασισμό στην Ελλάδα».
Φυσικά η λέξη «πάλη» εξυπονοεί τον εξυφαινόμενο στην Ελλάδα εμφύλιο πόλεμο. Όλοι είχαν συμφέρον από έναν τέτοιο πόλεμο πλην – φυσικά των Ελλήνων. Οι Σύμμαχοι για να μη μας δώσουν την Κύπρο και τα Δωδεκάνησα. Οι Βούλγαροι, για να μην υποστούν κυρώσεις για τις καταστροφές και τα εγκλήματα που διέπραξαν ως δύναμη Κατοχής στη Μακεδονία και Θράκη και για να μη θέσουμε θέμα αναδιευθετήσεως της συνοριακής γραμμής και επιβιώσεως των 70.000 εναπομεινάντων στη Βουλγαρία Ελλήνων, λείψανα του άλλοτε ακμάζοντος Ελληνισμού. Η Αλβανία, για να μην εγείρουμε αξιώσεις στη Β. Ήπειρο. Η Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία για να υφαρπάξει με το τέχνασμα της ομοσπονδίας τη Μακεδονία και τέλος ο Στάλιν, για να δημιουργήσει περισπασμούς στους Δυτικούς και να χωνέψει ανενόχλητος τις μεγάλες «μπουκιές» που του εξασφάλισε ο «Κόκκινος Στρατός».
Και η Ελλάς, για να μην απογοητεύσει κανέναν, απεδύθη σ’ έναν αδυσώπητο εμφύλιο αγώνα που οι προεκτάσεις του διατηρούνται έως τα χρόνια μας.
Η μετατροπή του ΣΝΟΦ σε ΝΟΦ
ΓΙΑ την καλύτερη προώθηση των τιτοϊκών σχεδίων, τον Απρίλιο του 1945 το ΣΝΟΦ μετονομάζεται σε ΝΟΦ. Απαλείφεται, δηλαδή, το «Σ» που υποδήλωνε τη σλαβικότητα της οργάνωσης («Σλαβιάνο»), για να προβληθεί περισσότερο ο «μακεδονικός» χαρακτήρας της και παράλληλα να προβληθεί σαν ΕΑΜ, μια και τώρα το ΝΟΦ σημαίνει ό,τι και το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Η αλλαγή γραμμής γίνεται σαφώς από ένα δημοσίευμα του 9ου «Δελτίου» του ΝΟΦ της 15ης Μαρτίου 1946. Η γραμμή της Κομμιντέρν για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» λησμονείται. Λέει το Δελτίο: «Αγωνιζόμαστε, ενάντια στον αυτονομισμό, γιατί αυτός οδηγάει τον μακεδονικό λαό στον γκρεμνό, σε νέα δουλεία, κι ακόμη γιατί ο αυτονομισμός είναι γραμμή της διεθνούς αντίδρασης με σκοπό να σπάσει την ενότητα των λαών της Γιουγκοσλαβίας» (…) «Ο Μακεδονικός λαός από πολύ νωρίτερα είχε εκδηλώσει τη θέλησή του πως θα ζήσει με τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας, επειδή οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας τον εκτιμούν σαν λαό κι επειδή ο Μακεδονικός Λαός, κάτω από τη σοφή καθοδήγηση του στρατάρχη Τίτο, σε κοινό αγώνα με τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας, για πρώτη φορά θα κερδίσει την εθνική του λευτεριά»!
Το ΝΟΦ είχε την έδρα του στα Σκόπια, στο ίδιο κτίριο που στεγαζόταν η διοίκηση του Σκοπιανού στρατού και πολύ κοντά στην έδρα της κυβέρνησης της νεόκοπης ομόσπονδης «Μακεδονίας». Την υπονομευτική δράση του στην Ελλάδα συντόνιζε το «Αντιφασιστικό Συμβούλιο Λαϊκής Απελευθέρωσης Μακεδονίας» που είχε δημιουργήσει εντός του ελληνικού εδάφους παρακλάδια, όπως την «Αντιφασιστική Οργάνωση Μακεδονικής Νεολαίας» και την «Αντιφασιστική Οργάνωση Νεανίδων». Παράλληλα, άρχισαν να δρουν και στρατιωτικά τμήματα. Πρώτος στρατιωτικός πυρήνας ήταν το 1ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα της «Μακεδονίας του Αιγαίου», με διοικητή τον Ηλία Δημάκη από το χωριό Μελά της Καστοριάς, που έως το 1942 έμενε στη Φλώρινα (οδός 4ης Αυγούστου) και δούλευε σαν αρτεργάτης. Ο Τίτο τον προήγαγε σε αντισυνταγματάρχη! Για να υποδηλώσει πιο έντονα τη «μακεδονικότητά» του, πήρε το σλαβικό όνομα Γκότσεφ, προς τιμήν του Βούλγαρου κομμιτατζή Γκότσεφ Ντέλτσεφ, που το 1903 είχε εξαπολύσει τις συμμορίες του κατά της Μακεδονίας. Είναι ενδεικτικό ότι στη φάση αυτή, όσοι ελληνογενείς και ελληνόφωνοι αισθάνονταν κάποια στιγμή να «αφυπνίζεται» μέσα στην ψυχή τους η «μακεδονική συνείδηση», μετέτρεπαν το ελληνικό όνομά τους σε σλαβικό, ωσάν η μακεδονικότητα να είναι ταυτόσημη με τη σλαβικότητα. Π.χ. ο δικηγόρος Πασχάλης Μητρόπουλος, δικηγόρος από το Άργος Ορεστικό, που ανήκε στο πολιτικό επιτελείο του ΝΟΦ και διεύθυνε το «Δελτίο» ονομάζεται επί το «μακεδονικότερον» Πασκάλ Μητρόφσκη. Ο δάσκαλος από την Έδεσσα Παύλος Ρακούβαλης μεταλλάσσεται σε Πάβελ Ρακόφσκη, ο Λάζαρος Ουσενίδης σε Λάζο Ουσένσκη, κ.λπ.
Το επιτελείο του Δημάκη ή Γκότσεφ αποτελούν «αξιωματικοί», γεννημένοι σ’ ελληνικά χωριά, που είχαν αποφοιτήσει από την ατοϊκή στρατιωτική σχολή των Σκοπίων, στην οποία σαν γλώσσα διδασκαλίας εχρησιμοποιείτο η σλαβική. ́Αλλο ένα τάγμα του ΝΟΦ 142 ανδρών, χωρισμένο σε τρεις λόχους, δρούσε στην περιοχή της Αλμωπίας. Παράλληλα άρχισε να λειτουργεί εντός του ελληνικού εδάφους, στα ερείπια μιας βουλγαρικής εκκλησίας, ανάμεσα στα χωριά Αγία Φωτεινή και Φλαμουριά, «παράρτημα» του σκοπιανού κράτους. Το «κυβερνείο» αυτό κτυπήθηκε από τμήμα χωροφυλακής στις αρχές του 1946. Στα χέρια των ελληνικών αρχών έπεσαν ο αρχηγός του εφεδρικού ΝΟΦ Ευάγγελος Τσοπάνος ή Μολότωφ και πολλά έγγραφα. Σε μια προκήρυξη του «Αντιφασιστικού Συμβουλίου Λαϊκής απελευθέρωσης Μακεδονίας», υπάρχει μια έκκληση προς τους «Μακεδόνες»: «Μόνο με τον αγώνα ενάντια στον ύπουλο ελληνικό φασισμό θα πετύχετε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και ένωσης ολάκαιρου του μακεδονικού λαού κάτω από τη σκέπη της Γιουγκοσλαβίας του ΤΙΤΟ, που γίνηκε λεύτερη κοινότητα από λεύτερους και ισότιμους λαούς…».
Πιο αποκαλυπτική των σχεδίων του Τίτο είναι μια προκήρυξη συντεταγμένη από τον γεν. γραμματέα Ευάγγελο Αγιάννη ή Ότσε. Στην υπ’ αριθμ. 3 παράγραφο που αναφέρεται στο «Πρόγραμμα δουλειάς» διατάσσονται τα ακόλουθα:
«Α ́. Ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης στους τέως Βουλγάρους” και στους τέως Ελληνες”. Ανάμεσα στ’ άλλα θα λέμε: Η Ομοσπονδία του σ. Τίτο είναι αναγνωρισμένη διεθνώς. Αυτό σημαίνει ότι και τα ομόσπονδα κράτη που την αποτελούν είναι αναγνωρισμένα διεθνώς. Επομένως και το Ομόσπονδο Μακεδονικό Κράτος είναι ανεγνωρισμένο διεθνώς. Αυτοί που το αποτελούν είναι Σλάβοι κι έχουν στο πλευρό τους όλους τους Σλάβους. Γύρω από αυτό θα γίνεται διαφώτιση. Θα ρίχνουμε συνθήματα (με προκηρύξεις και στους τοίχους) βασισμένα στο πνεύμα της αυτοδιάθεσης. Ιδιαίτερα στον κόσμο μας θα καλλιεργούμε την ιδέα της Εθνικής μας Ένωσης. Ο λόγος του σ. Τίτο στα Σκόπια πρέπει πλατειά να κοινοποιηθεί» [67].
Πάνω στην ιδεολογική αυτή «πλατφόρμα» στηρίζεται και σήμερα η ιδεολογία και η επιχειρηματολογία του σκοπιανού κράτους. Άρα, η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε αμέσως να διακηρύξει urbi et orbi, πως εφόσον κατέρρευσε η Ομοσπονδία του Τίτο κι εφόσον το κράτος των Σκοπίων δεν ανήκει στη «μικρή Γιουγκοσλαβία» κατέρρευσε de facto και κάθε επίσημη αναγνώρισή του ως Μακεδονία. Κι ακόμη πρέπει να τονισθεί ότι το κράτος αυτό, για να αποκτήσει «μακεδονικά» ερείσματα, εκμεταλλευόμενο τότε την χαώδη εμφυλιοπολεμική κατάσταση της Ελλάδος, συνεκέντρωσε ορφανά Ελληνόπουλα και τα έστειλε σε στρατιωτικές σχολές της Ρωσίας. Τα παιδιά αυτά διαπαιδαγωγημένα με «μακεδονικά» ιδανικά, αποτελούν την «ελίτ» του υπάρχοντος σκοπιανού στρατού. Παράλληλα, υπό την καθοδήγηση του Ιβάν Γκαλάμπωφ, τα παιδιά των πολυάριθμων τσιγγάνων υποβάλλονται σε συστηματική διαδικασία «μακεδονοποιήσεως». Φυσικά, οι πιο ένθερμοι «Μακεδόνες» είναι οι συνεργασθέντες με τις γερμανικές αρχές Κατοχής, που εκκρεμούσαν εις βάρος τους δικαστικές αποφάσεις για ειδεχθή εγκλήματα. Αυτοί κράτησαν στενές σχέσεις με τα τέως αφεντικά τους, γι’ αυτό σήμερα στο γερμανικό Τύπο παρατηρείται μια όψιμη «μακεδονολατρία».
Όταν το 1947 ξεσπάει επισήμως ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, ο Κομμουνιστικός Στρατός έχει σαν βάση ανεφοδιασμού και εξορμήσεως το σκοπιανό κράτος. Σκοπιανοί πράκτορες διεισδύουν στις γραμμές του και κάνουν συστηματική προπαγάνδα στους μαχητές του. Ο ΝΟΦ είναι ήδη μια συγκροτημένη στρατιωτική και πολιτική δύναμη. Τα τμήματά του ενσωματώνονται στον κομμουνιστικό στρατό. Ο κομμουνιστής Αρχιστράτηγος Μάρκος Βαφειάδης σε μια συνέντευξή του στη «Μπόρμπα» (23 Μαρτίου 1947) δηλώνει:
«Το ΝΟΦ είναι λαϊκό απελευθερωτικό μέτωπο, οργάνωση πολιτική των Μακεδόνων στην Ελλάδα, σαν να πούμε το ΕΑΜ των Μακεδόνων. Έχει αντιπρόσωπό του στο ΕΑΜ και σήμερα οι Μακεδόνες πολεμούν μαζί με τον ελληνικό λαό, για να πραγματοποιήσουν τα εθνικά και πολιτικά δίκαιά τους».
Έτσι το ΚΚΕ συνοδοιπορεί με την εθνικιστική πολιτική του Τίτο Για τον άνθρωπο αυτό, που τιμήθηκε με το ιδιαίτερο προνόμιο να εισέλθει στο ελληνικό κοινοβούλιο ως βουλευτής επικρατείας, που κηδεύθηκε δημοσία δαπάνη σε τάφο που παραχώρησε τιμητικά ο Δήμος Αθηναίων, αρκεί, αντί χαρακτηρισμού, η ακόλουθη περικοπή από την περίφημη «πλατφόρμα» που ανέπτυξε στη συνεδρίαση του Π.Γ. του ΚΚΕ που έγινε στις 15 Νοεμβρίου 1948:
«Ο Δημοκρατικός Στρατός (δηλαδή ο κομμουνιστικός), με τη δράση του, μπορεί σε υπολογίσιμο βαθμό να φέρει εμπόδια στις επιδιώξεις των Αμερικανών στην Ελλάδα, εμποδίζοντάς τους ν’ ανοικοδομήσουν τη χώρα για πολεμικό προγεφύρωμα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Έτσι θα προκαλέσει στους Αμερικάνους και στο μοναρχοφασισμό μια συνεχή αιμορραγία στρατιωτική-οικονομική, και, λόγω της άθλιας οικονομικής κατάστασης των Ελλήνων εργαζομένων, θα μας είναι δυνατή η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για το δυνάμωμα του κινήματος…».
Την ώρα, δηλαδή, που ο Τίτο βυσσοδομεί εις βάρος της Ελλάδος, επιδιώκοντας προσάρτηση της Μακεδονίας, το ΚΚΕ, διά του αρχιστρατήγου του θέτει ως αντικειμενικό του σκοπό τη διάλυση της Ελλάδος, για να μη μετατραπεί σε «προγεφύρωμα» κατά της Σοβ. Ένωσης και των «λαϊκών δημοκρατιών»! Ούτε είναι δυνατό να υποστηρίξει κανείς ότι τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ αγνοούσαν τις βλέψεις αυτές. Όταν τον Οκτώβριο του 1945 έγινε το δεύτερο πανσλαβικό συνέδριο, οι προτάσεις των Γιουγκοσλάβων εκπροσώπων έγιναν δεκτές και αποφασίστηκε να εγερθεί ζήτημα «απελευθερώσεως των Σλάβων του Αιγαίου». Δύο μήνες νωρίτερα (Αύγουστος 1945) στο Α ́ Συνέδριο Λαϊκών Μετώπων Μακεδονίας, στο οποίο μετείχαν εκπρόσωποι του ΣΝΟΦ, του βουλγαρικού και γιουγκοσλαβικού Κομ. Κόμματος, ο πρωθυπουργός του «Μακεδονικού κράτους Κολισέφσκη δεν είχε κανένα δισταγμό να δηλώσει ότι «το πρόγραμμα της ενώσεως ολοκλήρου της Μακεδονίας εντός των ορίων της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο περιελήφθηκε στις επιδιώξεις του Λαϊκού Μετώπου της Μακεδονίας αμέσως, από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας του».
Πιο ηχηρό είναι το ράπισμα που καταφέρει κατά της Ελλάδος ο αντιπρόεδρος του σκοπιανού κράτους Δημήτρης Βλαχώφ που διακηρύσσει:
«Η Ελλάς δεν έχει κανένα δικαίωμα επί της Μακεδονίας του Αιγαίου». Επιπλέον: «Η Ελλάς καταδυναστεύει 235.000 Μακεδόνες».
Η συμφωνία του Μπλέντ
ΤΑ ΜΕΓΑΛΟΪΔΕΑΤΙΚΑ σχέδια του Τίτο παρά λίγο να γίνουν ένσαρκο όραμα, με τη συμφωνία του Μπλέντ. Γιουγκοσλάβοι και Βούλγαροι κομμουνιστές αντιπρόσωποι συνεφώνησαν να σχηματισθεί μια ευρύτερη σλαβική ομοσπονδία, που θα συμπεριλάβει, ως έκτη, την «ενωμένη Μακεδονία», δηλαδή τη λεγόμενη «Μακεδονία του Βαρδάρη», τη «Μακεδονία του Πυρίν» και τη «Μακεδονία του Αιγαίου» και, ως έβδομη ομοσπονδία, τη… Βουλγαρία! Το σχέδιο ματαιώθηκε λόγω της αντιδράσεως των Δυτικών αλλά και του Στάλιν, που δεν ήθελαν μια μεγάλη σλαβική υπερδύναμη στα Βαλκάνια υπό την ηγεσία του Τίτο. Ματαιώθηκε όμως και από την αντίδραση των λεγόμενων «Μακεδόνων του Πυρίν», που απερίφραστα δήλωσαν στα τιτοϊκά όργανα: «Είμαστε Βούλγαροι και όχι Μακεδόνες»! Από την άλλη, μόλις στερεώθηκε το κομμουνιστικό καθεστώς στη Βουλγαρία, ο Γενικός Γραμματέας του Β.Κ.Κ. Γ. Δημητρώφ είχε πολύ μεγαλύτερη ισχύ κοντά στον Στάλιν και δεν ήταν πια διατεθειμένος να γίνει πιόνι στην πολιτική σκακιέρα του Τίτο.
Εκείνο που βρίσκεται κυριολεκτικά στην παγίδα είναι το ΚΚΕ. Τον Ιούνιο του 1948, ενώ ο εμφύλιος μαίνεται στην Ελλάδα, ο Τίτο αποκηρύσσεται από την Κομινφόρμ, τη νέα «ιερά Σύνοδο» του Στάλιν. Ο Τίτο, που μέχρι τότε ήταν ο κυριώτερος ενισχυτής του κομμουνιστικού στρατού και ο αντιπρόσωπος του στα Ηνωμένα Έθνη δρ Μπέμπλερ, υπήρξε ο δριμύτερος επικριτής της Ελλάδας, δριμύτερος και από τον Βισίνσκυ και τον Γκρομύκο[68], άλλαξε τακτική: για ν’ αποκρούσει ενδεχόμενη επίθεση του Στάλιν, έπρεπε να στηριχθεί στους Δυτικούς και να βρει ένα modus vivendi με την Ελλάδα. Κατασιγάζει την ανθελληνική υστερία του Μπέμπλερ, κλείνει τα σύνορά του στον κομμουνιστικό στρατό και θάβει προς στιγμή το «μακεδονικό όραμά» του. Ο Ζαχαριάδης, παρόλο που χωρίς τη βοήθεια του Τίτο, ήταν χαμένος, πειθάρχησε στη γραμμή της Κομινφόρμ και «περιέλουσε» τον «Στρατάρχη» με όλα τα κοσμητικά επίθετα του κομμουνιστικού λεξιλογίου. Προτίμησε να ηττηθεί, παρά να ξεφύγει από τη «γραμμή».
Σε ανάλογη τραγική θέση βρέθηκαν και τα στελέχη του ΝΟΦ. Ανάμεσα στους σλαβοφώνους της Μακεδονίας, δεν είχε προφθάσει να ριζώσει η κομμουνιστική ιδεολογία, μια και τα περισσότερα στελέχη τους είχαν ναζιστικές ιδεολογικές καταβολές. Είναι ενδεικτικό ότι ο Γιουγκοσλάβος σύνδεσμος στην Επιτροπή Ελέγχου του ΟΗΕ που εξήταζε την κατάσταση στα βόρεια σύνορα της Ελλάδος εδήλωσε «ότι διαρκούντος του πολέμου αι αξονικαί αρχαί παρείχον υποστήριξιν εις Μακεδονικήν αυτονομιστικήν κίνησιν, εν τη αποπείρα των να δημιουργήσουν διχονοίας μεταξύ των Βαλκανικών κρατών…» (Βλ. Αχ. Α. Κύρου: «Η νέα επίθεσις κατά της Ελλάδος, Αθήναι 1949, σ. 122). Άρα, στη ζύμη του «Μακεδονικού» έχει προσθέσει και ο ναζισμός το δικό του αλεύρι!
Οι δυνάμεις του ΝΟΦ διχάζονται σε τιτοϊκούς και κομινφορμικούς. Υπολογίζεται ότι μετά το κλείσιμο των συνόρων έμειναν στη Γιουγκοσλαβία, κυρίως στην περιοχή Σκοπίων περίπου 20-25.000 πρόσφυγες. Οι προερχόμενοι από το ΚΚΕ σχημάτισαν οργάνωση υπό τον Κοσμίδη. Οι σλαβόφωνοι πρόσφυγες δημιούργησαν δική τους οργάνωση υπό τον τίτλο «Μακεδονία του Αιγαίου», υπό την ηγεσία του Ναούμ Πέιου (Πρόεδρος), Κεραμιτζήεφ, Τερπόφσκη, Γκότσεφ και Ουσένσκη (πρόεδρος των προσφύγων στα Σκόπια). Είχαν δικό τους δημοσιογραφικό όργανο υπό τον τίτλο «Φωνή του Αιγαίου». Αυτοί αποτέλεσαν τη μαγιά του «νεομακεδονικού εθνισμού», κυρίως από μίσος προς την Ελλάδα και εν γνώσει τους πως μακεδονική εθνότητα δεν υπάρχει. Ο κόσμος που τους πλαισίωσε έγινε η ζύμη αυτού του ιδιότυπου, τεχνητού εθνισμού, που υποχρεώθηκαν να δεχθούν άνθρωποι εθνικά αδιάφοροι (τσιγγάνοι), κυρίως όμως άνθρωποι με αλβανική, βουλγαρική και σερβική συνείδηση. Επιπροσθέτως και Βλάχοι, που σε συντριπτικό ποσοστό είχαν κι έχουν ελληνική συνείδηση. Πολλοί από τους αυτονομιστές αυτούς συνδέθηκαν με τους «Μακεδόνες» του εξωτερικού, στους οποίους προσκολλήθηκαν και κομμουνιστές Μακεδόνες, που λόγω της ήττας τους, έπνεαν μένεα κατά της Ελλάδος. Στο εξωτερικό απέβαλαν την ελληνική συνείδηση «ενδύθηκαν» τη μακεδονική και έγιναν οι σφοδρότεροι πολέμιοι του Ελληνισμού και οι ενθερμότεροι κήρυκες του «Μακεδονισμού».
Ο Ζαχαριάδης μοιραία στηρίχθηκε στους κομινφορμικούς, που δεν είχαν διάθεση να χύσουν το αίμα τους για το ΚΚΕ. Παρά τις παραχωρήσεις που έκανε προς το ΝΟΦ ο Ζαχαριάδης, δίνοντας στην κυβέρνησή του υπουργείο στον «ταξίαρχο» Μητρόφσκη (Π. Μητρόπουλο), στα τέλη Ιουνίου, την ώρα που κρίνεται η πιο αποφασιστική μάχη του πολέμου, ο εν λόγω Μητρόφσκη με τους Ρακόφσκη (Ρακούβαλη) και Μάλλιο καταφέρνουν στο ΚΚΕ ένα πισώπλατο κτύπημα. Μεταξύ των άλλων αξιώνουν: Όλοι οι «Σλαβομακεδόνες» που μάχονται στις τάξεις του κομμουνιστικού στρατού, να σχηματίσουν ανεξάρτητο «μακεδονικό στρατό», που να διοικείται από «Μακεδόνες» αξιωματικούς. Το ΚΚΕ χτυπήθηκε, στην πιο κρίσιμη ώρα του, από εκείνους που κατ’ εντολή της Κομμιντέρν ανέχθηκε να δημιουργηθούν «εκ του μη όντος» και για τους οποίους αγωνίστηκε και θυσίασε τα καλύτερα στελέχη του. Στις 7 Ιουλίου 1949 (ένα μήνα πριν από τη στρατιωτική του κατάρρευση) διαλύει τον ΝΟΦ και δημιουργεί την ΚΟΕΜ (Κομμουνιστέσκα Οργανί- τσια Εγκέισκα Μακεντόνια – Κομμουνιστική Οργάνωση Μακεδονίας του Αιγαίου). Αλλά μάταια πια προσπαθεί να στηριχθεί στο σλαβόφωνο στοιχείο, αφού δεν έχει δυνατότητες ενίσχυσης από το Νότο. Οι τελευταίες επιχειρήσεις (27-29 Αυγούστου) επισφραγίζουν οριστικά τη στρατιωτική ήττα του.
Μετά την υποχώρηση των λειψάνων του κομμουνιστικού στρατού στις «λαϊκές δημοκρατίες» η ΚΟΕΜ διαλύθηκε τον Ιούνιο του 1951. Όμως 72 στελέχη της δημιούργησαν την οργάνωση «Ηλί – Ντεν» υπό την καθοδήγηση του Β.Κ.Κ. Η οργάνωση αυτή έγινε μαγιά του νεο-βουλγαρικού εθνικισμού που αναβιώνει στις μέρες μας στη Βουλγαρία, χάρη στην πανταχού παρούσα VMRO (ΕΜΕΟ) και τους πάτρωνές της, εμφανείς και αφανείς.
Προλογικός επίλογος
Ο ΤΙΤΟ, αφού γλύτωσε, χάρη στην ήττα του ΚΚΕ, από τον θανάσιμο εναγκαλισμό της Κομινφόρμ, επαναθέτει διά του αντιπροέδρου και υπουργού του επί των εξωτερικών Εδουάρδου Καρντέλι (1910-1979) θέμα αναγνωρίσεως «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα. Το ζήτημα αυτό ξανα- θέτει το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους (1950) ο αντιπρόσωπος της Γιουγκοσλαβίας στον ΟΗΕ δρ Μπέμπλερ. Ο Τίτο δικαιολογεί την αξίωσή του στους Δυτικούς με το επιχείρημα: έτσι θα μειωθεί η επιρροή της Κομινφόρμ στην Ελλάδα. Όμως, η προσπάθεια των Δυτικών ν’ αναχαιτίσουν τον συνεχώς εξαπλούμενο κομμουνισμό σ’ όλη την υψήλιο, δεν ευνοεί άλλες τριβές στη Βαλκανική. Πρέπει να βρεθεί μια «φόρμουλα» συνδιαλλαγής μεταξύ Ελλάδος και Τίτο, ώστε να αλληλοϋπο στηριχθούν σε ενδεχόμενη επίθεση του Στάλιν. Έτσι στις 27 Δεκεμβρίου 1950 αποκαθίστανται οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδος – Γιουγκοσλαβίας. Το Βελιγράδι διαχωρίζει τυπικά την πολιτική του από τα Σκόπια. Η Ελλάς αναγνωρίζει έμμεσα την ομοσπονδία των Σκοπίων ως «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, αλλά ως τμήμα της Γιουγκοσλαβίας.
Έκτοτε οι Έλληνες περιέπεσαν σε κατάσταση πολιτικής νιρβάνας. Οι Σκοπιανοί απεναντίας, επί 50 χρόνια συνεχίζουν να κτίζουν τη «Μακεδονία» τους. Ποτέ δεν απέκρυψαν τις βλέψεις τους. Με την ανεμώλια συμπεριφορά μας τους ενισχύσαμε πολλαπλώς. Αφυπνιστήκαμε προ μηνών. Ποτέ δεν είναι νωρίς. Τώρα το «μακεδονικό» όσο κι αν είναι κατασκευή, είναι υπαρκτό. Δύο γενεές έχουν διαπαιδαγωγηθεί σαν «Μακεδόνες». Η εθνότης δεν είναι θέμα καταγωγής, αλλά αγωγής.
Τους Σκοπιανούς δεν συμφέρει να τους πολεμήσουμε. Συμφέρει να τους προσελκύσουμε. Απειλούνται από παντού. Αν πετύχουν την αναγνώρισή τους ως Μακεδονία – που την έχουν ανεπισήμως πετύχει – χρειάζονται όχι λεονταρισμοί αλλά νέοι σχεδιασμοί, νέα στρατηγική. Ο όρος Μακεδονία – αν μάλιστα κατακυρωθεί αμιγώς υπέρ των Σκοπίων – βέβαια θα μας ενοχλήσει, αλλά θα δημιουργήσει νέα κρίση, που αυτή τη φορά, αν φανούμε ευφυείς, θα μας ωφελήσει.
Οι όροι «Μακεδονία» ή «Σλαβική Μακεδονία» θα ενοχλήσουν τους Αλβανούς, τους Βουλγάρους, τους Σέρβους. Το κρατίδιο αυτό, για να διατηρηθεί, πρέπει να στηριχθεί στην Ελλάδα. Κι αν κάποτε Βούλγαροι, Σέρβοι ή Αλβανοί αποφασίσουν, υποκινούμενοι από εσωτερικές αντιθέσεις ή εξωτερικές πιέσεις, να το διαλύσουν, τότε η Ελλάς, ως μέλος της ΕΟΚ και πάντα μέσα στο πνεύμα της ανθρωπιστικής βοήθειας, πρέπει να σπεύσει να διασώσει το τμήμα εκείνο που όντως είναι Μακεδονία, από τα υψίπεδα του Αξιού έως τα ελληνικά σύνορα, για να βρουν καταφύγιο οι εμμένοντες στο ιδεώδες της «Μακεδονικότητας» και που για να επιζήσουν θα υποχρεωθούν – αν ασκήσουμε ευφυά έναντι τους πολιτική – να τη συνδέσουν με την ελληνικότητα. Ως τότε πρέπει η περιοχή Σκοπίων να μεταβληθεί σε οικονομική ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης.
[1] Η ετυμολόγηση των λέξεων Ελλάς – Έλλην είναι δύσκολη (όπως και η ψυχογράφηση του Έλληνα). Ο μεγάλος ελληνιστής Βιλλαμόβιτς σχετίζει τις λέξεις με το έλλοψ (= άφθογγος). Άρα, Έλληνες ομιλούντες ακατάληπτη γλώσσα. Άλλοι τις σχετίζουν με τους Ελλούς, το ιερατικό σωματείο της Δωδώνης. Άλλοι με το δασυνόμενο έλλα, που σημαίνει στη λακωνική διάλεκτο καθέδρα. Άρα, Ελλάς = έδρα αυτοχθόνων ανθρώπων. Ένα αμφισβητούμενο χωρίο του Αριστοτέλη ταυτίζει την αρχική Ελλάδα με τη περιοχή της Δωδώνης: «Αύτη δε έστιν η περί Δωδώνην ώκουν γαρ Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δε Έλληνες».
[2] Η λέξη δημοκρατία απαντά για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο: «Τους γαρ τυράννους των Ιώνων καταπαύσας πάντας ο Μαρδόνιος δημοκρατίας καθίστα ες τας πόλιας» (6, 43). Η δημοκρατία, ως αρχή της πλειοψηφίας, εμφανίζεται ως αντίθετη μορφή εξουσίας προς την μοναρχία: «Παν δε εναντιούμενον τω δυναστεύοντι δήμος ωνόμασται» (Θουκ. 6, 89). Τον κλασικό ορισμό της δημοκρατίας μας δίνει πάλι ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο: «Και όνομα μεν δια το μη ες ολίγους αλλ’ εις πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται» (2, 37).
[3] Άρα, τα 2.500 χρόνια δημοκρατίας δεν συμπληρώθηκαν το 1990, ούτε το 1991 που κάναμε τους σχετικούς εορτασμούς. Αν κάναμε σωστούς υπολογισμούς, θα βλέπαμε ότι τα 2.500 χρόνια συμπληρώθηκαν πέρσι (1992) και φέτος (1993).
[4] Η ονειδιστική αυτή σημασία διασώζεται και σήμερα σε νομικούς και ιατρικούς όρους και σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες. Συγκεκριμένα, στη γαλλική, αγγλική και γερμανική γλώσσα ο τύπος idiot, στην ιταλική η λέξη idiote και στην ισπανική idiota δηλώνουν τον μωρό, τον βλάκα, τον ηλίθιο.
[5] Κατά το θεώρημα τούτο, όνος πεινών και διψών εξ ίσου, τοποθετηθείς μεταξύ δοχείου ύδατος και δέματος αχύρου, απέθανεν εκ πείνης και δίψης, λόγω αδυναμίας εκλογής. Το θεώρημα κακώς αποδίδεται στο Γάλλο σχολαστικό φιλόσοφο και σχολιαστή του Αριστοτέλη Ιωάννη Μπουριντάν (1300-1358).
[6] Παραθέτουμε αυτούσια την εξαίσια αυτή περικοπή: «Αύτις δε το ελληνικόν, εόν όμαιμον τε και ομόγλωσσον και θεών τε ιδρύματά τε κοινά και θυσίαι, ήθεα τε ομότροπα των προδότας γένεσθαι Αθηναίους ουκ αν έχοι» (Ηρόδ. Η, 144).
[7] «Αι γαρ ίδια έχθραι πολλά πάνυ την κοινήν επανορθούσι».
[8] «Προβλήματα της Αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας» (εκδ. Καρδαμίτσα, μετάφραση Ν. Αγκαβανάκη, Αθήνα 1992).
[9] Άρα, μία από τις βασικές αιτίες που συνθέτουν την παθολογία της κρίσης του λαού μας, είναι η κρίση εξυπνάδας.
[10] «Και ομόσαντες όρκους η μην μη μνησικακήσειν, έτι και νυν ομού τε πολιτεύονται και τοις όρκοις εμμένει ο δήμος» (Ξενοφ. Ελληνικά, Β, 4, 43).
[11] Α ́ Ολυνθιακός, 4 και κατ’ Ανδροτίωνος 235
[12] Από το συλλογικό έργο «Φίλιππος βασιλεύς Μακεδόνων», Εκδοτική Αθηνών, 1980, σ. 71.
[13] Οι Σπαρτιάτες, αφού οργανώθηκαν πολιτικά σε πόλη – στρατόπεδο και μάλιστα σε στρατόπεδο εντός εχθρικής χώρας, διαμόρφωσαν ένα σύστημα στρατιωτικής δημοκρατίας, που διατηρήθηκε σχεδόν αμετάβλητο – παρά τις μάταιες απόπειρες κάποιων μεταρρυθμιστών – έως την τελική πτώση. Αυτή η πολιτική συμπάγεια, η γρανιτώδης πολιτική δομή μεταφερόταν και στη στρατιωτική διάταξη. Ασφαλώς οι Σπαρτιάτες επρωτοπόρησαν και δημιούργησαν έναν ακατανίκητο επί 2 αιώνες στρατό, αλλά παρέμειναν στατικοί. Δεν προχώρησαν σε στρατιωτικές καινοτομίες. Τη δική τους οργάνωση εμιμήθηκαν και άλλες πόλεις.
[14] Ο Γεώργιος Δ. Τσεβάς, συγγραφέας του δίτομου έγου «Ιστορία των Θηβών και της Βοιωτίας» (τόμοι 2, Αθήναι 1928), που αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη μελέτη της Βοιωτίας, γράφει για την τακτική του Επαμεινώνδα στα Λεύκτρα: «Εσκέφθη ότι διά να νικήση τις τον αντίπαλον αυτού δεν είνε απαραίτητον να τον νικήση συγχρόνως εις όλην την έκτασιν της παρατάξεως. Ήρκει να συγκεντρώση εις τι σημείον δύναμιν μεγάλην, υπερτέραν της του αντιπάλου, ήτις δίκην εμβόλου να διασπάση το σημείον τούτο της εχθρικής παρατάξεως. Τούτου γενομένου ο εχθρός φυσικόν είνε να πτοηθή και φοβούμενος την κύκλωσιν να τραπή εις φυγήν και να ηττηθή» (Τομ. Α ́, σ. 306).
[15] «Στρατιωτική Ιστορία της Ελλάδος», έκδ. Τζηρίτα, σ. 125.
[16] «Ούτοι τα όπλ’ είχον εν ταις χερσίν αεί», λέγει ο Δημοσθένης («Περί στεφάνου», 235).
[17] Ένας Σπαρτιάτης, μόλις πληροφορήθηκε το καινούργιο όπλο του Φιλίππου, είπε την αξιομνημόνευτη φράση: «Ώλωλεν ανδρός αρετά!». Χάθηκε η παλληκαριά του άνδρα. Το όπλο θα υποκαταστήσει την ανδρεία.
[18] Για τη Μακεδονική Φάλαγγα σπουδαία πραγματεία έχει γράψει ο στρατηγός Νεόκοσμος Γρηγοριάδης στην εισαγωγή της εκδόσεως του Αρριανού της βιβλιοθήκης Ζαχαροπούλου, σ. 42 και εξής.
[19] Ίσως να είναι εντελώς συμπτωματικό. Πάντως στην Τροιζήνα υπήρχε ναός αφιερωμένος στη θεά του έρωτος, της Αφροδίτης, συνδεδεμένης με την κατασκοπία! Το αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας: «Και ναός υπέρ αυτού Αφροδίτης Κατασκοπίας αυτόθεν γαρ, οπότε γυμνάζοιτο ο Ιππόλυτος, απέβλεπεν εις αυτόν ερώσα η Φαίδρα» (2, 32, 3).
[20] Χέρμαν Μπένγκστον: «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος», έκδ. Μέλισσα, σσ. 294-295. (Ο Χ. Μπ. ήταν καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου).
[21] Το ίδιο έκανε κι ο Κιουταχής στη Β ́ πολιορκία του Μεσολογγίου. Οι Μεσολογγίτες τού «έκλεβαν» το χώμα, κατά τον ίδιο τρόπο που το έκλεβαν οι Τύριοι.
[22] Πρόκειται για τη μάχη μεταξύ Αρταξέρξη και Κύρου Νεωτέρου. Στη μάχη έλαβαν μέρος και οι περίφημοι «Μύριοι». Περιγραφή της μάχης έχουμε από τον Ξενοφώντα στην «Κύρου Ανάβασης».
[23] Προλετάριος (από τη λέξη proles = τέκνο): Άπορος πολίτης (με περιουσία κάτω των 1.500 ασσαρίων) που μόνο παιδιά μπορεί να προσφέρει στην πολιτεία. Πριν από το Μάριο αποκλείονταν από το στρατό, διότι μη έχοντας περιουσία, δεν είχαν τίποτα να υπερασπίσουν ή για το οποίο να αγωνισθούν.
[24] Σε ανάμνηση του γεγονότος οι Αθηναίοι εόρταζαν τα λεγόμενα «συνοίκια» (17η Βοηδρομιώνος).
[25] Ίσως υπήρχε και πόλη Εκατερίς, πλησίον της σημερινής Κατερίνης. Αλλ’ επειδή «εκατερίς» σήμαινε «ορχηστρίς» ο συντηρητικός χριστιανισμός των πρώτων χρόνων μετέτρεψε ανορθογράφως το όνο- μα σε Αικατερίνη.
[26] Χρησιμοποιούμε τον αδόκιμο αυτό όρο για να δηλώσουμε τις διαμάχες μέσα στο πλαίσιο μιας πόλης.
[27] Χωρίς να ξέρουμε, αν μελλοντικά σκόπευε να στραφεί κατά της Ιταλίας. Ο Αλέξανδρος πάντως το είχε προγραμματίσει.
[28] Botsford – Robinson: «Αρχαία ελληνική ιστορία», έκδοση Εθνικής Τράπεζας 1977, μετάφρ. Σ. Τσιτσώνη, σ. 474.
[29] Προσφέρουμε στο πρωτότυπο μόνο την πρώτη περίοδο, ευελπισώντας ότι θα βρει κάποτε τη θέση της στα σχολικά ελληνικά εγχειρίδια: «Πηλίκης δει τιμής αξιούσθαι Μακεδόνας, οι τον πλείω του χρόνου παύονται διαγωνιζόμενοι προς τους βαρβάρους υπέρ της των Ελλήνων ελευθερίας».
[30] Μπαξίς: Από το τουρκικό Bahsis που σημαίνει φιλοδώρημα.
[31] Νομιστεύομαι: Επί νομίσματος, κυκλοφορώ νομίμως, είμαι σε χρήση, έχω πέραση. Συνοπτικά η φράση λέει τα ακόλουθα: επειδή πια η δωροδοκία επικρατούσε (επιπολάζω = μένω στην επιφάνεια, επικρατώ) στην Ελλάδα και κανείς δεν έκανε σε κανένα τίποτα δωρεάν και επειδή αυτή η νοοτροπία είχε πέραση, κανείς από τους Αιτωλούς δεν μπορούσε να πιστεύσει ότι η παραχώρηση του Τίτου προς τον Φίλιππο έγινε «χωρίς δώρον»!
[32] Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Έλλην μονάρχης της Βακτριανής Δημήτριος εισέβαλε στη Β.Δ. Ινδία. Το επιδρομικό έργο του συνέχισαν, με ορμητήριο την Τάξιλα, οι στρατηγοί Απολλόδωρος και Μένανδρος. Ο τελευταίος έκανε πρωτεύουσά του την Σάγκαλα. Προσηλυτίστηκε στο βουδισμό και πέρασε στο βουδιστικό πάνθεο με το όνομα Μιλίντα!
[33] Η λέξη κατ’ άλλους παράγεται από το «συν + κεράννυμι» (= αναμιγνύω), κατ’ άλλους συνδέεται με την Κρήτη. Οι Κρήτες, παρά τις μεταξύ τους διαμάχες, είχαν την τάση να ενώνονται, όταν αντιμετώπιζαν εξωτερικό εχθρό. Συγκρητισμός, λοιπόν, είναι η συνένωση, συγχώνευση ή συνύπαρξη.
[34] Σχετικά ο Ηρόδοτος λέει: «Καλέουσι δε Ασσύριοι Αφροδίτην Μύλιττα, Αράβιοι δε Αλιλάτ, Πέρσαι δε Μίτραν» (Α, 131). Η λατρεία του ήταν πολύ διαδεδομένη στην Ασία κι ένα από τα πιο συνηθισμένα ονόματα ανθρώπων ήταν το Μιθριδάτης.
[35] Το ταλμούδ περιέχει το παραδοσιακό δίκαιο και τη νομική διδασκαλία των Ιουδαίων.
[36] Οι όροι «βυζαντινή αυτοκρατορία», «Βυζαντινή ιστορία» είναι δημιουργήματα νεώτερων δυτικών μελετητών. Πρώτος ο Ιερώνυμος Βολφ (Wolf) χρησιμοποίησε τον όρο «βυζαντινός» το 1562 στην έκδοση του «Corpus Byzantinae Historiae». Από τους Έλληνες πρώτος ο Κοραής έκανε χρήση των όρων «Βυζαντινή Ιστορία» και «Βυζαντινός Ελληνισμός».
[37] Ναίω = κατοικώ
[38] Δεν εννοεί τον Άρατο το Σικυώνιο (276 – 213 π.Χ.) τον διάσημο στρατηγό της Αχαϊκής Συμπολιτείας αλλά τον διδακτικό ποιητή Άρατο (315 (;) – 245 (;) π.Χ. από τους Σόλους της Κιλικίας, που έγραψε το ονομαστό στην αρχαιότητα ποίημα «Φαινόμενα» (1154 στίχοι)
[39] Για να μην έλθει σε ρήξη μαζί του, ο Λέων του έστειλε πολλές επιστολές. Σε μία από αυτές υπάρχει και η αξιομνημόνευτη περικοπή, που συμπυκνώνει όλο το πνεύμα της εικονομαχικής του πολιτικής: «Αι εικόνες ειδώλων τόπον αναπληρούσιν· οι προσκυνούντες αυτάς ειδω λολάτραι ου δεί προσκυνείν χειροποίητα και παν είδος καθ’ ομοίωμα, καθώς είπεν ο Θεός, μήτε εν ουρανώ μήτε επί γης. Πληροφόρησόν με, τις ημίν παρέδωκε σέβεσθαι και προσκυνείν χειροποίητα, καγώ ομολογώ ότι Θεού νομοθεσία εστί».
[40] Σιλέντιο (από τη λατ. λέξη silentium = σιωπή): Μυστική συνεδρίαση σε στενό κύκλο. Σιλεντάριοι ήταν αυλικοί επιφορτισμένοι με την εσωτερική ευταξία του παλατιού.
[41] «Ιστορία του βυζαντινού κράτους», Α, σελ. 391
[42] Ο Άμαντος γράφει 753, ο Ζακυθηνός 754. Ο Παπαρρηγόπουλος λέγει ότι συγκλήθηκε το 753 και άρχισε τις εργασίες της το 754. Η Ιέρεια βρίσκεται στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου.
[43] Γι’ αυτά και για πολλά άλλα πολύτιμο είναι το βιβλίο του ναυάρχου Κ.Α. Αλεξανδρή, «Η θαλασσία δύναμις εις την ιστορίαν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» (Έκδοση Ιστορικής Υπηρεσίας, Β.Ν. Αθήνας 1957).
[44] Το τί ήταν το «υγρό πύρ» και πώς εχρησιμοποιείτο στις συγκρούσεις, παραμένει ιστορικό πρόβλημα. Η πληρέστερη μελέτη που έχω υπόψη μου, είναι του Θόδωρου Κ. Κορρέ «Υγρόν πυρ». Συμφωνώ με τις απορριπτικές θέσεις του για τις απόψεις ξένων μελετητών. Έχω όμως κάποιους ενδοιασμούς για τη δική του άποψη. Τη δική μου επιφυλάσσομαι να αναπτύξω σε ειδικό μελέτημα.
[45] Σανταγιάνα Γεώργιος (1863-1952): Αμερικανός φιλόσοφος και ποιητής. Δίδαξε στο Χάρβαρντ. Έργα: «Το βασίλειον της ουσίας», «Το βασίλειον της ύλης», «Το βασίλειον του πνεύματος», «Το βασίλειον της αλήθειας».
[46] Πρόκειται για την «Αυτοκρατορία της καθ’ ημάς Ανατολής» πολιτικό όραμα του Ίωνα Δραγούμη, του Σουλιώτη – Νικολαΐδη κ.ά.
[47] Ο γαλλομαθής Σταυρίδης γράφει τη λέξη με δύο «φι» ως παραγομένη από το γαλλικό «gaffe».
[48] Ο Κωνσταντίνος ασθένησε από πλευρίτιδα οξείας μορφής κατά την περίοδο των εκλογών του Μαρτίου 1915.
[49] Σοφοκλής: «Οιδίπους Τύραννος» στ. 716.
[50] Το βιβλίο αυτό κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα. Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1844.
[51] «Γραικομάνοι» λέγονταν οι σλαβόφωνοι πατριαρχικοί, που είχαν σε συντριπτική πλειοψηφία συνείδηση ελληνική.
[52] Είναι απόδοση του βουλγαρικού «Taina Makedonsko-Odrinsko Revolucionera Organizacija» (TMORO).
[53] Το «εσωτερική» υπονοεί ότι η κίνηση θα στηρίζεται στις εσωτερικές δυνάμεις της Μακεδονίας.
[54] Πρώτος πρόεδρος της ΕΜΕΟ ήταν ο Hristo Tatarcef.
[55] Ο σαντραλιστής Πανίτσα, όργανο του Σαντάσκυ, σκότωσε τους Βερχοβιστές Σαράκωφ και Γκαρβάνωφ. Ακολούθως ο Σαντάσκυ δολοφονήθηκε από τον Αλεξάνδρωφ. Οι αλληλοεξοντώσεις θα κρατήσουν έως τα νεώτερα χρόνια.
[56] Αυτό το νόημα έχει η αναγνώριση του Σκοπιανού κράτους σαν «Μακεδονία» από το Γιέλτσιν, με τον τρόπο που βλέπουν το ζήτημα οι Βούλγαροι κι όχι οι Σκοπιανοί.
[57] Συνήλθε στο Βερολίνο το Νοέμβριο του 1923.
[58] Ενδεικτικό των ικανοτήτων του είναι το γεγονός πως στη περίοδο που γίνεται η διάσκεψη της Λωζάννης, ο Αλεξάνδρωφ συγκροτεί «Παμμακεδονικό» Συνέδριο στη γειτονική Βέρνη, στην οποία σαν αντιπρόσωποι των «Ελλήνων» παρουσιάστηκαν οι Γεράσιμος Παύλου (από τη Βέροια) και Παντελής Χριστοφής (από τη Θεσσαλονίκη), αργυρώνητα όργανα των Βουλγάρων. Τους ρουμανίζοντες εκπροσώπησαν οι Δημ. Σαράντης και Σπ. Θεολόγης από την Καστοριά.
[59] Ο Μανουήλσκυ ήταν Ουκρανός (γεννήθηκε το 1883), γιός ιερέα. Σπούδασε στην Πετρούπολη. Έλαβε μέρος στην εξέγερση της Κροστάνδης (1906). Δραπέτευσε στη Γαλλία. Επέστρεψε στη Ρωσία και προσχώρησε στους μπολσεβίκους. Τον θεωρούσαν αυθεντία για θέματα εθνοτήτων του εξωτερικού. Από τα έργα του μνημονεύουμε: «Το κομμουνιστικό κόμμα και η καπιταλιστική κρίση».
[60] «Το συνέδριο παραδέχεται ότι τα συνθήματα που διετύπωσεν η Βουλγαρική Ομοσπονδία: Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία”, Ενιαία και Ανεξάρτητη Θράκη», είναι ΤΕΛΕΙΩΣ ορθά και αληθινά επαναστατικά» (Βλ. Κομμουνιστική Επιθεώρηση, 1924 σελ.: 346- 349). Το ΚΚΕ αργότερα προσπάθησε να παρουσιάσει σαν δική του πρόταση την ψηφισθείσα απόφαση. Στο έργο που τύπωσε το ίδιο το 1947 με τίτλο «Το ΚΚΕ από το 1918 έως το 1931, στο Β ́ τόμο σελ. 41 διαβάζουμε: «Το 1923-1924, η Β.Κ. Ομοσπ. και η Κ. Διεθνής διετύπωσαν το σύνθημα: “Ανεξάρτητη Μακεδονία κ.λπ.”, που ενεσάρκωσε την αρχική μας γραμμή επί του εθνικού» (Βλ. περισσότερα στο βιβλίο μας «Από το Μακεδονικό ζήτημα στην εμπλοκή των Σκοπίων», Gutenberg 1992).
[61] Το συγκλονιστικό αυτό στοιχείο αναδημοσιεύει Αλ. Παπαπαναγιώτου (ένθ. αν. σ. 60) από τα «Istorijski Arhiv Κ.Ρ (Κομ. Κόμματος) Jugoslavije», τομ. Β ́ σσ. 420-421.
[62] Αργότερα έγινε Γενικός Γραμματέας και βουλευτής του ΚΚΕ. Απεχώρησε από αυτό κι έγινε σφοδρός πολέμιος του.
[63] Για τη δίκη αυτή και άλλα συναφή βλ. Σ. Ι. Καργάκου «Από το Μακεδονικό Ζήτημα στην Εμπλοκή των Σκοπίων», Gutenberg, 1992, oo. 138-139.
[64] Έτσι λέγονταν τα μαχητικά τμήματα του ΚΚΕ.
[65] Για το ζήτημα αυτό βλέπε εκτενή ανάλυση στο βιβλίο μας «Από το Μακεδονικό Ζήτημα στην εμπλοκή των Σκοπίων» σσ: 227-275.
[66] Αυτό που τα ελληνικά έντυπα γράφουν Πιρίν είναι το όρος Πυρήν-ήνος, δηλ. ο ανατολικός Όρβηλος.
[67] Περισσότερα και φρικτότερα βλ. στο βιβλίο μας (ένθ. αν. σσ. 243-247).
[68] Κάποτε (27 Δεκεμβρίου 1947), για ν’ αποτρέψει ευμενή απόφαση υπέρ της Ελλάδος ο δρ Μπέμπλερ εκφώνησε λόγο 63 δακτυλογραφημένων σελίδων (!) που κράτησε 3 1/2 ώρες! Και αφού εξάντλησε το ακροατήριο συνεπέρανε ότι «οι Άγγλοι χρεωκόπησαν στην Ελλάδα» και την εκχωρούν στους Αμερικανούς!
Δημοσιεύτηκε: 3 Ιουνίου, 1993 Πηγές: Οικονομικός
Πηγή: Σαράντος Ι. Καργάκος