Η καταστροφή της Ελλάδας δια του ευρωπαϊκού χρήματος
Μετά τη διαφαινόμενη υποχώρηση και αυτής της κυβέρνησης απέναντι στις απαιτήσεις των δανειστών (δηλαδή των γερμανών), μήπως έφτασε η ώρα να ζυγίσουμε τα υπέρ και τα κατά της συμμετοχής μας στην ευρωζώνη, αλλά και γενικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η ...καλή αρχή φάνηκε από την αρχή με την απότομη άνοδο των τιμών αμέσως με την είσοδό μας στην ευρωζώνη στην αρχή του 2002, γεγονός που υποτίμησε σε μεγάλο βαθμό τα εισοδήματα των πολιτών, ενώ η αυξανόμενη εξάρτησή μας από τη ροή ρευστού, απαραίτητου για τις ανάγκες της χώρας μας, ροή που αποφασίζεται από εξωχώρια κέντρα, και έχει καταλήξει στον εκβιασμό που υφιστάμεθα τα τελευταία μνημονιακά χρόνια, καλό θα ήταν να οδηγήσει όσους έχουν τις τύχες της χώρας στα χέρια τους σε επαναπροσδιορισμό της σχέσης μας με τους ευρωπαίους «εταίρους».
Στο άρθρο του που αναδημοσιεύω στη συνέχεια, ο Δρ Κων.Γρίβας* εξετάζει τη σχέση της χώρας μας με τις ευρωπαϊκές θέτοντας ορισμένους προβληματισμούς σε σχέση με τη συμμετοχή μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και την (αμφίβολη) σπουδαιότητα των ωφελημάτων που έχουμε αποκομίσει από τη συμμετοχή μας αυτή.
Ενώ η σύγκρουση με τους Ευρωπαίους «εταίρους» βρίσκεται σε τροχιά διαρκούς επιδείνωσης πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο οι πιέσεις ενός πανίσχυρου εγχώριου πλέγματος διανοουμένων και διαμορφωτών γνώμης για την αναγκαιότητα να παραμείνει η Ελλάδα στο «ευρωπαϊκό πλαίσιο». Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κομβικό κομμάτι της επιχειρηματολογίας των ανθρώπων αυτών δεν είναι τόσο τα υλικά οφέλη που (υποτίθεται ότι) θα έχει η Ελλάδα αν παραμείνει στην Ευρωζώνη και κατ' επέκταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή οι απώλειες που θα υποστεί αν εξέλθει από αυτή, αλλά πολιτισμικά στοιχεία. Κυρίως υποστηρίζεται ότι η παραμονή της Ελλάδας σε όλους τους ευρωπαϊκούς συλλογικούς θεσμούς θα την ωθήσει να ξεπεράσει τις παθογένειες που της άφησε η οθωμανική κατοχή -οι πιο φονταμενταλιστές στοχοποιούν και την ορθόδοξη παράδοση- και θα καταφέρει να εξελιχθεί σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος και κοινωνία.
Κράτος-εισοδηματίας
Ας αποδεχτούμε, λοιπόν, ως υπόθεση εργασίας και μόνον, ότι η Ελλάδα ως κράτος και οι Έλληνες ως κοινωνία όντως έχουν πλήθος αρνητικών στοιχείων που προέρχονται από την «ανατολική κληρονομιά» του έθνους, τα οποία θα πρέπει να αποβάλουν έτσι ώστε να εξελιχθούν σε γνήσιους Δυτικοευρωπαίους, με όλες τις αρετές που υποτίθεται ότι αυτοί έχουν. Ακόμη όμως κι έτσι, είμαστε άραγε βέβαιοι ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στους συλλογικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς πράγματι βοήθησε ή θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξέλιξή της σε ευρωπαϊκή χώρα; Η απάντηση δεν είναι και τόσο εύκολο να δοθεί. Στην πραγματικότητα ενδέχεται να συνέβη το ακριβώς αντίθετο.
Αν δεχτούμε, λοιπόν, ότι μια από τις βασικές παθογένειες που μαστίζουν την ελληνική πραγματικότητα και διαφοροποιούν την Ελλάδα από τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη ήταν και είναι η ύπαρξη ενός υδροκεφαλικού δημόσιου τομέα, ο οποίος αναπτύχθηκε εξαιτίας μιας ευρύτερης πελατειακής δομής της κοινωνίας και της συνακόλουθης διαφθοράς του πολιτικού συστήματος και του κρατικού μηχανισμού.
Κατά την άποψη του γράφοντος βασικός παράγοντας όχι απλώς για τη διαιώνιση αυτού του πελατειακού, γραφειοκρατικού και διεφθαρμένου κράτους αλλά και για τη γιγάντωσή του κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών υπήρξε το χρήμα που εισήλθε στην Ελλάδα από την ΕΟΚ και μετέπειτα από την ΕΕ. Συγκεκριμένα το ευρωπαϊκό χρήμα μετέτρεψε την Ελλάδα σε αυτό που στη γεωοικονομική ανάλυση ονομάζουμε «κράτος-εισοδηματίας» («rentier state»). Κράτη αυτής της κατηγορίας είναι όσα έχουν μια μεγάλη και εύκολη πηγή χρήματος, όπως είναι το πετρέλαιο, και τα οποία τις περισσότερες φορές έχουν την τάση να παραμελούν άλλους τομείς της οικονομίας τους με αποτέλεσμα να οδηγούν την παραγωγική τους βάση σε απαξίωση. Εν παραλλήλω, τείνουν να δημιουργούν τεράστιους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Αυτό εν μέρει προκύπτει γιατί οι ηγετικές ομάδες μέσα στην κοινωνία, έχοντας προνομιακή πρόσβαση στους ποταμούς αυτού του άκοπου χρήματος, συνήθως κυριαρχούνται από τον πειρασμό να υφαρπάξουν μεγάλα ποσά με διάφορες μεθόδους. Έτσι, για να κρατούν την κοινωνία ικανοποιημένη ώστε να προωθούν τη δική τους στρατηγική εύκολης απόκτησης πλούτου, διοχετεύουν τα εθνικά κεφάλαια όχι σε παραγωγικές επενδύσεις αλλά σε έργα βιτρίνας που έχουν όμως μεγάλο επικοινωνιακό όφελος και δημιουργούν έναν μεγάλο δημόσιο τομέα, έτσι ώστε να σιτίζεται όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και να μην νοιάζεται για το ότι μεγάλα ποσά καταλήγουν στους λογαριασμούς των ελίτ.
Για τον έλεγχο δε του άφθονου δημόσιου χρήματος δημιουργούνται στενά πλέγματα πολιτικής εξουσίας επιχειρηματικών κύκλων, θεσμικών παραγόντων και διαμορφωτών γνώμης - αυτό που στην Ελλάδα έχει αποκληθεί «διαπλοκή». Το Δημόσιο, δηλαδή, ουσιαστικά ενοποιείται με ένα προνομιούχο κομμάτι του ιδιωτικού τομέα και προκύπτει ένα κλειστό κράτος, το οποίο όχι μόνο δεν ασχολείται με την παραγωγική δραστηριότητα, αλλά αρνείται και την πρόσβαση σε αυτή νέων παικτών, προερχόμενων είτε από το εσωτερικό είτε από το εξωτερικό, για να μην αλλάξουν οι ισορροπίες ισχύος στο ευαίσθητο αυτό πλέγμα εξουσίας και προκύψουν ανατροπές. Έτσι δημιουργούνται άκαμπτες γραφειοκρατίες και εχθρικά προς την επιχειρηματική δραστηριότητα κανονιστικά πλαίσια και νομοθεσίες. Αυτό συνέβη στη Βενεζουέλα, στο Ιράν και σε ένα σωρό άλλα κράτη λόγω του εύκολου πετρελαϊκού χρήματος και, δυστυχώς, αυτό φαίνεται ότι συνέβη και στην Ελλάδα λόγω του εύκολου ευρωπαϊκού χρήματος.
Η αυτοκτονική γεωοικονομική λειτουργία
Θα ήταν, βέβαια, άδικο να πούμε ότι το ευρωπαϊκό χρήμα δεν βελτίωσε το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων εν συνόλω. Πράγματι το έπραξε, ενώ έκανε και κάποιους εξ αυτών πλούσιους έως πολύ πλούσιους, με τίμημα όμως την ουσιαστική καταστροφή των παραγωγικών δομών της χώρας. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες κατά τη διάρκεια των «ευρωπαϊκών χρόνων», αγόρασαν την ευημερία τους από τις επόμενες γενεές. Άλλωστε, το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής παραγωγικής βάσης δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει στο ακραία ανταγωνιστικό ημιπαγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που βρέθηκε να λειτουργεί με την είσοδό μας στην τότε ΕΟΚ τη δεκαετία του '80, ενώ έτσι κι αλλιώς ο ρόλος της Ελλάδας στην τότε γεωοικονομική αρχιτεκτονική της Δυτικής Ευρώπης δεν προέβλεπε ότι θα είχε παρόμοιες δυνατότητες
Η Ελλάδα εισήλθε στην ΕΟΚ ως κάτοχος ορισμένων πολύτιμων φυσικών πόρων, όπως ήταν το νικέλιο και το χρώμιο, καθώς και ως καταναλωτής των δυτικοευρωπαϊκών τεχνολογικών προϊόντων. Πουθενά δεν προβλεπόταν ότι θα είχε σοβαρή δική της παραγωγή σε οτιδήποτε. Πολύ απλά, μέσα στο ενοποιημένο ευρωπαϊκό οικονομικό πλαίσιο κάποιοι θα παρήγαν και κάποιοι θα αγόραζαν. Αν αυτοί που αγόραζαν παρήγαν κιόλας θα περιόριζαν τη δυνατότητά τους να αγοράζουν τα προϊόντα αυτών που παρήγαν. Και η Ελλάδα προοριζόταν για αγοραστής όχι για παραγωγός.
Από την άλλη όμως η χώρα μας έπρεπε να παίζει τον ρόλο του φάρου της ευημερίας της Δύσης μέσα στα κομμουνιστικά Βαλκάνια. Το λύσιμο αυτού του γεωοικονομικού γόρδιου δεσμού, δηλαδή της παράλληλης ανυπαρξίας παραγωγικής δραστηριότητας με την κατανάλωση -τόσο από τους ιδιώτες όσο και από το Δημόσιο- ευρωπαϊκών τεχνολογικών προϊόντων και της ύπαρξης μιας ευημερούσας κοινωνίας-κράχτη, επιτεύχθηκε δια της εισόδου άκοπου ευρωπαϊκού χρήματος και της διάχυσής του στη λαϊκή βάση διαμέσου ενός ολοένα διευρυνόμενου δημόσιου τομέα, άμεσου και έμμεσου.
Με τον τρόπο αυτό, η έτσι κι αλλιώς μεταπρατική και αντιπαραγωγική ελληνική αστική τάξη μεγάλωνε τον πλούτο της όχι δια της παραγωγής αλλά δια της άρνησης της παραγωγής. Έτσι, για να αποτρέψει την είσοδο νέων παικτών που θα μπορούσαν να απορρυθμίσουν αυτό τον τέλειο μηχανισμό, διεύρυνε και εμβάθυνε τους δεσμούς της με την πολιτική εξουσία και τους μηχανισμούς επηρεασμού της λαϊκής συνείδησης, όπως είναι τα ΜΜΕ και ο λεγόμενος «πνευματικός κόσμος».
Όλη, λοιπόν, αυτή η πραγματικότητα, η ξένη προς τα ήθη της Δύσης, όχι μόνο δεν καταπολεμήθηκε με την είσοδο της Ελλάδας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς αλλά, απεναντίας γιγαντώθηκε. Κι αυτό γιατί η Ελλάδα δεν λειτούργησε ως ένα ανεξάρτητο ευρωπαϊκό κράτος που εισήλθε στην ευρωπαϊκή οικογένεια ως ισότιμο μέλος, αλλά ως μια απόφυση που είχε να παίξει κάποιους συγκεκριμένους ρόλους. Όχι μόνο το εύκολο ευρωπαϊκό χρήμα, αλλά και η γενικότερη γεωοικονομική λειτουργία της Ελλάδας μέσα στη Δύση προωθούσαν τη διαιώνιση των φεουδαρχικών δομών που μάστιζαν την ελληνική οικονομία, πολιτική και κοινωνία και την αποφυγή της δημιουργίας ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κρατικού πλαισίου. Κι αυτή την πολιτική, της απόφυσης, οι διάφοροι εγχώριοι «ευρωπαϊστές» επιμένουν να συνεχίσει να παίζει η Ελλάδα για να «εκσυγχρονιστεί». Δηλαδή για να βυθιστεί κι άλλο στον βούρκο της παραλυτικής γραφειοκρατίας, των πελατειακών σχέσεων, της οικογενειοκρατίας και της εξόντωσης των παραγωγικών προσπαθειών εν τη γενέσει τους.