Η μάσκα
"Τι θα πει Φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.." - Νίκος Καζαντζάκης
Ο ψευδής εαυτός είναι η μάσκα που φορά κάποιος, ο οποίος γαλουχήθηκε να ζει υποκλινόμενος στις ανάγκες των άλλων, αδιάφορος στις δικές του προσωπικές επιθυμίες. Προσαρμόζει ένα προσωπείο πάνω του, το οποίο να ταιριάζει με τις συνθήκες που κάθε φορά βιώνει και συνηθίζει να ζει με αυτό, παρόλο που ασφυκτιά υπακούοντας σε αιτήματα που δεν εναρμονίζονται με τις αληθινές του επιθυμίες.
Υποδύεται ρόλους, εκείνους που άλλοι του υπαγόρευσαν συνειδητά ή υποσυνείδητα και τους δραματοποιεί πιστά. Οι παράταιρες φλούδες από προσδοκίες άλλων, με τις οποίες παραβιαστικά τον περιτύλιξαν, μπαλώνουν την ψυχή του, όπου παραμένει ανήμπορη να κυοφορήσει την αλήθεια του και ένα θαμπό καθρέφτισμα τον δυσκολεύει να αντικρίσει την πραγματική του εικόνα και επομένως να την υποστηρίξει. Σκυμμένος κάτω από το βάρος ανείπωτων ή χιλιοειπωμένων προσδοκιών που ψέλλισαν ή βροντοφώναξαν άλλοι για εκείνον, προχωρά στον δρόμο της ζωής του, προσπαθώντας να ικανοποιήσει όλα τα βλέμματα, που στράφηκαν σε εκείνον με μια προσμονή, να περπατήσει στα χνάρια τους για να αναγνωρίσουν τα δικά τους ίχνη.
Όνειρα άλλων που διαψεύσθηκαν, απωθημένα που λοξοδρόμησαν και η εκπλήρωσή τους δεν επιτεύχθηκε ποτέ, απαιτούν από τον ίδιον να τα οδηγήσει στον λυτρωμό τους, ενώ σε εκείνον αυτό που απομένει, είναι κάτι ξέφτια ελπίδας πως, αν ανταποκριθεί, εκείνες οι ξέθωρες ματιές που αποχρωμάτισαν την ύπαρξή του, θα στραφούν επιτέλους μέσα του, ώστε να φωτίσουν την αλήθεια του, για να μπορέσει κι εκείνος να την διακρίνει.
Κοιτάζοντας τον εαυτό του σε ένα καθρέφτισμα που αποτελείται από θραύσματα διαψευσμένων ελπίδων, εκείνων που τον κοίταζαν αλλά δεν τον παρατήρησαν ποτέ, η εικόνα του παραμένει θολή στον ίδιο και τα χαρακτηριστικά του δυσδιάκριτα. Πώς να υποστηρίξει μια αλήθεια, που, όταν τόλμησε να την αποκαλύψει, η ουσία της εκτοπίστηκε, γιατί δεν εξυπηρετούσε τα δικά τους ιδεώδη και από τότε η ιδέα της εγκατάλειψης στοιχειώνει τους φόβους και θεριεύει τις αγωνίες του, λυγίζοντας την τόλμη του να αποκαλύψει την επιθυμία του και να την ικανοποιήσει;
Νιώθει κενός, άδειος από παραστάσεις γεμάτες από ένα ‘μαζί’ που δεν θα τον αποχωρίζεται στο λάθος του, δεν θα τον εγκαταλείπει όταν τολμά στη διαφορετικότητά του. Παραμένει χαμένος στα σκοτάδια της ψυχής του με την αίσθηση της αποτυχίας να τον ριπίζει παγερά, κάθε φορά που το φως της αγάπης τον αποχωριζόταν, επειδή δεν ικανοποιούσε τα ψαλιδισμένα τους όνειρα, παρασέρνοντας σε μια άβυσσο την αξία του. Χρεωνόταν το λάθος της απαξιωτικής τους συμπεριφοράς, επιρρίπτοντας τις ευθύνες στον εαυτό του για τις αδυναμίες τους, πιστεύοντας πως έφταιγε εκείνος για τα αποσυρμένα τους συναισθήματα.
Αποπροσανατολισμένος σε αχαρτογράφητους δρόμους, όπου δεν έμαθε να χαίρεται με την χαρά του, σκουντουφλά μπροστά στην επιτυχία, που ανυποψίαστη του παραδίδεται, και φοβάται πως από στιγμή σε στιγμή η δημιουργικότητά του θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος, επειδή τόλμησε να πάψει να ασχολείται με το βάθρο εκείνων που αχόρταγα του ζητούσαν τη συμμετοχή του στα δικά τους ύψη. Αγωνιά για τις αναρριχήσεις του, οι οποίες αποτελούν απειλή για τις γκρεμισμένες τους προσπάθειες, ενώ ένας Κρόνος αναστέλλει τελικά τη δημιουργικότητά του στην σκέψη, του τι θα μπορούσε να συμβεί, αν το ύψος της επιτυχίας του ξεπεράσει το όριο που κάποιοι έβαλαν για εκείνον, ως απειλή για τον δικό τους κατήφορο. Για να προστατευθεί από την οδύνη που τρώγει σα σαράκι την ύπαρξή του, καταφεύγει σε απατηλές ψευδαισθήσεις, παραμένοντας σε καταστάσεις που εκφράζουν τους φόβους του, αποκομμένος από μια αυθεντικότητα που θα μπορούσε να αγκαλιάσει την αλήθεια του και να την κάνει να αναδυθεί ελεύθερη και ανεξάρτητη.
Κι όσο το σούρουπο σέρνεται στην ψυχή του, οι επιλογές που ακολουθεί ανταποκρίνονται σε προσδοκίες άλλων, ξένες προς την δική του αφανέρωτη επιθυμία, ενώ η χαρά, που θα μπορούσε να του αποφέρει η ικανοποίηση από την προσωπική έκφραση, μαραίνεται κάτω από το διψασμένο για αγάπη βλέμμα του. Κι αν ακόμα ένα όνειρο του φτερουγίζει δίπλα του, ελπίζοντας να το ακολουθήσει στα πετάγματα του, εκείνος χάνεται στα διλλήματα του και το εγκαταλείπει ακάλεστο να διαψευστεί στην ηχηρή του είσοδο, νομίζοντας πως αποτελεί μια ακόμα προέκταση προσδοκιών άλλων.
Εκείνο που τον κάνει να αντιστέκεται στην αλλαγή του, στην αποκάλυψη και υπεράσπιση της αλήθειας του, είναι η εγκατάλειψη στην οποία φοβάται πως θα βυθιστεί, αν γυμνωθεί η αλήθεια του και αποκαλυφθεί η υποτιθέμενη φτωχή της ουσία. Επειδή δεν επιβεβαιώθηκε η αυθεντικότητά του από άλλους και δεν μπόρεσε στη συνέχεια ο ίδιος να την εκτιμήσει και να αισθανθεί τη βαρύτητά της, την αφήνει μετέωρη να ίπταται στη φαντασίωση του, περιμένοντας μιαν αποδοχή που δεν έρχεται ποτέ από εκεί που τη γυρεύει. Στολίζει λοιπον περίτεχνα τη μάσκα του, για να μπορέσει να την αντέξει, τη γεμίζει με πλουμίδια που δυσκολεύεται να τα αποχωριστεί, με μεγαλομανιακό τρόπο, παρόλο που βαρυγκωμά κάτω από το βάρος της προσποίησης. Φοβάται όμως να αποχωριστεί τους ρόλους του, γιατί η διαφοροποίηση από εκείνους θα σημάνει την απώλεια συμβόλων που σταθεροποιούν το ψυχικό του σύστημα, ακόμα κι αν οι εντολές τους είναι νοσηρές. Τρέμει στην ιδέα πως θα χάσει ανθρώπους που είχε επιλέξει στη ζωή του και οι οποίοι, παρόλο που τον χρησιμοποιούν για τα δικά τους ελλείμματα, υποστηρίζοντας την δική του ανούσια υπερβολή που καλύπτει τη δική τους ανεπάρκεια, είναι εκείνοι που του επιτρέπουν έναν ανοιχτό διάλογο με τα σύμβολα του, τις εικόνες που έχει εσωτερικεύσει από τους σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή τους, που του υπαγορεύουν τις κινήσεις του, ακόμα κι αν έχουν φύγει από τη ζωή. Όσο επιλέγει το ψέμα στη ζωή του, τους έχει κοντά του, έστω φαντασιωσικά, να τους ικανοποιεί, προσδοκώντας στην αλλαγή τους. Προσμένει πως εκείνοι θα του φερθούν τρυφερά, θα αναγνωρίσουν τις προσπάθειες του και θα τον βοηθήσουν να βγάλει τη μάσκα του, θαυμάζοντας το δικό του πρόσωπο.
Δυσκολεύεται να αποχωριστεί το προσωπείο που φορά για να ευχαριστεί τους άλλους, γιατί φοβάται πως χωρίς αυτό, δεν θα τον κοιτάξουν εκείνα τα μάτια που είχαν μάθει να κοιτούν την λουστραρισμένη επιφάνεια που άδειασαν πάνω του, για να καλύψουν την δική τους ασχήμια. Όταν τολμά να αποχωριστεί το προσωπείο που τον βαραίνει, παρόλο που η ψυχή του ανασαίνει, μια σύγκρουση γιγαντώνεται μέσα του. Φοβάται μήπως απομείνει μόνος του σε ένα μονοπάτι πρωτόγνωρο και αδοκίμαστο, χωρίς εκείνους που, παρόλο που αυτό που του έδιναν ήταν λιγοστό, αποτελούσε κάτι ώστε να ξεγελά το άδειο της ψυχής του∙ εκείνο που φαντασιώνεται ως άδειο, παρόλο που ένας εσωτερικός πλούτος τον καλεί να ανασκαλέψει την ύπαρξή του και να διαφοροποιηθεί από τη συναισθηματική ένδεια στην οποία έχει υποβάλλει τον εαυτό του, εξυπηρετώντας προσδοκίες άλλων.
Και σε όλο αυτόν τον αγώνα, παίζοντας πιστά τον ρόλο που διαδραμάτισαν άλλοι στη ζωή του, παραμένουν απαρατήρητοι από εκείνον οι άνθρωποι που κοιτούν την ψυχή του. Όσοι τον προσεγγίζουν με ανάσες αγάπης, δοκιμάζουν από εκείνον το ίδιο πληγωμένο συναίσθημα, που εισέπραξε ως φτωχό δώρο στο αίτημά του για αγάπη. Πληγώθηκε και με τη σειρά του πληγώνει, εκείνους που τολμούν να τον αγαπήσουν και να κοιτάξουν πίσω από τη μάσκα του, γιατί χάρη στο συναίσθημα που επιτρέπει να νιώσει, έρχεται σε επαφή με μια αλήθεια που κυοφορεί πίκρα, απογοήτευση από ένα αίσθημα προδοσίας, που προσπαθούσε επι χρόνια με τόση επιμέλεια να κρύψει, κάτω από ένα περίτεχνο προσωπείο. Κάθε φορά που μια αλήθεια γεμάτη με αγάπη τον πλησιάζει, εκείνα τα σύμβολα, που είναι πλέον κομμάτια του εαυτού του, εγείρονται και επιτίθενται, προκειμένου να προστατέψουν τα κεκτημένα χρόνων, τα οποία τον κρατούν αιχμάλωτο στη φυλακή του. Για να τα προστατέψει απαξιώνει τη συναισθηματική προσφορά επιλέγοντας τη θλίψη στη ζωή του.
Εάν κάποιος φορά ένα προσωπείο το οποίο προσαρμόζει πάνω του, φορώντας μια μάσκα που κάποιοι τρόχισαν πάνω του, χρειάζεται να καταβάλει προσπάθεια για να διαφοροποιηθεί από όλες εκείνες τις φρούδες προσδοκίες με τις οποίες μπολιάστηκε, τις νοσηρές προβολές που κάποιοι ξέβρασαν στην ψυχή του λιθοβολώντας την αλήθεια του. Χρειάζεται να ανοίξει το σεντούκι της ψυχής του, που κρύβει καθετί που αποθαρρύνθηκε, για να το φανερώσει στον ήλιο της καρδιάς του και να διεκδικήσει την θέαση του πρώτα από όλα από τον ίδιο, κι όταν θα αφαιρέσει το ψεύτικο του περιτύλιγμα, να εκτιμήσει το περιεχόμενό του, ώστε να δώσει θέση αξίας στον εαυτό του. Αν επιτρέψει στην αλήθεια του να διαπεράσει τον ψυχικό του πυρήνα του, θα συναντηθεί με το βελούδο της ύπαρξής του με το οποίο θα φερθεί τρυφερά σε κάθε χαρακτηριστικό του, το οποίο χρειάζεται τη φροντίδα του για να αναδυθεί. Καθετί που σμιλεύτηκε με ψεύτικα παράταιρα υλικά θα καταρρεύσει, μόνο όταν επιτρέψει σε παραστάσεις αγάπης να τον διαπεράσουν και σμιλευτεί με αυτές, ώστε να αποτελέσουν εκείνες τα στηρίγματά του, τα οποία θα βασίζονται σε υγιή θεμέλια με γερά υλικά. Όταν τολμήσει να δοθεί στην αγάπη και να τη δεχτεί, θα διαφανεί η ελπίδα, το καθάριο φως, η αλήθεια του. Μια αλήθεια που έχει ατέλειες, αδυναμίες, ελλείψεις, αλλά όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν τον μοναδικό εαυτό του, τον οποίο αν τον αποδεχτεί, θα μπορέσει να τον υποστηρίξει, ώστε να αναδυθούν όλα εκείνα τα δυνατά του στοιχεία τα οποία τον κάνουν ξεχωριστό. Μόνο τότε, αν αποδεχτεί τον εαυτό του ολάκερο, θα τον αγαπήσει αληθινά. Θα τον αγαπήσει με εκείνη την αγάπη που δεν χρειάζεται επίδειξη, ανόητους κομπασμούς, βιασύνες και βαρύγδουπες εκφράσεις κι η οποία ανθεί εκεί που υπάρχει υπομονή, φροντίδα, αποδοχή, σεβασμός, ανθρωπιά, μοίρασμα, αμοιβαιότητα, αλήθεια.
~ Αγγελική Μπολουδάκη
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι
Πηγή: Αντικλείδι