Ἡ Μηλιά
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν·
«Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με».
(Κατὰ Λουκᾶν ιη´, 16)
Εἰς ἕνα χωριὸ τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας ἐζοῦσεν ἕνα καιρὸ ἕνα κορίτσι τόσο καλόκαρδο καὶ χαριτωμένο, ποὺ ὅλος ὁ κόσμος τὸ ἀγαποῦσεν. Ἂν καὶ δὲν ἦταν πλούσιο, εὕρισκε τρόπο νὰ βοηθῇ τοὺς πτωχούς· ὅ,τι τῆς ἔδιδαν τὸ ἐμοίραζε μὲ αὐτούς, καὶ ὅταν τὰ χέρια της ἦσαν ἄδεια, ἡ καρδιὰ καὶ τὸ στόμα της ἦσαν παντότες γεμάτα καλὰ αἰσθήματα καὶ καλὰ λόγια γιὰ νὰ τοὺς παρηγορῇ. Καὶ ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ σπιτικὰ ζῷα, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ πουλιὰ τοῦ δάσους τὴν ἀγαποῦσαν. Ὅταν τὴν ἔβλεπαν νὰ περνᾷ, κατέβαιναν ἀπὸ τὰ δένδρα καὶ τὴν ἀκολουθοῦσαν σὰν σκυλάκια, γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ τὸ μισὸ ψωμί της.
Τὴν ἔλεγαν Μηλιά, γιατὶ τὴν εἶχαν εὕρει ἕνα ἀπριλιάτικο πρωὶ ἀπὸ κάτω ἀπὸ ἕνα μηλόδενδρο, σκεπασμένη ἀπὸ τὰ ἄσπρα ἄνθια ὅπου εἶχε τινάξει ἀπάνω της ὁ ἄνεμος τὴ νύχτα.
Τὸ ἡλικιωμένο ἀνδρόγυνο ποὺ τὴν εἶχε υἱοθετήσει ἦταν τόσο πτωχό, ὁποὺ μόλις ἔφθαναν γιὰ νὰ μὴ πεινᾷ ὅσα ἐκέρδιζαν μὲ τὸ πλέξιμον ἡ γραία καὶ ὁ γέρος κόπτοντας ξύλα. Ἡ Μηλιὰ ἔκαμνε κι ἐκείνη ὅ,τι μποροῦσε γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσῃ. Ἐμάζευεν εἰς τὸ δάσος ἀγριοφράουλες, μενεξέδες καὶ ἄλλα λουλούδια καὶ τὰ ἐπρόσφερνεν εἰς τοὺς διαβάτες μ᾿ ἕνα χαμόγελο τόσο γλυκό, ποὺ σπάνιον ἦταν νὰ τῆς ἀρνηθοῦν τὴν πεντάρα τους, ὅσοι εἶχαν νὰ τὴν δώσουν. Αὐτοὶ ὅμως δὲν ἦσαν πολλοὶ εἰς τὸ πτωχικὸ ἐκεῖνο χωριό, καὶ τὸ ψωμὶ καὶ τὰ κάστανα, ὁποὺ ἔτρωγαν ὁ γέρος καὶ ἡ γριά, ἦσαν παντότες ὀλιγώτερα ἀπὸ τὴν ὄρεξί τους, καὶ ἀκόμη πιὸ μικρὸ τὸ μερδικὸ τῆς Μηλιᾶς, ἀφοῦ τὸ ἐμοίραζε μὲ τοὺς πτωχοὺς καὶ τὰ πουλιά.
Ἡ Μηλιὰ ἦταν δεκαεφτὰ ἐτῶν, ὅταν μία νύχτα, ὅπου ἐνόμιζαν οἱ θετοὶ γονιοί της πὼς κοιμᾶται, ἄκουσε νὰ λέγῃ ὁ γέρος εἰς τὴν γυναῖκα του:
«Δὲν ξέρω τί θὰ γίνουμεν, ἂν δὲν κάμῃ ὁ Θεὸς κανένα θαῦμα νὰ μᾶς βοηθήσει. Τὰ ξύλα ὅπου ἠμπορῶ νὰ σηκώσω εἰς τὴ γέρική μου πλάτη ὀλιγοστεύουν καθημέραν, καὶ σὺ ἀντὶς τρεῖς χρειάζεσαι τώρα πέντε μέρες γιὰ νὰ πλέξεις μία κάλτσα. Ἡ Μηλιὰ τρώγει λίγο, μὰ ἀγαπᾷ νὰ μοιράζῃ ψωμὶ εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ τὰ πουλιά. Συλλογοῦμαι τί θὰ γίνει ἀφοῦ κλείσουμε τὰ μάτια. Ἂν ἦταν ἕνα ἢ δύο χρόνια μεγαλύτερη, θὰ τὴν ἔστελνα εἰς τὴν πόλι νὰ βολευθεῖ. Φρόνιμη καὶ προκομμένη καθὼς ποὺ εἶναι, θὰ εὔρισκεν εὔκολα μία καλὴ θέσι, καὶ δὲν θὰ λησμονοῦσε καὶ τοὺς πτωχοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴν ἀναθρέψανε, ὅταν δὲν θὰ ἔχω πλέον δύναμι νὰ κόπτω ξύλα οὔτε σὺ δάκτυλα νὰ πλέκεις».
Ἡ Μηλιὰ ἐκαμώθη πὼς δὲν ἄκουσε τίποτες. Τὸ πρωὶ ὅμως ἐσηκώθηκε πρὶν φέξῃ· ἔκαμεν ἕνα κομπόδεμα τὰ ὀλίγα της πράγματα, ἕσφιξε τὴν καρδιά της, ἐσφούγγισε τὰ μάτια της, ποὺ ἔτρεχαν σὰν βρύσι, καὶ πῆγε ν᾿ ἀποχαιρετίσῃ τὸ γέρικο ζευγάρι. Ἔκλαψαν κ᾿ ἐκεῖνοι, ἔπειτα ὅμως ἐσυλλογίσθηκαν πὼς ἦτο φανέρωμα τοῦ θείου θελήματος, νὰ κάμῃ τὴν Μηλιὰν νὰ συλλογισθῇ τὴν ἴδιαν νύκτα, ὅσα ἐσυλλογίσθηκαν καὶ ἐκεῖνοι. Τὴν ἄφησαν λοιπὸν νὰ φύγει, ἀφοῦ τῆς ἔδωκαν πολλὰ φιλιά, τὴν εὐχή τους καὶ μίαν πίτταν νὰ τὴν τρώγῃ εἰς τὸν δρόμον.
Ὅλο τὸ χωριὸ ἠθέλησε νὰ τὴν συνοδέψῃ μίαν ὥρα δρόμο ἕως τὴν Κρύα Βρύσι. Τὴν ἀκολούθησαν ἕως ἐκεῖ καὶ ἕνας στραβὸς ποὺ τὸν ἔσερνεν ὁ σκύλος του καὶ δύο σακάτηδες μὲ τὰ δεκανίκια. Τὴν συνόδεψαν καὶ γίδες, ἀρνιά, κότες, χῆνες, πάπιες, γάλοι καὶ πετεινοί, γιατὶ ἄνθρωποι καὶ ζῷα ὅλοι τὴν ἀγαποῦσαν καὶ τοὺς ἐλυποῦσεν ὁ χωρισμός.
Ὅσον καιρὸν ἔβλεπεν ἀπὸ μακριὰ τὸ ἀποχαιρέτημα μὲ τὸ μαντήλι τῶν δύο γερόντων ἐπροσπαθοῦσεν ἡ Μηλιὰ νὰ κάμῃ θάρρος· ὅταν ὅμως ἔπαυσε νὰ τὸ βλέπῃ κι ἐκεῖνο, αἰσθάνθηκε πρώτη φορὰ ὅτι ἦτο μονάχη εἰς τὸν κόσμο· τὴν ἐπῆρε τὸ παράπονο καὶ ἄρχισαν πάλι τὰ μάτια της νὰ τρέχουν. Ἐπερπάτησεν ὅλην τὴν ἡμέρα χωρὶς νὰ σταθῇ οὔτε τὴν πίττα της νὰ δαγκάσει. Ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς γεμίζει ὡσὰν ψωμὶ τὸ ἀδειανὸ στομάχι τῶν δυστυχισμένων.
Ἀφοῦ ἐπερπάτησε δέκα ὅλες ὧρες, ἐκάθισεν ἀπὸ κάτω ἀπὸ μίαν καστανιὰ ν᾿ ἀναπαυθῇ. Ἀκόμη ὅμως δὲν εἶχε καλοκαθήσει, καὶ τὴν ἐτρόμαξαν δύο τουφεκιὲς καὶ τὸ γάβγισμα βραχνοῦ σκύλου. Ἐγύρισε νὰ ἰδῇ τί τρέχει καὶ εἶδεν ἕνα σύννεφο πουλιὰ ποὺ ἔφευγαν φοβισμένα.
- Ἐλᾶτε κοντά μου, ἐφώναζεν, ἐλᾶτε γρήγορα νὰ κρυβῆτε σ᾿ αὐτὴν τὴ λόχμη. Μὴ φοβᾶσθε, θὰ σᾶς γλυτώσω, ἂν δὲν μὲ σκοτώσῃ κι ἐμένα ὁ κυνηγός, ἂν δὲν μὲ φάγῃ ὁ σκύλος.
Τὰ πουλιὰ ἐγνώρισαν τὴ φωνή της, ἐσυνάχθησαν τριγύρω της καὶ ἐβιάσθησαν νὰ τρυπώσουν ἀποκάτω ἀπὸ τὰ χαμόκλαδα, στρυμωμένα τὸ ἕνα κοντὰ εἰς τὸ ἄλλο, καὶ ἄκουεν ἡ Μηλιὰ τὶς ἑκατὸν καρδοῦλες των νὰ κτυποῦν τὰκ-τὰκ σὰν τὰ ρολόγια εἰς τὸ ἀργαστήρι τοῦ ῥολογᾶ.
Ἐκείνην τὴν στιγμὴ ἐπρόβαλε καὶ ὁ κυνηγὸς μαζὶ μὲ τὸ σκύλο του, φοβερὸ ζῷο μὲ κίτρινη τρίχα, μὲ δόντια μυτερὰ καὶ μάτια κόκκινα ποὺ ἔλαμπαν σὰν ἀνθρακιά.
- Κορίτσι μου, τὴν ἀρώτησε, μὴν εἶδες νὰ περάσουν ἀπ᾿ ἐδῶ πουλιὰ ἢ ἄλλο κυνῆγι; Ἀπὸ τὸ πρωὶ τρέχω καὶ δὲν ἐσκότωσα ἀκόμη τίποτε. Θὰ σὲ δώσω αὐτὸ τὸ ἀργυρὸ δίφραγκο, ἂν μοῦ δείξεις τὸν καλὸ δρόμο.
Ἐνῷ μιλοῦσεν ὁ κυνηγός, ἑξακολουθοῦσεν ὁ σκύλος νὰ γαβγίζῃ καὶ ἡ καρδιὰ τῶν πουλιῶν νὰ κτυπᾷ πιὸ δυνατά, καὶ τὸ κόκκινο βασίλεμα τοῦ ἡλίου ἔκαμνε τὸ ἀργυρὸ νόμισμα νὰ λάμπῃ σὰν νὰ ἦταν χρυσό.
- Καλὰ ἔκαμες νὰ μ᾿ ἀρωτήσεις, ἀποκρίθηκεν ἡ Μηλιά. Μία στιγμὴ πρὶν ἔλθεις, εἶδα ἕνα κοπάδι πέρδικες ποὺ ἐπετοῦσαν κατὰ τὸ βοριά, δύο λαγοὺς ποὺ ἔτρεχαν ἀντικρυνά, ἕνα ζαρκάδι ποὺ ἔφευγε κατὰ τὴν ἀνατολὴ καὶ ἕνα ζευγάρι φαζάνια κατὰ τὴ δύσι. Ἔχεις λοιπὸν νὰ διαλέξεις, μόνο δὲν ἔχεις καιρὸ νὰ χάσεις, ἂν θέλεις νὰ φθάσῃς.
Ὁ κυνηγὸς τῆς ἔδωκε τὸ δίφραγκο καὶ ἐκινήθηκε πρὸς τὴν ἀνατολή, ὁ σκύλος ὅμως δὲν ἤθελε νὰ φύγει· ἐπεισμάτωσε νὰ μυρίζεται τὰ κλαδιά, ν᾿ ἀλυχτᾷ καὶ νὰ δείχνῃ τὰ φοβερά του δόντια. Ἐσυλλογίστηκε τότες ἡ Μηλιὰ νὰ τοῦ δώσῃ τὴν πίττα της γιὰ νὰ ἡσυχάσῃ· τοῦ ἔδωκε καὶ ὁ ἀφέντης του μία κλωτσιὰ καὶ τότε μόνον ἀπεφάσισε τὸ κακὸ ζῷο νὰ τὸν ἀκολουθήσει, ὄχι ὅμως εὐχαριστημένο, ἀλλ᾿ ἐξακολουθώντας τὸ γάβγισμα, ὡσὰν νὰ ἔλεγεν εἰς τὸν κυνηγό, πὼς εἶναι ἐντροπὴ νὰ τὸν γελοῦν κοτζάμου ἄνθρωπο τὰ κορίτσια.
Ὅταν ἐχάθη μακριὰ εἰς τὸ δάσος ὁ κυνηγὸς καὶ ἔπαυσε νὰ ἀκούεται ἡ φωνὴ τοῦ σκύλου, ἐβγήκαν ἀπὸ τὴν κρύφτη τοὺς τὰ πουλιὰ καὶ δὲν ἤξευραν τί νὰ κάμουν γιὰ νὰ δείξουν τὴν εὐγνωμοσύνη τοὺς εἰς τὴν Μηλιά. Ἐκάθιζαν ἐπάνω εἰς τὸν ὦμο της, ἐκελαηδοῦσαν εἰς τ᾿ αὐτί της εὐχαριστῶ, τὴν ἀέριζαν μὲ τὰ πτερά των καὶ τῆς ἐφιλοτσιμποῦσαν τὰ χέρια, τὰ χείλια, τὰ μάγουλα καὶ τὸ λαιμό της. Οἱ σπίνοι καὶ οἱ πυρρουλάδες ἀποσπάσθηκαν νὰ πάγουν νὰ τῆς φέρουν κεράσια, ζίζυφα, βατόμουρα καὶ φραγκοστάφυλα νὰ δειπνήσει, ἐνῷ τὰ σπουργίτια καὶ οἱ πετρῖτες τῆς ἑτοίμαζαν μαλακὸ στρῶμα ἀπὸ καστανόφυλλα, μέντα καὶ λεβάντες νὰ κοιμηθεῖ. Ἀφοῦ ἔκαμε τὴν προσευχή της καὶ ἀπλώθηκεν εἰς τὸ μυρωδάτο ἐκεῖνο κλινάρι, τὴν ἐσκέπασαν μὲ φτέρη γιὰ νὰ μὴ κρυώσῃ κι ἐκούρνιασαν κι ἐκεῖνα εἰς τὰ περίγυρα δέντρα νὰ τὴν φυλάγουν.
Τὸ πρωὶ τὴν ἐξύπνησε τὸ ἐγερτήριο τοῦ κορυδαλλοῦ καὶ ἦλθαν νὰ τὴν καλησπερίσουν καὶ τ᾿ ἄλλα πουλιά. Ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸ γενικὸ τραγούδι, ἔλαβε τὸ λόγο (συμπάθειο γιὰ τὴν ἑλληνικούρα) ὁ γλυκόλαλος ῥήτορας, τὸ ἀηδόνι, καὶ τῆς εἶπε τὰ ἀκόλουθα, εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν πουλιῶν, ποὺ ἔνοιωθε καλὰ καὶ κάπως ὠμιλοῦσεν ἡ Μηλιά.
- Μᾶς εἶπες χθὲς πὼς πηγαίνεις εἰς τὴν πρωτεύουσα νὰ κυνηγήσεις τὴν τύχη, καὶ σήμερις τὸ πρωὶ ἐμάθαμεν ἀπὸ μίαν κίσσαν, ὅτι παρουσιάζεται μία εὐκαιρία μοναδικὴ νὰ τὴν πιάσεις ἀπὸ τὰ γένεια. Ὁ βασιλιάς, ἀφοῦ ἐχήρεψε πρόπερσι, ἐβαρέθηκε τὰ μεγαλεῖα, τὶς δόξες, τὰ πλούτη καὶ ὅσα ἄλλα τοῦ ζηλεύει ὁ κόσμος. Τόση εἶναι ἡ πλήξη καὶ ἡ μελαγχολία του, ὅπου κατήντησε νὰ ὑποσχεθῇ τὸ μισό του Βασίλειο εἰς ἐκεῖνον ὅπου κατορθώσῃ νὰ τὸν κάμῃ νὰ περάσῃ μία μόνη ὥρα χωρὶς χασμήματα ἢ ἀναστεναγμούς. Πολλοὶ ἦλθαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη νὰ δοκιμάσουν. Ἡ δοκιμὴ γίνεται ἀπόψε, καὶ ὡς εἰς τὴν πρωτεύουσα εἶναι μόνο πέντε ὧρες δρόμος. Σήκω λοιπόν, Μηλιά, καὶ συγυρίσου νὰ πᾷς εἰς τὸ παλάτι νὰ κερδίσεις τὸ βραβεῖο. Θὰ σὲ συνοδέψω μὲ μερικὰ ἄλλα πουλιὰ καὶ θὰ σὲ λέγω εἰς τὸ αὐτὶ τί πρέπει νὰ κάμεις.
- Πουλιά μου ἀγαπημένα, ἀποκρίθηκεν ἡ Μηλιά, ἔχετε καλὴ καρδιά, ὄχι ὅμως καὶ πολλὴ γνῶσι. Μοῦ παραγγέλνετε νὰ συγυρισθῶ χωρὶς νὰ συλλογισθεῖτε πὼς μόνον σᾶς ἐφρόντισεν ὁ Θεὸς νὰ στολίσῃ τὰ πλουμιστὰ φτερά. Ἐγὼ δὲν ἔχω νὰ βάλω παρὰ αὐτὸ τὸ παλιοφούστανο ποὺ φορῶ. Μὲ αὐτὸ θέλετε νὰ πάγω νὰ μὲ καμαρώσῃ ἡ αὐλὴ καὶ ὁ βασιλιάς;
- Δὲν εἶναι τὰ πουλιὰ τόσον ἀνόητα, ὅσο τὰ πιστεύει ὁ κόσμος, ἀπήντησε τὸ ἀηδόνι. Δὲν θὰ σοῦ ἔλεγα νὰ στολιστεῖς, ἂν δὲν εἴχαμε φροντίσει νὰ ἑτοιμάσομε τὰ στολίδια. Ἔχομε φιλία μὲ μεταξοσκούληκα καὶ τὰ ἐβάλαμεν νὰ δουλεύουν ὅλην τὴν νύκτα γιὰ νὰ σοῦ κάμουν αὐτὸ τὸ φόρεμα ὅπου δὲν ἔχει δεύτερο στὴν οἰκουμένη.
Ἔφεραν τότες ἕνα φουστάνι ἀπὸ μονοκόμματο ἄσπρο ἀτλάζι, ποὺ εἶχε ἐπάνω κεντημένα τὴν ἄνοιξι μὲ ὅλα της τὰ λουλούδια καὶ τὸν οὐρανὸ μὲ ὅλα του τ᾿ ἀστέρια.
- Ἐγώ, εἶπεν ὁ μελισσουργός, ἔτρεχα ὅλην τὴν νύκτα νὰ σοῦ εὕρω αὐτὸ τὸ ἄσπρο τριαντάφυλλο νὰ βάλεις εἰς τὰ μαλλιά σου.
- Καὶ ἐγώ, εἶπεν ἡ πυρραλίδα, ἐσύναξα σταλαγματιὲς δρόσο καὶ σοῦ ἔκαμα περιδέραιο, ποὺ λάμπει περισσότερο ἀπὸ τὰ διαμάντια.
- Καὶ ἐγώ, εἶπεν ἡ σουσουράδα, σοῦ φέρνω αὐτὸ τὸ ῥιπίδι, ὅπου ἔδωκε τὸ κάθε πουλὶ τὸ ὡραιότερό του φτερὸ γιὰ νὰ γίνει.
Ἀφοῦ ἐφόρεσε τὰ μοναδικά της στολίδια, ἐφάνηκεν ἡ Μηλιὰ τόσον ὡραία ποὺ ἄρχισαν νὰ ὑμνολογοῦν τὴν περίσσεια χάρι τῆς ὅλα μαζὶ τὰ πουλιά. Μόνον ἐκείνη ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἀνήσυχη καὶ συλλογισμένη.
- Τί θὰ γίνω, εἶπεν, ὅταν μοῦ μιλήσῃ ὁ βασιλιὰς καὶ καταλάβῃ ἀπὸ τὰ πρῶτα μου λόγια ὅτι εἶμαι μία χωριάτισσα τοῦ βουνοῦ ποὺ δὲν ξέρει τίποτε ἀπὸ τὸν κόσμο;
- Μὴ σὲ νοιάζει, ἀποκρίθηκε τὸ ἀηδόνι. Αὐτὴ ἡ φιλενάδα μου ἡ κουροῦνα, ποὺ βλέπεις κοντά μου, φωλιάζει ἀπὸ ἑκατὸν εἴκοσι χρόνια εἰς τὴν στέγη τοῦ παλατιοῦ καὶ ξεύρει ὅλα του τὰ φανερὰ καὶ τὰ μυστικά. Τὴν ἔφερα ἐπίτηδες γιὰ νὰ σὲ κατηχήσει. Σὲ μία ὥρα θὰ σὲ μάθει ὅσα φθάνουν γιὰ νὰ διδάξεις τὸν βασιλιὰ τὰ γονικά του.
Μὲ τὸ δίφραγκο τοῦ κυνηγοῦ ἐνοίκιασεν ἡ Μηλιὰ τὸ βράδυ ἕνα κομψὸ ἁμάξι καὶ σωστὰ εἰς τὰς ἐννιὰ τὸ βράδυ ἐπαρουσιάσθηκεν εἰς τὴν μεγάλη σάλα τοῦ παλατιοῦ. Ἡ ἐντύπωσι ποὺ ἔκαμεν ἡ ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου της καὶ ἡ λάμψη τοῦ φουστανιοῦ της ἦτο τόση, ὅπου ὅλες οἱ ἄβαφες γυναῖκες ἐκιτρίνισαν ἀπὸ τὴν ζούλεια, καὶ ἀπὸ ἐκείνην τὴν βραδυὰ ἐφανερώθηκε ποιὲς πασαλείβονται καὶ ποιὲς ὄχι.
Ὁ βασιλιὰς κατέβηκεν ἀπὸ τὸ θρόνο του καὶ ἦλθε νὰ τὴν προϋπαντήσει, πρᾶγμα ὅπου δὲν ἔκαμεν ἄλλη φορά, παρὰ μόνον εἰς τὴν ἐπίσκεψι τῆς αὐτοκρατόρισσας τοῦ Λεβάντε. Χωρὶς νὰ φροντίζῃ γιὰ τὴν ἐθιμοταξία, τὴν ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν ἔβαλε νὰ καθίσῃ σιμά του, ἐρωτώντας ἀπὸ ποιὸ βασίλειον ἔρχεται, ἢ ἂν εἶναι οὐρανοκατέβατη, γιατὶ δὲν πιστεύει πῶς ἠμπορῇ ἡ γῆς νὰ γεννήσῃ γυναῖκα τόσον ὡραία.
Ἡ Μηλιὰ ἐκοκκίνισε καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε μὲ πολλὴ σεμνότητα καὶ χάρι ὅτι εἶναι μία ταπεινὴ χωριάτισσα καὶ ἦλθε ν᾿ ἀγωνισθῇ μὲ τοὺς ἄλλους γιὰ τὸ βραβεῖο.
- Πρέπει νὰ ξεύρεις, τῆς εἶπεν ὁ βασιλιάς, πὼς τόσον πολὺ ἐχόρτασα καὶ ἀηδίασα κάθε διασκέδασι καὶ ξεφάντωμα, ποὺ τίποτες πλέον δὲν μ᾿ εὐχαριστεῖ. Ἔχω ὁλόκληρα χρόνια νὰ γελάσω. Ὅλα μοῦ φαίνονται ἀνούσια, ἀνάλατα, νερόβραστα καὶ βαρετά. Καὶ αὐτή σου ἡ ὡραιότης ἐθάμπωσε τὰ μάτια μου χωρὶς νὰ γιατρέψῃ τῆς ψυχῆς μου τὴν κούρασι καὶ πλῆξι. Εὔχομαι νὰ φανῇ ἡ διασκεδαστική σου τέχνη, ὅσον καὶ ἡ ὀμορφιά σου μεγάλη.
Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ ἐπρόσταξεν ν᾿ ἀρχίσῃ ὁ ἀγώνας.
Τὰ λόγια του ἐτρόμαξαν τὴν Μηλιάν, ποὺ δὲν ἤξευρε πῶς θὰ κατώρθωνε νὰ κάμῃ νὰ γελάσῃ τὸν ἀγέλαστο ἐκεῖνο βασιλιά. Θὰ ἔχανε τὸ θάρρος της, ἂν δὲν ἤρχετο ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὸ ἀηδόνι νὰ κελαηδήσῃ εἰς τὸ αὐτί της: «Μὴ σὲ μέλει, τὰ πουλιὰ τὰ ἑτοίμασαν ὅλα».
Ὁ πρῶτος ἀγωνιστὴς ποὺ ἐπαρουσιάσθηκεν ἦταν ἕνας περίφημος φραγκομερίτης μπεχλιβάνης ἤ, καθὼς τοὺς λέγουν οἱ λογιώτατοι, λαθροχειριστής, τόσον ἐπιτήδειος, ποὺ τὸν ἔπαιρναν πολλοὶ γιὰ μάγο καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ φύγῃ ἀπ᾿ τὸν τόπον του, ὅπου ἐσυνήθιζαν τότες νὰ καίουν τοὺς μάγους. Αὐτὸς ἐμάντεψε τὸ χαρτί, ἄσο πίκα, ὁποὺ εἶχε βάλει ὁ βασιλιὰς εἰς τὸ νοῦ του, ἐτηγάνισεν αὐγὰ μέσα εἰς τὸ καπέλο τοῦ αὐλάρχη καὶ ἔστειλε τὴν ξανθὴ περρούκα τῆς Μεγάλης Κυρίας νὰ σκεπάσῃ τοῦ ἱπποκόμου τὴ φαλάκρα. Ἔπειτα κατώρθωσε νὰ βγάλῃ ἀπὸ τὴ μύτη τοῦ ὑπουργοῦ τῆς δικαιοσύνης ἕνα σχοινὶ τῆς φούρκας καὶ ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ στρατάρχη ἕνα δειλὸ λαγουδάκι. Ὅλα ἐπήγαιναν καλά, μόνον ὁ βασιλιὰς δὲν εἶχεν ἀκόμα γελάσει. Μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἐπιτύχῃ καὶ τοῦτο, ἐσκαρφίσθηκε νὰ λαθροχειρίσῃ τὸ βασιλικὸ στέμμα καὶ νὰ στεφανώσῃ μὲ αὐτὸ μία κεφαλὴ ἀγριοχοίρου, ποὺ ἦταν στημένη εἰς τὸ μέσο τοῦ τραπεζιοῦ τοῦ δείπνου. Ὁ βασιλιὰς ὅμως δὲν ἦταν, καθὼς φαίνεται, εὐδιάθετος. Ἀντὶ νὰ γελάσῃ εὑρῆκεν ἄνοστο τὸ χωρατόν, κι ἐπρόσταξε νὰ διώξουν τὸν χωρατατζῆ μ᾿ ἕνα καλὸ λάχτισμα εἰς τὸ μέρος τοῦ ὑποκειμένου του ποὺ εἶναι παρακάτω ἀπὸ τὴ ράχη.
Ὁ δεύτερος ἀγωνιστὴς ἦταν ἕνας σοβαρὸς ἀσπρογένης φιλόσοφος ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ὁλλάνδας. Αὐτὸς εἶχε φέρει μαζί του μία παράξενη μηχανή, μὲ ἕνα εἶδος ὑαλίτικο καζάνι ἀπ᾿ ἐπάνω. Τὸ ἄνοιξε καὶ ἔρριψε μέσα κάρβουνο κοπανιστό, μία κουταλιὰ ἀδιάργυρο, μία φοῦχτα ἀλογόπετρα, ἕνα κλαδὶ δενδρολίβανο καὶ ἕνα βῶλο νισαντήρι. Τὰ ἀνακάτεψε μὲ μία χρυσὴ κουτάλα καὶ ἀμέσως ἐζεστάθηκαν, ἐκόρωσαν, ἐφλογοβόλησαν, ἔπειτα ἐκρύωσαν, ἐκρουστάλλιασαν, καὶ εὑρέθη τὸ καζάνι γεμάτο διαμάντια μεγάλα σὰν τ᾿ αὐγὰ τῆς περιστερᾶς. Ὅλοι οἱ αὐλικοὶ ἔμεναν ἐκστατικοὶ καὶ ὅλες οἱ κυρίες ἅπλωναν τὸ χέρι γιὰ νὰ λάβουν ἀπὸ ἕνα ἀπὸ τὰ διαμάντια ποὺ ἄρχισεν ὁ σοφὸς τῆς Ὁλλάνδας νὰ μοιράζει. Ὁ βασιλιὰς ὅμως ἐθύμωσε καὶ πάλι, ἐπρόσταξεν εἰς τὶς κυρίες νὰ δώσουν ὀπίσω ὅσα εἶχαν λάβει καὶ εἶπε μὲ ὀργὴ εἰς τὸ χημικό: «Δὲν ἐσυλλογίσθηκες, ζευζέκη, πὼς ἅμα γίνουν τὰ διαμάντια κοινὰ σὰν τὰ χαλίκια, θὰ χάσουν ὅλη τους τὴν ἀξία τὰ δικά μου, ποὺ εἶναι τὰ πρῶτα του κόσμου καί, ἂν λάχῃ καὶ χρειαστῶ χρήματα, μπορῶ νὰ τὰ πουλήσω ὅσο θέλω; Φύγε ἀπ᾿ ἐδῶ, καὶ ἂν ξανακάμεις ἄλλη φορὰ διαμάντια, θὰ σοῦ σπάσω μαζὶ μὲ τὴ μηχανὴ καὶ τὸ κεφάλι».
Ὁ τρίτος ἦταν ὁ πρῶτος ἐπιστήμονας ἑνὸς καινούργιου κόσμου, ποὺ εἶχεν ἀνακαλύψει ἕνας κάποιος Κολόμπος, πέρα ἀπὸ τὸ μεγάλο νερομάζωμα, ποὺ τὸ λέγουν Ἀτλαντικό. Αὐτὸς ὁ νεοκοσμίτης εἶχε καταφέρει ὕστερα ἀπὸ πολλὲς μελέτες καὶ δοκιμές, νὰ κλείσῃ τὶς ἡλιακὲς ἀχτίδες μέσα εἰς μπουκαλάκια, ποὺ μοιάζανε μικρὰ ἀχλάδια, τόσον ὅμως φωτερὰ ποὺ ὁ βασιλιὰς καὶ ὅλοι οἱ αὐλικοὶ ἐθαμπώθηκαν καὶ ἀνοιγόκλειαν τὰ μάτια, ὡσὰν νυχτερίδες ποὺ ἐπλάκωσεν ὁ πρωινὸς ἥλιος, πρὶν προφθάσουν νὰ χωθοῦν εἰς τὴ σπηλιά τους. Ἀφοῦ ἐμισοστράβωσε τὸν κόσμο ἄρχισεν ὁ ἐπιστήμονας νὰ ἐξηγῇ πὼς αὐτὰ τ᾿ ἀχτινοβόλα ἀχλάδια εἶναι νέο σύστημα φωτισμοῦ, καὶ μὲ τὸ μισὸ ἔξοδο θὰ δίδουν φῶς δεκαπλάσιο ἀπὸ τὸ λάδι, ποὺ θὰ ξεπέσει τότες ἡ τιμή του εἰς τὸ δέκατο, ἀφοῦ δὲ θὰ χρησιμεύει πλιὰ παρὰ μόνο γιὰ τὸ τηγάνισμα καὶ τὴ σαλάτα.
- Δὲν ξεύρεις, ἀχρεῖε, τὸν διέκοψεν ὁ βασιλιὰς κίτρινος ἀπὸ τὴν ὀργή, πὼς τὰ κτήματα τοῦ βασιλείου μου, τὰ δικά μου καὶ τοῦ λαοῦ μου, εἶναι ὅλα ἐλαιῶνες, καὶ ἔρχεσαι νὰ μᾶς ξεπέσῃς τὴν τιμὴ τοῦ λαδιοῦ! Γκρεμίσου νὰ μὴ σὲ βλέπω, καὶ ἂν αὔριο εὑρεθῇς ἀκόμη εἰς τὰ κράτη μου, θὰ σ᾿ ἀλείψω μὲ λάδι καὶ θὰ σὲ κάψω ζωντανό.
Ἦταν τώρα ἡ σειρὰ τῆς Μηλιᾶς καὶ ἔτρεμεν ὅλη, βλέποντας πόσον ἀγριωμένος ἦταν ὁ βασιλιάς. Τῆς ἐκελάδησεν ὅμως πάλιν τὸ ἀηδόνι κάτι ποὺ τῆς ἔδωκεν θάρρος. Ὀλωνῶν τὰ μάτια ἤτανε καρφωμένα ἀπάνω της καὶ ἡ σιωπὴ τόσο τέλεια, ποὺ θ᾿ ἄκουε κανένας μυΐγαν νὰ πετᾷ ἢ χόρτο νὰ φυτρώνει.
Ἡ Μηλιὰ ἔδωκε τότε διαταγὴ ν᾿ ἀνοίξουν τὰ εἴκοσι παράθυρα τῆς σάλας. Καὶ ἀμέσως ἐπέταξαν μέσα μικροπούλᾳ κάθε λογῆς καὶ εἴδους, κίτρινοι μελισσουργοί, κόκκινοι πυρρουλᾶδες, ἀργυρᾶ ψαροπούλια, μαῦροι κότσυφοι, πλουμιστὲς κίχλες, παρδαλὲς καρδερίνες, σπίνοι, φρεντζούνια, σεισοῦρες, ποταμῖδες, καλογρίτσες, μαλαθρίτσες, κορυδαλλοί, ἀσπρόκωλοι, τρυποκάρυδα καὶ κεφαλᾶδες. Ἀφοῦ ἐφτερούγιασαν ἕνα δύο λεπτά, ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ γύρω εἰς τὶς λάμπες καὶ τοὺς πολυελαίους, σὰν τρελλὰ πουλιὰ ποὺ ἦταν, ἔκαμαν ἔπειτα ἕνα μεγάλο κύκλο. Τὸ ἀηδόνι ἐστάθη εἰς τὸ κέντρο κτυπώντας σὰν ἀρχιμουσικὸς μὲ τὶς φτεροῦγες του τὸ ρυθμό, καὶ ἀκούστηκε τότε μία πρωτάκουστη συμφωνία τόσο γλυκειὰ ποὺ θὰ ἔλεγες πὼς τὴν εἶχε συνθέσει ἡ μελοποιήτρια τῆς Παράδεισος Ἁγία Καικιλία. Ἀπὸ ὅλα τὰ κομμάτια ἄρεσε περισσότερο μία λιγυρὴ τετραφωνία σπίνων, ποὺ ἔκαμεν ὅλους νὰ δακρύσουν, καὶ τὸ κωμικὸ τραγοῦδι τῆς κίσσας, τὸ τόσο πηδηκτούλικο καὶ ζωηρὰ τονισμένο, ποὺ ὅλοι οἱ αὐλικοὶ ἄρχισαν νὰ σειοῦνται καὶ νὰ κινοῦν τὰ πόδια σὰν ἂν εἶχαν γεμίσει οἱ κάλτσες τῶν μερμήγκια.
- Χορέψατε τώρα, πουλιά μου, ἐπρόσταξεν ἡ Μηλιά.
Εἴκοσι ζευγάρια καναρίνια ἄρχισαν τότε νὰ χορεύουν ἕνα ἔχτακτο καὶ πρωτοφανίστικο βάλς. Μὲ τὴ μία φτερούγα ἐκρατοῦντο τὰ δύο πουλιὰ ἀγκαλιασμένα καὶ ἐπετοῦσαν μὲ τὴν ἄλλην. Τὰ ζευγάρια ἐγύριζαν ὡσὰν ἄνεμες καὶ ἔκαμαν δέκα φορὲς τὸ γῦρο τῆς σάλας. Ἔπειτα ἐχόρευσαν κατὰ γῆς περπατητὰ μία νόστιμη καδρίλια οἱ τσαλαπετεινοὶ καὶ ἀκόμη καλλίτερα ἐπέτυχε τὸ κοτιλλιὸν μὲ ὅλα του τὰ παιχνίδια. Εἰς αὐτὸ ἔκαμαν ὅλους νὰ ξεκαρδισθοῦν τὰ νάζια μίας ἀκατάδεκτης καρδερίνας, ποὺ τῆς ἐπαρουσίασαν δέκα κατὰ σειρὰν χορευτᾶδες καὶ δὲν τῆς ἄρεσε κανένας· τοὺς ἐκύτταζε μὲ περιφρόνησι κι ἔλεγεν ὄχι μὲ τὸ κεφάλι. Ὁ ἑνδέκατος ἔτυχε νὰ τῆς ἀρέσει· γιὰ νὰ τοῦ τὸ ἀποδείξη τοῦ ἔδωκε μία μυΐγα ποὺ εἶχε πιάσει. Τὴν ἔχαψεν ἐκεῖνος καὶ ἔπειτα ἀγκάλιασε τὴν χορεύτριά του καὶ ἄρχισαν νὰ γυρνοῦν μὲ χάρι καὶ τέχνη μοναδική.
Δὲν θὰ ἐτελείωνα ποτὲ ἂν ἤθελα νὰ τὰ πῶ ὅλα. Ἡ διασκέδασι ἔκλεισε μὲ μία βροχὴν ἀπὸ σπάνια λουλούδια, ποὺ εἶχαν φέρει τὰ χελιδόνια ἀπὸ τὰ ξένα μέρη. Τὸ σπανιώτερο ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἕνας γαλάζιος λωτὸς τοῦ ἐπάνω Νείλου, ποὺ ἐπρόσφερεν ἡ Μηλιὰ εἰς τὸν βασιλιᾶ.
Ἐκεῖνος ἤτανε τώρα ὅλος ζωὴ καὶ χαρά. Τὸ αἷμα ἀνέβηκε νὰ βάψῃ τὴ χλωμή του ὄψι καὶ τὰ μάτια ἔρριχναν σπίθες. Χωρὶς νὰ συλλογισθῇ οὔτε τὸ μεγαλεῖο οὔτε τοὺς προγόνους του, οὔτε τί θὰ ἔλεγαν οἱ γύρω του πριγκίποι, δοῦκες, στρατάρχες, ὑπουργοὶ καὶ δεσποτᾶδες, ἔσκυψε καὶ ἐφίλησε τὴν Μηλιὰ εἰς τὸ μέτωπο, τὰ δύο μάγουλα καὶ τὸ σιαγόνι. Τὸ σταυροφίλημα ἐκεῖνο, καθὼς τὸ ἔλεγαν, ἰσοδυναμοῦσε τότε εἰς τὴν Μεγάλη Ἑλλάδα μὲ ἐπίσημον ἀρραβῶνα. Δὲν ἠμπορῶ νὰ εἴπω ἂν ἄρεσεν ὁ ἀρραβώνας ἐκεῖνος εἰς ὅλους τοὺς αὐλικοὺς ἢ μίαν τουλάχιστον αὐλικήν. Ὅλοι ὅμως ἠναγκάσθησαν θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας νὰ φωνάζουν: Ζήτω ἡ βασίλισσά μας! Τὸ ἴδιο ἐφώναξαν εἰς τὴν γλῶσσαν τους καὶ ὅλα τὰ πουλιά, καὶ βλέποντας ὅτι ἔκλαιεν ἡ Μηλιὰ ἐνῷ τὴν ἀποχαιρετοῦσαν, τῆς ἔδωκαν τὴν ὑπόσχεσι νὰ τὴν βλέπουν συχνά.
Οἱ γάμοι ἔγιναν τὴν ἑπομένην ἑβδομάδα μὲ περισσὴ μεγαλοπρέπεια καὶ πομπή. Εἰς αὐτοὺς ἦσαν καλεσμένοι καὶ οἱ θετοὶ γονιοὶ τῆς Μηλιᾶς, ὁ γέρος καὶ ἡ γριά, ποὺ τοὺς ἔκαμνε νὰ φαίνονται δέκα χρόνια νεώτεροι ἡ χαρά.
Ὁ βασιλιᾶς, γιὰ νὰ τοὺς ἔχῃ κοντά της ἡ ἀγαπημένη του γυναῖκα, ἐζήτησε νὰ τοὺς εὕρῃ καμμιὰ δημόσια θέσι εἰς τὴν πρωτεύουσά του. Βλέποντας πόσον ἦτο ἡ γριὰ φρόνιμη, οἰκονόμα, νοικοκυρά, λιγόφαγη καὶ εἰς ὅλα τακτικὴ τὴν ἔκανεν ὑπουργίναν ἐπὶ τῶν οἰκονομικῶν. Ὁ γέρος ὅμως ἦταν πλέον δυσκολοβόλευτος. Δὲν ἤξευρεν ὁ ἄνθρωπος οὔτε νὰ γράφῃ οὔτε νὰ διαβάζῃ. Ὁ βασιλιὰς ἐπονοκεφαλοῦσε νὰ εὕρῃ πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ τὸν οἰκονομήσῃ, ὅταν ἔτυχε ν᾿ ἀποθάνῃ ὁ ἐπὶ τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως ὑπουργός. Μὴ ἔχοντας πρόχειρον καμμίαν ἄλλην, ἔδωκεν εἰς τὸν γέρον τὴν θέσιν τοῦ μακαρίτη, καὶ ἀπὸ τότες ἐγεννήθη καὶ σῴζεται ἀκόμη εἰς πολλὰ μέρη ἡ συνήθεια νὰ δίδεται εἰς τὸν πλέον ἀγράμματον τὸ ὑπουργεῖον τῆς παιδείας.-
Ὁ ἴδιος ὁ Ροΐδης σημειώνει γιὰ τὸ διήγημά του αὐτό: «Αὐτὸ τὸ παραμύθι ἤκουσα πολλάκις κατὰ τοὺς παιδικούς μου χρόνους εἰς τὴν Ἰταλίαν, τὴν οὐσίαν καὶ ὄχι τὰ ἐπεισόδια. Τὰ ἔγραψα χωρὶς τὴν παραμικρὰν ἀξίωσιν ἢ κἂν πρόθεσιν ἀκριβοῦς ψυχαρισμοῦ».
«Τὸ ἑλληνικὸ φανταστικὸ διήγημα», Τόμος Δ´, Αἴολος 1997, σελίδες 147-153
Πρώτη δημοσίευση: «Ἀκρόπολις Χριστουγεννιάτικη», 1895
Προέλευση κειμένου: http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html
Πηγή: Νεκτάριος