Η κατάρα που πληρώνουμε
Το μεταπολεμικό κράτος έχει προβεί σε μια ασυγχώρητη βλασφημία. Εχει αφήσει χιλιάδες άταφους στρατιώτες που πολέμησαν για την Ελλάδα
Στα ιερά χώματα της Βορείου Ηπείρου υπάρχουν περίπου 8.000 άταφοι ή πρόχειρα θαμμένοι Ελληνες οπλίτες και αξιωματικοί, που έπεσαν στον αγώνα για την Ελευθερία, την τιμή και την αξιοπρέπεια του έθνους μας και υπέρ βωμών και εστιών. Χθες συμπληρώθηκαν 75 έτη από το ξέσπασμα του πολέμου και ουδεμία δικαιολογία υπάρχει για τη βαρύτατη ύβρη στην οποία έχει προβεί το κράτος.
Δεν μπορεί να υπάρξει ή να αναγνωριστεί ούτε ίχνος δικαίου ή αρετής σε δίποδα που
κατέφαγαν το περίσσευμα και το υστέρημα πολλών γενεών, έταζαν, έκλεβαν, φόνευαν, πρόδιδαν και παράτησαν τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά να ξασπρίζουν στην ύπαιθρο της Βορείου Ηπείρου ή σε αταυτοποίητες κούτες παραχωμένες σε αγρούς, σε ξωκλήσια, σε αποθηκάκια αγροικιών και αλλού. Στην αρχαία Ελλάδα, την οποία δικαίως θαυμάζουν όλοι, φίλοι και εχθροί, τούτη η «αμέλεια» τιμωρούνταν με θάνατο. Πρώτα θάπτονται οι νεκροί κι ύστερα όλα τα άλλα.
Μιάσματα
Οι προφάσεις των ανόσιων προσώπων που διασύρουν το όνομα της χώρας μας ήταν το «εμπόλεμο με την Αλβανία». Αυτό ήρθη τον Αύγουστο του 1987 με υπουργό Εξωτερικών τον Κάρολο Παπούλια, ο οποίος έγινε αργότερα έγινε και Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Υστερα η δικαιολογία ήταν το κομμουνιστικό καθεστώς στην Αλβανία, που εμπόδιζε τις ελληνικές αρχές να πράξουν το καθήκον τους.
Η «Λαϊκή Δημοκρατία» της Αλβανίας επισήμως κατέρρευσε στις 31 Μαρτίου 1992. Ανεπισήμως το ξεφλούδισμα της κομμουνιστικής σκουριάς είχε αρχίσει από το 1989. Οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας, οι πρωθυπουργοί, οι υπουργοί Εξωτερικών, Εθνικής Αμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, οι γενικοί γραμματείς υπουργείων, οι βουλευτές, άπαντες όσοι ανέχτηκαν αυτό το διαρκές ανοσιούργημα δεν αξίζουν να φέρουν τον τίτλο ευγενείας «Ελλην» και δεν πρέπει να τους επιτρέπεται να κοιτάνε τους άλλους κατάματα.
Οσοι έχουν απομείνει να φέρουν εντός τους ίχνη αξιοπρέπειας και εθνικής ευαισθησίας, ακόμα και οι απόγονοι όσων μας πολέμησαν αλλά μας σεβάστηκαν, ντρέπονται για λογαριασμό αυτών των αχρείων. Κι εμείς, άξιοι της μοίρας μας, που τους αφήνουμε να περιφέρουν το μίασμά τους.
Πηγή: Οι Αδιάβροχοι