Η μάχη των Γαυγαμήλων (331 π.Χ)
Ο Πλούταρχος περιγράφει στο έργο του «Βίοι Παράλληλοι – Αλέξανδρος»…………………………
31.Ο Αλέξανδρος Γ’ ο Μακεδών, αφού κυρίευσε όλη την περιοχή του Ευφράτη, προχωρούσε εναντίον του Δαρείου Γ’ του Κοδομανού που ερχόταν προς τα κάτω με ένα εκατομμύριο στρατό. […]
Η μεγάλη μάχη με τον Δαρείο δεν έγινε, όπως γράφουν πολλοί, στα Άρβηλα, αλλά στα Γαυγάμηλα. Η λέξη στην τοπική γλώσσα σημαίνει σπίτι καμήλας, επειδή κάποιος από τους αρχαίους βασιλείς, ξεφεύγοντας από τους εχθρούς με καμήλα δρομάδα, την άφησε εδώ δίνοντας για τη φροντίδα της κάποια χωριά και εισοδήματα. Κατά τη διάρκεια του Βοηδρομιώνα (Σεπτέμβριο) έγινε έκλειψη Σελήνης, στην αρχή περίπου των μυστηρίων που τελούνταν στην Αθήνα και έντεκα νύχτες μετά την έκλειψη οι στρατοί ήλθαν αντιμέτωποι. Ο Δαρείος είχε οπλισμένη τη δύναμή του και περιφερόταν με λαμπάδες ανάμεσα στις στρατιωτικές τάξεις, ενώ ο Αλέξανδρος, καθώς κοιμούνταν οι Μακεδόνες, πέρασε τη νύχτα μπροστά στη σκηνή με το μάντη Αρίστανδρο, κάνοντας μυστικές τελετές και προσφέροντας θυσίες στο Φόβο. Οι μεγαλύτεροι από τους φίλους του και κυρίως ο Παρμενίων, καθώς όλη η πεδιάδα ανάμεσα στον Νιφάτη και τα Γορδυαία βουνά έμοιαζε να λάμπει από τα βαρβαρικά φώτα και από το στρατόπεδο ακουγόταν μια ακατανόητη και μπερδεμένη φωνή, σαν να προερχόταν από το βαθύ πέλαγος, έμειναν έκπληκτοι από το πλήθος και συζητώντας μεταξύ τους πόσο δύσκολο και μεγάλο έργο ήταν να συγκρουστούν ανοιχτά και να αντιμετωπίσουν τέτοιο μεγάλο πόλεμο, αφού πλησίασαν το βασιλιά που είχε τελειώσει με τις τελετές, επιχειρούσαν να τον πείσουν να επιτεθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας και με το σκοτάδι να καλυφθεί το φοβερό θέαμα της επερχόμενης μάχης. Κι αυτός αφού είπε αυτό το αξιομνημόνευτο: «Δεν κλέβω τη νίκη», φάνηκε σε μερικούς πως έδωσε παιδική και ματαιόδοξη απάντηση και αστειευόταν μπροστά σε τέτοιο κίνδυνο. Άλλοι όμως σκέφτηκαν πως και μπροστά σε τούτον τον κίνδυνο έδειχνε θάρρος και έπαιρνε σωστές αποφάσεις για το μέλλον, με το να μην παρέχει δικαιολογία στο Δαρείο, σε περίπτωση ήττας, να προσπαθήσει να κάνει κι άλλη επίθεση με πρόφαση τη νύχτα και το σκοτάδι, όπως προηγουμένως τα στενά, τα βουνά και τη θάλασσα. Γιατί ο Δαρείος δε θα έπαυε να πολεμά λόγω έλλειψης ανθρώπων ή όπλων, αφού είχε τόσο μεγάλη δύναμη και τέτοια χώρα, παρά μόνο άμα χάσει το φρόνημα και την ελπίδα του, και φανερωθεί η αδυναμία του μετά από μεγάλη ήττα.
32. Αφού έφυγαν αυτοί, λέγεται ότι την υπόλοιπη νύχτα κοιμήθηκε μέσα στη σκηνή και με βαθύ ύπνο, παρόλο που δεν ήταν το συνήθειό του, έτσι που, όταν το πρωί ήλθαν οι στρατηγοί, απορούσαν, και δόθηκε απ’ αυτούς το παράγγελμα για το πρόγευμα των στρατιωτών. Έπειτα, επειδή η περίσταση ήταν επείγουσα, ο Παρμενίων μπήκε στη σκηνή και, αφού στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι, τον φώναξε με τ’ όνομά του δυο ή τρεις φορές. Και μόλις σηκώθηκε, τον ρώτησε τι είχε πάθει και κοιμόταν σαν να ήταν ήδη νικητής και όχι σαν να πρόκειται να δώσει την πιο μεγάλη από τις μάχες. Ο Αλέξανδρος τότε είπε χαμογελώντας: Λοιπόν τι; Δεν σου φαινόμαστε ότι έχουμε ήδη νικήσει, αφού γλιτώσαμε το να περιφερόμαστε και να κυνηγούμε τον Δαρείο που αποφεύγει να δώσει μάχη στην τεράστια και ερειπωμένη χώρα του;»
Και όχι μόνο πριν από τη μάχη, αλλά και κατά τη διάρκεια του αγώνα απέδειξε ότι ήταν πολύ λογικός και θαρραλέος. Διότι στη μάχη άλλαξαν τα πράγματα και δημιουργήθηκε ταραχή στην αριστερή πλευρά με τον Παρμενίωνα, όταν το Βακτριανό ιππικό με ορμή και πολύ φασαρία επιτέθηκε στους Μακεδόνες, και ο Μαζαίος απομάκρυνε ιππείς από τη φάλαγγα για να κτυπήσουν όσους πρόσεχαν τις αποσκευές. Γι’ αυτό ο Παρμενίων, που πιεζόταν από δύο πλευρές, έστειλε στον Αλέξανδρο αγγελιοφόρους να πουν ότι θα έχαναν το χαράκωμα και τις αποσκευές, αν δεν έστελνε γρήγορα ενισχύσεις από το μέτωπο στην οπισθοφυλακή. Τότε ακριβώς ο Αλέξανδρος έδινε το σύνθημα της επίθεσης σ’ όσους ήταν γύρω του. Μόλις άκουσε όσα παρήγγειλε ο Παρμενίων, είπε ότι είναι παράλογος και δε σκέφτεται σωστά, αλλά επειδή ταράχτηκε ξέχασε ότι, αν νικήσουν, θα αποκτήσουν και τα υπάρχοντα των εχθρών, αν όμως χάσουν, όχι μόνο δε θα ενδιαφερθούν για χρήματα και δούλους, αλλά με ποιο τρόπο θα πεθάνουν πολεμώντας ένδοξα και τιμημένα. Στέλνοντας το μήνυμα αυτό στον Παρμενίωνα έβαλε την περικεφαλαία του, ενώ τον άλλο οπλισμό τον είχε με το που βγήκε από τη σκηνή. Επενδύτη με ζώνη, Σικελικό, πάνω απ’ αυτό θώρακα διπλό από λινό, που πήρε από τα λάφυρα της Ισσού. Η περικεφαλαία ήταν σιδερένια, έλαμπε σαν γυαλισμένο ασήμι και ήταν έργο του Θεόφιλου. Περασμένο σ’ αυτή ήταν ένα σιδερένιο πάλι περιτραχήλιο με πολύτιμες πέτρες. Το μαχαίρι του που είχε υπέροχο χρώμα και ήταν ελαφρό, του το δώρισε ο βασιλιάς των Κιτιέων, και το είχε γιατί είχε εξασκηθεί να χρησιμοποιεί πολύ το μαχαίρι στις μάχες. Φορούσε επίσης μανδύα, που ήταν πολύ καλύτερα κατασκευασμένος από τον άλλο οπλισμό. Διότι ήταν έργο του Ελικώνα του παλιού, και του δόθηκε ως τιμητικό δώρο από την πόλη των Ροδίων. Τα φορούσε επίσης και τούτα στις μάχες. Όταν λοιπόν ίππευε, ακολουθώντας τη φάλαγγα, ή δίνοντας εντολές ή καθοδηγώντας ή επιβλέποντας, είχε άλλο άλογο επειδή λυπόταν τον Βουκεφάλα που ήταν ήδη πολύ γερασμένος. Όποτε όμως ξεκινούσε για τη μάχη, εκείνον του έφερναν, ίππευε και άρχιζε την επίθεση.
33. Τότε, αφού μίλησε για πολύ στους Θεσσαλούς και στους άλλους Έλληνες, καθώς του έδιναν θάρρος φωνάζοντας να τους οδηγήσει εναντίον των βαρβάρων, παίρνοντας με τ’ αριστερό χέρι το ακόντιο, παρακαλούσε τους θεούς με το δεξί και ευχόταν, όπως λέει ο Καλλισθένης, αν πράγματι είχε γεννηθεί από το Δία, να προσφέρουν βοήθεια και ενίσχυση στους Έλληνες. Ο μάντης Αρίστανδρος επίσης με λευκή χλαμύδα και χρυσό στεφάνι πάνω στο άλογο, δίπλα του, έδειχνε έναν αετό που πέταξε πάνω από το κεφάλι του Αλέξανδρου και τον κατηύθυνε πετώντας κατευθείαν εναντίον των εχθρών, ώστε ενθάρρυνε πολύ όσους έβλεπαν, και με τις προτροπές του ενός στον άλλον οι ιππείς επιτέθηκαν τρέχοντας στους εχθρούς, και ακολουθούσε η φάλαγγα σαν κύμα. Προτού όμως συμπλακούν οι πρώτοι, οι βάρβαροι έφυγαν από τις γραμμές τους και άρχισε η καταδίωξη, καθώς ο Αλέξανδρος οδηγούσε τους νικημένους στη μέση όπου βρισκόταν ο Δαρείος. Γιατί τον είδε από μακριά, στο βάθος, ανάμεσα στους ιππείς της βασιλικής ίλης που βρισκόταν σε παράταξη μπροστά του, όμορφο και. ψηλό να στέκεται πάνω σε ψηλό άρμα, τριγυρισμένο από πολλούς λαμπρούς ιππείς, πολύ καλά συγκεντρωμένους γύρω από το άρμα και σε τέτοια παράταξη, ώστε να δεχθούν τους εχθρούς. Αλλά όταν είδαν να πλησιάζει ο Αλέξανδρος από κοντά και να ρίχνει όσους έφευγαν σ’ αυτούς που έμεναν, τους τρόμαξε και έκανε τους περισσότερους να σκορπιστούν.
Οι άριστοι και οι γενναιότεροι σκοτωμένοι μπροστά στο βασιλιά, καθώς έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο, γίνονταν εμπόδιο στην καταδίωξη, γιατί οι ίδιοι και τα άλογα μπερδεύτηκαν μεταξύ τους. Ο Δαρείος, καθώς έβλεπε όλα τούτα τα φοβερά μπροστά στα μάτια του και πως οι δυνάμεις που είχαν παραταχθεί έπεφταν κάτω μπροστά του, επειδή δεν μπορούσε να στρίψει το άρμα και να φύγει, γιατί οι τροχοί συγκρατούνταν από τα πτώματα, και τα άλογα, κρυμμένα και περικυκλωμένα από το πλήθος των σκοτωμένων, αναπηδούσαν και τράνταζαν τον ηνίοχο, εγκατέλειψε το άρμα και τα όπλα του, και ανεβαίνοντας, όπως λένε, σ’ ένα θηλυκό άλογο, που μόλις είχε γεννήσει, έφυγε. Αλλά δε θα ξέφευγε αν δεν έρχονταν και οι άλλοι ιππείς από τον Παρμενίωνα, για να ζητήσουν τον Αλέξανδρο, λέγοντας ότι είχε συγκεντρωθεί εκεί πολλή δύναμη και οι εχθροί δεν οπισθοχωρούσαν.
Κατηγορούν λοιπόν τον Παρμενίωνα διότι σ’ εκείνη τη μάχη ήταν νωθρός και ανίκανος, είτε διότι λόγω της ηλικίας έχασε το θάρρος του είτε διότι όπως λέει ο Καλλισθένης, είχε ζηλέψει την εξουσία και τη μεγάλη δύναμη του Αλέξανδρου και τον φθονούσε. Ο βασιλιάς λοιπόν τότε, παρόλο που δυσαρεστήθηκε, δεν είπε την αλήθεια στους στρατιώτες, αλλά έδωσε το σύνθημα για ανάκληση, διότι τάχα ήθελε να σταματήσει τη σφαγή και ήταν σκοτάδι. Και προχωρώντας προς το τμήμα που κινδύνευε, άκουσε στο δρόμο ότι είχαν νικηθεί τελείως οι εχθροί και έφευγαν.
34. Αφού η μάχη είχε αυτή την κατάληξη, φάνηκε πως η κυριαρχία των Περσών είχε καταλυθεί εντελώς, και αφού ο Αλέξανδρος αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ασίας και πρόσφερε θυσίες στους θεούς με μεγαλοπρέπεια, έδινε στους φίλους του πλούτη και παλάτια και ηγεμονίες. Και θέλοντας να τιμάται από τους Έλληνες τους έγραψε ότι καταλύονται όλα τα τυραννικά καθεστώτα και ότι θα είναι αυτόνομοι, και ιδιαίτερα έγραψε στους Πλαταιείς ότι θα ξανακτίσει την πόλη τους, γιατί οι πατέρες τους είχαν δώσει τη χώρα τους στους Έλληνες, να πολεμήσουν εκεί για την ελευθερία. Έστειλε και στους Κροτωνιάτες στην Ιταλία μερίδιο από τα λάφυρα για να τιμήσει την προθυμία και την ανδρεία του Φάυλλου, του αθλητή, που στους Περσικούς πολέμους, ενώ οι υπόλοιποι Ιταλιώτες είχαν απογοητευτεί, με δικό του εξοπλισμένο πλοίο έπλευσε στη Σαλαμίνα, για να συμμετάσχει στον αγώνα. Τόση εύνοια έδειχνε σε κάθε αρετή με το να διατηρεί και να εκτιμά τις καλές πράξεις.
Τακτική – περιγραφή μάχης
Ο Αλέξανδρος και οι δυνάμεις του προελαύνοντας νότια κατά μήκος του Τίγρη συνάντησαν Πέρσες ιππείς και ο Αλέξανδρος με τη βασιλική (έφιπποι πρόδρομοι – Παίονες) και άλλη μία ίλη τους επιτέθηκε. Στην αψιμαχία αρκετοί Πέρσες σκοτώθηκαν, άλλοι ξέφυγαν, ενώ κάποιοι αιχμαλωτίσθηκαν και οι οποίοι πληροφόρησαν τον Αλέξανδρο ότι ο Δαρείος βρισκόταν κοντά στον ποταμό Βούμηλο. Έτσι απεφάσισε να στρατοπεδεύσει στην περιοχή οχυρώνοντας το στρατόπεδο για κάθε ενδεχόμενο ξεκουράζοντας ταυτόχρονα το στράτευμα επί τέσσερεις ημέρες. Το βράδυ της τέταρτης ημέρας, 29η προς 30η Σεπτεμβρίου, προήλασε και πάλι, αφήνοντας πίσω του σκεύη, αιχμαλώτους και τους απόμαχους. Αρχικά προχώρησε ανάμεσα σε γήλοφους που τον χώριζαν από τον εχθρό. Ανεβαίνοντας τις πρωινές ώρες στα υψώματα είδε απέναντί του σε απόσταση περίπου τριάντα σταδίων τις αντίπαλες δυνάμεις. Παρέταξε τη φάλαγγα και συγκέντρωσε τους ανώτερους αξιωματικούς. Τους συμβουλεύτηκε, αν έπρεπε να προχωρήσει και να αρχίσει αμέσως την επίθεση. Οι περισσότεροι ήταν της άποψης να επιτεθούν αμέσως, αλλά ο Παρμενίων επέμεινε πως θα ήταν ασύνετο να κάνουν κάτι τέτοιο, χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς την περιοχή μπροστά τους, τις φυσικές και τεχνητές της δυσκολίες ούτε την παράταξη των εχθρών, επιμένοντας ότι το θα ήταν ορθότερο να παρατηρηθούν όλα αυτά πριν ξεκινήσει η μάχη.
Ο Αλέξανδρος άκουσε τη συμβουλή του Παρμενίωνα και διέταξε να μείνουν εκεί, αλλά παρατεταγμένοι σε μάχη. Κατασκεύασε νέο οχυρωμένο στρατόπεδο, στο οποίο μετέφερε τη σκευή και τους αιχμαλώτους από το προηγούμενο. Ο ίδιος παίρνοντας μαζί του τους ψιλούς και τους εταίρους από τους ιππείς, κατασκόπευσε ανεμπόδιστα τους αντιπάλους και την περιοχή. Ο Παρμενίων, ο Πολυσπέρχων και άλλοι τον συμβούλευσαν, όταν επανήλθε από την ανίχνευση, να επιτεθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας, γνώμη που ο Αλέξανδρος απέρριψε, θεωρώντας πως δεν είναι τίμιο να κλέψει τη νίκη και ότι επιθυμεί και μπορεί να νικήσει και φανερά και χωρίς σοφίσματα τον Δαρείο. Κατόπιν έπεσε και κοιμήθηκε τόσο βαριά, που φέρεται ότι χρειάστηκε τρεις φορές το πρωί να του μιλήσει ο Παρμενίων για να σηκωθεί.
Ο περσικός στρατός που συγκεντρώθηκε εδώ, έφθανε συνολικά τους 1.000.000 πεζούς και 40.000 ιππείς όπως παραδίδει ο Αρριανός, αν και η άποψή του θεωρείται υπερβολική. Στον συγκεκριμένο στρατό που παρέταξε, ο Δαρείος επέφερε και άλλες βελτιώσεις. Έκανε τα ξίφη και τα δόρατα πολύ μεγαλύτερα από τα προηγούμενα και κατασκεύασε 200 δρεπανηφόρα άρματα, το καθένα από τα οποία διέθετε ένα είδος μυτερού καμακιού που εξείχε αρκετά από τους ίππους, ενώ εκατέρωθεν του ζυγού πρόβαλλαν τρία μακριά ακόντια. Επίσης και από τις δυο πλευρές των αξόνων των τροχών πρόβαλλαν δρέπανα. Επιπλέον ο Δαρείος φέρεται πως είχε στα Άρβηλα 15 οπλισμένους Ινδικούς ελέφαντες, οι οποίοι για πρώτη φορά αναφέρονται ότι αναπτύχθηκαν σε πεδίο μάχης.
Στα Γαυγάμηλα ο Δαρείος παρέταξε στην αριστερή πλευρά τους Βακτρίους, με επικεφαλής τον Βήσσο τον σατράπη της Βακτριανής. Δίπλα παρέταξε τους Δάκες και τους Αραχώτους υπό τον Βερσαέντη, τον σατράπη της Αραχωσίας. Κατόπιν παρέταξε τους δικούς του Πέρσες, ιππείς και πεζούς, τους Σούσιους υπό τον Οξάτρη και τους Καδούσιους. Στην δεξιά – την ανατολική και τη δυτική πλευρά του Ευφράτη παρετάχθησαν τα συριακά στρατεύματα υπό τον Μαζαίο. Ακολούθησαν οι Μήδοι υπό τον Ατροπάτη, οι Παρθυαίοι, οι κατάφρακτοι Σάκες, οι Τάπουροι και οι Υρκάνιοι, ιππείς όλοι, υπό τον Φραταφέρνη. Τελευταίοι παρετάχθησαν οι Αλβανοί και οι Σακεσίνες. Ο ίδιος ο Δαρείος πήρε θέση στο κέντρο, περιβαλόμενος από το καλύτερο τμήμα του στρατεύματος, τους έφιππους Πέρσες σωματοφύλακες, τους αποκαλούμενους συγγενείς του βασιλέα, τους πεζούς Πέρσες σωματοφύλακες, τους αποκαλούμενους μηλοφόρους, καθώς οι λόγχες τους έφεραν χρυσό μήλο, αντί σαυρωτήρα[10]. Κατόπιν παρέταξε τους «ανασπάστους Κάρας», δηλαδή απογόνους των Καρών, που μετοίκησαν από την πατρίδα τους στα ενδότερα του κράτους, τους άριστους τοξότες Μάρδους και τέλος τους Έλληνες μισθοφόρους.
Πίσω από αυτούς παρατάχθηκαν ασύνταχτοι οι Ούξιοι και οι Βαβυλώνιοι και εκείνοι που κατοικούσαν προς την Ερυθρά θάλασσα και οι Συτακινοί και άλλοι, αγνώστου πλήθους. Ανάμεσα δε στο μέτωπο και τη φρουρά στέκονταν τα δρεπανηφόρα άρματα, μπροστά από τα οποία προπορεύονταν ορισμένα μικρά ιππικά σώματα, στο αριστερό κέρας ήταν Σκύθες και Βακτριανοί με 100 άρματα, και στο δεξιο κέρας Αρμένιοι και Καππαδόκες με 50 άρματα, ενώ τα υπόλοιπα 50 άρματα τοποθετήθηκαν στο μέσο. Η συγκεκριμένη παράταξη του περσικού στρατού αναφέρεται από τον Αρριανό, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστόβουλου, ο οποίος λέει ότι την αντέγραψε από το επίσημο σχέδιο που βρέθηκε ανάμεσα στα έγγραφα του περσικού επιτελείου, τα οποία έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων αργότερα μαζί με την υπόλοιπη σκευή του Δαρείου.
Την 1η Οκτώβριου του 331 π.Χ τελευταία του Βοηδρωμιώνα που είχε ορίσει ο χρησμός του Αρίστανδου, παρέταξε ο Αλέξανδρος σε δύο τάξεις το στρατό, που συγκροτείτο συνολικά από 40.000 πεζούς και 7.000 ιππείς. Προβλέποντας το σχέδιο του Δαρείου, ο Αλέξανδρος παρέταξε τις δυνάμεις του έτσι ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα υπερφαλάγγισής τους. Στο κέντρο παρατάχθηκαν έξι τάξεις της φάλαγγας και δεξιά τους οι υπασπιστές έχοντας στο πλευρό τους τις ίλες των εταίρων. Αριστερά της φάλαγγας τάχθηκαν 500 πεζοί και 2.000 Θεσσαλοί ιππείς. Πίσω από την πρώτη γραμμή αναπτύχθηκαν οι υπόλοιποι οπλίτες και πελταστές του στρατού σχηματίζοντας αμφίστομη φάλαγγα, ώστε σε οποιαδήποτε προσπάθεια υπερφαλάγγισης και κύκλωσης να μπορούν να σχηματίσουν νέο μέτωπο πλάγιο (επικαμπή) ή αντίθετο του αρχικού.
Στη δεξιά πλευρά ο Αλέξανδρος τοποθέτησε ελαφρούς πεζούς και ιππείς. Μπροστά από τις ίλες των εταίρων παρατάχθηκαν σε πλαγιοφυλακή οι Αγριάνες ακοντιστές, υποστηριζόμενοι στο δεξιό τους πλευρό από ψιλούς τοξότες και ακοντιστές. Τις μονάδες των ψιλών υποστήριζαν με τη σειρά τους οι πρόδρομοι σαρισσοφόροι υπό τον Αρέτη και οι Παίονες ελαφροί ιππείς. Την πλαγιοφυλακή, που κάλυπτε τον χώρο μεταξύ των δυο κυρίων γραμμών μάχης, κάλυπταν Έλληνες ιππείς και τμήματα Αγριάνων και ψιλών τοξοτών. Την εμπροσθοφυλακή του δεξιού ελληνικού κέρατος αποτελούσαν οι ιππείς του Μενίδα. Με τον ίδιο τρόπο παρατάχθηκαν και στην αριστερή πλευρά τμήματα Κρητών τοξοτών και Θρακών ακοντιστών, ως πλαγιοφυλακή υποστηριζόμενα από θρακικά και ελληνικά τμήματα ιππικού. Εμπροσθοφυλακή του αριστερού κέρατος αποτελούσε το τμήμα του μισθοφορικού ιππικού του Ανδρόμαχου. Τέλος, τη φύλαξη του στρατοπέδου ανέλαβαν οι Θράκες πελταστές.
Η μάχη ξεκίνησε με τους Πέρσες να επιτίθενται στο δεξιό πλευρό των Ελλήνων. Τότε ο Αλέξανδρος ενίσχυσε τη δεξιά πλευρά με ιππείς. Ο Δαρείος με τη σειρά του έστειλε και άλλες ενισχύσεις στο σημείο αυτό, δημιουργώντας, όμως, κενό στο αριστερό του πλευρό. Αντιλαμβανόμενος το κενό ο Αλέξανδρος επιτέθηκε αστραπιαία επικεφαλής των εταίρων. Μέσα από το κενό αυτό προσπάθησε να στραφεί προς το κέντρο του περσικού στρατεύματος, τρέποντας τη φρουρά του Δαρείου που πολεμούσε σκληρά από το άρμα του σε φυγή. Ο Δαρείος, εκτεθειμένος μετά την υποχώρηση της προσωπικής φρουράς του αναγκάστηκε να διαφύγει με τη σειρά του. Η φυγή γενικεύτηκε και όταν ο Αλέξανδρος έσπευσε προς ενίσχυση του Παρμενίωνα, η μάχη είχε ουσιαστικά λήξει. Ο Αλέξανδρος κατεδίωξε τους Πέρσες ως τα Άρβηλα, ενώ ο Δαρείος κατόρθωσε να διαφύγει στη Μηδία, με φρουρά μερικών χιλιάδων ιππέων.
Ας δούμε ωστόσο και την αναλυτική εικόνα αυτής της σπουδαίας μάχης από άποψης τακτικής. Καθώς πλησιάζουν οι δύο στρατοί ο Αλέξανδρος βρίσκεται απέναντι από τον Δαρείο και το αριστερό περσικό κέντρο, δηλαδή τους Πέρσες, δορυφόρους τους Ινδούς, τους Αλβανούς και τους Κάρες. Κατανοεί πως υπερφαλαγγίζεται από το αριστερό του εχθρού και δίνει εντολή να προελάσουν δεξιά του σε λοξή τάξη και κλιμακωτά ο Κλείτος με την ίλη του, οι ψιλοί δεξιά της και οι υπασπιστές και όλες οι τάξεις της φάλαγγας. Ο Δαρείος αναγκαστικά μετακίνησε πάλι το μέτωπο προς τα αριστερά, για να εμποδίσει τούτη την κίνηση του Αλέξανδρου. Εξαιτίας του όγκου του περσικού στρατεύματος υπερφαλάγγιζε συνεχώς τους Μακεδόνες προς τα αριστερά. Διακρίνοντας ο Δαρείος πως ο Αλέξανδρος σε αυτή την πορεία προς τα δεξιά είχε ξεπεράσει τον χώρο που εξομάλυνε για την επίθεση των αρμάτων, θεώρησε ότι έπρεπε να αναχαιτίσει κάθε είδους κίνηση προς αυτό το σημείο. Για αυτό διέταξε τους θωρακισμένους Σκύθες και χίλιους Βακτρίους ιππείς υπό τον Βήσσο να υπερφαλαγγίσουν το δεξί πλευρό των Μακεδόνων και να αναχαιτίσουν την προς τα δεξιά κίνησή τους. Εναντίον τους έστειλε ο Αλέξανδρος τους ιππείς με επικεφαλής τον Μενίδα.
Βλέποντας τον Μενίδα να προελαύνει, οι Βάκτριοι και οι Σκύθες σταμάτησαν την κυκλωτική τους κίνηση και του επιτέθηκαν, αναγκάζοντάς τον να οπισθοχωρήσει. Λίγο μετά επιτίθενται οι Παίονες και Έλληνες ιππείς και οι Βάκτριοι μαζί με τους Σκύθες υποχωρούν. Ενώ εξακολουθεί ακόμα η ιππομαχία και το μέτωπο συνεχίζει να προωθείται σταθερά λοξά, οι μακεδονικές ίλες και οι υπασπιστές βρίσκονται πλέον απέναντι από τα δρεπανηφόρα. Ο Δαρείος εξαπολύει τα δρεπανηφόρα και δίνει εντολή να ακολουθήσει η πρώτη παράταξη ολόκληρου του στρατού, ελπίζοντας πως τα άρματα θα επιφέρουν σύγχυση στη φάλαγγα και ότι μέσα σε αυτή τη σύγχυση και με την επίθεση του υπόλοιπου στρατού, θα υπερνικήσει τη μακεδονική φάλαγγα. Τα άρματα αποδείχθηκαν ωστόσο άχρηστα. Τα άλογα αναχαιτίζονταν εύκολα ή τα τραυμάτιζαν οι Αγριάνες και οι τοξότες, ορισμένοι από τους οποίους άρπαζαν τα χαλινάρια, έριχναν τους ηνίοχους και έσφαζαν τα άλογα. Έτσι, πολλά από αυτά ακινητοποιήθηκαν, άλλα στράφηκαν προς τα πίσω και άλλα, όσα έφθασαν έως τη φάλαγγα, περνούσαν ανάμεσα από τα ανοίγματα που άφηναν οι φαλαγγίτες αραιώνοντας, για να τα παραλάβουν πιο πίσω εκτεθειμένα οι ιπποκόμοι.
Απαλλαγμένος ο Αλέξανδρος, από τα δρεπανηφόρα και βλέποντας να ακολουθεί η κύρια δύναμη των Περσών, έδωσε και εκείνος εντολή να αντεπιτεθούν τα στρατεύματα της πρώτης του παράταξης, που έμεναν ως εκείνη τη στιγμή ακίνητα. Παράλληλα, έδωσε εντολή στον Αρέτη να αποκρούσει με τους Παίονές του τους εχθρούς που επιτέθηκαν στη δεξιά πλευρά του, κάτι που εκείνος έπραξε με τον καλύτερο τρόπο, κρίνοντας τη μάχη και πίσω από το κυρίως μέτωπο. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος επικεφαλής της ίλης του Κλείτου, σταματώντας τη λοξή κίνηση, όρμησε κατά της περσικής παράταξης και επιτέθηκε με όλους τους εταίρους στο ρήγμα που δημιουργήθηκε από την κίνηση των Βακτρίων.
Με αυτόν τον τρόπο έσπασε το εχθρικό μέτωπο και ο Αλέξανδρος επιτέθηκε κατευθείαν εναντίον του Δαρείου, γύρω από τον οποίο έγινε φοβερή ιππομαχία. Την ίδια στιγμή επιτέθηκε και η μακεδονική φάλαγγα, η οποία συντεταγμένη πυκνά και προτείνοντας τις μακριές σάρισσες πίεσε ακόμα περισσότερο τους αντιπάλους. Η μάχη πιθανώς εδώ θα παρατεινόταν περισσότερο, γιατί εδώ βρίσκονταν τα καλύτερα στρατεύματα του Δαρείου, Έλληνες, Κάρες, Πέρσες δορυφόροι, συγγενείς του βασιλέα και άλλοι που τράπηκαν σε φυγή, ωστόσο, αφήνοντας τον μεγάλο βασιλέα εκτεθειμένο. Ο Δαρείος εκτιμώντας τον προσωπικό κίνδυνο που διέτρεχε, διέταξε το άρμα του να στραφεί προς τα πίσω, τρεπόμενος και ο ίδιος σε μακρά φυγή.
Κατά τη διάρκεια της γοργής προέλασης του Αλέξανδρου, ωστόσο, δημιουργήθηκε ένα κενό μεταξύ της τέταρτης και της πέμπτης τάξης της φάλαγγας. Μέσα από αυτό το κενό πέρασε μεγάλος αριθμός Περσών και Ινδών ιππέων και έφθασε ως το ελληνικό στρατόπεδο σφαγιάζοντας τους υπηρέτες και τους ιπποκόμους, παρά την αρχική αντίσταση των Θρακών που δέχθηκαν επίθεση από πίσω από τους αιχμαλώτους και κατατροπώθηκαν. Άλλοι Ινδοί, Πέρσες και Πάρθοι ιππείς άρχισαν να πλαγιοκοπούν το θεσσαλικό ιππικό, με αποτέλεσμα ο Παρμενίων να ζητήσει βοήθεια από τον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος, μαθαίνοντας τι συνέβαινε στους άλλους τομείς του μετώπου, έσπευσε να ενισχύσει τα πιεζόμενα τμήματα του χτυπώντας την αδιάσπαστη δεξιά πλευρά των Περσών. Χτυπάει πρώτα τους Ινδούς και τους Πάρθους που επιστρέφουν κυνηγημένοι από το στρατόπεδό του. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν 60 εταίροι και τραυματίστηκαν βαριά ο Ηφαιστίωνας και ο Μενίδας. Κατόπιν, συνέχισε την επίθεσή του ο Αλέξανδρος προς ενίσχυση των ανδρών του Παρμενίωνα, αλλά οι Πέρσες, έχοντας πλέον αντιληφθεί την υποχώρηση του υπόλοιπου στρατεύματος, τράπηκαν σε φυγή, καταδιωκόμενοι από τους ιππείς του Παρμενίωνα. Ακολούθησε γενική καταδίωξη των ηττημένων, έως ότου έπεσε το σκοτάδι.
Περισσότεροι από 30.000 άνδρες του Δαρείου παραδίδεται ότι σκοτώθηκαν στη μάχη. Οι συνολικές απώλειες των Ελλήνων υπολογίζονται από 100 έως 500 νεκρούς. Αμέτρητα ήταν και τα λάφυρα που περιήλθαν στην κατοχή των νικητών, ανάμεσά τους τα όπλα και το άρμα του Δαρείου, οι 15 ινδικοί ελέφαντες που δε χρησιμοποιήθηκαν στη μάχη, χιλιάδες υποζύγια, χρήματα, τρόφιμα και εφόδια των Περσών. Με αυτόν τον τρόπο έληξε η μεγαλύτερη μάχη της εκστρατείας του Αλέξανδρου, μια μάχη που πλήγωσε βαθιά και ανεπανόρθωτα το γόητρο του περσικού κράτους και του ίδιου του μεγάλου βασιλέα είτε πολέμησε σκληρά σύμφωνα με κάποιους, είτε ήταν όντως δειλός στη μάχη.
Ο μεν Αλέξανδρος αναγορεύθηκε μέγας βασιλεύς τελώντας τις ανάλογες θυσίες, ο δε Δαρείος ως φυγάδας κατέληξε θύμα συνωμοσίας εναντίον του με αρχηγό τον Βήσσο, τον σατράπη της Βακτριανής. Από δε τον διαλυμένο στρατό περίπου σαράντα χιλιάδες Πέρσες συγκεντρώθηκαν υπό τον σατράπη Αριοβαρζάνη, γιο του Αρτάβαζου και οχυρώθηκαν στις Περσίδες πύλες, το μόνο σημείο που θα μπορούσαν πλέον να αντισταθούν στον Αλέξανδρο και να διασώσουν την περσική επικράτεια. Ο Αλέξανδρος δεν κατεδίωξε τον Δαρείο στις ορεινές περιοχές, ούτε πήρε το δρόμο για τα Σούσα, αλλά κατευθύνθηκε προς τη Βαβυλώνα.
Πηγές
- http://www.hellinon.net/
- http://el.wikipedia.org/
- Ηροδότου “Βίοι παράλληλοι – Βίος Αλεξάνδρου» απόδοση στα νεοελληνικά από το βιβλίο «Οι Έλληνες» των εκδόσεων Οδυσσέα Χατζόπουλου.
- http://www.patriotfiles.com/
Πηγή: Χείλων